Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

createlink.gif


βομβυκίας, το καλάμι από το οποίο κατασκευαζόταν ο σωλήνας του αυλού. βλ. λ. κάλαμος .

http://www.musipedia.gr/
 
βόμβυξ, (α) ο σωλήνας, το κύριο σώμα του αυλού .

(β) στον πληθ. βόμβυκες ονομάζονταν τα "κλειδιά", ή "δαχτυλίδια", που αντιστοιχούσαν στις τρύπες του αυλού και χρησίμευαν στο να τις ανοιγοκλείνουν (Κ. Sachs Hist. 139). Κατά τον γραμματικό Αρκάδιο (4ος αι. μ.Χ., έκδ. Ε. Η. Barker, Λιψία 1820, σ. 186) τα δαχτυλίδια αυτά τα στρίβουν προς τα πάνω και προς τα κάτω, και προς τα μέσα και προς τα έξω ("άνω και κάτω, και ένδον τε και έξω στρέφοντες") (βλ. Δ. Μαζαράκη, "Ο αυλός της συλλογής Καραπάνου...", Λαογραφία 28, 1972, σσ. 257-258).
Ο Πολυδεύκης (IV, 70) συμπεριλαμβάνει τους βόμβυκες στα μέρη του αυλού· "Των δε άλλων αυλών τα μέρη, γλώττα , τρυπήματα
και βόμβυκες".

(γ) βόμβυξ λεγόταν και ο ίδιος ο αυλός, ιδιαίτερα ο βαρύτονος αυλός· Πολυδ. (IV, 82): "το δε των βομβύκων ένθεον και μανικόν το αύλημα" (και το αύλημα (σόλο) των βαρύτονων αυλών [ήταν] ενθουσιαστικό (εμψυχωτικό) και παθητικό).

(δ) η βαθύτερη (χαμηλότερη) νότα που παράγει ο αυλός με όλες τις τρύπες κλειστές, δηλ. με ολόκληρο το μήκος της αέρινης στήλης. Αριστοτ. Μεταφ. 1093Β, 2, C.v.J. 35: "και ότι ίσον το διάστημα εν τε τοις γράμμασιν από του Α προς το Ω και από του βόμβυκος επί την οξυτάτην νεάτην εν αυλοίς" (και ότι το διάστημα στα γράμματα από το Α ως το Ω είναι ίσο [εξισώνεται] με το διάστημα από το βόμβυκα [δηλ. τη βαθύτερη νότα] ως την ψηλότερη νήτη
στους αυλούς).
Πρβ. Νικόμ. Εγχ. 5, C.v.J. 245, Mb 10: "βομβυκέστερος" (τόνος), δηλ. χαμηλότερος (τόνος), στο συγκριτικό βαθμό.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
βουκολιασμός, και βουκολισμός· εκτέλεση με τραγούδι ή με όργανο ποιμενικών μελωδιών· κατ' επέκταση:

(α) βουκολικό (ποιμενικό) τραγούδι. Αθήναιος (ΙΔ', 619Α, 10): "ήν δε και τοις ηγουμένοις των βοσκημάτων ο βουκολιασμός καλούμενος. Δίομος δε ήν ο βουκόλος Σικελιώτης ο πρώτος ευρών το είδος" (και υπήρχε επίσης ένα τραγούδι των ποιμένων, που λεγόταν βουκολιασμός· ο Δίομος, ένας ποιμένας από τη Σικελία, ήταν ο επινοητής αυτού του είδους τραγουδιού).

(β) αύληση (σόλο αυλού) βουκολικού χαρακτήρα· ποιμενική μελωδία παιγμένη στον αυλό. Ο βουκολιασμός είναι μια από τις αυλήσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο ειδών αύλησης του Αλεξανδρινού λεξικογράφου Τρύφωνα (Αθήν. ΙΔ', 618C,9).

Βλ. λ. αύλησις .

