Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

createlink.gif


αυλοδόκη, και αυλοθήκη· η θήκη του αυλού . Λέγεται επίσης συβήνη και αυλητηρία.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


αυλοποιός, ο κατασκευαστής αυλών . Πολυδ. (IV, 71): "ο δε τους αυλούς εργαζόμενος, αυλοποιός"· επίσης, Πλούτ. 1138Α, 21. αυλοποιία η κατασκευή αυλών (Αριστόξ. Αρμ. ΙΙ, 43, 24 Mb). Η αυλοποιία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τον 5ο αι. π.Χ., ιδιαίτερα στη Θήβα. Το ρ. αυλοθετώ = κατασκευάζω αυλούς.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif



αυλός, το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Μόνο του ή σε συνδυασμό με τη φωνή ή με έγχορδα όργανα, ιδιαίτερα την κιθάρα , έπαιξε ξεχωριστό ρόλο στην κοινωνική ζωή. Χρησιμοποιούνταν σε πολλές τελετές, κυρίως στις τελετές προς τιμήν του Διόνυσου, σε πομπές, στο δράμα, στους εθνικούς Αγώνες, στα συμπόσια· συνόδευε τους περισσότερους χορούς (θρησκευτικούς, κοινωνικούς, λαϊκούς), ρύθμιζε τις κινήσεις των κωπηλατών (βλ. λ. τριηραύλης ) και το βήμα των στρατιωτών (βλ. λ. εμβατήριον μέλος ).

Ιστορία. Η καταγωγή του αυλού δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί. Σύμφωνα με πολλές αρχαίες πηγές, ήρθε από τη Μικρά Ασία και, ειδικά, από τη Φρυγία. Το όνομα του αυλού (ως μουσικού οργάνου) εμφανίζεται δύο φορές στην Ιλιάδα, την πρώτη ως όργανο των Τρώων (Κ 12-13): "θαύμαζεν [Αγαμέμνων] πυρά πολλά τα καίετο Ιλιόθι προ, αυλών, συριγγών τ' ένοπήν ιμαδόν τ' ανθρώπων" ("τις πλήθιες τις φωνές θαυμάζουνταν [ο Αγαμέμνων], που ομπρός στο κάστρο ανάβαν, και της φλογέρας [του αυλού] τα λαλήματα, και των αντρών το μούγκρος"· μτφρ. Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή). Τη δεύτερη φορά, μαζί με φόρμιγγες (Σ 494-495), στην περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα: "κούροι δ' ορχηστήρες εν δ' άρα τοίσιν αυλοί, φόρμιγγες τε βοήν έχον" (κι οι νέοι στριφογύριζαν στο χορό κι ανάμεσά τους αυλοί και φόρμιγγες ηχούσαν).
Μια από τις πιο παλιές πηγές για την προέλευση του αυλού είναι ίσως το Πάριο Χρονικό (ή Μάρμαρο), που λέει (στ. 10, εκδ. F. Jacoby) ότι "ο Φρύγας Ύαγνις πρώτος εφεύρε τον αυλό στις Κελαινές [της Φρυγίας] και έπαιξε σ' αυτόν τη φρυγική αρμονία
". Σύμφωνα με το συγγραφέα Αλέξανδρο, στο βιβλίο του Συναγωγή (Συλλογή) των περί Φρυγίας (Πλούτ. Περί μουσ. 1132F, 5), ο Ύαγνις ήταν ο πρώτος που έπαιξε τον αυλό [που αύλησε] ("Ύαγνιν δε πρώτον αυλήσαι") και έπειτα από αυτόν ο γιος του Μαρσύας και κατόπι ο Όλυμπος (1133F, 7).
Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, τον αυλό τον εφεύρε η θεά Αθηνά, αλλά βλέποντας στην αντανάκλαση των νερών ότι το πρόσωπό της παραμορφωνόταν, τον πέταξε μακριά· ο αυλός έπεσε στη Φρυγία και τον βρήκε ο Μαρσύας. Αυτή η παράδοση, που τείνει να καθιερώσει την ελληνική καταγωγή του αυλού, δημιουργήθηκε πιθανότατα αργότερα από το μύθο του αγώνα Απόλλωνα-Μαρσύα (βλ. Πλούτ. Περί αοργησίας 456B-D, 6-7· Πίνδ. 12ος Πυθιόνικος και Α.Β. Drachmann, Schol. Pind. Carm., Λιψία 1910, σ. 265).
Το πιο πιθανό, οπωσδήποτε, είναι ότι ο αυλός υπό κάποια μορφή ήταν γνωστός στην Ελλάδα από την πιο μακρινή εποχή, αλλά η αυλητική τέχνη εξελίχτηκε με την επίδραση και την ώθηση των αυλητών από τη Φρυγία.

