άνεσις, (από το ρ. ανίημι που, ανάμεσα σε άλλα, σήμαινε χαλαρώνω)· στη μουσική χρησιμοποιούνταν με τη σημασία: χαλάρωση μιας
χορδής, επομένως
κίνηση από ψηλότερη
θέση σε άλλη χαμηλότερη, χαμήλωμα του ύψους. Ο όρος άνεσις συναντάται πολύ συχνά σε αρχαία κείμενα, μουσικά και μή, με την ίδια σημασία· καθώς και το αντίθ.
επίτασις.
Όλοι σχεδόν οι αρχαίοι θεωρητικοί δίνουν τον ίδιο ορισμό του όρου.
Αριστόξενος (Αρμ. Ι, 10 Mb): "η δ 'άνεσις εξ
οξύτερου τόπου εις
βαρύτερον" (άνεσις [είναι η κίνηση] από έναν ψηλότερο
τόπο [θέση] σ' έναν χαμηλότερο). Ο
Αριστείδης (Mb ΙΙ, 8, R.P.W.-I. 6-7) επίσης λέει: άνεσις μεν ουν έστιν ηνίκα αν από οξυτέρου τόπου επί βαρύτερον η
φωνή χωρή" (άνεση είναι όταν η φωνή προχωρεί από ψηλότερο τόπο [θέση] προς χαμηλότερο). Ο
Βακχείος ο Γέρων (Εισ. ML· 12, C.v.J. 302) με μικρή διαφορά κάνει τη διατύπωση:
κίνησις μελών από του οξυτέρου φθόγγου επί το βαρύτερον" (μελωδική κίνηση από έναν ψηλότερο φθόγγο προς τον χαμηλότερο).
Ο
Ανώνυμος χρησιμοποιεί και τον όρο άνεσις (Bell. 30, 21), αλλά και τον όρο
ανάλυσις (σ. 82, 78). Ο Vincent στις Notices χρησιμοποιεί τη λ.
ανάκλησις αντί ανάλυσις.
Ο
Αριστόξενος (Αρμ. Ι, 10 Mb) λέει πως πολλοί ταυτίζουν την επίταση με το ύψος (την οξύτητα), και την άνεση με το βάθος (βαρύτητα) του
ήχου.
http://www.musipedia.gr/