Περιεχόμενα εγκυκλοπαίδειας αρχαίας ελληνικής μουσικής

nikosthe

Νίκος Θεοτοκάτος
Στο θέμα αυτό αναρτώνται τα περιεχόμενα του Θησαυρού της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής κατά γράμμα, που είναι εμπλουτισμένη έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας (θυμίζουμε ότι και τα δύο υπάρχουν χάρη στις προσπάθειες του Σπύρου Ζαμπέλη). Έτσι, όποιος ψάχνει κάτι συγκεκριμένο ή όποιος θέλει απλώς να δει τι περιέχει η Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, ας αρχίσει από εδώ την αναζήτησή του και με ένα κλικ στο λήμμα που τον ενδιαφέρει θα μεταφέρεται στο αντίστοιχο μήνυμα του Θησαυρού. Στο λήμμα του Θησαυρού υπάρχει σύνδεση και με την Εγκυκλοπαίδεια, ώστε να βλέπει ο χρήστης αν υπάρχει κι εκεί κάτι παραπάνω.

Υ.Γ. (27-3-2012) Αποφάσισα να γράφω στα Περιεχόμενα του Θησαυρού δίπλα σε κάθε λέξη μια σύντομη ερμηνεία, ώστε αφενός όποιος ενδιαφέρεται για έναν απλό ορισμό να μην αναγκάζεται να πατάει το σύνδεσμο, αλλά και αφετέρου όποιος δεν γνωρίζει από αρχαία ελληνική μουσική και βλέπει τα περιεχόμενα, να παίρνει μια πρώτη ιδέα των όρων, που ίσως τον ωθήσει να συνεχίσει παραπάνω. Επίσης, από το πρώτο αυτό μήνυμα θα είναι προσβάσιμα όλα τα γράμματα των περιεχομένων, για ευκολότερη πλοήγηση:
Α Β Γ Δ
 
Last edited:
Αγαθοκλής (τέλη του 6ου αι. π.Χ.)· Αθηναίος σοφιστής και μουσικός
Αγάθων (5ος αι. π.Χ.-περ. 400 π.Χ.)· Αθηναίος τραγικός και συνθέτης
Αγαθώνιος
αγγελική είδος παντομιμικού χορού
Αγέλαος (6ος αι. π.Χ.)· κιθαριστής από την Τεγέα
αγέχορος επίσης ηγέχορος· ο αρχηγός του χορού
αγέχορον
Αγήνωρ ο Μυτιληναίος (περ. 4ος αι. π.Χ.)· πολύ γνωστός μουσικός της εποχής του
αγκώνες όρος που χρησιμοποιούνταν για τα μέρη της κιθάρας που υποβάσταζαν τους πήχεις
αγωγή διαδοχή ή πορεία των φθόγγων της μελωδίας με συνεχή διαστήματα
αγωνιστής μαχητής, διαγωνιζόμενος σε αγώνα
άδω ποιητ. αείδω· τραγουδώ. Χρησιμοποιούνταν επίσης με τη σημασία: διηγούμαι, αφηγούμαι (συνήθως με μουσική) adein, ado
άειδε
άδουσιν
Αδώνια ετήσια γιορτή σε ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του Άδωνη σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας. Adonia, Adonidia
αηδών αηδόνι, αλλά μεταφορικά το γλωσσίδι του αυλού και ο ίδιος ο αυλός
Αθηνά Είδος αυλού που αναφέρεται από τον Πολυδεύκη
Αθήναιος (2ος/3ος αι. μ.Χ.)· γραμματικός και σοφιστής
αθλοθέτης κριτής στους Αγώνες
αίλινος πένθιμη, θρηνώδης αναφώνηση
αιολία ή αιολική αρμονία· έτσι ονομαζόταν από μερικούς θεωρητικούς πριν από τον Αριστόξενο η σειρά, κλίμακα (διαπασών): la - sol - fa - mi - re - do - si - la (διατονικό γένος)
Αισχύλος (525-456 π.Χ.)· μεγάλος τραγικός ποιητής που γεννήθηκε στην Ελευσίνα και πέθανε στη Γέλα της Σικελίας
αιώρα (και εώρα) Τραγούδι που το τραγουδούσαν πάνω σε κρεμαστή κούνια
ακαριαίος (τόπος) πολύ μικρός, ανεπαίσθητος τόπος (θέση), μέσα στον οποίο μπορεί να κινηθούν τα άκρα των συμφωνιών
ακίνητοι φθόγγοι (ή ακλινείς) ή εστώτες φθόγγοι οι φθόγγοι ενός τετραχόρδου που έμεναν ακίνητοι, δηλ. δεν άλλαζαν παρά οποιεσδήποτε αλλαγές στο γένος του τετραχόρδου
ακλινείς φθόγγοι (ή ακίνητοι)
ακοή η αίσθηση της ακοής. Σήμαινε επίσης ό,τι ακούγεται (λέξη ή ήχος), την ενέργεια της ακοής, και καμιά φορά το αυτί το ίδιο.
ακρόασις
αλητήρ είδος χορού, τοπικού της Σικυώνας στην Πελοπόννησο, και της Ιθάκης
αλήτις Τραγούδι που το τραγουδούσαν πάνω σε κρεμαστή κούνια (αιώρα), καθώς κουνιόνταν
Αλκαίος (τέλη 7ου/6ος αι. π.Χ.)· λυρικός ποιητής και συνθέτης από τη Λέσβο
Αλκείδης (2ος/3ος αί. μ.Χ.)· μουσικός από την Αλεξάνδρεια, ένας από τους δειπνοσοφιστές του Αθήναιου
Αλκμάν (7ος π.χ. αι.):ποιητής και μουσικός από τις Σάρδεις (ή από τη Μεσσόα της Σπάρτης)
άλογος Άλογον και ρητόν: αρχαίοι ελλ. χαρακτηρισμοί για την "ασυμμετρία" ή τη "συμμετρία" ενός διαστήματος.
Αλύπιος (3ος ή 4ος αι. μ.Χ.)· θεωρητικός της μουσικής
άλυρος χωρίς συνοδεία λύρας
αλώπηξ όνομα κάποιου χορού
αμελώδητος ατραγούδητος· επίσης, που δεν μπορεί να τραγουδηθεί, ένα πολύ μικρό διάστημα που δεν μπορεί να τραγουδηθεί.
αμετάβολος μη μετατροπικός· αμετάβολον σύστημα = αμετάβλητο σύστημα
Αμοιβεύς (3ος αι. π.Χ.)· γνωστός Αθηναίος κιθαρωδός
άμουσος ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, ακαλαίσθητος, χωρίς καλλιέργεια στις μούσες
αμουσία
άμπειρα ποιητική μορφή του ανάπειρα δοκιμή, άσκηση
Αμφίων διάσημος μυθικός κιθαρωδός , γιος του Δία και της Αντιόπης
ανάβασις ανάβαση, ανέβασμα. στη μουσική η "ανιούσα" διαδοχή φθόγγων
αναβολή οργανικό πρελούντιο
αναγωγή "ανιούσα" διαδοχή φθόγγων
ανάδοσις ανύψωση μιας νότας· συνώνυμη του πιο συνηθισμένου όρου επίτασις
αναδρομή επανάληψη. Επανάληψη ενός τμήματος μιας μουσικής σύνθεσης
ανάκλασις στη μουσική, αντανάκλαση ήχου, ηχώ
ανάκλησις βλ. τα λ. άνεσις και ανάλυσις
Ανακρέων (563-478 π.Χ.)· λυρικός ποιητής
ανάκρουσις πρελούντιο, εισαγωγή, προοίμιο· η αρχή μιας οργανικής μελωδίας
ανάλυσις διαίρεση στα συστατικά στοιχεία ενός σύνθετου συνόλου
αναμέλπω τραγουδώ, υμνώ με τραγούδι
αναμινυρίζω ξανατραγουδώ χαμηλόφωνα
Αναξήνωρ (2ος/1ος αι. π.Χ.)· διακεκριμένος κιθαρωδός από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας
ανάπαιστος ο γνωστός μετρικός πους , που αποτελείται από δύο βραχείες συλλαβές και μια μακρά
αναπάλη αρχαιότατος χορός παρόμοιος με τη γυμνοπαιδική
ανάπειρα αυλητικός ρυθμός
αναπλοκή μια μελωδική συνέχεια με (γρήγορες) νότες που ανεβαίνουν
ανάρμοστος μη αρμοσμένος (ηρμοσμένος ), μη κανονισμένος σύμφωνα με τους νόμους της αρμονίας (της μουσικής), διάφωνος
ανάτρητος τρόπος· διάτρητος τρόπος
άναυλος χωρίς αυλό . Μεταφορικά, άμουσος
αναυλότατον
αναφύσησις αυλητικό πρελούντιο (LSJ)· το πρώτο φύσημα (μάθημα) στον αυλό
Ανδρέας ο Κορίνθιος συνθέτης άγνωστης εποχής
ανειμένος βλ. λ. χαλαρός . Επίσης, επανειμένος, λ.χ. "επανειμένη λυδιστί" (χαλαρή λυδική [αρμονία ])
άνεσις χαλάρωση μιας χορδής, επομένως κίνηση από ψηλότερη θέση σε άλλη χαμηλότερη, χαμήλωμα του ύψους
ανηκοΐα η ανικανότητα να ακούσει κανείς
ανήκοος ανίκανος να ακούσει, κουφός
άνθεμα ζωηρός και εύθυμος λαϊκός χορός,
που γινόταν για να γιορταστεί ο ερχομός της άνοιξης
ανισότονοι Το αντίθετο του ισότονος
άνομος αντίθετος προς το νόμο , εκείνος που δεν ακολουθεί (που παραβαίνει) το νόμο. Επομένως, άμουσος, μη μελωδικός
ανταπόδοσις το αποτέλεσμα του αγγίγματος ή του κτυπήματος μιας χορδής
αντεπίρρημα το έβδομο και τελευταίο μέρος της παράβασης (βλ. λ. παράβασις). Το απάγγελνε ο κορυφαίος του χορού απευθυνόμενος στο κοινό.
αντήχημα ηχώ, αντήχηση
Αντιγενίδας (5ος/4ος αι. π.Χ.)· διάσημος αυλητής και συνθέτης από τη Θήβα
Αντιγενίδης
αντίμολπος εκείνος που είναι σε αντίθεση προς τη μολπή (τραγούδι, ωδή) ή προς άλλο ήχο
αντίσπαστος μετρικός πους αποτελούμενος από έναν ίαμβο και έναν τροχαίο: U - - U. Στη μουσική, αντίφθογγος, που ηχεί στην ογδόη
Αντισπαστικόν μέτρον
αντίστροφος το έκτο μέρος της παράβασης (βλ. λ. παράβασις )
αντιστροφή η στροφή του χορού προς την αντίθετη διεύθυνση (από δεξιά προς αριστερά) κατά τη διάρκεια της δραματικής εκτέλεσης· το αντίθετο της στροφής
αντίφθογγος εκείνος που συμφωνεί με άλλο ήχο· η ογδόη ενός άλλου ήχου
αντίφωνον η ογδόη, όταν ηχεί σε απάντηση
αντίχορδος ο ήχος που βρίσκεται σε συμφωνία με άλλον ήχο
αντίψαλμος σύμφωνος στην ογδόη
αντιψάλλων
άντυξ η γέφυρα ("καβαλάρης") της λύρας
Ανώνυμος αρχαίο σύγραμμα "περί Μουσικής" άγνωστου συγγραφέα
αοιδή ιωνικός τύπος της λ. ωδή, που συναντάται συχνά στον Όμηρο
αοίδιμος εκείνος που αποτελεί θέμα ενός τραγουδιού, εκείνος που τραγουδιέται, υμνείται
αοιδός επικός τραγουδιστής
αοιδών
αοιδούς
απάδω τραγουδώ έξω από τον τόνο, παραφωνώ
απήχημα Από το ρ. απηχώ = ηχώ σε απάντηση, αντιλαλώ
απλάστως φυσικά, με απλό, ανεπιτήδευτο τρόπο
απλατής χωρίς πλάτος (ένας ήχος χωρίς πλάτος)
απλούν "Απλούν σύστημα", απλό, μη μετατροπικό σύστημα
απόθετος, νόμος ένας αυλωδικός νόμος
απόκινος είδος ερωτικού χορού που χορευόταν από γυναίκες που κουνούσαν τη μέση τους
απολελυμένα άσματα· (απολελυμένος, μετοχή παρακ. του απολύομαι, ελευθερώνομαι)· ελεύθερα (στη φόρμα) τραγούδια
απόμουσος ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, ακαλαίσθητος, χωρίς καλλιέργεια στις μούσες
απόσεισις ασελγής, ακόλαστος χορός
αποστολικά μέλη · τραγούδια των αγγελιαφόρων· τραγούδια συνθεμένα για μια ειδική αποστολή
απόστροφος η στροφή του χορού από τη σκηνή προς το δήμο κατά την κωμική παράβαση
αποτομή με τον όρο αυτό οι Πυθαγόρειοι ονόμαζαν το "μείζον" ημιτόνιον
απόχορδος έξω από τον τόνο, παράφωνος
απόψαλμα το μέρος της χορδής που τραβιέται ή αγγίζεται από τον εκτελεστή
άπυκνον το σύστημα που δεν είναι πυκνό· το αντίθετο του "πυκνόν "
απωδό εκείνος που ηχεί ή τραγουδά έξω από τον τόνο, ο παράφωνος
Αργάς (4ος αι. π.Χ.)· κιθαρωδός και συνθέτης
Αριστείδης (Κοϊντιλιανός) (1ος/3ος αι. μ.Χ.)· θεωρητικός και συγγραφέας μουσικής
Αριστόνικος ο Aργείος (8· / 7ος αι. π.Χ.)· κιθαριστής από το Άργος
Αριστόξενος (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλό%
 
Last edited by a moderator:
Βάθυλλος (1ος αι. π.Χ./1ος αι. μ.Χ.)· περίφημος μίμος από την Αλεξάνδρεια
βακτριασμός άσεμνος χορός
βακύλιον συνώνυμο με το κύμβαλον
βακχείος (πους) μετρικός πους, αποτελούμενος από τρεις συλλαβές, δύο μακρές και μία βραχεία
Βακχείος ο Γέρων (3ος/4ος αι. μ.Χ.;)· μουσικός θεωρητικός της εποχής του Κωνσταντίνου
Βακχυλίδης (520/518-περ. 450 π.Χ.)· ένας από τους κύριους εκπρόσωπους της χορικής ποίησης, τοποθετείται αξιολογικά μετά τον Πίνδαρο και τον Σιμωνίδη.
βαλανέων τραγούδι αυτών που υπηρετούσαν στο λουτρώνα
βαλλισμός είδος πηδηχτού χορού με στριφογυρίσματα και χοροπηδήματα
βάρβιτος παραλλαγή της λύρας
βαρυαχής εκείνος που ηχεί βαριά, χαμηλά
βαρύλλικα είδος θρησκευτικού χορού
βαρύπυκνος η χαμηλότερη νότα στο πυκνόν
βαρύς χαμηλός σε ύψος
βαρύτης βάθος σε ύψος. Η βαρύτης είναι το αποτέλεσμα χαλάρωσης [της έντασης] μιας χορδής
βαρύχορδος με βαθύ τόνο· όργανο που ηχεί βαθιά, με βαθύ ήχο
βάρωμος άλλο όνομα του εγχόρδου βάρβιτος
βάσις (από το ρ. βαίνω, βαδίζω)· ένα ρυθμικό "βήμα", το πρώτο ρυθμικό βήμα, ο πρώτος (ο κάτω) χρόνος
βάταλον Κρόταλο από ξύλο ή μέταλλο
βατήρ πλάκα πάνω στην οποία δένονταν οι χορδές
βατραχίσκοι ένα μέρος της κιθάρας
βαυκάλημα Από το ρ. βαυκαλώ (και βαυκαλίζω) = αποκοιμίζω ένα παιδί τραγουδώντας
βαυκισμός είδος ιωνικού χορού εύθυμου ή βακχικού χαρακτήρα
βηχία βραχνάδα, βραχνός ήχος· αντιμουσική, δυσάρεστη φωνή ή ήχος
βίβασις είδος λακωνικού χορού που χορευόταν ιδιαίτερα στη Σπάρτη
βλίτυρι ήχος της κιθάρας
Βοιώτιος κιθαρωδικός νόμος , που τον καθιέρωσε και τον ονόμασε ο Τέρπανδρος
βόμβος βοή, βουητό· υπόκωφος, συνεχής ήχος
βομβυκίας το καλάμι από το οποίο κατασκευαζόταν ο σωλήνας του αυλού
βόμβυξ ο σωλήνας, το κύριο σώμα του αυλού
βουκολιασμός εκτέλεση με τραγούδι ή με όργανο ποιμενικών μελωδιών
βραχύς σύντομος, λιγόχρονος
βρόμος δυνατός ήχος, κραυγή
βρυαλλίχα είδος λακωνικού χορού προς τιμήν του Απόλλωνα και της ’Αρτεμης
βρυδαλίχα πρόσωπο που φορούσε γυναικεία φορέματα
Βρυέννιος Μανουήλ (14ος αι. μ.Χ.)· Βυζαντινός μουσικός, θεωρητικός και συγγραφέας
βυκάνη το κέρατο που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί
βυκάνημα ο ήχος της βυκάνης · γενικά, το σάλπισμα
βώριμος δημοτικό τραγούδι, πένθιμου χαρακτήρα
 
Last edited:
γαμήλιον άσμα, αύλημα· γαμήλιον αύλημα ήταν ένα σόλο αυλού κατά την τελετή του γάμου
Γαυδέντιος ο φιλόσοφος (2ος/3ος αι. μ.Χ.;)· θεωρητικός της μουσικής
γένος όρος που σήμαινε τη διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετραχόρδου
γέρανος χορός που τον εφεύρε, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Θησέας
γεωργικά δημοτικά τραγούδια γεωργών
γίγγλαρος είδος μικρού αυλού αιγυπτιακής προέλευσης
γίγγρας μικρός αυλός (αυλίσκος) φοινικικής καταγωγής
Γλαύκος ο Ρηγίνος (περ. 5ος/4ος αι. π.Χ.)· γραμματικός και μουσικογράφος από το Ρήγιο
γλαύξ είδος κωμικού ή αστείου χορού
γλυκώνειον μέτρον και γλυκώνειος στίχος· από το όνομα του Γλύκωνα, ποιητή άγνωστης εποχής. Μια τετραποδία αποτελούμενη από τρεις τροχαίους και ένα δάκτυλο
γλωττίς το γλωσσίδι του αυλού · κατασκευαζόταν από καλάμι
γλωττοκομείον το κουτί, η θήκη όπου φυλάγονταν οι γλωσσίδες
γνωμολογικά τραγούδια παραινετικού χαρακτήρα
γρόνθων το πρώτο μάθημα στον αυλό ή τύπος αυλητικής σύνθεσης
γυμνοπαιδία ετήσια τελετή ή γιορτή διάρκειας δέκα ημερών, που γινόταν στη Σπάρτη προς τιμήν του Απόλλωνα
γυμνοπαιδική είδος χορού, παρόμοιου με την αναπάλη
γύπωνες χορευτές στη Σπάρτη, ανεβασμένοι πάνω σε ξυλοπόδαρα και ντυμένοι γυναικεία
 