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


βρόμος, δυνατός ήχος, κραυγή· "βρόμος αυλών" = δυνατός ήχος αυλών. Το ρ. βρέμω σήμαινε παράγω δυνατό ήχο ή θόρυβο· στη μουσική, ηχώ δυνατά, εκπέμπω δυνατό ήχο. Μερικά παράγωγα που συναντούμε:

(α) βρόμιος· αυτός που προκαλεί δυνατό θόρυβο, που ηχεί δυνατά, ηχηρός, θορυβώδης. Πίνδ. 9ος Νεμεόνικος, 18α: "βρομίαν φόρμιγγα" (ηχηρή φόρμιγγα ). Βρόμιος ήταν επίσης επίθετο του Βάκχου.
(β) άβρομος· άηχος, αθόρυβος, άφωνος· αλλά και με την αντίθετη ακριβώς σημασία: με πολύ θόρυβο, θορυβώδης, ηχηρός. Ομ. Ιλ. Ν, 39-41: "Τρώες δε φλογί ίσοι...Έκτορι... έποντο... άβρομοι, αυΐαχοι" (Αλλά οι Τρώες σα φλόγα... ακολουθούσαν τον Έχτορα... με δυνατές φωνές και κραυγές).
(γ) αλίβρομος· ηχηρός, δημιουργώντας θόρυβο όπως η θάλασσα· Νόνν. Διον. (43, 385): "αλίβρομος σύριγξ" (ηχηρή σύριγγα ). LSJ: "μουρμουρίζοντας όπως η θάλασσα".
(δ) μελίβρομος· με γλυκό, ευχάριστο ήχο.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


βρυαλλίχα, και βρυλλίχα ή βρυδαλίχα (η)· είδος λακωνικού χορού προς τιμήν του Απόλλωνα και της ’Αρτεμης. Τον εκτελούσαν γυναίκες που φορούσαν ανδρική φορεσιά, ή άνδρες που φορούσαν γυναικεία φορέματα, και χόρευαν με λάγνες (ασελγείς) κινήσεις του ισχίου.
Η λέξη βρυλλίχα ή βρυδαλίχα σήμαινε, κατά τον Ησύχιο , ένα πρόσωπο που φορούσε γυναικεία φορέματα. Επίσης, η λέξη βρυλλιχίδει, (Ησ.), ένα άτομο που φορούσε γυναικείο προσωπείο και φορέματα ("πρόσωπον [προσωπείο] γυναικείον περιτίθεται και γυναικεία ιμάτια ενδέδυται").

βρυαλιγμός· Ησ.: "ψόφος, ήχος" (θόρυβος, ήχος).
βρυαλ[λ]ίκτης· Ησ.: "πολεμικός χορευτής (ορχηστής)".

συν. βρυλλίχα, βρυδαλίχα

http://www.musipedia.gr/
 
{" Η λέξη βρυλλίχα ή βρυδαλίχα σήμαινε, κατά τον Ησύχιο , ένα πρόσωπο που φορούσε γυναικεία φορέματα. Επίσης, η λέξη βρυλλιχίδει, (Ησ.), ένα άτομο που φορούσε γυναικείο προσωπείο και φορέματα ("πρόσωπον [προσωπείο] γυναικείον περιτίθεται και γυναικεία ιμάτια ενδέδυται")."}

βρυαλιγμός· Ησ.: "ψόφος, ήχος" (θόρυβος, ήχος).
βρυαλ[λ]ίκτης· Ησ.: "πολεμικός χορευτής (ορχηστής)".

