Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

createlink.gif


βαλλισμός, είδος πηδηχτού χορού με στριφογυρίσματα και χοροπηδήματα, σε χρήση στη Σικελία και στη Ν. Ιταλία.
Το ρ. βαλλίζω χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του πηδώ, χορεύω, χοροπηδώ κινώντας τα πόδια εδώ κι εκεί· Αθήν. (Η', 362Α): "βαλλίζουσιν οι κατά την πόλιν άπαντες τη Θεώ", και σε άλλη παράγραφο πιο κάτω (362B-C), όταν ο Ουλπιανός, ένας από τους δειπνοσοφιστές, αμφισβητούσε την πραγματική σημασία του ρ. βαλλίζω σχετικά με το χορό, ο Μύριλος αναφέρει διάφορα παραδείγματα της χρήσης του ρήματος στην ελληνική γλώσσα με τη σημασία του "χορεύω".

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


βάρβιτος, (ο και η) και βάρβιτον (το)· μια παραλλαγή της λύρας . Η βάρβιτος ήταν πιο στενή από τη λύρα και μακρύτερη· επομένως, οι χορδές της ήταν μακρύτερες και η έκταση χαμηλότερη.
Η βάρβιτος ήταν πολύ παλιό όργανο. Στον Αθήναιο υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές για την εφεύρεσή του. Κατά τον Πίνδαρο , ο Τέρπανδρος υπήρξε ο εφευρέτης του βαρβίτου ("Πινδάρου λέγοντος τον Τέρπανδρον... ευρείν... τον βάρβιτον"· Αθήν. ΙΔ', 635D, 37). Κατά τον Νεάνθη όμως τον ιστορικό από την Κύζικο, το βάρβιτον ήταν εφεύρεση του Ανακρέοντα ("και Ανακρέοντος [εύρημα] το βάρβιτον"· Αθήν. Δ', 175Ε, 77· επίσης FHG III, 2, απόσπ. 5). Βέβαιο είναι ότι ήταν όργανο που απολάμβανε μεγάλη τιμή στη σχολή της Λέσβου (Τέρπανδρος, Αλκαίος , Σαπφώ , Ανακρέων).
Ο αριθμός των χορδών του βάρβιτου δεν είναι γνωστός. Ο Θεόκριτος (Ειδύλλια XVI, Χάριτες ή Ιέρων V, 45) λέει πως ήταν ένα πολύχορδο όργανο ("βάρβιτον ες πολύχορδον"), ενώ ο κωμικός ποιητής Αναξίλας στο Λυροποιό του (Αθήν. Δ', 183Β, 81) μιλά για τριχόρδους βαρβίτους ("εγώ δε βαρβίτους τριχόρδους").
Άλλα ονόματα, όπως βάρμος, βάρωμος και βαρύμιτον, συναντώνται αντί του βάρβιτον. Στον Αθήναιο (ΙΔ', 636G, 38) διαβάζουμε: "και γαρ βάρβιτος ή βάρμος". Η λ. βαρύμιτον προέρχεται από το βαρύς (χαμηλός) και μίτος (χορδή). Πολυδ. (IV, 59): "Των μεν κρουομένων είη αν λύρα, κιθάρα, βάρβιτον. Το δ' αυτό και βαρύμιτον" ([Τα ονόματα] των εγχόρδων οργάνων είναι λύρα , κιθάρα , βάρβιτον· το ίδιο και βαρύμιτον). Στον Αθήναιο, ωστόσο, (Δ', 182F, 80) ο βάρωμος αναφέρεται σαν ένα καθαρά διαφορετικό όργανο: "τον γαρ βάρωμον και βάρβιτον, ων Σαπφώ και Ανακρέων μνημονεύουσι".
Για την έκφραση "παίζω το (τη) βάρβιτο" χρησιμοποιούσαν το ρ. βαρβιτίζω· βλ. Kock CAF Ι, 571, Αριστοφ. απόσπ. 752· και Πολυδ. IV, 63.
Ο εκτελεστής του βαρβίτου λεγόταν βαρβιτιστής, και ο τραγουδιστής, που συνόδευε ο ίδιος το τραγούδι του στο βάρβιτο, βαρβιτωδός.
Για βιβλιογραφία βλ. τα λ. έγχορδα , λύρα και μουσική .

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


βαρύπυκνος, η χαμηλότερη νότα στο πυκνόν . Βαρύπυκνοι ήταν πέντε νότες: η υπάτη υπατών (si), η υπάτη μέσων (mi), η μέση (la), η παραμέση (si·) και η νήτη
διεζευγμένων (mi·). Όλες ήταν σταθερές νότες του πυκνού (δεν μπορούσαν να τροποποιηθούν).

Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. λ. πυκνόν επίσης τα λ. μεσόπυκνος και οξύπυκνος .