Last edited:
δακτυλικός είδος αυλού που χρησιμοποιούνταν στο υπόρχημα ή είδος μέλους (τραγουδιού, μελωδίας
δάκτυλος (α) είδος χορού (β) γνωστός μετρικός πους, που αποτελείται από μια μακρά και δύο βραχείες συλλαβές
Δάμων (5ος αι. π.Χ.)· φιλόσοφος και θεωρητικός
δαφνηφορικά τραγούδια που τα τραγουδούσαν χορεύοντας προς τιμήν του Δαφνηφόρου Απόλλωνα
δεικηλιστής κωμικός ή μίμος που μιμούνταν διάφορους κωμικούς χαρακτήρες
δενδρυάζουσα όρος που χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι του τραγουδιού (οι φωνασκοί) για ένα ιδιαίτερο είδος τόνου
δημήτρουλος ένας ύμνος στη Δήμητρα
Δημόδοκος ένας από τους αρχαιότερους επικούς τραγουδιστές
Διαγόρας (μέσα 5ου αι. π.Χ.) ποιητής-συνθέτης και φιλόσοφος από τη Μήλο
διάγραμμα σχέδιο, σχεδιάγραμμα που χρησίμευε να βοηθά τους σπουδαστές να καταλαβαίνουν οπτικά τις ακουστικές διαφορές σε όλα τα γένη
διάγυιος παίων διάγυιος, αποτελούμενος από μια μακρά θέση και μια μικρή (βραχεία) και μια μακρά άρση (+ U -)
διαείδω τραγουδώ για ένα βραβείο, διαγωνίζομαι στο τραγούδι
διάζευξις όρος που καθόριζε το χώρισμα δύο τετραχόρδων
διακτηρία ίσως το πέρασμα του αέρα μέσα από το σωλήνα
διάλεκτος στιλ, τρόπος έκφρασης
διάληψις όταν μια χορδή της κιθάρας ή της λύρας αγγιζόταν ελαφρά στο μέσο του μήκους της και έδινε την 8η (αρμονικός φθόγγος)
διαπασών όρος που προήλθε από τη φράση "η διά πασών των χορδών συμφωνία"· η συμφωνία μεταξύ της πρώτης και τελευταίας νότας, επομένως το διάστημα 8ης.
διά πέντε "η διά πέντε χορδών συμφωνία"· το διάστημα της 5ης καθαρής. Από τους πυθαγορικούς ονομαζόταν "δι' οξειών [χορδών] ή διοξεία "
διάστασις η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς στο ύψος φθόγγους
διάστημα η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς στο ύψος φθόγγους
διαστηματική κίνησις μελωδική κίνηση με διαστήματα· αντίθ.: συνεχής κίνηση (που δε χρησιμοποιεί διαστήματα, όπως στην ομιλία)
διαστολή η καθαρή και σαφής εκφορά των διαδοχικών φθόγγων σ' ένα τραγούδι ή σ' ένα οργανικό κομμάτι. Διαστολή είναι επίσης μια παύση, μια διακοπή ακαθόριστης διάρκειας
διάσχισμα απόσταση που είναι ίση προς το μισό του "ελάσσονος" ημιτονίου
δια τεσσάρων "η δια τεσσάρων χορδών συμφωνία" το διάστημα καθαρής 4ης, που οι Πυθαγόρειοι το ονόμαζαν συλλαβή ή συλλαβά (λόγος 4:3)
διατομή τρύπα του αυλού
διαυλία ντουέτο αυλών
διαύλιον ιντερλούντιο για σόλο αυλού
δίαυλος διπλός αυλός , δίδυμοι αυλοί
διαφωνία οποιοδήποτε διάστημα εκτός των σύμφωνων (των σημερινών "καθαρών")
διάψαλμα οργανικό ιντερλούντιο ανάμεσα σε δύο μέρη ενός φωνητικού (ή χορωδιακού) κομματιού
Δίδυμος (περ. 63 π.Χ.-10 μ.Χ.)· γραμματικός από την Αλεξάνδρεια
δίεσις Το τέταρτο τόνου ή κάθε διάστημα μικρότερο από το ημιτόνιο ή το μικρότερο δυνατό διάστημα
δίζυγοι διπλός αυλός, δίδυμοι αυλοί
διθύραμβος λυρικό τραγούδι ενθουσιαστικού χαρακτήρα προς τιμήν του Διόνυσου
Δικταίος ύμνος · περίφημος ύμνος των Κουρητών προς τον Δία
Διόδωρος ο Θηβαίος (5ος αι. π.Χ.;)· εξέχων αυλητής της θηβαϊκής σχολής
Διονύσιος (τέλη 5ου / αρχές 4ου αι. π.Χ.)· λυρικός ποιητής και μουσικός από τη Θήβα
Διονυσόδοτος λυρικός ποιητής και συνθέτης παιάνων από τη Λακωνία
Διονυσόδωρος (4ος αι. π.Χ.)· περίφημος συνθέτης και αυλητής
διοξεία το διάστημα της καθαρής 5ης, όπως ονομαζόταν από τους Πυθαγόρειους
διπλούν σύστημα· διπλό σύστημα· σε αντιδιαστολή προς το απλό σύστημα, το διπλό θα μπορούσε να θεωρηθεί "μετατροπικό"
διποδία Είδος λακωνικού χορού. Επίσης, η ένωση δύο μετρικών ποδών
δίσημος διπλός χρόνος· χρόνος που περιέχει δύο φορές τον πρώτο χρόνο
δίσκος γκόνγκ. Μετάλλινος δίσκος με μια τρύπα στη μέση
διστιχία σύνολο δύο ποιητικών στίχων· δίστιχο.
δίτονον διάστημα που περιέχει δύο τόνους
δίχορδος με δύο χορδές
διχορία υποδιαίρεση ενός χορού σε δύο μέρη
διωρισμένοι φθόγγοι· μη συνεχείς φθόγγοι
δόναξ είδος μικρού λεπτού καλαμιού
δόχμιος στην αρχαία προσωδία ένας πεντασύλλαβος πους , κυρίως του είδους: U + + U -
Δράκων (περ. τέλος 5ου / αρχές 4ου αι. π.Χ.)· Αθηναίος μουσικός, μαθητής του Δάμωνα
δύναμις ειδική ιδιότητα των φθόγγων· μια λειτουργία, που μια νότα επιτελεί σε σχέση με τις άλλες νότες της κλίμακας
δυσαυλία κακή ή δύσκολη αύληση
δύσαυλος αποτυχημένος διαγωνισμός αυλού
δυσηχής αυτός που ηχεί δυσάρεστα
δωδεκατημόριον δωδέκατο του τόνου. Ήταν ένα θεωρητικό, υποθετικό διάστημα.
δώριος ή δωριστί αρμονία· κατά γενική παραδοχή το οκτάχορδο: mi - re - do - si - la - sol - fa - mi
 
Last edited:
http://analogion.com/forum/showthread.php?p=129126&highlight=%E1%EB%DE%F4%E9%F2#post129126Εγκεραύλης: ο αυλητής που έπαιζε σ' ένα δίαυλο φρυγικό, τον λεγόμενο έλυμο.

Εγκώμιον: ωδή που εγκωμιάζει ενα νικητή σ' έναν από τους αθλητικούς, κυρίως, αγώνες.

Έγχορδα: όργανα· ήταν πολλά σε χρήση στην αρχαία Ελλάδα και διέφεραν στο σχήμα, το μέγεθος, την έκταση και το όνομα. H βασική αρχή, που κυριαρχούσε σχεδόν σε όλα, ήταν ότι οι χορδές εκτείνονταν και παίζονταν (με τα δάχτυλα ή με πλήκτρο) στο κενό (τα όργανα δεν είχαν χέρι) και κάθε χορδή έδινε έναν ήχο.

Είδη σύνθεσης: 1. η κιθαρωδία: τραγούδι με συνοδεία κιθάρας. Ήταν το αρχαιότερο είδος μεικτής μουσικής σύνθεσης. Μια παραλλαγή του ήταν η λυρωδία, που δεν έγινε όμως ποτέ δημοφιλής 2. η αυλωδία: τραγούδι με συνοδεία αυλού 3. η ψιλή κιθάρισις: κιθάρα σόλο 4. η ψιλή αύλησις: αυλός σόλο 5. η έναυλος κιθάρισις: σόλο κιθάρα με συνοδεία αυλού· μια παραλλαγή της ήταν η παριαμβίς 6. ο νόμος: ο σπουδαιότερος τύπος σύνθεσης 7. διάφορες χορικές, λυρικές και δραματικές συνθέσεις.

Είδος: "είδος τετραχόρδου"· το σχήμα, η φόρμα που παίρνει ένα τετράχορδο με τη διάταξη των συστατικών του μερών.

Ειρεσία: τραγούδι των κωπηλατών· τραγούδι που συνοδεύει ρυθμικά την κωπηλασία. Η λέξη ειρεσία σήμαινε κυρίως κωπηλασία.

Ειρεσιώνη: κλάδος ελιάς η δάφνης πλεγμένος (ή καμωμένος στεφάνι) με μαλλί και καρπούς, που τον κρατούσαν παιδιά και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας κατά τη διάρκεια ορισμένων γιορτών.

Εκατερίς, Εκατερίδες: είδος ζωηρού πηδηχτού χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές πηδούσαν και χτυπούσαν τα οπίσθια (τα ισχία) εναλλακτικά με τις φτέρνες (ή με τα χέρια),

Εκβολή: όρος που σήμαινε το ανέβασμα (την ανύψωση) μιας νότας κατά πέντε διέσεις (5/4 του τόνου).

Έκκρουσις-Έκληψις: έκκρουσις λεγόταν το χαμήλωμα μιας νότας (η μετάβαση από μια ψηλότερη σε μια χαμηλότερη νότα) στην οργανική μουσική· έκληψις ήταν το αντίστοιχο στη φωνητική.

Εκκρουσμός-Εκληματισμός: εκκρουσμός ήταν όρος που σήμαινε την παρεμβολή μιας χαμηλότερης νότας ανάμεσα σε δύο εκφορές της ίδιας νότας, στην οργανική μελωδία· εκλημματισμός ήταν το αντίστοιχο στη φωνητική μελωδία.

Εκλάκτισμα: είδος γυναικείου χορού, κατά τον οποίο οι χορεύτριες (ορχηστρίδες) τίναζαν τα πόδια ψηλά, πάνω από τους ώμους.

Εκλελυμένα μέλη: μέλη χαλαρά, άτονα· μελωδίες που υστερούσαν σε σφρίγος (δύναμη) του στιλ.

Έκλυσις: το χαμήλωμα μιας νότας κατά τρεις διέσεις (δηλ. κατά 3/4 του τόνου).

Εκμελής: αντίθετος προς τους νόμους του μέλους· εκείνος που παραβιάζει αυτούς τους νόμους· κακόηχος· μη μελωδικός.

Εκπύρωσις: πυρπόληση, κάψιμο. Με την έκφραση "κόσμου εκπύρωσις" αναφέρεται στον Αθήναιο ένα είδος χορού.
Έκρυθμος: εκτός ρυθμού, άρρυθμος. Βλ. το αντίθ. εύρυθμος.

Εκτημόριον: τόνου· ένα έκτο του τόνου.

Έκτονος: Στον Κλήμη τον Αλεξανδρέα (Στρωμ. ΙΙ, ΧΧ, 123) διαβάζουμε: "ίνα μη τινες των ζηλούντων έκτονον και απόχορδον άσωσιν" (για να μη τραγουδήσουν παράφωνα μερικοί από τους μιμητές).

[URL="http://analogion.com/forum/showthread.php?p=130938&highlight=%E5%EB%E5%E3%E5%DF%E1#post130938"]Έκχορδος[/URL]: χωρίς χορδές.

Ελεγεία - ελεγείον: μικρό λυρικό ποίημα με μελαγχολικό, συνήθως, και πένθιμο χαρακτήρα.

Ελικών: όργανο με το οποίο μετρούσαν τις συμφωνίες.

Έλυμος: είδος φρυγικού αυλού, κατασκευασμένου από πυξάρι.

Εμβατήριον μέλος: (α) εμβατήριο· τραγούδι που συνόδευε και ρύθμιζε το βήμα των στρατιωτών. (β) εμβατήριος ρυθμός· ο ρυθμός των εμβατηρίων μελών, βασισμένος σε αναπαιστικούς πόδες. (γ) εμβατήριοι κινήσεις· είδος πολεμικού χορού.

Εμβατήριος αυλός: Τόσο ο αυλός που έπαιζε το εμβατήριο μέλος όσο και εκείνος που συνόδευε το προσόδιον.

Εμβόλιμον: Λυρικά άσματα λεπτής μουσικής υφής, που χρησιμοποιήθηκαν στο αρχαίο ελληνικό δράμα από τον Αγάθωνα.

Εμμέλεια: (α) η όρχηση του χορού στην αρχαία τραγωδία. (β) εμμέλεια λεγόταν και η μελωδία που συνόδευε το χορό.(γ) εμμέλεια σήμαινε επίσης την ιδιότητα του να είναι εμμελής (μια μελωδία λ.χ.).

Εμμελής: εκείνος που είναι σύμφωνος με τους νόμους του μέλους.

Έμμετρος: με μέτρο, με αναλογίες. Μέτρα κατάλληλα για τραγούδι.

Εμπνεόμενα: βλ. τα λ. εμφυσώμενα και εμπνευστά

Εμπνευστά - Εμπνευστικά: και εμπνευστικά· πνευστά όργανα. Επίσης, επιπνεόμενα.

Εμφυσώμενα: τα πνευστά όργανα.

Εναρμόνιον γένος: το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τετάρτων του τόνου.

Εναρμόνιος: βλ. τη σημείωση στα λ. εναρμόνιον γένος και λ. ενάρμοσις

Ενάρμοσις: (από το εναρμονίζω η εναρμόττω = κουρζίδω ένα όργανο σε μια ορισμένη αρμονία· ιδιαίτερα το μέσο εναρμόττομαι.

[URL="ενδεκακρούματος ∞"]Έναυλος κιθάρισις[/URL]: παίξιμο κιθάρας με συνοδεία αυλού.

Ενδεκακρούματος: που χρησιμοποιεί έντεκα νότες.

Ενδεκάχορδον: σύστημα με ένδεκα χορδές.

Ενδρομή: όνομα μιας οργανικής μελωδίας που παιζόταν κατά τη διάρκεια του αγώνα του πένταθλου.

Ενεργμός - ένειρξις: (α) μέθοδος ή τρόπος εκτέλεσης της κιθάρας· (β) κατά τον Ευφρόνιο, πασσαλίσκος για τη στήριξη (δέσιμο) των χορδών.

Ένηχος: εκείνος που έχει την ιδιότητα να παράγει ήχο.

Εννεάφθογγον μέλος: μέλος που έχει εννιά νότες.

Εννεάχορδον: όργανο με εννιά χορδές.

Ενόπλιος: (α) ενόπλιος ρυθμός· πολεμικός (ή στρατιωτικός) ρυθμός· ρυθμός πολεμικών μελωδιών.(β) ενόπλιος όρχησις· πολεμικός χορός που χορευόταν στον ενόπλιο ρυθμό. (γ) ενόπλιον μέλος· πολεμική (στρατιωτική) μελωδία. (δ) ενόπλιος νόμος· αυλητικός νόμος· σόλο αυλού με χαρακτήρα παρορμητικό προς πόλεμο, συνδυασμένο συνήθως με χορό.

Ένρυθμος-έρρυθμος: ρυθμικός.

Έντασις: τέντωμα, διάταση· το ίδιο και τάσις· Από το ρ. εντείνω, τεντώνω· επίσης κουρδίζω μια χορδή.

Εντατόν: όργανον· έγχορδο όργανο.

Ένωδος-ενωδός: μελωδικός, μουσικός (επίθ.).

Εξαρμόνιος: διάφωνος

Έξαρχος: αρχηγός του χορού· κορυφαίος. Λέγεται επίσης ηγεμών του χορού. Σε γενική έννοια, αρχηγός.

Εξάσημος: χρόνος· εκείνος που αποτελείται από έξι χρονικές μονάδες. Βλ. λ. χρόνος.

Εξάτονος: αυτός που έχει έξι τόνους.

Έξαυλος: αυλός που φθάρθηκε, που έγινε άχρηστος.

Εξάχορδον: σύστημα με έξι χορδές.

Εξηκεστίδης: (περ. τέλη 4ου αι. π.Χ.)· διάσημος κιθαρωδός της Αθηναϊκής Σχολής. [+ -> ἔχων λύραν, ἔργον Εὑδόξου, τιταίνει ψίθυρον εὐ
ήθη νόμον.Ήταν κιθαρωδός, αλλά ο Αριστοφάνης τον στηλιτεύει ως απλοϊκό και απαλό μουσικό, που καρπούται τα αλλότρια...]


Εξής: συνεχώς. Εξής φθόγγοι, νότες που ακολουθούν η μια την άλλη στο ύψος· συνεχής, συναφής.

Εξόδιον: (α) εξόδιον αύλημα· ένα κομμάτι, μελωδία (σόλο) αυλού που παιζόταν στο τέλος της δραματικής παράστασης κατά την έξοδο του χορού. Επίσης, εξόδιοι νόμοι· (β) εξόδιον μέλος· τραγούδι που το εκτελούσαν στο τέλος της παράστασης, ενώ έβγαιναν έξω.

Επαγκωνισμός: είδος χορού που αναφέρεται από τον Αθήναιο.

Επαυλώ: συνοδεύω με αυλό· παίζω αυλό μαζί με μια φωνητική μελωδία.

Επεισόδιον: το μέρος της αρχαίας τραγωδίας που βρίσκεται ανάμεσα στα χορικά μέλη.

Επιβήματα: είδη χορικών ορχήσεων·

Επιγόνειον: έγχορδο όργανο της οικογένειας του ψαλτηρίου, που παιζόταν δηλαδή απευθείας με τα δάχτυλα χωρίς τη βοήθεια πλήκτρου.

Επίγονος: (6ος αι. π.Χ.)· διάσημος μουσικός. Γεννήθηκε στην Αμβρακία, γι'αυτό και είχε το επώνυμο Αμβρακιώτης, και έζησε στη Σικυώνα.

Επιθαλάμιον μέλος - επιθαλάμιος ωδή: Νυφιάτικο τραγούδι (βλ. επιθαλάμιος

Επικήδειον μέλος: Αρχαίο πένθιμο άσμα, θρηνωδία, μοιρολόι (στην κηδεία, στην ταφή ή στο επακόλουθο δείπνο "της παρηγοριάς").

Επικρήδιος: είδος κρητικού πολεμικού χορού (πυρρίχη).

Επιλήνιος: (α) δημοτικός χορός που προήλθε από τη μίμηση των κινήσεων των ανθρώπων που πατούσαν με τα πόδια τα σταφύλια για να τα συνθλίψουν. (β) επιλήνια λέγονταν τα τραγούδια που τα τραγουδούσαν την ώρα που πατούσαν τα σταφύλια. Έτσι λεγόταν και η γιορτή (το φεστιβάλ) του τρυγητού.

Επίλογος: το τελευταίο μέρος του δράματος (ή μιας ομιλίας, ενός βιβλίου κτλ.).

Επιμελώδημα: ό,τι τραγουδιέται κατόπι (μετά από κάτι), όπως μια επωδός.

Επινίκιον: μέλος συνθεμένο για να υμνήσει μια νίκη, έπειτα από μάχη ή έπειτα από έναν σημαντικό ποιητικό, μουσικό ή αθλητικό αγώνα.

Επιπάροδος: Η δεύτερη είσοδος του χορού μετά την έξοδο (μετάσταση) ονομαζόταν επιπάροδος· έτσι ονομαζόταν και το χορικό που τραγουδούσε ο χορός κατά τη δεύτερη είσοδο.

Επιπνεόμενα: πνευστά όργανα.

Επιπόρπημα: και επιπόρπαμα· το ειδικό ένδυμα του κιθαρωδού· είδος μανδύα που κουμπωνόταν στον ώμο. Πολυδ. (Χ, 190): "επιπόρπαμα δε κιθαρωδού σκευή".

Επίπταισμα: παίξιμο μιας χορδής με τα δάχτυλα, αλλιώς ψαλμός.