Γλῶσσαι
Ελληνικό λεξικό

Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεὺς

βρυδαλίχα· πρόσωπον γυναικεῖον. παρὰ τὸ γελοῖον καὶ
αἰσχρὸν †ὄῤῥος τίθεται †ὀρίνθω τὴν ὀρχίστραν καὶ γυναικεῖα ἱμάτια ἐνδέδυται. ὅθεν καὶ τὰς †μαχρὰς <βρυδαλίχας> καλοῦσι Λάκωνες
βρυδακίζειν>· ἐκτείνειν
βρυλλιχισταί· οἱ αἰσχρὰ προσωπεῖα περιτιθέμενοι γυναικεῖα
καὶ ὕμνους ᾄδοντες

http://el.wikisource.org/wiki/Γλώσσαι]
 
createlink.gif


Βρυέννιος, Μανουήλ (14ος αι. μ.Χ.)· Βυζαντινός μουσικός, θεωρητικός και συγγραφέας. Ο Βρυέννιος είναι ίσως ο τελευταίος θεωρητικός της μουσικής που δίνει σημαντικές πληροφορίες για την αρχαία ελληνική μουσική. Έζησε κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Παλαιολόγου (1285-1320) και καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Βρυέννιων. ’Αφησε ένα σημαντικό έργο μουσικής, με τον τίτλο Αρμονικά, που εκδόθηκε στα ελληνικά και λατινικά από τον Ι. Wallis στον τρίτο τόμο του έργου του Opera Mathematica (3 τόμοι, Οξφόρδη, 1699), σσ. 359-508, μαζί με τα Αρμονικά του Πτολεμαίου (σσ. 1-152) και τα Σχόλια του Πορφύριου (στα Αρμονικά του Πτολεμαίου, σσ. 189-355).
Τα Αρμονικά του Βρυέννιου διαιρούνται σε τρία βιβλία και είναι μια συλλογή από αρχαίες ελληνικές πραγματείες για τη μουσική, όπως του Αριστόξενου , του Αριστείδη Κοϊντιλιανού , του Νικόμαχου , του Πτολεμαίου , του Θέωνα του Σμυρναίου και άλλων. Γι' αυτό περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για την αρχαία ελληνική μουσική· από αυτή την άποψη είναι το τελευταίο έργο που μας φέρνει σε επαφή με την αρχαιότητα. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που ο Βρυέννιος έχει συμπεριληφθεί στην Εγκυκλοπαίδεια του Σόλωνα Μιχαηλίδη.
Μια νεότερη έκδοση των Αρμονικών του, με αγγλική μετάφραση (The Harmonics of Manuel Bryennius), δημοσιεύτηκε ως διατριβή (Proefschrift) από τον Goverdus Jonker το 1970 (Groningen, Ολλανδία). Η σημαντική αυτή έκδοση (σχ. 8ο, σελίδες 454) περιέχει μια επιλογή Βιβλιογραφίας (σσ. 9-15), μια εμπεριστατωμένη Εισαγωγή για (α) τον Μ. Βρυέννιο και το έργο του και (β) τη "χειρόγραφη παράδοση" (σσ. 17-47), και το ελληνικό κείμενο με την αγγλική μετάφραση (σσ. 50-375), με Σημειώσεις (376-403), Πίνακα Περιεχομένων και ένα Παράρτημα (404-454).
Βλ. επίσης: W. Vetter, "Manuel Bryennios", Pauly RE XIV, Στουτγάρδη 1930, στήλ. 1362-1366.
Maria Stohr, "Bryennios Manuel", Die Musik in Geschichte und Gegenwart II, Kassel 1952, στήλ. 411-415.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


βυκάνη, αρχικά σήμαινε το κέρατο που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί. Καμπυλωτή ή ελικοειδής σάλπιγγα , καμωμένη από κέρατο ή χαλκό· χρησιμοποιούνταν στο στρατό, καθώς και σαν κυνηγετικό κόρνο. Η Σούδα λέει απλά: "όργανον μουσικόν".
Ο Πολύβιος (Ιστορ. ΙΕ', 12, 2) αναφέρει τη βυκάνη στο ακόλουθο απόσπασμα: "άμα δε τω πανταχόθεν τας σάλπιγγας και τας βυκάνας διαβοήσαι τινά μεν διαταραχθέντα των θηρίων ώρμησε..."· (μόλις από όλες τις πλευρές ήχησαν βροντερά οι σάλπιγγες και οι βυκάνες, μερικά από τα θηρία αναταράχτηκαν και όρμησαν).
Ο εκτελεστής της βυκάνης ονομαζόταν βυκανητής ή βυκανιστής· Πολύβ. Ιστορ. Β', 29, 6: "αναρίθμητον μεν γαρ ήν το των βυκανητών και σαλπιγκτών πλήθος [Κελτών]" (αναρίθμητο ήταν το πλήθος των βυκανητών και των σαλπιγκτών [Κελτών]).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