Κατασκευή. Το κύριο σώμα του αυλού ήταν ένας σωλήνας (ο βόμβυξ), σε σχήμα κυλινδρικό, που κατέληγε καμιά φορά στην άκρη σε έναν ανοιχτό, ελαφρά διευρυμένο μικρό "κώδωνα" (καμπάνα). Ο σωλήνας κατασκευαζόταν από καλάμι ή από πυξάρι ή ξύλο λωτού, από κόκαλο ελαφιού, κέρατο, ελεφαντόδοντο ή κατεργασμένο χαλκό, και είχε τρύπες που λέγονταν τρήματα ή τρυπήματα· ο Πολυδεύκης (IV, 71) λέει: "Η δε ύλη των αυλών κάλαμος, ή χαλκός, ή πύξος ή λωτός ή κέρας ή οστούν ελάφου ή δάφνης της χαμαιζήλου, την εντεριώνην αφηρημένος". Οι πρώτοι αυλοί είχαν τέσσερις ή και τρεις τρύπες ακόμα. Αργότερα ο αριθμός αυξήθηκε ως τις 15, έτσι που η έκταση του ύψους του αυλού έφτασε τις δύο οκτάβες. Επειδή οι τρύπες ήταν περισσότερες από τα εννιά ή οκτώ δάχτυλα που χρησιμοποιούνταν για να τις ανοιγοκλείνουν (ο αντίχειρας του αριστερού χεριού έκλεινε την επάνω τρύπα, που ήταν από πίσω, και ο αντίχειρας του δεξιού κρατούσε το όργανο), η Θηβαϊκή Σχολή (με επικεφαλής τον Πρόνομο ) επινόησε ειδικά μεταλλικά κλειδιά ή κρίκους, δαχτυλίδια, από χαλκό ή ορείχαλκο (βλ. λ. βόμβυξ). Το μήκος του σωλήνα, επίσης, αυξήθηκε από τη Θηβαϊκή Σχολή, η οποία συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην εξάπλωση της αυλητικής τέχνης τον 5ο/4ο αι. π.Χ.· γενικά, μπορεί να ειπωθεί ότι το μήκος ποίκιλλε ανάλογα με το ύψος και το είδος του αυλού. Στο επάνω άκρο έμπαινε το επιστόμιο, που αποτελούνταν από τον όλμον και το υφόλμιον , το οποίο υποβάσταζε τον όλμο. Στον όλμο έμπαινε η γλωσσίδα .

Το θέμα αν η γλωσσίδα ήταν απλή η διπλή προκάλεσε πολλές συζητήσεις, ανάμεσα σε ειδικούς. Πλείστοι από αυτούς υποστηρίζουν ότι η γλωσσίδα ήταν διπλή· άλλοι ότι η διπλή γλωσσίδα ήταν σε χρήση ως την εποχή του Αντιγενίδα (5ος/4ος αι. π.Χ.) και έδωσε κατόπι τη θέση της στην απλή γλωσσίδα, (Κ. Schlesinger, The Greek Aulos, σ. 45 κ.ε.). Έτσι, φαίνεται πολύ πιθανό ότι οι Έλληνες γνώρισαν και τους δύο τύπους, τη διπλή και την απλή γλωσσίδα (διπλή όπως στο όμποε και απλή όπως στο κλαρινέτο).
Η γλωσσίδα ονομαζόταν γλωττίς , γλωσσίς, γλώττα ή γλώσσα, και κατασκευαζόταν από καλάμι (βλ. τα λ. συγκροτητικαί γλώτται και κάλαμος). Φαίνεται ότι χρειαζόταν κάποια δύναμη για να φυσήξει κανείς στον αυλό και οι αυλητές συνήθιζαν να βάζουν μια δερμάτινη λωρίδα, που λεγόταν φορβειά · η φορβειά περνούσε πάνω από τις παρειές, αφήνοντας ένα άνοιγμα μπροστά στο στόμα για να επιτρέπει την είσοδο του επιστομίου και το φύσημα, και δενόταν πίσω από το κεφάλι. Φαίνεται συχνά σε αγγειογραφίες.