Επίρρημα: το πέμπτο μέρος της παράβασης.

Επισπονδορχησταί: θεοκόλοι (ιερείς), σπονδοφόροι, και επισπονδορχησταί. Αυτοί οι τελευταίοι πιθανόν να συνόδευαν με όρχηση ή με αυλούς την τέλεση των σπονδών.

Επιστομίς: άλλος όρος για τη φορβειά

Επισυναφή: η σύνδεση τριών συνημμένων τετραχόρδων.

Επίτασις: τέντωμα χορδής, επομένως, η κίνηση από ένα χαμηλότερο φθόγγο σε έναν ψηλότερο.

Επιτόνιον: (α) "κλειδί" με το οποίο κουρδίζονταν οι χορδές· στριφτάρι, κόλλαβος (β) επιστόμιο αυλού (γ) μικρός αυλός (αυλίσκος) που χρησίμευε στο κούρδισμα των οργάνων και ως "τονοδότης" για το χορό (χορωδία).

Επίτριτος: γενικά, εκείνος που αποτελείται από ένα ολόκληρο και ένα τρίτο του όλου. επίτριτος πους, στην αρχαία μετρική, ο πους που αποτελούνταν από τρεις μακρές και μια βραχεία συλλαβή. Η βραχεία συλλαβή μπορούσε να τοποθετηθεί στην αρχή, στο μέσο ή στο τέλος: (α) U - - - , (β)- U - -, (γ) - - U -, (δ) - - - U. επίτριτος λόγος· ο λόγος 4:3, με τον οποίο εκφράζεται η δια τεσσάρων, δηλ. το διάστημα 4ης.

Επιτύμβιος νόμος: Αυλητικός νόμος για τις επιθανάτιες και επιμνημόσυνες τελετές.

Επίφαλλος: είδος αύλησης με χορό.

Επιψαλμός: συνοδεία με έγχορδο όργανο που παιζόταν με τα δάχτυλα (χωρίς πλήκτρον).

Επόγδοος: γενικά, εκείνος που αποτελείται από ένα ολόκληρο και ένα όγδοο του όλου.

Επτάγλωσσος: επίθετο της φόρμιγγας ή της λύρας· που έχει επτά χορδές.

Επτάγωνον: επτάγωνο(;) όργανο που αναφέρεται από τον Αριστοτέλη. (Πολιτ. Η', 6, 7, 1341 Α): "επτάγωνα και τρίγωνα και σαμβύκαι και πάντα τα δεόμενα χειρουργικής επιστήμης" .

Επτάκτυπος: για τη φόρμιγγα και τη λύρα. “φόρμιγξ” Pi.P.2.70.

Επτάσημος: χρόνος· που αποτελείται από επτά χρονικές μονάδες. [LSJ]

Επτάτονος: που έχει επτά τόνους (= νότες, χορδές). [LSJ]

Επτάφθογγος: που έχει ή δίνει (παράγει) επτά νότες. [LSJ]

Επτάφωνος: που έχει επτά φωνές, νότες.

Επτάχορδος: που έχει επτά χορδές.

Επωδή: μαγικό τραγούδι. Επίσης, με τη σημασία του επωδός (1).

Επωδός: (α) το μέρος ενός λυρικού ποιήματος που τραγουδιόταν μετά τη στροφή και την αντιστροφή.. (β) στίχος (ή ολόκληρη στροφή) που επαναλαμβανόταν πολλές φορές μετά από μια στροφή, όπως το ρεφραίν στη φόρμα του ροντό. (γ) αυτό που είναι κατάλληλο για τραγούδημα ή που "τραγουδιέται με μουσική" (LSJ). (δ) επωδός (ο).

Ερατοκλής: (5ος αι. π.Χ.)· θεωρητικός της μουσικής, ένας από τους πρόδρομους του Αριστόξενου.

Ερατοσθένης: (275-195/4 π.Χ.)· γεννήθηκε στην Κυρήνη και πέθανε στην Αλεξάνδρεια. Λόγιος και επιστήμονας μεγάλης φήμης. Στα πολυάριθμα έργα του υπάρχουν πολλές αναφορές στη μουσική.

Εριβρεμέτης: ηχηρός· που ηχεί πολύ δυνατά· αυλός εριβρεμέτης· αυλός που ηχεί πολύ δυνατά, μεγαλόφωνα. Επίσης, ερίβρομος και εριβρεμής.

Ερίγηρυς: που αντηχεί (ή που μιλά) δυνατά.

Εστώτες - Κινούμενοι φθόγγοι: (α) εστώτες ήταν οι φθόγγοι ενός τετραχόρδου που έμεναν ακίνητοι. (β) κινούμενοι ήταν οι φθόγγοι που βρίσκονταν ανάμεσα στα δύο άκρα, στη μέση του τετραχόρδου και που άλλαζαν ανάλογα με το γένος.

Εσχάρινθον: λακωνικός χορός.

Ετεροφωνία: ως προς την ετεροφωνία και την ποικιλία της λύρας, όταν οι χορδές ηχούν μια μελωδία και ο συνθέτης [της μελωδίας] άλλη... Το ζήτημα αν οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ή δεν είχαν κάποιο είδος πολυφωνίας δημιούργησε μακρές και συχνά έντονες συζητήσεις ανάμεσα στους μελετητές.

Ευάρμοστος: καλά τονισμένος, καλά κουρδισμένος, καλά αρμοσμένος

Εύγηρυς: αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη φωνή· που ηχεί ευχάριστα· μελωδικός.

Ευεπής: μελωδικός, ευφωνικός, ευχάριστος στον τόνο.

Ευηχής: αυτός που ηχεί καλά, ωραία (ή ευχάριστα).

Ευθύς: ίσιος, ευθύς. ευθεία αγωγή· η πορεία της μελωδίας με διαστήματα δευτέρας προς την ίδια διεύθυνση.

Εύιος: (4ος αι. π.Χ.)· αυλητής και συνθέτης από τη Χαλκίδα.

Ευκλείδης: (350/330-275/270 π.Χ.)· μεγάλος μαθηματικός και γεωμέτρης. Σε αυτόν αποδιδόταν πρώτα η Εισαγωγή Αρμονική.

Ευκτικά: μέλη με τα οποία υποβαλλόταν σ' έναν θεό μια ευχή ή παράκληση.

Εύλυρος: επιδέξιος εκτελεστής της λύρας.

Ευμελής: που έχει μιαν ευχάριστη ή ωραία μελωδική γραμμή.

Εύμετρος: συμμετρικός· με κανονικές αναλογίες. Χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του εύρυθμου.

Εύμολπος: εκείνος που τραγουδά μελωδικά. [LSJ]

Εύμολπος: α)Μυθικός επικός ποιητής μουσικός της προομηρικής εποχής.β) Μυθικός βασιλιάς στον οποίο η Δήμητρα εδίδαξε τα μυστήρια.

Εύμουσος: μουσικός (επίθ.)· έμπειρος στις τέχνες, ιδιαίτερα στην ποίηση και τη μουσική.ευμουσία. [LSJ}

Ευνίδης: όνομα μιας αρχαίας αθηναϊκής οικογένειας κιθαριστών, "αφιερωμένων από πατέρα σε γιο στην καλλιέργεια της κιθαριστικής τέχνης" (Dinse De Antig. Theb. σ. 27).

Εύνομος: Λοκρός κιθαρωδός άγνωστης εποχής.

Ευριπίδης: (480;-406 π.Χ.)· Από τη μουσική του Ευριπίδη διασώθηκαν δύο μικρά και κολοβωμένα αποσπάσματα.

Εύρυθμος: στη μουσική, αυτός που έχει καλή ρυθμική σύσταση· ρυθμικός. εύρυθμα κρούματα· ρυθμικά μουσικά κομμάτια. εύρυθμον μέλος· ρυθμική, ωραία, χαριτωμένη μελωδία.

Εύτονος: καλά τονισμένος · εκείνος που έχει καλό, ωραίο, ευχάριστο τόνο. Αλλιώς, ευηχής, εύγηρυς.

Ευυμνία: Το επίθ. εύυμνος συνήθως σήμαινε πολυύμνητος· επίσης, επαινούμενος από (ή σε) πολλούς ύμνους.

[URL="http://analogion.com/forum/showthread.php?p=132666&highlight=%E5%F5%F6%FC%F1%EC%E9%E3%EE#post132666"]Εύφθογγος[/URL]: ευφωνικός· αυτός που παράγει ωραίο, μελωδικό ήχο.

Ευφόρμιγξ επιδέξιος εκτελεστής της φόρμιγγας. [LSJ]

Εύφωνος: εκείνος που έχει γλυκιά, ωραία και ευχάριστη φωνή· στην περίπτωση οργάνων, με ωραίο και ευχάριστο τόνο.

Εύχορδος: εκείνος που έχει καλές χορδές· επομένως, που ηχεί μελωδικά, π.χ. εύχορδος λύρα.

Εύωδος: αυτός που ηχεί ευχάριστα, ωραία.

Εφύμνιον: τραγούδι που εκτελείται μετά από έναν ύμνο.

Εχέμβροτος: (τέλη 7ου-6ος αι. π.Χ.)· αυλωδός από την Αρκαδία.

Εώρα: βλ. λ. αλήτις.
 
Last edited:
ζευγίτης, το "αυλητικό καλάμι" ονομαζόταν, κατά τον Θεόφραστο (Περί φυτών ιστορ. IV, 11, 3), ζευγίτης, όταν έμενε στη λίμνη μέχρι τον επόμενο χρόνο και ωρίμαζε.

ζυγός(αρσ.) και ζυγόν(ουδ.): το εγκάρσιο ξύλο που ένωνε στο πάνω μέρος τα δύο κέρατα ή πήχεις της κιθάρας, λύρας, φόρμιγκας κτλ.
 
Last edited:
Ηγεμών: χορού βλ. λ. έξαρχος και κορυφαίος. [LSJ}

Ηδύκωμος: (α) είδος χορού που αναφέρεται από τον Πολυδεύκη στο κεφ. Περί ειδών ορχήσεως (IV, 100), χωρίς καμιά επεξήγηση για το χαρακτήρα του. (β) ο ηδύκωμος αναφέρεται από τον Τρύφωνα στο δεύτερο βιβλίο του των Ονομασιών. [LSJ]

Ήθος: στη μουσική η λέξη σήμαινε τον ηθικό χαρακτήρα που τείνει να εμπνεύσει στην ψυχή η μουσική.

Ημιόλιος: γενικά, εκείνος που αποτελείται από ένα ολόκληρο και το μισό του όλου. [LSJ]

Ημιτόνιον: επίσης, ημιτονιαίον διάστημα. Ο τόνος μοιραζόταν σε δύο άνισα ημιτόνια, το μείζον και το έλαττον. [LSJ]

Ημιχόριον: μισός χορός (στο αρχαίο δράμα). [LSJ]

Ηρακλείδης ο Ποντικός: Αρχαίος φιλόσοφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Ηράκλεια του Πόντου και ήκμασε περί τα μέσα του 4ου π.Χ. αι. Πέθανε το 330 π.Χ. Έγραψε ολόκληρη κατηγορία βιβλίων που χαρακτηρίζονται "μουσικά" (με την αρχαία έννοια του όρου).

Ηριγόνη: γιορτή προς τιμήν της Ηριγόνης, κατά την οποία τα κορίτσια κρεμούσαν αιώρες και καθώς κουνιόνταν τραγουδούσαν το τραγούδι αλήτις. βλ. λ. αλήτις.

Ηρμοσμένος: (από το αρμόζω ή αρμόττω, που στη μουσική σήμαινε κανονίζω σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής). [LSJ]

Ησύχιος: (5ος αι. μ.Χ.)· γραμματικός και λεξικογράφος από την Αλεξάνδρεια.. Ανάμεσα στο πλούσιο υλικό του Λεξικού βρίσκουμε πληροφορίες σχετικά με τη σημασία και τη χρήση αρχαίων μουσικών όρων, οργάνων κτλ.

Ηχείον: 1. Καταρχήν σήμαινε το αντικείμενο που, όταν χτυπηθεί ή τεθεί σε δόνηση, παράγει ήχο. 2. ηχείον ήταν το ηχείο, όπως το εννοούμε σήμερα, των εγχόρδων οργάνων. 3. ηχεία, στον πληθ., ήταν ημισφαιρικά βάζα σε διάφορα μεγέθη, που όταν τα χτυπούσε κανείς με ένα μικρό ραβδί έδιναν διάφορους ήχους. 4. ηχεία ήταν επίσης δοχεία (αγγεία) που τοποθετούνταν σε κοίλα μέρη των αρχαίων θεάτρων για τη μετάδοση ήχων στο κοινό. [LSJ]

Ήχος: "μουσικού φθόγγου" και σήμερα ως όρος περιλαμβάνει κάθε τι που διεγείρει το αισθητήριο της ακοής. [LSJ]
 
Last edited:
Θαλήτας: (7ος αι. π.Χ.)· αοιδός και μουσικός. Γεννήθηκε στη Γόρτυνα της Κρήτης.

Θάμυρις: και Θαμύρας(;)· μυθικός αοιδός από τη Θράκη.

Θεόφραστος: (372-περ. 287 π.Χ.)· φιλόσοφος από την Ερεσό της Λέσβου. Ανάμεσα στα βιβλία του υπάρχουν πολλές αναφορές στη μουσική, από τις όποιες έχουν διασωθεί μερικά αποσπάσματα.

Θερμαστρίς: είδος πολύ ζωηρού πηδηχτού χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές πηδούσαν ψηλά στον αέρα και σταύρωναν τα πόδια σε σχήμα ψαλιδιού.

Θέσις: Κατά τον Αριστείδη, άρση είναι μια κίνηση προς τα πάνω ενός μέρους του σώματος και θέση μια κίνηση προς τα κάτω του ίδιου μέρους. Η θέσις ονομαζόταν στα παλιά χρόνια επίσης βάσις (από το ρ. βαίνω)· ένα ρυθμικό βήμα.

Θέων ο Σμυρναίος: Πλατωνικός φιλόσοφος, μαθηματικός και μουσικός.

Θήρειος: αυλός· είδος αυλού που χρησιμοποιούσαν οι Θηβαίοι· ήταν κατασκευασμένος από μέλη μικρού ελαφιού.

Θηρεπωδός: γητευτής άγριων θηρίων, που χρησιμοποιούσε για το σκοπό αυτό επωδές (μαγικά τραγούδια).

Θίξις: "άγγιγμα" των χορδών της λύρας.

Θράσυλλος ο Φλιάσιος: (;)· συνθέτης άγνωστης εποχής.

Θραττανελό: Απομίμηση του ήχου της κιθάρας όπως περίπου το τραλαλα σ' εμάς.

Θρηνητικός: αυλός· αυλός που χρησιμοποιούνταν σε επικήδειες τελετές, με τον οποίο εκφραζόταν μεγάλος θρήνος (βλ. λ. καρικόν μέλος). [LSJ]

Θρήνος: θρηνωδία, θρηνωδός (α) θρήνος: τραγούδι που εκφράζει δυνατό αίσθημα λύπης.

Θυροκοπικόν: τραγούδι με συνοδεία αυλού και χορού, που το εκτελούσε κανείς μπροστά στην πόρτα της αγαπημένης του.
 
Last edited:
ιάλεμος, πένθιμο, παραπονετικό τραγούδι· μοιρολόι.

ιαμβική, είδος χορού που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27) ως ένας "από τους λιγότερο ζωηρούς, τους πιο ποικιλμένους και πιο απλούς χορούς".

ιαμβικόν, (α) το τρίτο μέρος του πυθικού νόμου , κατά το οποίο γίνεται ο αγώνας (η πάλη) ανάμεσα στον Απόλλωνα και το δράκοντα. (β) ιαμβικόν, ως επίθετο, σήμαινε εκείνο που αποτελούνταν από ίαμβους, π.χ. ιαμβικόν μέτρον.

ιαμβικόν γένος· το ρυθμικό γένος, όπου η άρση και η θέση ήταν σε σχέση 1 προς 2.

ιαμβίς, σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού .

ίαμβος, (α) σατιρικό, πειραχτικό τραγούδι. (β) ίαμβος ήταν κυρίως ο όρος για τον γνωστό μετρικό πόδα (U -). ιαμβικόν μέτρον· μέτρο αποτελούμενο από ίαμβους. (γ) ίαμβοι και δάκτυλοι· κατά τον Στράβωνα (Θ', 3, 10) ήταν το τέταρτο μέρος του κιθαριστήριου πυθικού νόμου.

ιαμβύκη, έγχορδο όργανο τριγωνικού σχήματος.

Ίβυκος, (6ος αι. π.Χ.)· λυρικός ποιητής και μουσικός από το Ρήγιο της Ν. Ιταλίας.

ίγδις, είδος κωμικού, αστείου (ή χιουμοριστικού) χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές χτυπούσαν συνέχεια το έδαφος μιμούμενοι το κοπάνισμα με το γουδί.

ιδούθοι, είδος αυλού.

ιεράκειος, νόμος· αυλητικός νόμος που πήρε το όνομά του από τον Ιέρακα.

Ιέραξ, (7ος αι. π.Χ.)· αυλητής και συνθέτης από το Άργος.

ιεραοιδός, ιερός αοιδός.

ιεραύλης, αυλητής που έπαιζε κατά τις ιεροτελεστίες και τις θυσίες.

ιεροσαλπιγκτής, ο σαλπιγκτής κατά τις θυσίες.

ίθυμβος, βακχικός χορός και τραγούδι.

ιθύφαλλοι, οι επόπτες (έφοροι) στις τελετές του Διονύσου, που συνόδευαν την πομπή του φαλλού ντυμένοι με γυναικεία φορέματα.
 
Last edited:
καθαπτόν Όργανον· όρος που χρησιμοποιούνταν για ένα κρουστό όργανο, που παιζόταν με χτύπημα του χεριού, όπως το τύμπανον.

καλαβρισμός Ή κολαβρισμός· είδος άγριου πολεμικού χορού της Θράκης και της Καριάς στη Μ. Ασία.

καλαθίσκος Και χειροκαλαθίσκος· είδος χορού ή φιγούρας χορού.

καλαμαύλης Ένας αυλητής που έπαιζε καλαμένιο αυλό.

κάλαμος Σε μια γενική σημασία το καλάμι (το φυτό)· πολλά αντικείμενα κατασκευασμένα από καλάμι ονομάζονταν "κάλαμοι". Έτσι, κάλαμος ήταν το όνομα του αυλού που κατασκευαζόταν από καλάμι· ιδιαίτερα, ο ποιμενικός αυλός.

καλλαβίς Συνήθως στον πληθυντικό καλ[λ]αβίδες· χορός της "μέσης"· ένας έντονος και άσεμνος χορός, κατά τον οποίο περιστρεφόταν η μέση.

καλλίνικος Kαι καλλίνικον (ουδ.)· (α) ένα είδος αύλησης.

καλλίουλος Ύμνος στη Δήμητρα. Βλ. λ. ίουλος, δημήτρουλος.

καλλίχορος Ωραίος, καλός στο χορό (για τον Απόλλωνα)· που ταιριάζει σε ωραίους χορούς.

καλύκη Δημοτικό τραγούδι που τραγουδιόταν από γυναίκες.

καμπή Απότομη αλλαγή.

κανών Κατά την έκφραση του Πορφύριου, "το μέτρο ακρίβειας στις συμμετρίες" (Comment, έκδ. Wallis III, 207). Με τον κανόνα καθορίζονταν οι λόγοι των διαστημάτων.

καρικόν Μέλος· είδος επικήδειου τραγουδιού· μοιρολόι.

καρπαία Δημοτικός ή πολεμικός χορός, που χόρευαν οι Αινιάνες και οι Μάγνητες, αρχαίες ελληνικές φυλές της Θεσσαλίας.