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


βαρύτης, βάθος σε ύψος. Η βαρύτης είναι το αποτέλεσμα χαλάρωσης [της έντασης] μιας χορδής. Αριστόξενος (Αρμ. Ι, 10, 28 Mb): "βαρύτης δε το γενόμενον δια της ανέσεως" (βαρύτητα είναι το αποτέλεσμα της χαλάρωσης)· βλ. επίσης Ανών. Bell. 50, 37.
Ο Αριστοτέλης (Προβλ. XIX, 49) λέει ότι η χαμηλότερη νότα ενός διαστήματος είναι η πιο μελωδική, και ότι ο χαμηλός φθόγγος είναι πιο σημαντικός από τον ψηλό (πρβ. Προβλ. XIX, 8).
Στην προσωδία βαρεία σήμαινε τον "βαρύ" τονισμό συλλαβής, όπως και σήμερα.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


βαρύχορδος, με βαθύ τόνο· όργανο που ηχεί βαθιά, με βαθύ ήχο· επίσης, ο βαθύς (χαμηλός) ήχος ενός εγχόρδου οργάνου (βαρύχορδος φθόγγος = βαθύς ήχος, βαθιά (χαμηλή) νότα).

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


βάσις, (από το ρ. βαίνω, βαδίζω)· ένα ρυθμικό "βήμα", το πρώτο ρυθμικό βήμα, ο πρώτος (ο κάτω) χρόνος. Ο όρος αυτός χρησιμοποιούνταν στους αρχαίους χρόνους και αντικαταστάθηκε αργότερα από τον όρο θέσις και από τον αριστοξένειο όρο ο πρώτος χρόνος
ή το κάτω. Βλ. λ. άρσις-θέσις .

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


βατήρ, 1. χορδοτόνος ή χορδοτόνιον· πλάκα πάνω στην οποία δένονταν οι χορδές. Επίσης, είδος κλειδιού κουρδίσματος (βλ. λ. λύρα ). Ο Νικόμαχος στο Εγχειρίδιό του (6, C.v.J. 248, Mb 13) αναφέρεται σ' αυτό: "μετέθηκεν ευμηχάνως την μεν των χορδών κοινήν απόδεσιν εκ του διαγωνίου πασσάλου εις τον του οργάνου βατήρα, ον χορδοτόνον ωνόμαζον" ([ο Πυθαγόρας ] επιδέξια μετέφερε το κοινό δέσιμο των χορδών από τον διαγώνιο πάσσαλο στο βατήρα του οργάνου, που τον ονόμαζαν χορδοτόνον).

2. μέρος του αυλού , πιθανόν το χαμηλότερο τμήμα του. Πρβ. Νικόμ. 10, C.v.J. 255, Mb 19

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
βαυκάλημα, νανούρισμα. Από το ρ. βαυκαλώ (και βαυκαλίζω) = αποκοιμίζω ένα παιδί τραγουδώντας. Η Σούδα λέει: "τιθηνείσθαι μετ' ωδής τα παιδία" (αποκοιμίζω τα παιδιά με τραγούδι)· επίσης, Μοίριδος Αττ. Λεξ. σ. 102.

βαυκάλησις = νανούρισμα· το αποκοίμισμα ενός παιδιού με τραγούδι.

Βλ. και λ. καταβαυκάλησις .

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


βαυκισμός, είδος ιωνικού χορού εύθυμου ή βακχικού χαρακτήρα· το όνομά του πήρε από το χορευτή Βαύκο. Πολυδ. (IV, 100): "και βαυκισμός, Βαύκου όρχη στού κώμος επώνυμος, αβρά τις όρχησις και το σώμα εξυγραίνουσα" (βαυκισμός, βακχικός χορός, ονομαζόμενος έτσι από το χορευτή Βαύκο· ένας μαλακός χορός που κάνει το σώμα μαλθακό).
Σύμφωνα με τον Ησύχιο , έτσι ονομαζόταν και ένα είδος λυρικού τραγουδιού (ωδής), που προσαρμόστηκε στο χορό· "Ιωνική όρχησις και είδος ωδής προς όρχησιν πεποιημένον".

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


βίβασις, είδος λακωνικού χορού που χορευόταν ιδιαίτερα στη Σπάρτη. Ήταν επίσης ένα είδος χορευτικού διαγωνισμού, στον οποίο επιτρεπόταν να παίρνουν μέρος αγόρια και κορίτσια. Σύμφωνα με τον Πολυδ. (IV, 102), οι συναγωνιστές έπρεπε να πηδούν ψηλά (άλλοτε εναλλάξ με κάθε πόδι, άλλοτε και με τα δυο πόδια) και να αγγίζουν τα οπίσθια τους με τα πόδια τους. Ο αριθμός των πηδημάτων έκρινε το νικητή που έπαιρνε το βραβείο. Ο Πολυδεύκης αναφέρει ένα επίγραμμα για μια νικήτρια που πέτυχε να κάνει χίλια πηδήματα.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


βλίτυρι, (το) (LSJ)· ήχος της κιθάρας . Ησ.: "το δε βλίτυρι χορδής μίμημα"· μίμηση του ήχου μιας χορδής χωρίς κάποιο νόημα· ένας ήχος χωρίς σημασία. Τραγούδημα χωρίς λόγια, όπως λ.χ. τρα-λα-λα κτλ. (πρβ. Δημ.). Η λ. βλίτυρον σημαίνει επίσης "μίμηση ήχου χορδής"· Ε.Μ. 201, 43: "εστί φυτόν ή φάρμακον ή χορδής μίμημα".

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
Back
Top