βυκάνημα, ο ήχος της βυκάνης · γενικά, το σάλπισμα. Επίσης λεγόταν βυκανισμός, που σήμαινε ακόμα μια βαθιά, ισχυρή νότα. Στα Excerpta ex Nicom. 4, C.v.J. 274, Mb 35, διαβάζουμε: "βυκανισμούς και βηχίας, φθέγματα άσημα και άναρθρα και εκμελή" (βυκανισμοί και βραχνάδες, ασήμαντοι ήχοι, άναρθροι και αντιμελωδικοί [κακόηχοι]).

ρ. βυκανάω, παίζω τη βυκάνη, τη σάλπιγγα, σαλπίζω.

συν. βυκανισμός

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


βώριμος, 1. βώριμος και βώρμος· δημοτικό τραγούδι, πένθιμου χαρακτήρα, που το τραγουδούσαν οι Μαριανδυνοί γεωργοί με συνοδεία αυλού . Ήταν ένα είδος μοιρολογιού, όπως ο αιγυπτιακός μανερώς , και τραγουδιόταν στη μνήμη του Βώριμου, γιου του βασιλέα Ούπιου και αδελφού του Μαριανδυνού και του Ιόλλου, που πέθανε νέος καθώς κυνηγούσε το καλοκαίρι. Ο Πολυδεύκης που περιγράφει αυτή την ιστορία (IV, 54), προσθέτει: "τιμάται δε [Βώριμος] θρηνώδει περί την γεωργίαν άσματι" (και τιμάται [ο Βώριμος] με ένα θρηνητικό γεωργικό τραγούδι).
Την ιστορία αυτή τη διηγείται με κάποιες παραλλαγές και ο Νύμφις. Βλ. Αθήν. ΙΔ', 619E-F, 11, και τα λ. λίνος και μανερώς.

2. βώριμος ήταν και το όνομα ενός είδους αυλού· "Μαριανδυνός κάλαμος".

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


γαμήλιον, άσμα, αύλημα· γαμήλιον αύλημα ήταν ένα σόλο αυλού (μελωδία για το γάμο, παιγμένη στον αυλό) κατά την τελετή του γάμου.
Ο Πολυδεύκης (IV, 80) γράφει για το γαμήλιον αύλημα ότι παιζόταν από δύο αυλούς (δίαυλο )· βλ. το κείμενο στο λ. αυλός .

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


Γαυδέντιος, ο φιλόσοφος (2ος/3ος αι. μ.Χ.;)· θεωρητικός της μουσικής· η εποχή του δεν είναι γνωστή· τοποθετείται συνήθως στον 2ο προς 3ο αι. μ.Χ., ενώ από μερικούς πολύ αργότερα, στον 5ο αι. μ.Χ. Επονομάζεται "ο φιλόσοφος" και είναι γνωστός για το βιβλίο του Αρμονική Εισαγωγή, ένα εκλεκτικό έργο που ασχολείται με τους ήχους, τα διαστήματα , τα συστήματα , τα γένη κτλ.· ο Γαυδέντιος ακολουθεί μερικά τις αριστοξενικές και μερικά τις πυθαγορικές αντιλήψεις.
Η Αρμονική Εισαγωγή μεταφράστηκε πρώτα στα λατινικά από τον Lutianus (6ος αι. μ.Χ.). Το ελληνικό κείμενο, με λατινική μετάφραση, δημοσιεύτηκε από τον Μάρκο Meibom (Ant. mus. auct. sept., gr. et lat., Amsterdam 1652, Ι, v, σσ. 1-29) και από τον Carl v. Jan (Mus. script. Gr. Λιψία 1895, VII, σσ. 327-355).
Μια γαλλική μετάφραση (του κειμένου της εκδ. Meibom) δημοσιεύτηκε με Σχόλια και μια προσπάθεια ανασύστασης των Πινάκων που έμειναν κενοί στα χφ. του Γαυδέντιου από τον Ch.-Em. Ruelle στην έκδοσή του Collection des auteurs grecs relatifs a la musique, V: ("Alypius, Gaudence et Bacchius l'Ancien", Παρίσι 1895, σσ. 53-91 μτφρ., και 93-102 ανασύσταση των Πινάκων).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