Συνήθως ο αυλός χρησιμοποιούνταν σε ζευγάρι· οι δύο αυλοί λέγονταν δίαυλος ή δίδυμοι αυλοί, δικάλαμος και δίζυγοι ή δίζυγες αυλοί· καθένας είχε το δικό του επιστόμιο. Οι σωλήνες των δύο αυλών είχαν άλλοτε το ίδιο μήκος, άλλοτε ο ένας ήταν μακρύτερος από τον άλλο. Ο Πολυδεύκης (IV, 80) γράφει: "Και το μεν γαμήλιον αύλημα δύο αυλοί ήσαν, μείζων άτερος, συμφωνίαν απο τελούντες, οι δε παροίνιοι, σμικροί μεν ίσοι δ' άμφω" (Και το "γαμήλιον αύλημα" [το εκτελούσαν] δύο αυλοί, από τους όποιους ο ένας ήταν μακρύτερος, και σχημάτιζαν συμφωνία· και οι αυλοί που έπαιζαν στα συμπόσια ήταν μικροί αλλά ίσοι στο μήκος).
Το θέμα της χρήσης του διπλού αυλού είναι ένα ακόμα άλυτο πρόβλημα. Μερικοί έχουν υποστηρίξει πως έπαιζαν και οι δύο σε ταυτοφωνία (όταν το μήκος τους ήταν ίσο) ή ο ένας έπαιζε τη μελωδία, ενώ ο άλλος κρατούσε έναν ισοκράτη (στην περίπτωση των άνισων αυλών).

Είδη αυλών. Υπήρχαν πολλά είδη αυλού, που θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε κατηγορίες ή τάξεις ανάλογα με την έκταση του ύψους, την προέλευση, το χαρακτήρα, κτλ.

(α) Διαίρεση ως προς την έκταση του ύψους
Σύμφωνα με τον γραμματικό Δίδυμο (1ος αι. μ.Χ., Αθήν. ΙΔ', 634E-F, 36 και FHG II, 286, απόσπ. 67), ο Αριστόξενος στο χαμένο βιβλίο του Περί αυλών τρήσεως αναγνώριζε πέντε γένη (είδη, τάξεις) αυλού, που ήταν τα ακόλουθα:
1. Παρθένιοι·
2. Παιδικοί·
3. Κιθαριστήριοι (συνοδοί της κιθάρας)·
4. Τέλειοι·
5. Υπερτέλειοι.

Αν λάβουμε υπόψη: α) ότι οι δύο τελευταίες τάξεις (4, 5) ονομάζονταν "ανδρείοι" (ανδρικοί),
β) ότι ο Αριστόξενος γράφει ότι τα ψηλότερα από τα πνευστά όργανα ήταν οι παρθένιοι (αρ. 1) και τα χαμηλότερα οι υπερτέλειοι (αρ. 5), και γ) ότι ανάμεσα, στα δύο άκρα υπήρχε μια απόσταση τριών οκτάβων (Αριστόξ. Αρμ. 20-21 Mb), μπορούμε με αρκετή ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι η διαίρεση έγινε σύμφωνα με την έκταση του ύψους. Έτσι, οι πρώτοι (αρ. 1) αντιστοιχούσαν στη σοπράνο, οι δεύτεροι στη μέτζο-σοπράνο, οι τρίτοι στην κοντράλτο, οι τέταρτοι στον τενόρο και οι πέμπτοι στον μπάσο.
(Πρβ. Αθήν. Δ', 176F, 79· Gev. Ι, 235, II, 272 κ.ε.).

(β) Διαίρεση ως προς την προέλευση
1. Φρυγικός αυλός, ονομαζόμενος και έλυμος ·
2. Λυδικός αυλός (Λυδός μάγαδις αυλός)·
3. Λιβυκός αυλός (Λίβυς αυλός)·
επίσης Τυρρηνικός (Τυρρηνός ), Θηβαϊκός, Βοιωτικός, Κρητικός κτλ.

(γ) Διαίρεση ως προς το υλικό κατασκευής

1. Καλάμινος ή απλά κάλαμος, κατασκευασμένος από καλάμι· ο τιτύρινος αυλός ήταν μια παραλλαγή του.
2. πύξινος, από πυξάρι·
3. λώτινος, από ξύλο λωτού· επίσης και φώτιγξ ·
4. κεράτινος, από κέρατο·
5. ελεφάντινος, από ελεφαντόδοντο
6. χαλκήλατος, από κατεργασμένο χαλκό.

(δ) Διαίρεση ως προς το χαρακτήρα και τη χρήση

Πολλά είδη αυλού ανήκουν σε αυτή την κατηγορία· αναφέρουμε μερικούς, που εξετάζονται άλλου: γίγγρας, κιθαριστήριος (βλ. επίσης κατηγορία α), εμβατήριος , γαμήλιος, πυθικός, παροίνιος κτλ.

(ε) Διαίρεση ως προς το σχήμα και την παραγωγή του ήχου

1. μόναυλος
· μονοκάλαμος·
2. διπλός αυλός (δίαυλος
3. πλαγίαυλος.