καρυάτις είδος χορού προς τιμήν της Άρτεμης, που χόρευαν στις Καρυές της Λακωνίας.

καστόριον Mέλος· μελωδία λακωνικού στρατιωτικού εμβατηρίου, που τραγουδούσαν στη μάχη με συνοδεία αυλού.

καταβαυκάλησις Nανούρισμα· ιδιαίτερα το νανούρισμα των τροφών.

καταβαυκαλώσιν Tο σείστρον, με το οποίο οι παραμάνες νανουρίζουν τέρποντας τα παιδιά.

κατάδω Γοητεύω με τραγούδι· τραγουδώ επωδή, μαγικό τραγούδι.

κατακελευσμός Διαταγή, πρόκληση, εξερέθιση. Έτσι ονομαζόταν το δεύτερο μέρος του πυθικού νόμου, κατά το οποίο ο θεός προκαλεί το δράκοντα.

κατάληξις Μετρικός όρος για την πτώση ή το κλείσιμο μιας περιόδου· επίσης, η τελευταία συλλαβή.

καταλογή Απαγγελία χωρίς μουσική.

καταπεπλασμένον Στιλ (τρόπος) παιξίματος του αυλού· κατά το LSJ, "ο τεχνητός ήχος (φλαουτάτα) που παράγεται σ' έναν αυλό".

καταπλοκή Μια σειρά από νότες που κατεβαίνουν γρήγορα. Αντίθετο του αναπλοκή.

καταπνεόμενα Πνευστά όργανα Βλ. λ. εμπνευστά και εμφυσώμενα.

καταπύκνωσις

κατασπάσματα Δονήσεις, κραδασμοί της γλωσσίδας του αυλού.

κατασπασμός Χαμήλωμα της φωνής.

καταστροφή Τέλος, κατάληξη· επιστροφή μιας χορδής που δονείται στην αρχική θέση της [τον άξονά της].

κατατροπά Το τρίτο μέρος του κιθαρωδικού νόμου.

καταύλησις Παίξιμο του αυλού· ψυχαγώγηση με παίξιμο αυλού.

καταχόρευσις Το πέμπτο και τελευταίο μέρος του πυθικού νόμου· γιορτή, εορτασμός με χορό· ο θριαμβικός χορός του Απόλλωνα για τη νίκη του πάνω στο δράκοντα.

κατεπάδω Μαγεύω, γοητεύω με τραγούδι ή με μάγια.

κατηχής Ηχηρός· αυτός που ηχεί δυνατά [LSJ]

κατήχησις Γοήτευση με μουσικό ήχο· διδασκαλία με τραγούδι ή "δια ζώσης" ή με ζωηρή, δυνατή φωνή· διδασκαλία γενικά.

κάττυμα Συνήθως στον πληθυντικό, καττύματα· μπαλώματα.

κεκλασμένα Μελωδίες που χρησιμοποιούν κυρίως πηδήματα· ή μελωδίες ποικιλμένες με μετατροπίες (LSJ) ή με πηδήματα και πολλές γρήγορες νότες (μελισματικές μελωδίες).

κέλαδος Ήχος καθαρός, δυνατός τόνος.

κελευστού όρχησις Χορός του κελευστή.

κέρας Κέρατο. Πρβ. τα λ. βυκάνη, σάλπιγξ.

κεράστης Κατασκευασμένος από κέρατο, λ.χ. κεράστης αυλός.

κερατουργός Κατασκευαστής των κεράτων της κιθάρας.

κερατόφωνος Αυτός που έχει ή παράγει ήχο παρόμοιο με τον ήχο της κεράτινης σάλπιγγας (κέρας).

κεραύλης Εκτελεστής σε κεράτινο αυλό.

κερνοφόρος Ο ιερέας που έφερνε το κέρνος στο οποίο έβαζαν φρούτα, λάδι κτλ. κατά τις τελετές.(β) Ένα είδος έντονου και ζωηρού χορού

κεχυμένα, μέλη Μελωδίες χωρίς αυστηρά προσδιορισμένο ρυθμό.

κηπίων Αυλωδικός νόμος και (ή) κιθαρωδικός νόμος.

Κηφισόδοτος Αθηναίος κιθαριστής· γεννήθηκε στις Αχαρνές Αττικής.

κίδαρις Ένας σοβαρός αρκαδικός χορός που αναφέρεται στον Αθήναιο.

κιθάρα
Έγχορδο όργανο, πιο τελειοποιημένο και πιο επεξεργασμένο από τη λύρα.

κίθαρις Πρωτόγονο έγχορδο, το οποίο πολλοί ιστορικοί ταυτίζουν με τη λύρα ή τη φόρμιγγα· άλλοι, ωστόσο, ταυτίζουν την κίθαρη με την κιθάρα.

κιθαριστήριος αυλός Ο αυλός που συνόδευε την κιθάρα. Ένα είδος κιθαριστικού νόμου (σόλο κιθάρας) με συνοδεία αυλού. [LSJ]

κιθαριστήριος νόμος

κιθαριστής Εκτελεστής της κιθάρας· εκείνος που παίζει κιθάρα χωρίς τραγούδι, σε αντιδιαστολή προς τον κιθαρωδό, που παίζει και τραγουδάει μαζί.

κιθαριστική [LSJ]

κιθαρωδία [LSJ]

κιθαρωδικός νόμος Ένα είδος κιθαριστικού νόμου (σόλο κιθάρας) με συνοδεία αυλού. Ο νόμος αυτός ονομαζόταν παριαμβίς. [LSJ]

κινδαψός Ένα μεγάλο τετράχορδο όργανο με σχήμα σαν της λύρας, που παιζόταν με πλήκτρο σαν φτερό.

Κινησίας Αθηναίος συνθέτης διθυράμβων του 5ου αι π.Χ.

κίνησις Αλλαγή μιας θέσης. (α) κίνησις της φωνής· η αλλαγή (η μετάβαση) της φωνής από μια θέση σε άλλη. Κατά τόπον κίνησις της φωνής· η αλλαγή της φωνής ως προς τον τόπο (θέση· φωνή έδώ με την έννοια του φωνητικού και του οργανικού ήχου)·

κινούμενοι (ή φερόμενοι φθόγγοι). Στην αρχαία ελλ. μουσική, οι φθόγγοι που κατείχαν τις μεσαίες θέσεις των τετραχόρδων (2η και 3η), που στα 3 μουσικά γένη μεταβάλλονταν και δεν βρίσκονταν στο ίδιο τονικό ύψος.

κινύρα Έγχορδο όργανο με δέκα χορδές, όπως η κιθάρα· παιζόταν με πλήκτρο ή και απευθείας με τα δάχτυλα. Συνδεόταν με πένθιμη μουσική.

Κλεονείδης ή Κλεονίδης (ή για μερικούς Κλεωνίδης) Θεωρητικός της μουσικής του 2ου αι. μ.Χ.· τίποτε δεν είναι γνωστό για τη ζωή του. Σε αυτόν αποδίδεται σήμερα η Εισαγωγή αρμονική,

κλεψίαμβος (α) Έγχορδο όργανο, αρχαίας προέλευσης, με εννιά χορδές, καθώς λέγεται. Χρησιμοποιούνταν στην παρακαταλογή, που ήταν απαγγελία με οργανική συνοδεία.

Κλονάς Αυλητής και συνθέτης του 7ου αι. π.Χ. Γεννήθηκε στην Τεγέα της Αρκαδίας.

κνισμός

κοιλία κοιλότητα, κοίλωμα. Στη μουσική, η κοιλότητα του αυλού ή ενός πνευστού γενικά.

κοκυσμός και κοκυσμός Οξύς, αντιαισθητικός ήχος.

κόλλαβος και κόλλοψ Το στριφτάρι ή κλειδί, με το οποίο κουρδίζονταν οι χορδές.

κολλοβός: πιο ορθό κολοβός· κολοβός, ακρωτηριασμένος. Έτσι ονομαζόταν ένας κιθαρωδικός νόμος.

κολοφωνία ρητίνη με την οποία οι αρχαίοι'Έλληνες επάλειφαν τις χορδές των οργάνων.

κόμμα (α) Η διαφορά ανάμεσα σε επτά οκτάβες και δώδεκα πέμπτες. (β) Κόμμα ήταν ένα ποιητικό ή μελωδικό τμήμα.

κομμάτιον Το πρώτο από τα επτά μέρη της κωμικής παράβασης. Αποτελούνταν από ένα μικρό τραγούδι.

κομμός Χτύπημα γενικά· χτύπημα της κεφαλής και του στήθους κατά το θρήνο· κατ' επέκταση μοιρολό.

κομπισμός-μελισμός Κομπισμός ήταν η επανάληψη της ίδιας νότας στην οργανική μελωδία· μελισμός, το αντίστοιχο στη φωνητική μελωδία.

Κόννος

κόρδαξ Κωμικός χορός· επίσης, χορός της αρχαίας κωμωδίας. Τον θεωρούσαν χιουμοριστικό και κάποτε κοινό ή χυδαίο ή ακόμα άσεμνο.

Κόριννα Λυρική ποιήτρια του 6ου αι. π.Χ.

κορύβαντες ιερείς της Κυβέλης (ή της Ρέας) στη Φρυγία, συνδεδεμένοι και με τον Διόνυσο.

κορυθαλίστριαι και κορυθαλίστριαι Χορεύτριες που χόρευαν προς τιμή της Αρτέμιδας κατά την τελετή του γάμου ή σε γιορτές εφήβων.

κορυφαίος Ο αρχηγός του χορού στο αρχαίο δράμα. Ονομαζόταν και ηγεμών χορού και έξαρχος.

κορώνισμα Τραγούδι του κόρακα· τραγούδι αλητών, που, κρατώντας κορώνη στο χέρι τους, γύριζαν εδώ κι εκεί και τραγουδούσαν για επαιτεία ή για συλλογή χρημάτων. Τα τραγούδια τους λέγονταν κορωνίσματα.

κόχλος Οστρακόδερμο με ελικοειδές όστρακο· το χρησιμοποιούσαν σαν σάλπιγγα.

κραδίας (και κραδίης) νόμος Αρχαίος αυλητικός νόμος, εκτελούμενος κατά το μαστίγωμα των μάγων.

Κράτης Αυλητής και συνθέτης του 7ου αι. π.Χ.

κρεγμός Το χτύπημα των χορδών με πλήκτρο.

κρέκω Χτυπώ τις χορδές με πλήκτρο. [LSJ}

κρέμβαλον Συνήθως στον πληθυντικό κρέμβαλα· βλ. λ. κρόταλα.

Κρέξος (περ. 450-400 π.Χ.)· ποιητής και συνθέτης διθυράμβων.

κρητικός Ποιητικός πους, - U -, που λεγόταν επίσης αμφίμακρος (με δύο μακρές συλλαβές στα δύο άκρα).

κρόταλα Κρουστό όργανο, από δύο κοίλα κομμάτια οστράκου, ξύλου ή μετάλλου.

κρούμα και κρούσμα· αρχικά, το αποτέλεσμα του κρούω· χτύπημα. Στη μουσική, ο όρος (συνήθως στον πληθυντικό κρούματα) σήμαινε: (α) τον ήχο που παράγεται από χτύπημα με πλήκτρο πάνω στις χορδές εγχόρδων οργάνων και γενικά τον ήχο των εγχόρδων. (β) Κατ' επέκταση τον ήχο και των πνευστών οργάνων·

κρουπέζιον Υποκοριστικό του κρούπεζα· ξύλινο παπούτσι χρησιμοποιούμενο για να χτυπά το χρόνο.

κρουσίθυρον βλ. λ. θυροκοπικόν

κρούσις Η πράξη του χτυπώ· επίσης, το χτύπημα. Η κρούση ενός εγχόρδου οργάνου· συνεκδοχικά μουσική για έγχορδα.[LSJ]

κρουστά Όργανα· επίσης κρουόμενα (από το κρούω). Όργανα που παράγουν ήχο με κρούση. Έτσι γενικά ονομάζονταν τα έγχορδα.

Κτησίβιος (3ος ή 2ος αι. π.Χ.) Μηχανικός. Γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια.

κύκλιος Κυκλικός· στρογγυλός σε μια γενική έννοια. Κύκλιος χορός· χορός [όρχησις] με κυκλική διάταξη των χορευτών, που χορευόταν ιδιαίτερα γύρω από το βωμό (κυρίως του Διόνυσου)· διθύραμβος. [LSJ}

κύκλιοι αυληταί Αυλητές που έπαιζαν τον αυλό κατά τον κυκλικό χορό. κύκλια μέλη· λυρικά και κυρίως διθυραμβικά τραγούδια (με το ίδιο θέμα). [LSJ]

κύμβαλα Κρουστό όργανο, αποτελούμενο, όπως και τα νεότερα κύμβαλα (piatti), από δύο κοίλα ημισφαιρικά μετάλλινα πιάτα.
κυμβαλίζω Παίζω κύμβαλα. [LSJ]

κώδων Κουδούνι (κώδωνας) σε σχήμα ανάποδου κυπέλλου. [LSJ]

κώλον μέλος, τμήμα· μια μικρή πρόταση· τμήμα μιας περιόδου. Σε μουσικά κείμενα χρησιμοποιείται με τη σημασία ενός οργανικού τμήματος, σε αντιδιαστολή προς τα φωνητικά μέρη. [LSJ]

κωμάρχιος Συμποτικό άσμα με συνοδεία αυλού.

κωμαστική όρχηση Είδος βακχικού χορού συνδεδεμένου με τον κώμο. Επίσης, κωμαστικά μέλη, τραγούδια που τραγουδιόνταν στον κώμο.
κώμος (α) Είδος βακχικού χορού, που παρουσιαζόταν συνήθως στις διονυσιακές τελετές.
 
Last edited:
Λαμπροκλής: (αρχές 5ου αι. π.Χ.)· Αθηναίος διθυραμβικός ποιητής και μουσικός. Ανήκε στην Αθηναϊκή Σχολή και ήταν οπαδός του Αγαθοκλή.

Λάμπρος: άγνωστο πότε έζησε. Ο μουσικός αυτός αναφέρεται από τον Αριστόξενο (Πλούτ. ό.π. 1142Β, 31), ανάμεσα σε διάσημους λυρικούς ποιητές και μουσικούς.

Λάσος ο Ερμιονεύς: γεννήθηκε το 548/545 περίπου π.Χ. (κατά την 58η Ολυμπιάδα αναφέρει η Σούδα) στην Ερμιόνη της Αχαΐας.

Λείμμα: το υπόλοιπο. Στη μουσική: (α) όρος, με τον οποίο οι Πυθαγόρειοι δήλωναν το μικρό ("έλαττον") ημιτόνιο.

λείψανα ελληνικής μουσικής: τα λείψανα της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι λίγες φωνητικές και οργανικές μελωδίες, σε αποσπασματική κυρίως μορφή.

λέξις: λόγος, λέξη. Στη μουσική, συχνά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς το κρούσις (οργανική, έγχορδη μουσική) ή προς το ωδή (τραγούδι).

λέων: είδος χορού που μνημονεύεται στον Αθήναιο (ΙΔ', 629F) ανάμεσα στους κωμικούς ή αστείους χορούς.

λήψις: ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας. Κατά τον Αριστείδη, "τα μέρη [της μελοποιίας] είναι η λήψις, η μίξις και η χρήσις..

λήψις δια συμφωνίας: μέθοδος καθορισμού [ή κουρδίσματος] διαστημάτων με σειρά συμφωνιών.

λίβυς αυλός: λιβυκός αυλός· ονομάστηκε έτσι, γιατί, κατά τον Δούρι (στον Αθήναιο, ΙΔ', 618G), ένας Λίβυς πρώτος εφεύρε την αυλητική τέχνη και έπαιξε στον αυλό τα μητρώα, προς τιμήν της Κυβέλης.

λιγυηχής: (από το λιγύς, καθαρός, διαπεραρικός· επίσης, μελωδικός, γλυκός, και ήχος)· γλυκύφθογγος, που ηχεί καθαρά, μελωδικά.

λιγύθροος: λιγύθροος πηκτίς· πηκτίδα με καθαρό τόνο και ισχυρό ήχο.

Λιμένιος: (πιθανώς, 2ος αι. π.Χ.)· Αθηναίος συνθέτης άγνωστης χρονολογίας, στον οποίο πολλοί μελετητές αποδίδουν τη σύνθεση του δεύτερου Δελφικού Ύμνου στον Απόλλωνα.

Λίνος: μυθικός ποιητής-μουσικός, αοιδός, γιός του Απόλλωνα και της Καλλιόπης.

λινωδία: άλλη ονομασία του λίνου (βλ. λ. λίνος), πένθιμου τραγουδιού (μοιρολόι) που αναφέρεται για πρώτη φορά στον Όμηρο, σε ανάμνηση του τραγικού θανάτου του Λίνου..

λιτυέρσης: τραγούδι των θεριστάδων.

λιχανοειδής: που ανήκει στην ιδιότητα ή την περιοχή της χορδής λιχανός· λιχανοειδής τόπος· τόπος της λιχανού στη λύρα ή την κιθάρα· ή τόπος της φωνής στη θέση της λιχανού.

λιχανός: και λίχανος· ως αρσ., το δάχτυλο δείκτης· θηλ., η χορδή (και η νότα που παράγεται από τη χορδή), που παίζεται με το δείκτη, το λιχανό.

λογώδες μέλος: μελωδία που μιλιέται, της ομιλίας.

λόκριος αρμονία: και λοκριστί και λοκρική· το οκτάχορδο που είναι πιο γνωστό ως αιολική (αιολία) αρμονία: la-sol-fa-mi-re-do-si-la (διατονικό γένος).

λομβρότερον: είδος άσεμνου χορού που αναφέρει ο Πολυδεύκης (IV, 105).

λύδιος αρμονία: και λυδιστί αρμονία· το ακόλουθο οκτάχορδο ήταν δεκτό από τους περισσότερους αρχαίους θεωρητικούς και συγγραφείς ως λυδική αρμονία: do-si-la-sol-fa-mi-re-do (διατονικό γένος).

Λυκάων: (6ος προς 5o αι π.Χ.)· μουσικός από τη Σάμο, στον οποίο ο Βοήθιος αποδίδει την προσθήκη της 8ης χορδής στη λύρα.

λύρα: "κατεξοχήν" εθνικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, η λύρα ήταν επίσης το πιο σημαντικό και ευρύτερα γνωστό όργανο.

λυρογηθής: εκείνος που τέρπεται παίζοντας λύρα.

λυροφοίνιξ: και λυροφοινίκιον· είδος λύρας ή κιθάρας φοινικικής προέλευσης.

λυρωδία: τραγούδι (ωδή) με συνοδεία λύρας.

Λύσανδρος ο Σικυώνιος: Διάσημος αρχαίος μουσικός και δεξιοτέχνης κιθαριστής που έζησε τον 6ο π.Χ. αι.

λυσιωδός: μίμος και τραγουδιστής, που φορούσε ανδρικά φορέματα και μιμούνταν γυναικείους τύπους στις θεατρικές παραστάσεις.
 
Last edited:
Μαγάδιον: υποκοριστικό του μαγάς (βλ. λ.)

μάγαδις: (α) μάγαδις (θηλ., η)· έγχορδο όργανο πλατιά γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Το σχήμα του ήταν τριγωνικό, οι χορδές του είκοσι, και παιζόταν με τα δύο χέρια, χωρίς τη βοήθεια πλήκτρου.

μαγάς: η γέφυρα ("καβαλάρης") της λύρας και της κιθάρας· ήταν μια μικρή τετράγωνη σανίδα, τοποθετημένη επάνω στο ηχείο, σε κάποια απόσταση από το χορδοτόνιο.

μαγωδός: κωμικός της παντομίμας, που με συνοδεία τύμπανων και κυμβάλων μιμούνταν αισχρούς και κακοήθεις χαρακτήρες, όπως μοιχούς και μαστροπούς.