γένος όρος που σήμαινε τη διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετραχόρδου ή ενός πιο μεγάλου συστήματος , του οποίου το τετράχορδο είναι συστατικό μέρος.
Όλοι οι αρχαίοι θεωρητικοί καθορίζουν το γένος με τα ίδια σχεδόν λόγια· ο Αριστείδης (1, 18 Mb, R.P.W.-Ι.15) καθορίζει: "Γένος δέ εστι ποιά τετραχόρδου διαίρεσις" (Γένος είναι κάποια διαίρεση του τετραχόρδου). Ο [URL="http://analogion.com/forum/showthread.php?p=89546&highlight=%CA%EB%E5%EF%ED%E5%DF%E4%E7%F2#post89546"]Κλεονείδης[/URL] (Εισ. C.v.J. 180, Mb 1): "Γένος είναι κάποια διαίρεση τεσσάρων φθόγγων"· πρβ. Βακχ. Εισ. (C.v.J. 298, Mb 8), Πτολεμ. (Ι, 12).

Τα γένη ήταν τρία: το διατονικόν ή διάτονον , το χρωματικόν ή χρώμα και το εναρμόνιον ή αρμονία. Το καθένα από αυτά συζητείται χωριστά (βλ. τα αντίστοιχα, λ.).
Το διατονικό ήταν το πρώτο που χρησιμοποιήθηκε· θεωρούνταν το πιο φυσικό και μπορούσε να τραγουδηθεί ακόμη κι από εκείνους που ήταν τελείως απαίδευτοι (Αριστείδης, 19 Mb, 16 R.P.W.-Ι). Το χρωματικό χρησιμοποιήθηκε αργότερα και θεωρούνταν το πιο τεχνικό ("τεχνικώτατον") και μπορούσε να εκτελεστεί μονάχα από μορφωμένους (καλλιεργημένους μουσικά) ανθρώπους. Δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στην τραγωδία· αλλά ήταν σε πλατιά χρήση στη μουσική για κιθάρα . Ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1137Ε, 20) γράφει σχετικά: "και η κιθάρα, αρχαιότερη κατά πολλές γενεές από την τραγωδία, χρησιμοποιούσε [το χρωματικό γένος] από την αρχή. Και ότι το χρώμα [χρωματικό] είναι προγενέστερο του εναρμόνιου είναι επίσης καλά γνωστό".
Το εναρμόνιον γένος ήταν το τελευταίο που χρησιμοποιήθηκε και, κατά τον Αριστόξενο , εφευρέτης του ήταν ο Όλυμπος (Πλούτ. 1134F, 11). Θεωρούνταν εξαιρετικά δύσκολο, χρειαζόταν σημαντική πρακτική εξάσκηση ("δυσμελωδικώτατον, πολλής τριβής δεόμενον": Μ. Ψελλός, 27), και ήταν σχεδόν αδύνατο για τους πολλούς. Βλ. για το ήθος των γενών στο λ. ήθος .