Διάφορα επίθετα δόθηκαν στον αυλό, όπως τα ακόλουθα:
δίοπος, που έχει δύο τρύπες·
ημίοπος, που έχει μισό αριθμό τρυπών·
καλλιβόας, με ωραίο τόνο·
μεσόκοπος, μέσου μεγέθους·
παράτρητος, τρυπημένος στα πλάγια·
πολύτρητος, που έχει πολλές τρύπες·
υπότρητος, τρυπημένος από κάτω.

Ο Πολυδεύκης (IV, 67) δίνει μια ολόκληρη και ενδιαφέρουσα σειρά χαρακτηριστικών επιθέτων:
πολυκαμπής· πολύκαμπτος· πολυδιακοσμημένος·
πολύκομπος, ηχηρός·
πολυμελής και πολυμελπής, που δίνει (μπορεί να δώσει) πολλές μελωδίες·
πολυμήκης, με μεγάλο μήκος
πολύφθογγος και πολύφωνος, που παράγει πολλούς τόνους, ήχους. Ο Πλάτων ονόμασε τον αυλό, κατ' αναλογία με τα έγχορδα όργανα, [URL="http://analogion.com/forum/showthread.php?p=92251&highlight=%D0%EB%DC%F4%F9%ED#post92251"]πολυχορδότατο[/URL] (που έχει πολλές χορδές, στην περίπτωση αυτή, που δίνει πολλές νότες· Πολιτ. Γ', 399D).

’Αλλα επίθετα που χρησιμοποιήθηκαν: αιάζων, θρηνώδης· βαρύβρομος, με βαθύ, δυνατό ήχο· θρηνώδης· τέρην (τρυφερός· Ανακρ., Αθήν. Δ', 182C, 79) κτλ.
Συμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι ο αυλός ήταν συνδεμένος με τη λατρεία του Διόνυσου μάλλον, παρά του Απόλλωνα, για τη λατρεία του οποίου είχαν τη λύρα . Γι' αυτό το λόγο, και για το χαρακτήρα του, ο αυλός δεν θεωρούνταν κατάλληλος για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Πλείστοι από τους αρχαίους συγγραφείς και φιλοσόφους, ανάμεσά τους ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης , συνιστούσαν την αποφυγή της χρήσης του στην εκπαίδευση των νέων. Παρ' όλα αυτά όμως, η αυλητική τέχνη ήταν πολύ σεβαστή ως μουσική τέχνη και περιζήτητη. Ο Αθήναιος (Δ', 184C-F, 83-84) λέει ότι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Θηβαίοι μάθαιναν να παίζουν τον αυλό και ότι πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι, ανάμεσα τους και πολλοί Πυθαγόρειοι , ασκούσαν αυτή την τέχνη.

Σημειώσεις: (α) Η ονομασία αυλός ήταν ένας όρος που γενικά καθόριζε διάφορα πνευστά όργανα, ιδιαίτερα όργανα με γλωσσίδα , που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες, εκτός από τη σάλπιγγα που δε χρησιμοποιούνταν για καθαρά μουσικούς σκοπούς.
(β) Το ρ. αυλώ χρησιμοποιούνταν συχνά με τη σημασία του παίζω οποιοδήποτε πνευστό, βλ. λ. σάλπιγξ .
(γ) Μερικοί αυλοί, πλήρεις ή σε κομμάτια, που έχουν διασωθεί, ανακαλύφτηκαν στην Πομπηία, στο Ηράκλειο (Herculaneum) της Κάτω Ιταλίας, στην Αθήνα κ.α., και βρίσκονται τώρα στο Μουσείο της Νεάπολης, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, στο Δανικό Εθνικό Μουσείο της Κοπεγχάγης κτλ.



Βιβλιογραφία:

Α. Α. Howard, "The αυλός or Tibia", Harvard Studies in Classical Philology IV, Βοστόνη 1893, σσ. 1-60.
C. ν. Jan, "Aulos = Tibia", Pauly RE 2, 1896, στήλ. 2416-2422.
Th. Reinach, "Tibia", DAGR IX, 1919, σσ. 300-332.
Η. Huchzermeyer, Aulos und Kithara in der griechischen Musik, Munster-Westph. 1931.
W. Vetter, "Monaulos", Pauly RE 31, 1933, στηλ. 74-75.
Kathleen Schlesinger, The Greek Aulos, Λονδίνο 1939.
K. Sachs, The History of Musical Instruments, Νέα Υόρκη 1940, σσ. 138-142.
Nicholas Β. Bodley, "The Auloi of Meroe", American Journal of Archaeology 1, 1945, σσ. 217-240.
Max Wegner, Das Musikleben der Griechen, Βερολίνο 1949, σ. 52 κ.ε.
Max Wegner, "Griechische Instrumente und Musikbrauche", στου Fr. Blume, Die Musik in Geschichte und Gegenwart V, Kassel 1956, στηλ. 865-881.
Max Wegner, Musikgeschichte in Bildern, II (Musik des Alterthums-Griechenland), Λιψία 1963.
A. Baines, "Aulos" II, Grove's Dict, of Music and Musicians Ι, Λονδίνο ·1954, σσ. 263-264.
J. D.Landels, "The Brauron Aulos", Annual of the British School at Athens 58, Λονδίνο 1963, σσ. 116-119· περιγραφή ενός αρχαίου αυλού που ανακαλύφτηκε στη Βραυρώνα, στην ανατολική ακτή της Αττικής τον Αύγουστο του 1961, κατά τις ανασκαφές του αρχαιολόγου Ι. Παπαδημητρίου.
J. D.Landels, "A Newly Discovered Aulos", Annual of the British School at Athens 63, 1968, σσ. 231-238· "μια πλήρης περιγραφή" ενός αυλού που αποκτήθηκε στα 1963 από το Μουσείο Ελληνικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Reading.
Κ. Sachs, Real-Lexikon der Musikinstrumente, Hildesheim-New York 1972 (α' έκδ. Βερολίνο 1913), σσ. 23-24.
Δέσποινα Μαζαράκη, "Ο αυλός της συλλογής Καραπάνου και η σύγχρονη μουσική πράξη", Λαογραφία ΚΗ', 1972.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


αυλωδία, τραγούδι με συνοδεία αυλού· το να τραγουδά κανείς με συνοδεία αυλού. Ενώ η κιθαρωδία χρειαζόταν μόνον έναν εκτελεστή (που τραγουδούσε και συνόδευε τον εαυτό του στην κιθάρα), στην αυλωδία ήταν απαραίτητοι δύο εκτελεστές, ο τραγουδιστής (ο αυλωδός ) και ο αυλητής · ο πιο σημαντικός από τους δύο ήταν ο αυλωδός, που έπαιρνε και το βραβείο στους διαγωνισμούς. Συνήθως το μέρος του αυλού δινόταν σ' ένα Φρύγα αυλητή· ο Αλκμάν χρησιμοποιούσε τρεις Φρύγες σκλάβους ως αυλητές, που ονομάζονταν Σάμβας, ’Αδων και Τήλος, και ο Ιππώναξ άλλους τρεις, που λέγονταν Κίων, Κώδαλος και Βάβυς. Βλ. Αθήν. ΙΔ', 624Β, 18.
Η αυλωδία δεν έγινε ποτέ τόσο δημοφιλής όσο η κιθαρωδία. Κατά τον Παυσανία (Γ, 7, 5-4) η αυλωδία εισάχθηκε μαζί με την αυλητική από τους Αμφικτίονες κατά τον τρίτο χρόνο της 48ης 'Ολυμπιάδας (586 π.Χ.), αλλά αποσύρθηκε γρήγορα.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


αυλωδικός νόμος, Νόμος για δύο εκτελεστές, τον τραγουδιστή (αυλωδός ) και τον αυλητή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Περί μουσ. 1132C, 3 και 1133Α, 5) ο Κλονάς ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε τους αυλωδικούς νόμους· τον ακολούθησε ο Πολύμνηστος · "Ομοίως δε Τερπάνδρω Κλονάν τον πρώτον συστησάμενον τους αυλωδικούς νόμους και τα προσόδια...".
Μερικοί συγγραφείς απέδιδαν την εισαγωγή των αυλωδικών νόμων στον Άρδαλο τον Τροιζήνιο .
Υπήρχαν διάφοροι τύποι αυλωδικών νόμων· οι ακόλουθοι ήταν γενικά γνωστοί: απόθετος , έλεγος, κωμάρχιος , σχοινιών, κηπίων , δείος και τριμελής . Σε αυτούς προστέθηκαν αργότερα τα Πολυμνάστεια (Πλούτ. 1132D, 4). Σύμφωνα με διάφορους συγγραφείς, ο Κλονάς υπήρξε ο δημιουργός του απόθετου και του σχοινίωνα· Πολυδ. (IV, 79): "και Κλονά δε, νόμοι αυλητικοί, απόθετός τε και σχοινίων" (από λάθος ο Πολυδεύκης γράφει αυλητικοί αντί αυλωδικοί). Δύο άλλοι νόμοι, ο κωμάρχιος και ο έλεγος , αποδίδονταν επίσης στον Κλονά.

Βλ. λ. Εχέμβροτος .