μακρόν: το τρίτο από τα επτά μέρη της παράβασης.

μακτρισμός: ασελγής χορός που χορευόταν από γυναίκες με στριφογύρισμα των ισχίων.

μαλακός: όρος που χρησιμοποιούνταν στο διατονικό και στο χρωματικό γένος, για να υπονοεί μια κάποια "χρόα" στο σχηματισμό κάθε γένους.

μανερώς: επικήδειο τραγούδι στην Αίγυπτο, που αντιστοιχούσε με τον λίνο. Κατά τον Παυσανία (Θ', 29, 6, πρβ. και λ. Λίνος), η προέλευση αυτού του μοιρολογιού ή θρήνου συνδεόταν με τον άτυχο θάνατο του Λίνου.

μανός, μανότης; μανός· χαλαρός, οχι πυκνός, αραιός. μανότης· η ιδιότητα του μανού, χαλαρότητα, αραιότητα. Αντίθετο του μανός-μανότης, πυκνός και πυκνότης [βλ. στο λ. πυκνόν].

Μαρσύας: μυθικός βοσκός και μουσικός, γιος του Ύαγνι. Ήταν ένας από την τριάδα των Φρυγών μουσικών, μαζί με τον Ύαγνι και τον Όλυμπο.

μεθαρμογή: ξανακούρδισμα· αλλαγή κουρδίσματος.

Μελάμπους ο Κεφαλλήν: Ονομαστός αρχαίος κιθαρωδός.

Μελανιππίδης: (περ. 480-περ. 414)· περίφημος συνθέτης διθυράμβων από τη Μήλο (γι' αυτό επονομαζόταν και Μήλιος).

μελεάζω: μιλώ ή διαβάζω με κάποια μουσική διακύμανση της φωνής.

μελίγηρυς: (από το μέλι + γήρυς, φωνή)· εκείνος που τραγουδά ή ηχεί γλυκά.

μέλισμα: μέλος, μελωδία. μέλισμα λύρας ή κιθάρας· μελωδία λύρας ή κιθάρας.

μελογραφία: σύνθεση μέλους (τραγουδιού)· και μελοποιία (Δημ.). Επίσης, καταγραφή ενός μέλους.

μελοποιία: σύνθεση μέλους, μελωδίας.

μελοποιώ: συνθέτω μέλη (μουσική)· βάζω ποιήματα σε μουσική· γράφω λυρικά ποιήματα· εκφράζομαι μέσο της μελωδίας ή του τραγουδιού.

μέλος: γενικά, μέλος, τμήμα. Στη μουσική, χορικό ή λυρικό τραγούδι· μελωδία γενικά.

μελουργώ: συνθέτω μέλη (μουσική)· συνών. του μελοποιώ.

μέλπω: τραγουδώ· υμνώ με τραγούδι και χορό· δοξάζω (ή γιορτάζω) με τραγούδι.

μελύδριον: υποκοριστικό του μέλος· μικρό τραγούδι (ή ωδή).

μελώδημα: τραγούδι, μελωδία (από το μελωδώ, μελοποιώ, επίσης τραγουδώ, εκτελώ τραγούδι).

μελωδία: τραγούδι, μελωδία· επίσης, η πράξη του τραγουδήματος.

μελωδικός, μουσικός (επίθ.)· μελωδική κίνησις=μουσική κίνηση της φωνής (βλ. λ. κίνησις). [LSJ]

μελωδός; τραγουδιστής· ο εκτελεστής τραγουδιών ή μελών.

μέση: η κεντρική νότα του επτάχορδου συστήματος και η αντίστοιχη χορδή της λύρας ή της κιθάρας.

μεσοειδής: τόπος· η μεσαία περιοχή της φωνής· η περιοχή της μέσης.

μεσόκοπος: αυλός· αυλός με μέσο μέγεθος.

Μεσομήδης: Κρητικός λυρικός ποιητής και συνθέτης του 2ου αι. μ.Χ.

μεσόπυκνοι: Η μία από τις 3 διαιρέσεις των κινούμενων φθόγγων της αρχαίας ελλ. μουσικής.

μέσος: μέσοι ήταν οι φθόγγοι (ή οι χορδές) που βρίσκονταν ανάμεσα στα δύο άκρα ενός τετράχορδου ή συστήματος.

μεταβολή: μετατροπία. Το έκτο μέρος της αρμονικής (βλ. λ. αρμονική).

μετάβολος: μετατροπικός. μετάβολον σύστημα· μετατροπικό σύστημα σε αντίθεση προς το απλούν (μη μετατροπικό) σύστημα. Βλ. λ. [[απλούν]] και μεταβολή.

μετακατατροπά: το τέταρτο μέρος του κιθαρωδικού νόμου (βλ. λ. κιθαρωδία).

μεταρχά: το δεύτερο μέρος του κιθαρωδικού νόμου (βλ. λ. κιθαρωδία).

Μέτελλος ο Ακραγαντίνος: μουσικός του 5ου αι. π.Χ.· αναφέρεται από τον Αριστόξενο ως ένας από τους δασκάλους του Πλάτωνα.

μετρική: η επιστήμη του μέτρου· πρέπει να ξεχωρίζεται από τη ρυθμική, που έχει πλαίσια γενικότερα και πλατύτερα. Πρβ. τα λ. μέτρον και ρυθμοποιία.

μέτρον: (α) Κατά τον Αριστείδη (Περί μουσ. Mb 49) μέτρον είναι ένα σύστημα ποδών συνθεμένο από ανόμοιες συλλαβές σε συμμετρικό μήκος. Διαφέρει από το ρυθμό ως μέρος (ή συστατικά μέρη) προς σύνολο.

μήνες: είδος χορού που αναφέρεται από τον Πολυδεύκη (IV, 104) ότι πήρε το όνομά του από τον επινοητή του, ένα μαχητή ή αθλητή που λεγόταν Μην.

μηνίαμβος: (συνήθως στον πληθ., μηνίαμβοι)· κιθαριστήριος νόμος (σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού).

μητρώα: έτσι ονομάζονταν τραγούδια, που εκτελούνταν προς τιμήν της μεγάλης θεάς Κυβέλης.

Μίδας: (6ος προς 5ο αι. π.Χ.)· φημισμένος αυλητής από τον Ακράγαντα.

μικτός: (α) μικτόν σύστημα· το σύστημα στο οποίο και τα δύο τετράχορδα, συνημμένων και διεζευγμένων, συνδυάζονται.

μίμαυλος; μίμος συνοδευόμενος από αυλό.

μιμητική: Εκτός από τη γενική έννοια του όρου (ως "τέχνη της μίμησης") υπάρχει (κατά τον Πολυδεύκη) και μια ειδική: ένας ομώνυμος χορός κατά τον οποίο οι χορευτές απομιμούνταν εκείνους που τους έπιαναν να κλέβουν.

Μίμνερμος: (περ. 629 π.Χ.-;) από τον Κολοφώνα ή τη Σμύρνη. Ελεγειακός ποιητής και μουσικός, γνωστός και ως έξοχος αυλητής.

μινυρισμός: τραγούδημα (ή κλάψιμο) με χαμηλή (ή ήσυχη) φωνή. μινύρισμα· κλαψούρισμα· επίσης, ήσυχη, γλυκιά μελωδία.

μίξις: ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας.

μιξολύδιος: και μιξολυδιστί αρμονία· γενικά, ως μιξολυδική αρμονία αναγνωρίζεται το οκτάχορδο si-si: si-la-sol-fa-mi-re-do-si (στο διατονικό γένος).

μίτος: κλωστή του στημονιού· επίσης, χορδή της λύρας (Δημ., LSJ).

μογγάς: είδος πολύ έντονου (τρελού) χορού, που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27).

μόθων: (α) είδος άσεμνου και αισχρού χορού, με πηδήματα των ποδιών ως τα οπίσθια. (β) είδος αύλησης.

μολοσσική: είδος χορού, που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27) σαν ένας από τους λιγότερο ζωηρούς, πιο ποικιλμένους και απλούστερους χορούς.

μολοσσός: μετρικός πους, αποτελούμενος από τρεις μακρές συλλαβές + - - ή - + -. Μολοσσίαμβος, πους που αποτελείται από ένα μολοσσό και έναν ίαμβο, - - - U -.

μολπή: (από το μέλπω)· τραγούδι, ωδή.

μοναυλία: παίξιμο στον μόναυλο και κατ' επέκταση σόλο με οποιονδήποτε αυλό.

μοναύλιον: υποκοριστικό της λ. μόναυλος· μικρός μόναυλος· μικρό όργανο [αυλός] που παίζει σόλο.

μόναυλος: (α) Ο Ιόβας στο τέταρτο βιβλίο του Περί θεατρικής ιστορίας λέει ότι οι Αιγύπτιοι αποδίδανε την εφεύρεση του μόναυλου στον Όσιρι. (β) ο εκτελεστής του μόναυλου, ο μοναυλητής.

μονή: (από το μένω)· η παραμονή πάνω σ' ένα ύψος· κάποια εμμονή της φωνής.

μονόχορδον: όπως φαίνεται από το όνομά του, ήταν ένα όργανο με μια χορδή. Μερικοί μελετητές το τοποθετούν στην οικογένεια του λαούτου, δηλ. με βραχίονα, χέρι.

μονωδία: όπως και σήμερα, μονωδία· επίσης, θρήνος, θρηνωδία.

μορφασμός: είδος κωμικού χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές μιμούνταν διάφορα ζώα.

Μούσα: θεότητα της μουσικής, της ποίησης, της ορχηστικής, του δράματος και, γενικά, προστάτιδα των τεχνών και των γραμμάτων.

Μουσαίος: 1. μυθικός ποιητής-μουσικός και αοιδός που έζησε στην Αττική.

μουσείον: ναός ή οίκος των Μουσών (Δημ., LSJ)· οίκος της μουσικής ή της ποίησης, γενικά σχολή τεχνών και γραμμάτων (Αθήν. E', 187D): "το της Ελλάδος μουσείον". Μεταφορ. "αηδόνων μουσεία"=χορός αηδονιών. Στον πληθ. Μουσεία ήταν η γιορτή (φεστιβάλ) των Μουσών. Στον Αθήναιο (ΙΔ', 629Α, 26) διαβάζουμε: "Αμφίων δε ο Θεσπιεύς εν δευτέρω περί του εν Ελικώνι Μουσείου άγεσθαί φησιν εν Ελικώνι παίδων ορχήσεις μετά σπουδής" (ο Αμφίων ο Θεσπιεύς στο δεύτερο βιβλίο του Περί του εν Ελικώνι Μουσείου λέει ότι χοροί (ορχήσεις) αγοριών γίνονται με ζήλο στον Ελικώνα).

Μούσειος: (επίθ.)· μουσικός (επίθ.)· "μούσειος κέλαδος", μουσικός ήχος. Λίθος Μοισαίος (αιολ. τύπος)· μνημείο τραγουδιού (LSJ και Δημ.).

μουσίζω: τραγουδώ ή παίζω μουσική.

μουσικεύομαι: τραγουδώ· καλλιεργώ την κλίση προς τη μουσική (LSJ) ή καλλιεργώ το ταλέντο ενός άλλου· σπουδάζω μουσική (Δημ.).

μουσική: η λέξη μουσική εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 5ο αι.Με τον όρο μουσική οι αρχαίοι Έλληνες εννοούσαν, για μια μακρά περίοδο, το σύνολο των πνευματικών και διανοητικών επιδόσεων, ειδικά στην τέχνη (κάθε τέχνη υπό την προστασία των Μουσών), τις καλές τέχνες και τα γράμματα, και ακόμα ιδιαίτερα τη λυρική ποίηση.

μουσικός: δωρ. τύπος μωσικός, ούσ.· ο έμπειρος, ο καλλιεργημένος στις καλές τέχνες, γενικά άνθρωπος μορφωμένος· αλλά και ο έμπειρος στην τέχνη της μουσικής, επίσης ο λυρικός ποιητής.

μουσόθετος: (LSJ, Συμπλήρ.) δημιουργημένος μέσο μουσικής.

μουσοποιός: μελοποιός, λυρικός ποιητής. μουσοποιώ· γράφω λυρική ποίηση, συνθέτω λυρικά τραγούδια. (Δημ.): υμνώ, εξυμνώ, τραγουδώ.

μουσοτέχνης: μουσικός, μουσουργός

μουσοτραφής: καλλιεργημένος από τις Μούσες, στην τέχνη και τα γράμματα.

μουσούμαι: καλλιεργούμαι στις τέχνες· σημαίνει και μελοποιούμαι.

μουσούργημα: μέλος· μουσικό κομμάτι (από το μουσουργώ, συνθέτω μέλη, μουσοποιώ). μουσουργία· η τέχνη της γραφής λυρικής ποίησης ή της σύνθεσης μελών. Πρβ. μελοποιία.

μουσουργός: εκείνος που καλλιεργεί ή ασχολείται με τη μουσική (LSJ)· μουσικός.

μυρμηκιά: μυρμηγκιά, μυρμηγκοφωλιά. Η μεταφορά μπορεί να εξηγηθεί σχετικά με τη χρωματική μουσική και τη χρήση πολλών φθόγγων διακοσμητικών (έξω από την παράδοση).

Μυρτίς: ποιήτρια και μουσικός του 6ου αι. π.Χ. από την Ανθηδόνα της Βοιωτίας.
 
Last edited:
Νάβλας: (ο) ή νάβλα (η)· έγχορδο όργανο της οικογένειας του ψαλτηρίου. Είχε δέκα ή δώδεκα χορδές και παιζόταν με γυμνά δάχτυλα, χωρίς πλήκτρο

Νευρά: χορδή τόξου· χορδή από νεύρα ή έντερα· στη μουσική, χορδή οργάνου (συνών. της λ. χορδή).

Νηνία: (η)· εγκώμιο ανδρών με συνοδεία, κάποτε, αυλού· επίσης, θρήνος.

Νηνίατον: μελωδία για αυλό ή τραγούδι για κορασίδες φρυγικής προέλευσης.

Νήτη, νεάτη: ή νεάτη· η ψηλότερη νότα ή χορδή· η χορδή που βρισκόταν πιο κοντά στον εκτελεστή, (α) Στην επτάχορδη κλίμακα ήταν η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου συνημμένων (re) και (β) στην οκτάχορδη η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου διεζευγμένων (mi)· (γ) στο Σύστημα Τέλειον Μείζον υπήρχαν δύο νήτες, η νήτη υπερβολαίων (la) και η νήτη διεζευγμένων (mi).

Νητοειδής: τόπος· η περιοχή της νήτης. Από τους τρεις τρόπους (στιλ) της μελοποιίας, που καθόρισε ο Αριστείδης, ο "νομικός" ήταν νητοειδής.

Νιβατισμός: είδος φρυγικού χορού που αναφέρεται από τον Αθήναιο.

Νίγλαρος: αλλιώς γίγγλαρος· είδος μικρού αυλού αιγυπτιακής προέλευσης, με τον οποίο ρυθμίζονταν οι κινήσεις των κωπηλατών.

Νικόμαχος ο Γερασηνός: Πυθαγόρειος φιλόσοφος από τα Γέρασα (την ελληνική πόλη της Πετραίας Αραβίας, που οικίστηκε από τους απόμαχους της στρατιάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου). ΄Ηκμασε κατά τα μέσα του 2ου μ.Χ. αι., ή κατ' άλλους, το 2ο μισό του 1ου μ.Χ. αι.

Νόμιον: (από το νομή)· ποιμενικό τραγούδι.

Νόμος: στη μουσική, νόμος ήταν ο σημαντικότερος τύπος μουσικής σύνθεσης και εκτέλεσης.
 
Last edited:
Ξάνθος: λυρικός ποιητής (μελοποιός) του 7ου αι. π.Χ.

Ξενόδαμος; μουσικός του 7ου αι. π.Χ. από τα Κύθηρα.

Ξενόκριτος: μουσικός του 7ου αι. π.Χ., από τους Λοκρούς της Ιταλίας.

Ξιφισμός: χορός του σπαθιού.

Ξυλόφωνον: (από το ξύλον και φωνή)· η λέξη ξυλόφωνον ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα και η χρήση ενός τέτοιου οργάνου από τους Έλληνες είναι αβέβαιη.
 
Last edited:
Οδοντισμός: είδος αύλησης που χρησιμοποιούνταν στο τρίτο μέρος του πυθικού νόμου· με αυτόν ο αυλητής μιμούνταν το τρίξιμο των δοντιών του δράκοντα.

Οδός: στη μουσική χρησιμοποιούνταν με τη σημασία της πορείας, της κίνησης από ένα ορισμένο σημείο προς τα πάνω ή προς τα κάτω.

Οίκτος: λύπη και έκφραση λύπης, θρήνος· λυπηρός οδυρμός (LSJ).

Οιτόλινος: πένθιμο τραγούδι στη μνήμη του Λίνου.

Όκλασμα: είδος ζωηρού χορού περσικής προέλευσης, κατά τον οποίο περιοδικά έκαμπταν τα πόδια σε όκλαση.

Οκτάσημος: χρόνος· αυτός που αποτελείται από οκτώ βραχείς χρόνους (μονάδες)· όπως στον δόχμιο: U - - U -.

Οκτάχορδον; σύστημα με οκτώ νότες ή χορδές· κλίμακα με οκτώ νότες. Πριν από τον Αριστόξενο ονομαζόταν αρμονία.

Ολιγοχορδία: η χρήση λίγων χορδών· η ιδιότητα του ολιγόχορδου. βλ. λ. πολυχορδία.

Όλμος: το πάνω μέρος του επιστόμιου, στο οποίο έμπαινε η γλωσσίδα και το οποίο τοποθετούνταν ανάμεσα στα χείλη.

Ολολυγμός: ύμνος ή τραγούδι θριάμβου.

Ολοφυρμός: ισχυρός θρήνος· επίσης, ένα τραγούδι που τραγουδιόταν σε περιπτώσεις μεγάλης θλίψης και θανάτου· ένα μοιρολόι.

Όλυμπος: όνομα πολλών μουσικών και ποιητών της αρχαίας Ελλάδας.

Ομοιότροπος: του ίδιου ύφους (στιλ)· που έχει τον ίδιο τρόπο.

Ομότονα: σημεία· βλ. ομότονοι φθόγγοι.

Ομότονοι: φθόγγοι· νότες που έχουν το ίδιο υψος· συνών. ισότονοι.

Ομοφωνία: και ομόφωνοι φθόγγοι· (α) ομοφωνία είναι η ταυτοφωνία και κατ' επέκταση η ογδόη, η διπλή ογδόη κτλ.

Ομφαλός: το πέμπτο και κεντρικό τμήμα του κιθαρωδικού νόμου (βλ. λ. κιθαρωδία).

Ονομασία: στην αρχαία ελληνική μουσική γινόταν χρήση ονομάτων για τον προσδιορισμό των φθόγγων.

Οξύβαφοι: κρουστό όργανο, αποτελούμενο από μια σειρά μικρών πήλινων ή οστράκινων αγγείων, τα οποία, όταν χτυπηθούν μ' ένα ξύλινο ραβδί, παράγουν διάφορους ήχους.

Οξυηχής: εκείνος που έχει διαπεραστικό, οξύ ήχο· ο ψηλά τονισμένος (κουρδισμένος).

Οξύπυκνος: η ψηλότερη νότα του πυκνού.

Οξύς: και οξύτης· οξύς· ψηλός (ή διαπεραστικός) φθόγγος.(αντίθ. βαρύς). οξύτης· ένταση στο ύψος· το αποτέλεσμα της "επίτασης". Στην προσωδία οξεία, ο τόνος.