Τα γένη στη Ρυθμική (την επιστήμη του ρυθμού) καθορίζονται, κατά τον Αριστόξενο, από τη σχέση της θέσης προς την άρση . Υπήρχαν τρία ρυθμικά γένη: το δακτυλικό (σχέση 1 προς 1, ή 2 προς 2· ίση θέση προς την άρση), το ιαμβικό (1 προς 2, άρση προς διπλάσια θέση) και το παιωνικό (3 προς 2). Σύμφωνα με τον Αριστείδη (Mb 35), μερικοί προσθέτουν και ένα τέταρτο ρυθμικό γένος, το επίτριτο (4 προς 3).
Σε μερικές περιπτώσεις η λέξη γένος χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του στιλ, όπως η λέξη τρόπος · π.χ. Πλούτ. (1142C, 31): "και διαπειρώμενον αμφοτέρων των τρόπων, του τε Πινδαρείου και Φιλοξενείου, μη δύνασθαι κατορθούν εν τω Φιλοξενείω γένει" (και προσπαθώντας [ο Τελεσίας ] να συνθέσει και στα δύο στιλ, σ' αυτό του Πίνδαρου [που ήταν "παραδοσιακός" συνθέτης] και σ' αυτό του Φιλόξενου [που ήταν από τους "καινοτόμους" συνθέτες του 5ου/4ου αι. π.Χ.], απέτυχε στο φιλοξένειο στιλ). Ο Πλούταρχος στο παραπάνω απόσπασμα μεταχειρίζεται τις λέξεις τρόπος και γένος με την ίδια σημασία, δηλ. του στιλ, της τεχνοτροπίας.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


γέρανος, (α) χορός που τον εφεύρε, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Θησέας· τον χόρεψε για πρώτη φορά στη Δήλο μαζί με τους επτά νέους και τις επτά νέες που έσωσε από τον Μινώταυρο στην Κρήτη. Οι κινήσεις του χορού επιζητούσαν να εκφράσουν τους πολύπλοκους ελιγμούς που οδηγούσαν μέσα από το λαβύρινθο προς τα έξω. Ο Πολυδεύκης (IV, 101) γράφει: "συνήθιζαν να χορεύουν το γέρανο πολλοί μαζί, με τον ένα χορευτή πίσω από τον άλλο σε μια σειρά· τα άκρα της σειράς σε κάθε πλευρά τα κρατούσαν οι κορυφαίοι γύρω από τον Θησέα και [χόρευαν το γέρανο] πρώτα γύρω από τον Δήλιο βωμό, μιμούμενοι την έξοδο από το λαβύρινθο".
Ο αρχηγός (κορυφαίος ) του γέρανου λεγόταν γερανουλκός· Ησ.: "ο του χορού του εν Δήλω γερανουλκός".

(β) γέρανος (και γερανός) λεγόταν ο χορός που απομιμούνταν το πέταγμα των γερανών σε σειρά· πρβ. Λουκ. Περί ορχ. 34.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


γίγγρας, λέξη με διάφορες σημασίες.
(α) Γίγγρας· το όνομα του ’Aδωνη στη φοινικική γλώσσα.