Βλ. αυλωδός, αυλητής, Κλονάς, Άρδαλος

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


αυλωδός, μουσικός που τραγουδούσε με συνοδεία αυλού. Σ' ένα διαγωνισμό αυλωδίας ή αυλωδικού νόμου , όπου δύο εκτελεστές ήταν απαραίτητοι (ο αυλωδός και ο αυλητής ), ο αυλωδός θεωρούνταν ο κύριος αγωνιστής και ήταν αυτός που κέρδιζε το βραβείο και στεφανωνόταν νικητής. Αθήν. (ΙΔ', 621Β, 14): "δίδοται δε ο στέφανος τω ιλαρωδώ και τω αυλωδώ, ού τω ψάλτη, ουδέ τω αυλητή" (βλ. τα λ. αυλητής , αυλητική ).

Ο αυλωδός ήταν συχνά ο συνθέτης της αυλωδίας.
Το ρ. αυλωδώ σήμαινε τραγουδώ με συνοδεία αυλού.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


άφωνος, χωρίς φωνή, βωβός. Στη μουσική σήμαινε: χωρίς λόγια, λ.χ. "άφωνα κρούματα", κομμάτια (οργανικής μουσικής) χωρίς τραγούδι (βλ. λ. κιθαριστική ). Σήμαινε όμως και κακόφωνος ή με φτωχή φωνή· Σούδα (στο λ. "Κόννου ψήφος"): "ο δε Κόννος λυρωδός ήν, ως τινες φασίν, των αφώνων". Διον. ο Θραξ (631, 21): "άφωνος τραγωδός".

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


άχορδος, χωρίς χορδές. Θέογνις (Nauck TGF 769, απόσπ. 1): "άχορδος φόρμιγξ ", φόρμιγγα χωρίς χορδές. Μεταφορικά άμουσος, διάφωνος, λ.χ. "άχορδον μέλος ", παράφωνο (δυσάρεστο) τραγούδι (Δημ.).
Αριστοτέλης Ρητορ. III, 6, 7, 1408Α: "όθεν και τα ονόματα οι ποιηταί φέρουσι, το άχορδον και άλυρον μέλος" (oι ποιητές επίσης κάνουν χρήση αυτού εφευρίσκοντας λέξεις, όπως μια μελωδία χωρίς χορδές ή χωρίς τη λύρα). Δημ. "άμουσος".

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


αχόρευτος, χωρίς εξάσκηση στο χορό και στο τραγούδι· επίσης, εκείνος που δεν συνοδεύεται από όρχηση. Ο Πλάτων (Νόμοι Β', 654Α-Β) γράφει: "Ουκούν ο μεν απαίδευτος αχόρευτος έσται, τον δε πεπαιδευμένον κεχορευκότα θετέον;" (Να δεχτούμε πως ο απαίδευτος άνθρωπος είναι χωρίς εξάσκηση στο χορό και ο μορφωμένος με εξάσκηση [στο χορό];).
Μεταφορικά θλιβερός, πένθιμος, περίλυπος.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


Βάθυλλος, (1ος αι. π.Χ./1ος αι. μ.Χ.)· περίφημος μίμος από την Αλεξάνδρεια (γνωστός ως ο Αλεξανδρεύς).
Εισήγαγε, μαζί με τον Πυλάδη , την παντομιμική τέχνη στο ρωμαϊκό θέατρο κατά το 23/22 π.Χ. Έγραψε ένα βιβλίο Περί ορχήσεως, όπου εξετάζει την ιταλική όρχηση ως μείγμα του κόρδακα, της εμμέλειας και της σικίννιδας (βλ. τα λ. κόρδαξ , εμμέλεια και σίκιννις )· πρβ. Αθήν. A', 20D, 37.
Στην αρχή συνεργάστηκε με τον Πυλάδη, αλλά αργότερα οι διαφορές μεταξύ τους αυξήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, που δημιουργούνταν στο θέατρο σοβαρές ταραχές ανάμεσα στους οπαδούς τους· αυτή η κατάσταση οδήγησε στην εξορία του Πυλάδη από τον αυτοκράτορα Αύγουστο (17 μ.Χ.). Η τέχνη του Βάθυλλου, σε σύγκριση με την τέχνη του Πυλάδη, ήταν πιο χαρωπή και εύθυμη, πιο κοντά στον κόρδακα· όπως λέει ο Πλούταρχος (Συμποσιακά VII, Προβλ. 8, 3): "δέχομαι την Βαθύλλειον [όρχησιν] του κόρδακος απτομένην" (προτιμώ την τέχνη [όρχηση] του Βάθυλλου, γιατί πλησιάζει τον κόρδακα). Η όρχηση του Πυλάδη περιγραφόταν (Πλούτ. ό.π.) με αυτά τα λόγια: "αποπέμπω την πυλάδειον ογκώδη και παθητικήν και πολύκοπον ούσαν" (απορρίπτω την πυλάδεια [όρχηση], γιατί είναι πομπώδης, παθητική και κουραστική [θρηνώδης, κλαψιάρικη]).

http://www.musipedia.gr/
 
βακτριασμός, αντί μακτρισμός . Συμπεριλαμβάνεται από τον Πολυδεύκη (IV, 101) σ' έναν αριθμό ασελγών χορών, μαζί με τον απόκινο και την απόσειση . Χορευόταν από γυναίκες που στριφογύριζαν τη μέση τους. Στον Αθήναιο χρησιμοποιείται η λ. μακτρισμός .]