Οξύτονος: εκείνος που ηχεί μ' έναν οξύ και διαπεραστικό τόνο· επίσης, ο ψηλά κουρδισμένος τόνος. Οξύφωνος· εκείνος που έχει ψηλή, διαπεραστική φωνή· φωνή ψηλά τονισμένη. Συνώνυμο του οξύτονος.

Όργανον: μουσικό όργανο, έγχορδο ή πνευστό.

Όρθιος: στη μουσική, ψηλός, οξύς.
όρθιος πους· αποτελούμενος από δύο μακρές και δύο βραχείες συλλαβές: - - U U. Ο Βακχείος (Εισαγ. 101) ονομάζει όρθιο τον πόδα που αποτελείται "από μια άλογη άρση και μια μακρά θέση": U ¦ -.

Όρμος: είδος κυκλικού χορού.

Όρος: στην αριστοξένεια ορολογία (Αρμ. ΙΙ, 49, 20) το όριο, το σύνορο ενός διαστήματος.

Ορσίτης: κρητικός πολεμικός χορός που αναφέρεται στον Αθήναιο (ΙΔ', 629C, 26· βλ. το κείμενο στο λ. επικρήδιος).

Ορφεύς: ή Ορφέας· μυθικός ποιητής και αοιδός· ο περιφημότερος μυθικός μουσικός της αρχαίας Ελλάδας.

Όρχησις: χορός. ορχηστική· η τέχνη του χορού.

Ορχήστρα: ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος των αρχαίων θεάτρων που βρισκόταν ανάμεσα στη σκηνή και στα εδώλια των θεατών.

Όστρακον: πήλινο αγγείο ή κομμάτι από σπασμένο αγγείο· όστρακο ζώου.

Ούλος: ύμνος στη Δήμητρα. Το ίδιο όπως και ο ίουλος.

Ούπιγγος: ωδή· ύμνος που τραγουδιόταν ως προσευχή στην Ούπιδα Άρτεμη κατά τη γέννηση ενός μωρού.
 
Last edited:
Παγκράτης: συνθέτης άγνωστης εποχής, ίσως του 5ου/4ου αι. π.Χ., μεταγενέστερος του Πινδάρου και του Σιμωνίδη.

Πάθος: γενικά, καθετί που ένας μπορεί να υποφέρει ή να υποστεί από ατύχημα, δυστύχημα κτλ.· πάθος, συγκίνηση. Στη μουσική η λέξη πάθος χρησιμοποιούνταν κάποτε για να καθορίσει μια αλλαγή στη μελωδική τάξη.

Παιάν: χορικό τραγούδι, ύμνος απευθυνόμενος πρώτα στον Απόλλωνα και στην Άρτεμη, ιδιαίτερα ως ευχαριστήριος για τη λύτρωση από κακό.

Παιδικός: παιδικός χορός, χορός αγοριών.

Παλινωδία: ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Στησίχορο σε μια ωδή του, στην οποία ανακαλούσε τις προηγούμενες επιθέσεις του κατά της Ελένης της Τροίας.

Πάμφωνος: αυτός που παράγει όλους τους τόνους· πολύφωνος ή που εκτελεί με πλήρη τόνο, φωνή.

Πανδούρα: επίσης πανδουρίς και πάνδουρος· ένα τρίχορδο όργανο της οικογένειας του λαούτου, ονομαζόμενο από τους αρχαίους τρίχορδον.

πανδουρίζω παίζω την πανδούρα. πανδουριστής· ο εκτελεστής της πανδούρας.

Πανδούριον: υποκοριστικό της λέξης πανδούρα (στον Ησύχιο).

παπαδικό μέλος:αργό μέλος στο οποίο κάθε συλλαβή του κειμένου αντιστοιχεί σε ολόκληρη μουσική φράση.

Πάππος ο Αλεξανδρεύς: Κορυφαίος μαθηματικός του 3ου μ.Χ. αι. και ονομαστός θεωρητικός της μουσικής.

Παράβασις: ένα μέρος της αρχαίας κωμωδίας, κατά το οποίο ο χορός προχωρούσε μπροστά και απευθυνόταν στο κοινό από μέρους του ποιητή· με την παράβαση ο ποιητής εξέφραζε τις προσωπικές του απόψεις πάνω σε δημόσια θέματα.

Παραδιάζευξις: υποδιάζευξη. Σχηματίζεται όταν ανάμεσα σε δύο τετράχορδα, τοποθετημένα το ένα πλάι στο άλλο, υπάρχει απόσταση ενός τόνου, δηλ. ανάμεσα στις δύο πρώτες νότες τους.

Παρακαταλογή: είδος συνοδευμένου ρετσιτατίβου· απαγγελία με συνοδεία οργάνου, συνήθως αυλού.

Παράκρουσις: εκτέλεση λανθασμένης νότας· λανθασμένα χτυπημένη νότα (φάλτσα νότα).

Παραμέση: η νότα και η χορδή "παρά" τη μέση (la), μία δευτέρα πιο πάνω (si)· είναι σε απόσταση ενός τόνου από τη μέση, la - si.

Παράμουσος: παράφωνος, έξω από τον τόνο. Συνώνυμο του παράχορδος.

Παρανήτη: η νότα και χορδή "παρά" τη νήτη, μια δευτέρα πιο κάτω.

Παρανιέναι: το ίδιο όπως το ανιέναι (πρβ. λ. άνεσις). Χαλαρώνω τις χορδές.

Παραπλασμός: κερί (βουλοκέρι) που χρησιμοποιούνταν για να κλείνουν (σφραγίζουν), τις τρύπες του αυλού.

Παρασημαντική: μουσική γραφή, σημειογραφία.

Παρασκήνιον: η παρεμβολή ενός μέλους του χορού στη θέση τέταρτου υποκριτή (ηθοποιού).

Πάραυλος; ξεκούρδιστος, έξω από τον τόνο· μή σύμφωνος προς τον αυλό· κακόφωνος πάραυλα μέλη· κακόφωνες, διάφωνες μελωδίες.

Παραφωνία: ή παράφωνοι φθόγγοι.

Παράχορδος: ξεκούρδιστος, έξω από τον τόνο, διάφωνος. παραχορδίζω· παίζω έξω από τον τόνο, χτυπώ λανθασμένες νότες.

Παραχορήγημα: 1. μικρός ρόλος (μέρος) για έναν τέταρτο υποκριτή στο αρχαίο δράμα. 2. το μέρος ενός δευτερεύοντος χορού, που αποχωρεί από την ορχήστρα, όταν δε χρειάζεται πια.

Παρελκυσμός: παράταση της διάρκειας ενός ήχου· από το παρέλκομαι=εισάγομαι ως συνοδεία.

Παρθένεια: και παρθένια· τραγούδια από χορό παρθένων σε τελετές προς τιμή διαφόρων θεών και ιδιαίτερα του Απόλλωνα και της Άρτεμης.

Παρθένιος: (επίθ.)· παρθένιος αυλός· ο ψηλότερος σε έκταση αυλός.

Παριαμβίς: σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού.

Παρίαμβος: έγχορδο όργανο άγνωστου σχήματος και χαρακτήρα.

Πάριον Χρονικόν: ή Μάρμαρον· μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ελληνική επιγραφή, γραμμένη στην αττική διάλεκτο από άγνωστο συγγραφέα, κατά την εποχή του άρχοντα Διόδμητου στην Αθήνα, το 264 ή 263 π.Χ. Είναι ένας χρονολογικός πίνακας των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων από την εποχή του Κέκροπα.

Πάροδος: (α) καθεμιά από τις δύο πλαϊνές εισόδους του αρχαίου θεάτρου, που οδηγούσαν στην ορχήστρα· (β) η πρώτη είσοδος του χορού μέσα από τις παρόδους.

Παρυπάτη: η νότα και η χορδή που βρίσκεται μία δευτέρα πιο πάνω από την υπάτη (παρά την υπάτη).

Παχυμέρης Γεώργιος: (Νίκαια Μ. Ασίας 1242 - Κων/πολις 1310). Βυζαντινός λόγιος, που ήκμασε μετά την Έξωση των Λατίνων από την Κων/πολη.

Παχύς: στη μουσική, μεταφορικά, βαρύς, τραχύς, ογκώδης (ήχος)· αντίθετο, λεπτός.

Πείρα: έτσι λεγόταν το πρώτο μέρος του πυθικού νόμου, το εισαγωγικό μέρος, κατά το οποίο "ο θεός εξετάζει τον τόπο αν είναι κατάλληλος για τον αγώνα" με το δράκοντα.

Πεντάσημος: χρόνος αποτελούμενος από πέντε χρονικές μονάδες· βλ. λ. [[χρόνος]].

Πεντάχορδον: ένα πεντάχορδο όργανο, μνημονευόμενο από τον Πολυδεύκη.

Πεντεκαιδεκάχορδον: σύστημα· το σύστημα, που αποτελείται από δεκαπέντε νότες, αλλιώς δίς διαπασών ή Σύστημα Τέλειον Μείζον.

Περιάδω: τραγουδώ περπατώντας (γυρνώντας εδώ κι εκεί).

Περίοδος: το σύνολο δύο ή περισσότερων μερών ή προτάσεων ("κώλων") μιας μελωδίας. Βλ. λ. κώλον

Περισπώμενος: συλλαβή ή λέξη προφερόμενη με περισπώμενο τόνο. Περισπώμενος φθόγγος στην προσωδία [του λόγου]. Βλ. τα λ. βαρύς, οξύς και τόνος.

Περιστόμιον: Η δερμάτινη ταινία που οι αυλητές έβαζαν γύρω από το στόμα και τις παρειές (βλ. λ. φορβειά).

Περιφερής: περιστρεφόμενος, κυκλικός, στρογγυλός. Στην περίπτωση της αγωγής (αγωγή περιφερής) η ανιούσα και κατιούσα μελωδική πορεία με συνεχή διαστήματα (δευτέρας). Βλ. λ. αγωγή, 1γ.

Περιφορά: κυκλική κίνηση. Περιφορά διαστημάτων· περιοδική επανάληψη διαστημάτων.

Περσικόν: είδος χορού περσικής προέλευσης.

Πεττεία: επανάληψη της ίδιας νότας.

Πήκτις: και πηκτίς· 1. πολύ γνωστό έγχορδο όργανο. Ήταν στενά συνδεδεμένο με τη μάγαδι· όπως και η μάγαδις, ήταν ένα μεγάλο όργανο με 20 χορδές κουρδισμένες κατά ζεύγη, καθεμιά με την οκτάβα της.

Πήληξ: έγχορδο όργανο της οικογένειας του ψαλτηρίου, αναφερόμενο από τον Πολυδεύκη.

Πήχυς: βραχίονας, στον πληθ. πήχεις· οι δύο βραχίονες της λύρας και της κιθάρας που στερεώνονταν επάνω στο ηχείο.

Πινακίς: είδος χορού συνοδευόμενου από αυλό.

Πίνδαρος: (περ. 522-446 π.Χ.)· γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, κοντά στη Θήβα, και πέθανε στο Άργος. Ο πιο μεγάλος λυρικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας· σπούδασε μουσική με τον Λάσο τον Ερμιονέα.

Πλάγια γλώσσα: πιθανόν απλή γλωττίδα (τύπου κλαρινέτου), όπως συμπεραίνεται από ένα κείμενο του Πορφύριου (Comment. έκδ. I. D., σ. 71) βλ. συγκροτητικαί γλώτται.

Πλαγίαυλος: ο πλαγίαυλος κρατιόταν όπως το νεότερο φλάουτο, αλλά είχε γλωσσίδα τοποθετημένη μέσα πλάγια, στη θέση περίπου που στο φλάουτο βρίσκεται η οπή.

Πλάσμα: στη μουσική, εξεζητημένη εκτέλεση.

Πλάστιγξ: μέρος του αυλού ή της σύριγγας. Ησ.: "μέρος τι του αυλού και σύριγγος το ζύγωμα".

Πλάτος: όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Λάσο και τη σχολή του Επίγονου, στην οποία επικρατούσε η αντίληψη ότι ο ήχος είχε κάποια ιδιότητα ή πλάτος.

Πλάτων: (429/427-περ. 347 π.Χ.)· ο μεγάλος φιλόσοφος σπούδασε μουσική με τον Δράκοντα τον Αθηναίο και τον Μέτελλο τον Ακραγαντίνο.

Πλήκτρον: κατασκευαζόταν από σκληρό ξύλο, ελεφαντόδοντο, κέρατο ή μέταλλο και, όπως συχνά φαίνεται σε παραστάσεις αγγείων, ήταν μακρύ και ογκώδες.

Πλούταρχος: φιλόσοφος, βιογράφος και ιστορικός. Γεννήθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας το 46/48 μ.Χ. περίπου· υπάρχουν συχνές αναφορές στη μουσική και δύο εκτεταμένες μελέτες του ειδικά για τη μουσική, η Περί της εν Τιμαίω ψυχογονίας, σχόλια στις μουσικές θεωρίες του Πλάτωνα στον Τίμαιο, και ο διάλογος Περί μουσικής.

Πνεύμα: η πνοή, το φύσημα, με το οποίο ο εκτελεστής του αυλού ή άλλου πνευστού μπορούσε να παράγει ή να τροποποιεί το ύψος.

Πνοή: φύσημα πνευστού οργάνου (LSJ) και ήχος που βγαίνει από το όργανο (Δημ.): "αυλού τε σύριγγος πνοή" (φύσημα [ήχος] αυλού και σύριγγας).

Ποδίκρα: είδος λακωνικού χορού που αναφέρει ο Ησύχιος, χωρίς καμιά ένδειξη για το χαρακτήρα του ("όρχησις προς πόδα γινομένη, Λάκωνες").

Ποδισμός: είδος χορού, αναφερόμενου από τον Πολυδεύκη (IV, 99) στο κεφ. Περί ειδών ορχήσεως, χωρίς άλλη πληροφορία, εκτός από το όνομα του χορού.

Ποδοψόφος: ένας άνθρωπος που παρήγε ορισμένο ήχο χτυπώντας το πόδι του.

Ποίημα: ποίημα αλλά και μια μουσική σύνθεση. Βλ. λ. ποίησις.

Ποίησις: η λέξη είχε πολλαπλή σημασία στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Χρησιμοποιούνταν, ιδιαίτερα σε παλιούς καιρούς, με τη σημασία της δημιουργίας ή κατασκευής οποιουδήποτε πράγματος (λ.χ. "νεών ποίησις", κατασκευή πλοίων·. Σε αρχαία κείμενα συχνά συναντούμε τους όρους ποιητής για το συνθέτη μουσικής και ποίημα για ένα ποίημα αλλά και για μια μουσική σύνθεση.

Ποιητής: ποιητής και συνθέτης μουσικής.

Ποικίλος: πολύμορφος, πολύχρωμος, πολύτροπος, ποικιλμένος· ποικίλος ύμνος· ύμνος με ποικίλο ύφος ή γεμάτος ποικιλόμορφη τέχνη.

Ποίφυγμα: κατά τον Ησύχιο: "σχήμα ορχηστικόν"· γενική σημασία: σύριγμα, δυνατό φύσημα (Δημ., LSJ).

Πολεμικόν: (α) είδος αύλησης πολεμικού χαρακτήρα.

Πολλαπλούν: σύστημα· επίσης, πολλαπλάσιον. Βλ. τα λ. απλούν και σύστημα.

Πολυαρμόνιον: όργανον· όργανο ικανό να δώσει πολλές και διάφορες αρμονίες· πάνω στο οποίο μπορούν να παιχθούν πολλές αρμονίες. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία (Γ', 399D), μαζί με τον όρο πολύχορδα: "πολυαρμόνια και πολύχορδα".

Πολυδεύκης Ιούλιος: Σοφιστής και γραμματικός του 2ου μ.Χ. αι., από την Ναύκρατι της Αιγύπτου. στο 4ο βιβλίο, ο Πολυδεύκης, έχοντας για οδηγό τη "Θεατρική Ιστορία" του Ιόβα (Ιούβα) αναφέρεται στα της μουσικής, του θεάτρου, των μουσικών οργάνων, κ.λπ., δίνοντάς μας πλήθος διαφωτιστικές πληροφορίες. Η [[Σούδα|Σούδα]] αποδίδει στον Πολυδεύκη την πατρότητα και άλλων συγγραμμάτων, μεταξύ των οποίων και του: "Σαλπιγκτης η αγών μουσικός".

Πολύειδος: ή Πολύϊδος (440/430-περ. 4ος αι. π.Χ.)· συνθέτης διθυράμβων από τη Σηλυβρία της Θράκης

Πολυκέφαλος: νόμος· αυλητικός νόμος προς τιμήν του Απόλλωνα, αποδιδόμενος στον Όλυμπο.

Πολύμνηστος: και Πολύμναστος (7ος/6ος αι. π.Χ.)· ποιητής και μουσικός από την Κολοφώνα της Ιωνίας.

Πολύτροπος: με πολλές μετατροπίες· συχνά με την έννοια ποικίλος.

Πολύφθογγος: 1. (επίθ.) εκείνος που έχει ή παράγει πολλούς φθόγγους· πολύτονος. Πολύφθογγος αυλός· αυλός που παράγει πολλούς φθόγγους. 2. πολύφθογγον (ουδ. ουσ.)· πολύχορδο όργανο της οικογένειας της άρπας, που παιζόταν με γυμνά δάχτυλα.

Πολύφωνος: που έχει πολλές φωνές (ήχους)· πολύτονος. Το ίδιο όπως το πολύφθογγος. πολυφωνία· ύπαρξη (ή χρήση) πολλών φωνών (ήχων).

Πολυχορδία: αντίθ. ολιγοχορδία· (α) πολυχορδία· η χρήση πολλών χορδών· η ιδιότητα του πολύχορδου. (β) ολιγοχορδία· η χρήση λίγων χορδών· η ιδιότητα του ολιγόχορδου.

Πόππυσμα: και ποππυσμός· σύριγμα που ακούγεται από αδέξιο φύσημα στον αυλό. Βλ. λ. συριγμός.

Πορφύριος: (232/233 Τύρος-304/305 μ.Χ. Ρώμη;) Τη συμβολή του στη μελέτη της μουσικής αποτελούν τα Σχόλιά του στα Αρμονικά του Πτολεμαίου.

Πρατίνας ο Φλιάσιος: (τέλος 6ου-αρχές 5ου π.Χ. αι.). Αρχαίος τραγικός ποιητής και μουσικός (από τον Φλιούντα της Αργολιδο-Κορινθίας) ο οποίος έζησε στην Αθήνα.

Προαναβολή: ποιητικά προαμβολή· μικρό εισαγωγικό μέλος που οδηγεί στο προοίμιον (κύρια εισαγωγή) της ωδής· το κομμάτι πριν από την αναβολή (πρελούντιο).

Προανάκρουσμα: ένα οργανικό πρελούντιο, συνήθως σύντομο, πριν από την κύρια ωδή ή το κύριο κομμάτι. Επίσης, προανάκρουσις. Βλ. τα λ. προαύλημα και προοίμιον.

Πρόασμα: μικρό εισαγωγικό τραγούδι πριν από την κύρια ωδή ή ύμνο. Ονομαζόταν επίσης και προοίμιον.

Προαύλημα: ένα μικρό πρελούντιο στον αυλό, που παιζόταν από τον αυλητή πριν από την αρχή της αυλωδίας. Το ρ. προαυλώ σήμαινε παίζω ένα πρελούντιο στον αυλό.

Προαυλία: (θηλ.) και προαύλιον (ουδ.)· πρελούντιο με τον αυλό. Συνώνυμο του προαυλήματος. Πρβ. Πολυδ. IV, 53.

Προκελευσματικός: μετρικός πους, απλός (U U), διπλός (U U U U). Βλ. λ. πους.