(β) Μικρός αυλός (αυλίσκος) φοινικικής καταγωγής με διαπεραστικό τόνο και χαρακτήρα θρηνώδη και πένθιμο· πήρε το ονομά του από τον ’Aδωνη. Στον ’Aδωνη Πολυδεύκη (IV, 76) διαβάζουμε γι' αυτόν: "γίγγρας δε τις αυλίσκος, γοώδη και θρηνητικήν φωνήν αφίησι, φοίνιξ μεν ών την εύρεσιν, πρόσφορος δε μούση Καρική· η δε Φοινίκων γλώττα Γίγγραν τον ’Aδωνιν καλεί και τούτω ο αυλός επωνόμασται" (ο γίγγρας είναι ένας μικρός αυλός με θρηνώδη και πένθιμο τόνο [φωνή]· ήταν φοινικικής προέλευσης [καταγωγής, εφεύρεσης] και κατάλληλος στην καρική μούσα [δηλ. θρηνητική μούσα· βλ. λ. καρικόν]· στη φοινικική γλώσσα ο ’Aδωνης ονομαζόταν Γίγγρας και από αυτόν πήρε ο αυλός αυτός το όνομά του).
Και ο Αθήναιος (Δ', 174F, 76) γράφει: "γιγγραίνοισι γαρ οι Φοίνικες, ως φησιν Ξενοφών, εχρώντο αυλοίς σπιθαμιαίοις το μέγεθος, οξύ και γοερόν φθεγγομένοις· τούτοις δε οι Κάρες χρώνται εν τοις θρήνοις...Ονομάζονται δε οι αυλοί γίγγροι υπό των Φοινίκων από των περί τον ’Aδωνιν θρήνων· τον γαρ ’Aδωνιν Γίγγρην καλείτε υμείς οι Φοίνικες, ως ιστορεί Δημοκλείδης" (Οι Φοίνικες, καθώς λέει ο Ξενοφών, χρησιμοποιούσαν αυλούς μικρούς, σε μέγεθος μιας πιθαμής, που δίνουν έναν διαπεραστικό (οξύ) και θρηνώδη τόνο· αυτούς χρησιμοποιούν οι Κάρες στους θρήνους... Οι αυλοί αυτοί ονομάζονται από τους Φοίνικες γίγγροι, από τους θρήνους για τον ’Aδωνη· γιατί εσείς οι Φοίνικες ονομάζετε τον ’Aδωνη Γίγγρη[α], καθώς διηγείται ο Δημοκλείδης).

(γ) γίγγρας ήταν επίσης το όνομα ενός αυλήματος (σόλο αυλού) για τον αυλό γίγγρα· ο λεξικογράφος Τρύφων (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9) στο δεύτερο βιβλίο του των Ονομασιών περιλαμβάνει το γίγγρα στις αυλήσεις (βλ. λ. αύλησις ).

(δ) γίγγρας λεγόταν και ένα είδος χορού συνοδευμένου από τον αυλό γίγγρα. Ο Πολυδεύκης (IV, 102) λέει: "ήν δε και γίγγρας προς αυλόν όρχημα, επώνυμον του αυλήματος" (υπήρχε και ένας χορός που λεγόταν γίγγρας, και χορευόταν με συνοδεία αυλού· ονομαζόταν έτσι από το αύλημα το ίδιο).

(ε) Κατά τον Ησύχιο , γίγγρας ήταν ένα επιφώνημα σε συμπόσια, γλέντια· "επιφώνημα τι επί κατά κώμων λεγόμενον· και είδος αυλού".

Ο ήχος που παραγόταν από το γίγγρα ονομαζόταν γιγγρασμός (Ησ.).

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


Γλαύκος, ο Ρηγίνος (περ. 5ος/4ος αι. π.Χ.)· γραμματικός και μουσικογράφος από το Ρήγιο (από όπου και το επώνυμό του, Ρηγίνος). Υπήρξε ένας από τους πρώτους μουσικογράφους της αρχαίας Ελλάδας. Έγραφε (περί το 420 π.Χ.) ένα βιβλίο Περί των αρχαίων ποιητών τε και μουσικών, όπου δίνει αρκετές πληροφορίες για αρχαίους μουσικούς, μυθικούς και ιστορικούς. Μιλά ακόμα σ' αυτό για την καθιέρωση και εξέλιξη της κιθαρωδικής και της αυλωδικής τέχνης. Το βιβλίο του χάθηκε, αρκετές όμως πληροφορίες στο Περί μουσικής του Πλουτάρχου προέρχονται από αυτό (1132D, 1133F, 1134D· κεφ. 4, 7, 10 αντίστοιχα). Βλ. επίσης FHG ΙΙ, 23-24.

http://www.musipedia.gr/
 
Back
Top