Pollux, Onoimasticon

Πολυδεύκη, IV, 101

http://www.archive.org/stream/onomasticon01polluoft#page/n317/mode/1up
 
createlink.gif


βακχείος, μετρικός πους, αποτελούμενος από τρεις συλλαβές, δύο μακρές και μία βραχεία, - - U ή U - -· επίσης, ο πους που αποτελείται από τέσσερις συλλαβές, όπως στο σχήμα - U U - (που λέγεται "βακχείος από τροχαίου", - U), ή U - - U ("βακχείος απ' ιάμβου", U -).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


Βακχείος ο Γέρων, (3ος/4ος αι. μ.Χ.;)· μουσικός θεωρητικός της εποχής του Κωνσταντίνου· έζησε μετά τον Πτολεμαίο (2ος αι. μ.Χ.) και πιθανόν τον τρίτο ή τέταρτο αιώνα. Τίποτε δεν είναι γνωστό για τη ζωή του.
Είναι γνωστός για το βιβλίο του Εισαγωγή Τέχνης Μουσικής. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1623 με λατινική μετάφραση από τον Fed. Morellus, που ονομάζει τον Βακχείο "ιατρό-μαθηματικό", συγχέοντάς τον, πιθανόν, με τον συνώνυμό του από την Τανάγρα (3ος αι. μ.Χ.) εκδότη και σχολιαστή των έργων του Ιπποκράτη. Ο τίτλος της σπάνιας αυτής έκδοσης είναι ο ακόλουθος: BACCHII SENIORIS, iatromathematici, Εισαγωγή sive Introductio Methodica ad Musicam per Dialogismum, Lutetiae [Παρίσι] 1623, σσ. 24, σχ. 8ο. Τον ίδιο χρόνο (1623), το ίδιο ελληνικό κείμενο δημοσιεύτηκε από τον Marine Mersenne στα Παραλειπόμενα (Paralipomena) των Quaestiones Celeberrimae in Genesim (Lutetiae Parisiorum, 1623, σχ. 4ο, σσ. 1887-1891)· στην έκδοση αυτή περιλαμβάνεται και η λατινική μετάφραση του Fed. Morellus.
Η Εισαγωγή του Βακχείου εκδόθηκε αργότερα με λατινική μετάφραση από τον Μάρκο Meibom (Marcus Meibomius, Antiquae musicae auctores septem, graece et latine, Amsterdam 1652, I, vi, σσ. 1-25). To ελληνικό κείμενο εμφανίζεται επίσης στην έκδοση του C. ν. Jan, Musici scriptores Graeci, Λιψία 1895, Τ., VI, σσ. 292-316. Μια γαλλική μετάφραση, με βάση το κείμενο του Meibom, δημοσιεύτηκε με σχόλια από τον Ch. Em. Ruelle, Collection des auteurs grecs relatifs a la musique, V: ("Alypius, Gaudence et Bacchius l'Ancien"), Παρίσι 1895, σσ. 103-140.
Η Εισαγωγή είναι γραμμένη σε διαλογική μορφή και ακολουθεί κυρίως την Αριστοξενική Σχολή (βλ. Αριστόξενος )· σε αυτήν ο Βακχείος εξετάζει λεπτομερώς τα στοιχεία της μουσικής.
Ο Fr. Bellermann στην έκδοσή του του Ανώνυμου (Anonymi scriptio de musica, Βερολίνο 1841) περιλαμβάνει επίσης (σσ. 101-108) μιαν άλλη Εισαγωγή Τέχνης Μουσικής του Βακχείου, με τίτλο Bacchii Senioris, Introductio artis musicae· το κείμενο αυτό είναι ολότελα διαφορετικό από το κείμενο όλων των άλλων εκδόσεων: είναι πιο σύντομο, δεν έχει διαλογική μορφή και ασχολείται κυρίως με την αρμονία. Ο Bellermann λέει ότι το πήρε από πέντε άλλους κώδικες, δύο της Νεάπολης (262, 259) και τρεις του Παρισιού (2458, 2460; 2532). Μερικοί μελετητές αποδίδουν αυτό το κείμενο όχι στον Βακχείο, αλλά σε κάποιον Διονύσιο.
Το ίδιο κείμενο της έκδοσης του Bellermann δημοσιεύτηκε και από τον Α. J. H. Vincent (Notices sur divers manuscripts grecs relatifs a la musique, Παρίσι 1847, σ. 64 κ.ε.).
Βλ. C. ν. Jan, "Bakcheios Geron", Pauly RE ΙΙΙ, στήλ. 2790-2792.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