Πρόκλος: (400/412-485 μ.Χ.)· Νεοπλατωνικός φιλόσοφος και μαθηματικός. Στα πολυπληθή έργα του περιλαμβάνονται Σχόλια στο Α' Βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη και στον Πτολεμαίο· επίσης, Υπομνήματα στον Τίμαιο, την Πολιτεία και άλλα έργα του Πλάτωνα, στα οποία δίνει πληροφορίες σχετικά με τις μουσικές αντιλήψεις του φιλοσόφου. Στη Χρηστομάθειά του βρίσκουμε πληροφορίες σχετικές με διάφορα είδη σύνθεσης.

Πρόκρουμα: οργανικό πρελούδιο. Συνώνυμο του προανακρούσματος

Πρόκρουσις: (και πρόσκρουσις) Έτσι λεγόταν στην αρχαία ελλ. οργανική μουσική η κίνηση προς ψηλότερη νότα.

Προκρουσμός: Έτσι λεγόταν στην αρχαία ελλ. οργανική μουσική η παρεμβολή ψηλότερου φθόγγου ανάμεσα σε δύο όμοιους

Προνόμιον: πρελούντιο, φωνητικό ή οργανικό, εκτελούμενο πριν από το νόμο.

Πρόνομος: (5ος αι. π.Χ.)· διάσημος Θηβαίος αυλητής.

Προοίμιον: μια εισαγωγική μελωδία στην κύρια ωδή· ένα μικρό λυρικό τραγούδι εκτελούμενο ως εισαγωγή σε μια πιο εκτεταμένη και πιο σημαντική ωδή (ή ύμνο)· επίσης, ένα οργανικό πρελούντιο, με το οποίο ο κιθαρωδός άρχιζε την εκτέλεση (της κιθαρωδίας).

Πρόποδα: μέλη· μέλη που τραγουδιόνταν πριν από την πομπή· τα προηγούμενα της πορείας μέλη.

Προσανιέναι: Χαμηλώνω επιπροσθέτως το τονικό ύψος.

Προσαύλημα: μια μελωδία παιγμένη στον αυλό για να συνοδεύσει (σε ταυτοφωνία) ένα τραγούδι.

Προσαύλησις: συνοδεία στον αυλό (σε ταυτοφωνία με το κύριο τραγούδι).

Προσαυλώ: συνοδεύω με τον αυλό· τραγουδώ με συνοδεία αυλού. Φαίνεται πως το ρήμα χρησιμοποιούνταν μόνο με τη σημασία της συνοδείας σε ταυτοφωνία.

Πρόσθεσις: μια παύση ίση προς δύο βραχείς χρόνους (χρονικές μονάδες).

Προσλαμβανόμενος: προστεθειμένος φθόγγος. Έτσι ονομαζόταν ο φθόγγος (νότα) που πρόσθεταν κάτω από το πιο χαμηλό τετράχορδο (τετράχορδο υπατών) και στα συστήματα Τέλειον Μείζον και Τέλειον Έλαττον.

Προσμελωδώ συνοδεύω με μια μελωδία · τραγουδώ επιπλέον.

Προσόδιον: μέλος· τραγούδι με πανηγυρικό και σοβαρό χαρακτήρα, εκτελούμενο από χορό, με συνοδεία αυλού, με ρυθμικές κινήσεις, κατά τη διάρκεια μιας πανηγυρικής πομπής, και ιδιαίτερα όταν η πομπή πλησίαζε στο ναό ή στο βωμό.

Πρόσοδος: (θηλ.)· ανάμεσα σε άλλες σημασίες, πανηγυρική πομπή προς το ναό με συνοδεία μουσικής.

Πρόσχορδος: ταιριασμένος [κουρδισμένος, εναρμονισμένος] με ένα έγχορδο όργανο· σε αρμονία (σε ταυτοφωνία) με ένα έγχορδο όργανο. πρόσχορδα άσματα· μελωδίες ταιριασμένες, εναρμονισμένες [ή τραγουδημένες σε ταυτοφωνία] με ένα έγχορδο όργανο.

Πρόσχορος: μέλος ενός χορού· ιδιαίτερα συγχορευτής.

Προσωδία: (α) ένα τραγούδι με συνοδεία οργάνου. β) Προσωδία (συχνά στον πληθ., προσωδίαι)· ο ιδιαίτερος τονισμός των λέξεων κατά την ομιλία· η παραλλαγή σε ύψος της φωνής που μιλεί.

Προσωδός: (αρσ.)· εκείνος που ηχεί σε συμφωνία με την ωδή ή που τραγουδά σε συμφωνία με άλλον

Πρόφραστος ο Πιερίτης: ο Πιερίτης· μουσικός· έζησε γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.

Προωδός: πρελούντιο· μικρό μέλος εκτελούμενο πριν από την κύρια ωδή. Πρβ. τα λ. πρόασμα, προοίμιον κτλ.

Πρύλις: (θηλ.)· είδος πολεμικού χορού· κρητικός πυρρίχιος· χορευόταν με οπλισμό.

Πταίσμα: παίξιμο μιας χορδής με τα δάχτυλα, αλλιώς ψαλμός. βλ. λ. επίπταισμα.

Πτερόν: ένα πνευστό όργανο.

Πτιστικόν: και πτισμός· (α) δημοτικό τραγούδι των γυναικών που ξεφλουδίζουν το κριθάρι. (β) πτισμός· μελωδία που παιζόταν στον αυλό συνοδεύοντας το πτιστικό τραγούδι.

Πτολεμαίος Κλαύδιος: (Πηλούσιο περί το 108 μ.Χ.- Κάνoβας μεταξύ 160-168). Στα πολλά και αξιόλογα έργα του ανήκουν και τα "Αρμονικά, βιβλία γ'", με πολύτιμες θεωρητικές πληροφορίες για τη μουσική (πυθαγόρειας και νεοπυθαγόρειας προέλευσης).

Πτώσις: η πτώση της φωνής πάνω σε μια βαθμίδα.

Πυθαγόρας: (περ. 572-περ. 500 π.Χ.)· μεγάλος φιλόσοφος, μαθηματικός και θεωρητικός της μουσικής.

Πυθαγόρας ο Ζακύνθιος: (περ. μέσα 5ου αι. π.Χ.)· θεωρητικός και μουσικός, στον οποίο ο Aρτέμων (2ος προς 1ο αι. π.Χ.) απέδιδε την εφεύρεση του πολύπλοκου οργάνου τρίπους.

Πυθαύλης: ο αυλητής που έπαιζε τον πυθικό νόμο· επίσης, ο αυλητής που διαγωνιζόταν στα Πύθια. Ανάμεσα στους πιο φημισμένους πυθαύλες ήταν ο Σακάδας και ο Πυθόκριτος.

Πύθερμος: (περ. 6ος αι. π.Χ.)· ποιητής και μουσικός. Γεννήθηκε στην Τέω.

Πυθικόν: έγχορδο όργανο, ονομαζόμενο και δακτυλικόν.

Πυθικός αυλός: ο αυλός, στον οποίο παιζόταν ο πυθικός νόμος.

Πυθικός νόμος: ο πιο σημαντικός αυλητικός νόμος· επινοήθηκε από τον Σακάδα. Ο πυθικός νόμος υπήρξε το πρώτο γνωστό είδος προγραμματικής μουσικής και σκοπό είχε την περιγραφή του αγώνα του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα.

Πυθοκλείδης: (περ. 535-472 π.Χ.)· αυλητής και σοφιστής από την Κέω (από όπου και η επωνυμία Κείος). Υπήρξε δάσκαλος του Αγαθοκλή και του Περικλή και ιδρυτής μιας σημαντικής αθηναϊκής μουσικής σχολής.

Πυθόκριτος: περίφημος αυλητής του 6ου αι. π.Χ., από τη Σικυώνα.

Πυκνόν: στη μουσική, το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων ενός τετραχόρδου, όταν ήταν μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου.

πυκνότης η ιδιότητα του πυκνού· αντίθ. μανότης.

Πυλάδης: (1ος αι. π.Χ./1ος αι. μ.Χ.)· περίφημος μίμος από την Κιλικία.

Πυρρίχη: το πιο σημαντικό είδος (ή τάξη) πολεμικού χορού. Η πυρρίχη ήταν ένας μεγαλοπρεπής, γρήγορος, λαμπρός και εντυπωσιακός χορός.
 
Last edited:
Ραπαύλης: και ραππαύλης· επίσης, ραπαταύλης· αυλητής που παίζει σε καλαμένιο αυλό.

Ραψωδός: (από το ράπτω [συρράπτω, συλλέγω, συνενώνω] και ωδή)· εκείνος που απάγγελλε επικά ποιήματα, ιδιαίτερα ομηρικά.

Ρητόν - Άλογον: (α) ρητόν διάστημα· σύμμετρο διάστημα.

Ρόμβος: ή ρύμβος· (α) ο ήχος που παράγεται από το χτύπημα των κροτάλων ή του τύμπανου. (β) μικρό ξύλινο ραβδί δεμένο σ' ένα κορδόνι· όταν το κορδόνι στριφογυριζόταν αργά, παρήγε έναν χαμηλό ήχο· όταν στριφογυριζόταν πολύ γρήγορα παρήγε οξύ και διαπεραστικό ήχο.

Ρόπτρον: ταμπουρίνο με τη σύγχρονη σημασία, δηλ. μικρό και ελαφρό τύμπανο, αποτελούμενο από ένα ξύλινο κοίλο στεφάνι με τεντωμένη επάνω του μεμβράνη (δέρμα), και μικρά μετάλλινα ζίλια (κρόταλα) δεμένα γύρω. Χρησιμοποιούνταν από τους Κορύβαντες στις τελετές τους.

Ρυθμική: η επιστήμη του ρυθμού. Πρέπει να διακρίνεται από τη μετρική, της οποίας τα πλαίσια είναι πιο περιορισμένα. Βλ. λ. ρυθμοποιία.

Ρυθμογραφία: καταγραφή του ρυθμού. ρυθμογράφος· αυτός που καταγράφει τους ρυθμούς (LSJ)· αυτός που περιγράφει τους ρυθμούς.

Ρυθμοειδής: χρόνος όχι τελείως ρυθμικός· στον πληθ. χρόνοι (ή διάρκειες) που δεν έχουν μεταξύ τους ακριβείς ρυθμικές σχέσεις.

Ρυθμοποιία η επιστήμη της εφαρμογής του ρυθμού.

Ρυθμός: στην ιωνική διάλεκτο ρυσμός. Ως μουσικός όρος χρησιμοποιήθηκε κυρίως τον 4ο αι. π.Χ.
 
Last edited:
Σακάδας: (7ος/6ος αι. π.Χ.)· διάσημος αυλητής και συνθέτης από το Άργος.

Σάλπιγγα

Σαμβύκη: επίσης, σάμβυξ· μεγάλο έγχορδο όργανο, του οποίου το μέγεθος υπερέβαινε το ένα μέτρο. Το σχήμα του ήταν τριγωνικό και, κατά τον Αθήναιο (ΙΔ', 634Α), ήταν όμοιο με την πολιορκητική μηχανή, που είχε το ίδιο όνομα.

Σείκιλος: λυρικός ποιητής και μουσικός των ρωμαϊκών χρόνων. Το όνομά του έγινε γνωστό χάρη σε μια επιτάφια επιγραφή πού βρέθηκε κοντά στις αρχαίες Τράλλεις της Μ. Ασίας.

Σείστρον: μικρό κρουστό όργανο, σείστρο. Είχε σχήμα σπιρουνιού ή πέταλου προσαρμοσμένου σε λαβή, και έναν αριθμό (ως επτά) από εγκάρσιες μικρές ράβδους ή μικρά κουδούνια.

Σημασία: ένας όρος για την παρασημαντική.

Σημείον: στη μουσική, σημείο μουσικής γραφής· μουσικό σημείο. Βλ. λ. παρασημαντική. Σημείο λεγόταν και ο μικρότερος χρόνος στην αρχαία μετρική· η χρονική μονάδα· η βραχεία συλλαβή.

Σιγμός: σύριγμα. Βλ. συριγμός.

Σίκιννις: χορός του σατυρικού δράματος, που χορευόταν με γρήγορες, ζωηρές κινήσεις και πηδήματα, και με πολύ θόρυβο.

Σικκινοτύρβη: Η αύληση με την οποία συνοδευόταν η σίκιννις.

Σίμαι: τα άκρα της λύρας και της κιθάρας. Ησύχ.: "της κιθάρας τα άκρα"· επίσης, "τα άκρα της λύρας".

Σιμή: ένα από τα σχήματα της τραγικής όρχησης.

Σιμίκιον: έγχορδο όργανο με 35 χορδές, όπως το επιγόνειο, της οικογένειας του ψαλτηρίου.

Σιμωδία: είδος άσεμνου χορού· εκτέλεση άσεμνων τραγουδιών.

Σιμωνίδης: (556-468/7 π.Χ.)· Ο Σιμωνίδης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας και ένας γόνιμος συνθέτης ύμνων, υπορχημάτων, εγκωμίων, παιάνων, ελεγείων, παρθενίων, θρήνων και επιγραμμάτων.

Σιφνιάζω: χρησιμοποιώ ή εκτελώ προσποιητές (ή πολυεπεξεργασμένες) μελωδίες.

Σκάζων: βλ. λ. χωλίαμβος

Σκινδαψός: ένα μεγάλο τετράχορδο όργανο με σχήμα σαν της λύρας, που παιζόταν με πλήκτρο σαν φτερό. βλ. λ. κινδαψός.

Σκόλιον: μέλος (από το σκόλιος, στριφτός, κυρτός, ελικοειδής, όχι ίσιος)· τραγούδι με συνοδεία λύρας που τραγουδιόταν προς το τέλος ενός συμποσίου.

Σκυτάλιον: υποκοριστικό του σκύταλον· ένας πολύ μικρός αυλός.

Σκώψ: και σκωπίας· είδος χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές στρέφουν το λαιμό κατ' απομίμηση της κουκουβάγιας.

Σοβάς: είδος χιουμοριστικού ή κωμικού χορού.

Σούδας: και Σουΐδας· Βυζαντινός λεξικογράφος, που έζησε πιθανόν τον 10ο αι. μ.Χ., γύρω στα 960-970. Για τα βιογραφικά σημειώματα χρησιμοποίησε στοιχεία από παλαιότερες πηγές, που τώρα έχουν χαθεί. Σε αυτό το υλικό βρίσκονται διάσπαρτες αρκετές πληροφορίες σχετικές με τη ζωή και το έργο αρχαίων ποιητών και μουσικών, με μουσικά όργανα, όρους και εκφράσεις.

Σοφοκλής: (496-406 π.Χ.)· ο Σοφοκλής σπούδασε μουσική και όρχηση κοντά στον επιφανή Αθηναίο μουσικό Λάμπρο· ήταν εξαίρετος τραγουδιστής και χορευτής και επιδέξιος κιθαριστής· συνήθιζε να τραγουδά και να συνοδεύεται ο ίδιος με την κιθάρα. Αρχαίες όμως πηγές αναφέρουν πως εγκωμιαζόταν θερμά για τη γλυκύτητα και τη χάρη των μελών του και τη λυρική ομορφιά και τελειότητα της σύνθεσης των χορικών του.

Σπάδιξ: έγχορδο όργανο, όπως η λύρα.

Σπένδων: (7ος(;) αι. π.Χ.)· ποιητής-συνθέτης από τη Λακωνία.

Σπονδαύλης: ο αυλητής που έπαιζε το λεγόμενο σπονδαύλιον μέλος κατά την τέλεση των επίσημων σπονδών και όρκων.

Σπονδαύλιον μέλος: μελωδία για αυλό που παιζόταν κατά την τέλεση των επίσημων σπονδών και των όρκων. Επίσης και σπονδειακόν μέλος.

Σπονδειάζων: τρόπος· σπονδειακό ύφος ή κλίμακα. Η κλίμακα στην οποία γινόταν χρήση του σπονδειασμού (ανύψωση ενός φθόγγου κατά τρεις διέσεις). βλ. λ. σπονδειακός τρόπος.

Σπονδειακός αυλός: ο αυλός που χρησιμοποιούνταν από τον σπονδαύλη κατά τις σπονδές· συνόδευε το τραγούδι κατά την εκτέλεση των ύμνων.

Σπονδειασμός: η ανύψωση ένος φθόγγου κατά τρεις διέσεις· αντίθ. έκλυσις.

Σπονδείον: καταρχήν, αγγείο που χρησιμοποιούνταν για την τέλεση των σπονδών. Στη μουσική: (α) τραγούδι που τραγουδιόταν ή οργανική μελωδία που παιζόταν μπροστά στο βωμό κατά τη σπονδή. (β) Tο τέταρτο τμήμα του πυθικού νόμου. Σε αυτό το τμήμα ανακοινωνόταν η νίκη του Απόλλωνα, στον αγώνα του με τον Πύθωνα.

Σπονδείος: ο γνωστός μετρικός πους· σπονδείος απλούς - - και σπονδείος μείζων ή διπλούς U U U U ¦U U U U. Βλ. λ. πους.

Στάσιμον: μέλος· το χορικό που τραγουδιόταν μετά την πάροδο, όταν ο χορός είχε κιόλας πάρει τη θέση του (στάσιν) στην ορχήστρα. Η λέξη, χρησιμοποιούμενη ως ουσιαστικό, είχε την ίδια σημασία. Το επίθετο στάσιμος σήμαινε μεταφορικά ήσυχος, μεγαλοπρεπής, σοβαρός. Βλ. λ. ήθος

Στάσις: στη μουσική, μια ακίνητη θέση της φωνής πάνω σ' ένα φθόγγο.

Στησίχορος: (632-556 π.Χ.)· σύμφωνα με τη Σούδα, γεννήθηκε την 37η Ολυμπιάδα (632 π.Χ.) στην Ιμέρα. Λυρικός ποιητής και κιθαρωδός, στον οποίο αποδίδουν την επινόηση της φόρμας: στροφή-αντιστροφή-επωδός, που γενικά ονομαζόταν στησιχόρεια τριάδα.

Στιγμή: σημείο (.) που καθόριζε τη θέση. Πρβ. Ανών. (Bell. 3). Βλ. λ. παρασημαντική.

Στίξις: όρος για τη μουσική γραφή (σημειογραφία). Πρβ. Ανών . (Bell. 79, 68). Βλ. λ. παρασημαντική.

στιχηραρικό μέλος:μέτριας ταχύτητας μέλος στο οποίο κάθε συλλαβή αντιστοιχεί σε δύο ή τρεις ως επί το πλήστον φθόγγους. Λέγονται έτσι διότι προηγείται αυτού στίχος.Τέτοια μέλη είναι τα αργά κεκραγάρια και πασαπνοάρια με τα στιχηρά αυτών, οι αργές δοξολογίες, τα αργά δοξαστικά κ.λ.π.

Στοιχείον: (α) ένας απλός ήχος της ομιλίας, όπως το πρώτο συνθετικό της συλλαβής (LSJ). Στον πληθ. στοιχεία: Αρμονικά στοιχεία· η πραγματεία του Αριστόξενου για την αρμονική, γνωστή με τον τίτλο: Αρμονικών Στοιχείων βιβλία τρία. (β) στοιχεία· ένα είδος κωμικού χορού, που περιλαμβάνεται σ' έναν κατάλογο χιουμοριστικών ή κωμικών χορών (γελοίαι ορχήσεις), στον Αθήναιο (ΙΔ', 629F, 27).

Στρατόνικος: (περ. 4ος αι. π.Χ.)· Αθηναίος ποιητής και κιθαρωδός της εποχής του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σε αυτόν απέδιδε ο φιλόσοφος Φαινίας την εισαγωγή του διαγράμματος (βλ. λ.) και της πολυχορδίας (FHG ΙΙ, 298 και Αθήν. Η', 352C, 46).

Στρόβιλος: είδος χορού με περιστροφική κίνηση, όμοιος με το βαλλισμό.