Βακχυλίδης, (520/518-περ. 450 π.Χ.)· γεννήθηκε στην πόλη Ιουλίς της Κέας και η μητέρα του ήταν αδελφή του Σιμωνίδη . Θεωρείται ένας από τους κύριους εκπρόσωπους της χορικής ποίησης και τοποθετείται αξιολογικά μετά τον Πίνδαρο και τον Σιμωνίδη.
Έχει συνθέσει παρθένεια , προσόδια και παιάνες (Πλούτ. Περί μουσ. 1136F, 17)· επίσης ύμνους , ερωτικά τραγούδια, επιγράμματα, υπορχήματα .
Βλ. Bruno Snell, Bacchylidis Carmina cum Fragmentis, Λιψία 1934, Τ. (10η έκδ. επαυξημένη, 1970)· βλ. επίσης, Lyra Graeca, έκδ. και μτφρ. J. M. Edmonds, τόμ. 3, σσ. 80-223, 75 αποσπ. (Loeb Classical Library, 1931, ανατύπ. 1952). Πρβ. Α. Korte, "Bacchylides", Hermes 53, 1918, σσ. 113-147, και A. Severyns, Bacchylide, Essai biographique, Λιέγη-Παρίσι. 1933.

http://www.musipedia.gr/

~~~~~~~~~~~

Bacchylides [Bakchylidēs]

(b Iulis [now Tzia], Keos; fl c470 BCE). Greek lyric poet. He was a nephew of Simonides and contemporary of Pindar; there are many indications of intense rivalry between the two as composers of victory odes and dithyrambs. Unlike Pindar, Bacchylides had little to say of the power of music; his references are correct but conventional, rendered distinctive only by colourful adjectives. Thus in one of the many victory odes the champion has returned home to the triumphal accompaniment of auloi ‘that delight mortals’ and revel-songs ‘sweetly breathing’ (Edmonds, frag.40.72–3). In another, the sound of the phorminx and ‘clear-ringing’ choruses are alien to war (Edmonds, frag.41.12–15; liguklangēs is one of many Bacchylidean coinages). Two poems begin with references to the barbitos, ‘lyre with many strings’ (Edmonds, frags.70, 71); here the term appears to be used with precision.

Writings

F. Blass, ed.: Bacchylides: Carmina cum fragmentis (Leipzig, 1898, rev. 4/1912 by W. Suess, 5/1934 by B. Snell, 10/1970 by H. Maehler)

R.C. Jebb, ed. and trans.: Bacchylides: The Poems and Fragments (Cambridge, 1905/R)

J.M. Edmonds, ed. and trans.: Lyra graeca, iii (London and Cambridge, MA, 1927, 2/1928/R)

R. Fagles, ed. and trans.: Bacchylides: Complete Poems (New Haven, CT, 1961/R)

D.A. Campbell, ed.: Greek Lyric Poetry (London and New York, 1967, 2/1982)

D.A. Campbell, ed. and trans.: Greek Lyric, iv (Cambridge, MA, and London, 1992), 100–317

Bibliography

O. Crusius: ‘Bakchylides, §§2–3’, Paulys Real-Encyclopädie der classischen Altertumswissenschaft, ii/A (Stuttgart, 1898/R), 2793–801

A. Körte: ‘Bacchylidea’, Hermes, lxiii (1918), 113–47

A. Severyns: Bacchylide: essai biographique (Liège and Paris, 1933)

K. Preisendanz: ‘Bakchylides’, Der kleine Pauly, ed. K. Ziegler and W. Sontheimer, i (Stuttgart, 1964), 810–12

A.P. Burnett: The Art of Bacchylides (Cambridge, MA, and London, 1985)

Warren Anderson/Thomas J. Mathiesen

Grove
 
Last edited:
createlink.gif


βαλανέων, ωδή· τραγούδι αυτών που υπηρετούσαν στο λουτρώνα· βαλανεύς λεγόταν ο ιδιοκτήτης ή ο υπηρέτης του λουτρώνα, που βοηθούσε (κόβοντας την κόμη, τα νύχια κτλ.) αυτούς που λούζονταν· κ. λουτράρης. Πρβλ. Αθήν. ΙΔ', 619Α, 10.

http://www.musipedia.gr/
 
Back
Top