Στρόμβος: ελικοειδές όστρακο χρησιμοποιούμενο ως σάλπιγγα· κοχύλι.

Στροφή: (α) η στροφή του χορού στο αρχαίο δράμα από αριστερά προς τα δεξιά, πάνω στην ορχήστρα· επίσης, η ωδή που τραγουδούσαν κατά τη στροφή· η στροφή του χορού προς την άλλη πλευρά λεγόταν αντιστροφή· έτσι λεγόταν και η ωδή που τραγουδούσαν κατά την αντιστροφή. (β) συστροφή, ελιγμός (LSJ, Δημ.). (γ) το πρώτο μέρος ενός λυρικού τρίπτυχου· τα άλλα δύο μέρη του ήταν η αντιστροφή και η επωδός· (δ) το τέταρτο μέρος της κωμικής παράβασης.

Συβήνη: η θήκη του αυλού, η θήκη όπου φυλαγόταν ο αυλός. Ησύχ.: "αυλοθήκη". Επίσης, αυλοδόκη (βλ. λ.).

Συβωτικόν: ποιμενικό τραγούδι· δημοτικό τραγούδι των χοιροβοσκών.

Συγκροτητικαί γλώτται: έκφραση που χρησιμοποίησε ο Πορφύριος (Comment. έκδ. I. D., σ. 71) και που, πιθανότατα, σήμαινε διπλή γλωσσίδα.

Σύγκρουσις: γρήγορη εναλλαγή δύο φθόγγων, τρίλια

Συγχορδία: χορδές σε συμφωνία ή, μάλλον, ομάδα φθόγγων (χορδών).

Συγχορεία: κατά τον Ησύχιο: "συγχορδία, συνωδία" (βλ. λ.).

Συγχορευτής: εκείνος που χορεύει με άλλους· σύντροφος στο χορό (Δημ., LSJ). Θηλ. συγχορεύτρια. Το ρήμα συγχορεύω σήμαινε, όπως και σήμερα, χορεύω με άλλους, συμμετέχω στο χορό.

Σύγχορος: σύντροφος στο χορό (χορωδία, κυρίως). Πρβ. λ. συγχορευτής.

Συζυγία: σύζευξη, σύνδεση κατά ζεύγη (LSJ, Δημ.). Κατά συζυγίαν, κατά ζεύγη· Αριστείδης (Mb 36, R.P.W.-I. 35): "κατά συζυγίαν μεν ούν εστι δύο ποδών απλών και ανομοίων σύνθεσις" ([σύνδεση] κατά συζυγία [ζεύγη] είναι η ένωση δύο απλών και ανόμοιων ποδών).

Συλλαβή: και συλλαβά· το διάστημα της καθαρής τετάρτης, όπως ονομαζόταν από τους Πυθαγορικούς· γενικά γνωστό ως δια τεσσάρων.

Σύλληψις: στη μουσική, συνδυασμός ήχων· σύνθεση ήχων. Βλ. λ. συλλαβή.

Συμμετρία: και σύμμετρος· (α) συμμετρία· ορθή αναλογία, η ιδιότητα του να είναι κανείς σύμμετρος· αρμονία με μια γενική έννοια· (β) σύμμετρος· ανάλογος, ισόμετρος, συμμετρικός· σύμμετρα διαστήματα· που έχουν ορθές αναλογίες μεταξύ τους· συμμετρικά.

Συμπλοκή: (α) συνύφανση (πλέξιμο) διαφόρων φθόγγων· συνδυασμός (ή πλέξιμο) μιας νότας με άλλη ή άλλες. (β) το πλέξιμο ή ο συνδυασμός χρόνων στο ρυθμό.

Συμφωνία: και σύμφωνος· (α) συμφωνία· το ταίριασμα δύο φθόγγων, συμφωνία (με την έννοια όχι της συνήχησης, αλλά της καλής αρμονικής σχέσης μεταξύ δύο φθόγγων).

Συνάγω: στην περίπτωση διαστήματος, περιορίζω το μέγεθός του.

Συναυλία: καταρχήν η ταυτόχρονη εκτέλεση αυλητών· συμφωνία αυλητών.

Συναφή: σύζευξη, ειδικά δύο τετραχόρδων.

Συνεχής: διαδοχικός, χωρίς διακοπή ή παρεμβολή άλλου· συνεχείς φθόγγοι, διαδοχικοί φθόγγοι.

Συνημμένος: συνδεδεμένος, ενωμένος (με φθόγγο ή τετράχορδο).

Συνηρμοσμένος: ταιριασμένος, κουρδισμένος, εναρμονισμένος.

Συνήχησις: ήχηση μαζί [π.χ. δύο φθόγγων]· ταυτόχρονη ήχηση, και το αποτέλεσμα, το ταυτόχρονο άκουσμα. Βλ. τα λ. ετεροφωνία, παραφωνία, συμφωνία.

Σύνθεσις: (παλ. αττ. ξύνθεσις)· (α) σύνθεση· δημιουργία (η τέχνη της σύνθεσης)· Πλούτ. (Περί μουσ. 1143D, 33): "την του παίωνος ξύνθεσιν" (τη σύνθεση του παίωνος· Δημ.: "ο τρόπος της σύνθεσης του παίωνος"). (β) συνδυασμός (σύνθεση) απλών διαστημάτων.

Σύνθετος: και σύνθετον διάστημα· διάστημα που περιέχεται ανάμεσα σε μη συνεχείς νότες· αντίθ. ασύνθετον.

Σύνταγμα: στη μουσική, αρμονία, κλίμακα, σύστημα.

Σύντονος: τεντωμένος, ψηλός, οξύς. (α) Μια χρόα στο σχηματισμό του διατονικού γένους, σύμφωνα με την οποία η σειρά των διαστημάτων στο τετράχορδο ήταν: ημιτόνιο - τόνος - τόνος· βλ. λ. διάτονον γένος. Ο όρος σύντονος χρησιμοποιούνταν κάποτε στο χρωματικό γένος αντί για τον όρο τονιαίον. Η σειρά των διαστημάτων στο σύντονο χρωματικό ήταν: ημιτόνιο - ημιτόνιο - ένας και μισός τόνος· βλ. λ. χρωματικόν γένος. (β) Ο όρος σύντονος συναντάται και στην περίπτωση των αρμονιών, σε αντίθεση με τον όρο ανειμένος (χαλαρός)· π.χ. σύντονος αρμονία, μη χαλαρή αρμονία. Βλ. λ. χαλαρός.

Συνωδία: και [[συνωδός|συνωδός]]· (α) συνωδία· ταυτόχρονο τραγούδισμα, και κατ' επέκταση ταυτόχρονη ήχηση.

Σύριγγες: το πέμπτο μέρος του κιθαριστικού πυθικού νόμου, κατά τον Στράβωνα (Θ', 421). Βλ. τα λ. πυθικός νόμος και σύριγξ.

Συρίγγιον: υποκοριστικό του σύριγξ· μια μικρή σύριγγα, μικρός σωλήνας που χρησίμευε και ως τονοδότης.

Σύριγμα: σύριγμα, σφύριγμα· βλ. λ. συριγμός.

Συριγμός: σύριγμα, σφύριγμα. Ο Gevaert (ΙΙ, 268) υποστηρίζει πως οι όροι συριγμός και σύρμα σήμαιναν κάτι παρόμοιο με τους αρμονικούς (της άρπας)· βλ. λ. διάληψις.

Σύριγξ: σύριγγα του Πάνα· φλογέρα του βοσκού.

Σύρμα: βλ. λ. συριγμός.

Συρτός: (ή σύρτης)· είδος χορού που μνημονεύεται στην Επιγραφή του Επαμεινώνδα (μέσα του 1ου αι. μ.Χ.), που βρέθηκε στη Βοιωτία.

Σύστασις: σύνθεση, συγκρότηση. σύστασις του μέλους· συγκρότηση της μελωδίας.

Σύστημα: ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων, σύμφωνα με πολλούς αρχαίους θεωρητικούς.

Σφραγίς: το έκτο μέρος του κιθαρωδικού νόμου.

Σχήμα: φόρμα, μορφή. Στο θέατρο, σχήμα λεγόταν ο χαρακτήρας που εκφραζόταν από έναν υποκριτή. Στην όρχηση, μια φιγούρα του χορού· στον πληθυντικό, σχήματα λέγονταν οι χειρονομίες, οι παντομιμικές κινήσεις των χεριών κατά την εκτέλεση. Στη μουσική, είχε τη σημασία ενός μελωδικού σχήματος· ήταν η φόρμα ενός τετράχορδου ή συστήματος γενικά ως προς τη διαρρύθμιση των διαστημάτων ή μερών του.

Σχίσμα: (α) σύμφωνα με ορισμένους θεωρητικούς, η διαφορά ανάμεσα στο πυθαγορικό κόμμα και το κόμμα του Διδύμου (βλ. λ. κόμμα) ή η διαφορά ανάμεσα σε 5 οκτάβες και 8 καθαρές πέμπτες από τη μια και μιας πραγματικής μεγάλης τρίτης. (β) μια φιγούρα της όρχησης. Σημείωση: σχίσμα = διαίρεση.

Σχιστάς έλκειν: έκφραση που σήμαινε χορεύω ή εκτελώ μια φιγούρα ενός γυναικείου χορού· με τολμηρές κινήσεις των σκελών.

Σχοινίων: νόμος· αυλωδικός νόμος, η επινόηση του οποίου αποδιδόταν στον Κλονά.

Σχοινοτενής: μακρολόγος, τεντωμένος σαν σκοινί, εκτεταμένος· σχοινοτενή άσματα· τραγούδια που ξεπερνούν ένα λογικό μήκος.
 
Last edited:
Τάξις: σειρά, διάταξη, διευθέτηση. Η της μελωδίας τάξις· η μελωδική σειρά, η διάταξη των φθόγγων ή διαστημάτων σε μια μελωδία.

Τάσις: (από το τείνω, τεντώνω)· τέντωμα μιας χορδής, επομένως ύψος, μια νότα.

Τελαμών: δερμάτινη ταινία ή λουρί, με το οποίο η λύρα ή η κιθάρα κρεμόταν από το στήθος (το λαιμό) του εκτελεστή.

Τέλειος: και υπερτέλειος αυλός· οι δύο τελευταίες τάξεις, η τέταρτη και η πέμπτη αντίστοιχα, στην αριστοξένεια κατάταξη των αυλών (βλ. λ. αυλός).

Τελεσίας: (4ος αι. π.Χ.)· μουσικός από τη Θήβα, σύγχρονος του Αριστόξενου. Μνημονεύεται από τον Αριστόξενο ως τυπικό παράδειγμα της επίδρασης που ασκείται από την εκπαίδευση.

Τελεσιάς: είδος πολεμικού ή ενόπλιου χορού.

Τελέσιλλα: (3ος αι. π.Χ.)· λυρική ποιήτρια από το Άργος.

Τελέστης: (420-345 π.Χ.)· συνθέτης διθυράμβων από τη Σελινούντα της Σικελίας (από όπου και η επωνυμία Σελινούντιος).

Τελευτή: τέλος, άκρο. Η τελευταία νότα ενός τετράχορδου, όταν παίρνεται σε κατιούσα κίνηση. Aντίθ. αρχή.

Τερέτισμα: και τερετισμός (από το ρήμα τερετίζω: κελαηδώ, σιγοτραγουδώ σαν το χελιδόνι ή το τζιτζίκι)· μίμηση τραγουδιού από τζιτζίκι ή χελιδόνι στο τραγούδι ή στο παίξιμο της κιθάρας· είδος τρίλιου.

Τέρπανδρος; (περ. 710-περ. 7ος αι. π.Χ.)· Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Σπάρτη, όπου έπαιξε συμφιλιωτικό ρόλο στις πολιτικές έριδες και απέκτησε τη φήμη του κατεξοχήν μουσικού, του ιδρυτή και θεμελιωτή της μουσικής ζωής της πόλης. Οι Σπαρτιάτες συνήθιζαν να τοποθετούν οποιονδήποτε διακεκριμένο μουσικό "μετά Λέσβιον αοιδόν".

Τεταρτημόριον: τέταρτο τόνου· από μερικούς θεωρητικούς θεωρούνταν ίσο προς μία δίεση.

Τετράγηρυς: αυτός που έχει τέσσερις ήχους, τετράφωνος, τετράτονος.

Τετράγωνος χορός: χορός (χορωδία) τοποθετημένος σε τετράγωνο σχήμα.

Τετρακτύς: το άθροισμα των τεσσάρων πρώτων αριθμών, 1+2+3+4 = 10. Στη μουσική, η τετρακτύς είχε ιδιαίτερη σημασία, γιατί περιείχε όλες τις συμφωνίες· ο Θέων Σμυρναίος γράφει: "σε αυτούς τους αριθμούς (δηλ. 1, 2, 3, 4) περιλαμβάνονται: η δια τεσσάρων στο λόγο 4:3 (επίτριτος), η δια πέντε στον ημιόλιο λόγο (3:2), η δια πασών στον διπλό λόγο (2:1) και η δις διαπασών στον τετραπλό (4:1).

Τετράκωμος: (α) είδος πολεμικού χορού· επίσης, θριαμβευτικό (επινίκιον) τραγούδι και χορός προς τιμή του Ηρακλή. (β) είδος αύλησης που περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα. Βλ. λ. αύλησις.

Τετραοίδιος: κιθαρωδικός νόμος αποδιδόμενος στον Τέρπανδρο.

Τετράσημος: χρόνος· ο χρόνος που αποτελείται από τέσσερις πρώτους (βραχείς) χρόνους, δηλ. από τέσσερις χρονικές μονάδες.

Τετράχορδον: το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη.

Τεχνίται Διονύσου: καλλιτέχνες του Διόνυσου, που πολύ συχνά ονομάζονταν οι περί τον Διόνυσον τεχνίται ή Διονυσιακοί τεχνίται ή και απλώς οι τεχνίται. Οι τεχνίτες ήταν στην αρχή και για ένα μακρό διάστημα μόνο καλλιτέχνες θεάτρου, υποκριτές και μουσικοί (αυλητές, χορωδοί, χορευτές).

Τηλεφάνης: (4ος αι. π.Χ.)· περίφημος αυλητής από τα Μέγαρα, επονομαζόμενος Μεγαρίτης ή Μεγαρικός. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τιμόθεος ο Μιλήσιος: (Μίλητος, 451/450-360/357 π.Χ.). Διαπρεπής αρχαίος μουσικός και ποιητής, μαθητής του Φρύνι.

Τιτύρινος αυλός: Καλαμένιος αυλός, γνωστός στους Δωριείς ποιμένες της Ιταλίας.

Τίτυρος: καλάμι, αλλά και αυλός, ίσως ποιμενικός· βλ. τιτύρινος. Τίτυρος ήταν στη δωρική διάλεκτο ο Σάτυρος.

Τομή: (α) διαίρεση που γίνεται σ' έναν τόπο ή περιοχή ήχου.

Τονή: επιμήκυνση μιας νότας· η παραμονή επί μακρό χρόνο πάνω σε μια νότα.

Τόνος: ο όρος αυτός είχε διάφορες σημασίες: (α) τάση (τάσις· ύψος), (β) διάστημα, δηλ. το διάστημα κατά το οποίο η 5η ξεπερνά την 4η· (γ) κλίμακα τοποθετημένη σ' ένα ορισμένο ύψος, π.χ. δώριος τόνος, φρύγιος τόνος κτλ. (όπως λέμε σήμερα τόνος του sol, τόνος του re κτλ., σε διάκριση από τον μείζονα τρόπο· λ.χ. τρόπος sol μείζων, τοποθετημένος στον τόνο του sol κτλ.).

Τορέλλη: θρακική θρηνητική αναφώνηση με συνοδεία αυλού (Ησύχ. : "επιφώνημα θρηνητικόν συν αυλώ Θρακικόν"). Βλ. τα λ. βλίτυρι, θρεττανελό, τήνελλα.

Τορεύειν ωδήν: έκφραση που σήμαινε να τραγουδά κανείς με ισχυρή, ηχηρή, δυνατή φωνή. Στην περίπτωση του στιλ, ίσως να σήμαινε εμπλουτισμό· Αριστοφ. (Θεσμοφοριάζουσαι 986): "τόρενε πάσαν ώδήν" (δώσε υψηλότερο ύφος [ή ισχυρότερο τόνο] σε κάθε τραγούδι).

Τόρηβος: μυθικός μουσικός. Κατά τον Διονύσιο Ίαμβο, ο Τόρηβος ανακάλυψε τη λυδική αρμονία. Σύμφωνα με κάποιο μύθο, η προσθήκη της 5ης χορδής αποδιδόταν επίσης στον Τόρηβο.

Τρήμα: τρύπα. Τρήματα· οι τρύπες του αυλού. Χρησιμοποιούνταν επίσης οι λέξεις τρύπημα, τρύμη και διατομή. Ο κατασκευαστής τους λεγόταν αυλοτρύπης. Βλ. και λ. αυλός.

Τρίγωνον: και τρίγωνος· έγχορδο όργανο με τριγωνικό σχήμα, όπως δείχνει και το όνομά του. Στην πραγματικότητα ήταν μια άρπα με χορδές διαφορετικού μήκους.

Τριημιτόνιον: το διάστημα του ενός και μισού τόνου.

Τριμελής: και τριμερής, νόμος· αυλωδικός νόμος που αποδιδόταν στον Σακάδα· καθένα από τα τρία μέρη του ήταν συνθεμένο και τραγουδιόταν σε μια διαφορετική αρμονία, στη δωρική, φρυγική και λυδική διαδοχικά.

Τριποδιφορικόν: μέλος· τραγούδι που τραγουδιόταν στη Βοιωτία, κατά τη μεταφορά του τρίποδα που προσφερόταν ως βραβείο ή αφιερωνόταν σ' ένα θεό.

Τρίπους: τρίποδας· Ο τρίπους έμοιαζε στο σχήμα με τον δελφικό τρίποδα. Ο τρίποδας ήταν μια τριπλή κιθάρα, αποτελούμενη από τρεις κιθάρες κουρδισμένες στη δωρική, τη φρυγική και τη λυδική αρμονία.

Τρίσημος: χρόνος· ο χρόνος που αποτελείται από τρεις πρώτους (βραχείς) χρόνους, δηλ. από τρεις χρονικές μονάδες.

Τρίτη: η χορδή ή νότα που ήταν τρίτη από τη νήτη (προς τα κάτω).

Τρόπος: υπήρξε κάποια σύγχυση στη χρήση του όρου αυτού σε μερικά αρχαία κείμενα· συχνά εμφανίζεται ως συνώνυμο του όρου τόνος.

Τροχαίος; 1. O γνωστός μετρικός πους· αποτελείται από δύο συλλαβές, μία μακρά και μία βραχεία, - U. Τροχαϊκόν μέτρον· μέτρο που αποτελείται από τροχαϊκούς πόδες. 2. Ένας από τους κιθαρωδικούς νόμους που επινόησε ο Τέρπανδρος.

Τρυγωδοποιομουσική: η τέχνη της κωμωδίας.

Τυμβαύλης: αυλητής που έπαιζε σε μια κηδεία, κατά την επικήδεια πομπή ή και πάνω από τον τάφο.

Τύμπανον: και τύπανον κρουστό όργανο που χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα στις ιεροτελεστίες της Κυβέλης και του Διόνυσου.

Τύρβη: θορυβώδης βακχική γιορτή.

Τυρρηνός: αυλός· επίσης, τυρσηνός και τυρρηνικός. Έμοιαζε κάπως με ανάποδη σύριγγα, ήταν χαλκόδετος και ανοιχτός στο κάτω άκρο.

Τυρταίος: (7ος αι. π.Χ.)· ελεγειακός ποιητής και μουσικός.
 
Last edited:
Back
Top