Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

createlink.gif


Δίδυμος, (περ. 63 π.Χ.-10 μ.Χ.)· γραμματικός από την Αλεξάνδρεια, επονομαζόμενος "ο Αλεξανδρεύς". Επονομάστηκε επίσης Χαλκέντερος (ακαταπόνητος, ακούραστος) για την επίμονη εργατικότητά του στη συγγραφή βιβλίων, και Βιβλιολάθας, γιατί, έχοντας συγγράψει τεράστιο αριθμό βιβλίων (κατά τη Σούδα 3500!), δεν μπορούσε να τα θυμάται (Αθήν. Δ', 139C, 17).
Ανάμεσα σε άλλα, έγραψε ένα θεωρητικό βιβλίο μουσικής που χάθηκε· αναφέρεται όμως από τον Πτολεμαίο και τον Πορφύριο · σ' αυτό συζητά τις θεωρίες του Πυθαγόρα . Του αποδίδεται ο καθορισμός του "Διδύμειου κόμματος" ή "κόμματος του Διδύμου" (βλ. λ. κόμμα), που είναι η διαφορά μεταξύ ενός μεγάλου ("μείζονος") τόνου (9:8) και ενός "ελάσσονος" τόνου (10:9), δηλ. 81:80.
Βλ. λ. δίεσις .

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


δίεσις, (από το ρ. διίημι, διαπερνώ, αφήνω κάτι να περάσει)· κοινώς, διαβίβαση, διέλευση.
Στη μουσική ήταν όρος με πολλές σημασίες. Για πολλούς θεωρητικούς σήμαινε το τέταρτο τόνου, και ονομαζόταν δίεσις τεταρτημόριος. Ο Θέων ο Σμυρναίος (87, 2) λέει: "δίεσις, σύμφωνα με τη σχολή του Αριστόξενου, είναι το τέταρτο τόνου, ενώ για τους Πυθαγόρειους δίεσις ονομαζόταν το ημιτόνιο"· βλ. επίσης Μ. Ψελλός, Σύνταγμα, Μουσικής Σύνοψις ηκριβωμένη (Παρίσι 1545, σ. 22).
Από πολλούς συγγραφείς η λ. δίεση χρησιμοποιούνταν γενικά για κάθε διάστημα μικρότερο από το ημιτόνιο ή για το μικρότερο δυνατό διάστημα. Ο Αριστόξενος (Ι, 14 Mb) γράφει: "η φωνή δεν μπορεί να διακρίνει, ούτε η ακοή να ξεχωρίσει, οποιοδήποτε διάστημα μικρότερο από την πιο μικρή δίεση"· αυτό σημαίνει ότι, κατά τον Αριστόξενο, δίεση είναι το ελάχιστο διάστημα που μπορεί να εκτελέσει η φωνή και να συλλάβει το αυτί.
Και ο Αριστείδης (Mb 14, R.P.W.-1.12) επίσης λέει: "δίεση ήταν το ελάχιστο διάστημα της φωνής". Σ' ένα αρχαίο απόσπασμα (Vincent Notices 235-236) καθορίζεται ότι το ελάχιστο διάστημα που μπορεί να γίνει αντιληπτό είναι η δίεση, περίπου ένα τέταρτο τόνου, αλλά σε λόγο 33/32· και είναι ένα διάστημα εξαιρετικά δύσκολο ("χαλεπώτατον") να τραγουδηθεί και όχι από τον καθένα. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Δίδυμου αυτό θα ήταν κάτι μεταξύ 32/31 και 31/30.

Εναρμόνιος δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο εναρμόνιο γένος . Κατά τον Νικόμαχο (Εγχ. 12) είναι το μισό του ημιτονίου: "εναρμόνιος δίεσις, όπερ εστίν ημιτονίου ήμισυ"· και ο Γαυδέντιος (Εισαγ. 5) λέει ότι η εναρμόνιος δίεση είναι ίση προς το τέταρτο του τόνου· και άλλοι θεωρητικοί συμφωνούν σ' αυτό.

Χρωματική δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο χρωματικό γένος . Ο Γαυδέντιος, ακολουθώντας τον Αριστόξενο, εκτιμά (καθορίζει) την ελάχιστη χρωματική δίεση (δίεσις χρωματική ελαχίστη) ως ίση προς το 1/3 του τόνου (δίεσις τριτημόριος)· βλ. στο λ. χρωματικόν γένος τις απόψεις του Αριστόξενου· επίσης, Αρμ. Στοιχ. II, 50 Mb.

Ημιόλιος δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο ημιόλιο χρωματικό γένος· είναι ίση προς μία και μισή εναρμόνια δίεση, δηλ. αφού η εναρμόνια δίεση είναι 1/4 του τόνου, η ημιόλια θα είναι 1/4 + 1/8 = 3/8 του τόνου. Ο Mart. Cap. (De Mus. Mb 179) επίσης λέει ότι η ημιόλια δίεση είναι ίση προς 1/4 του τόνου και το μισό του 1/4 (1/8), δηλ. 3/8 ή 9/24 του τόνου.
Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 7) λέει: "ας υποθέσουμε πως ο τόνος διαιρείται σε δώδεκα ελάχιστα μόρια, το καθένα από τα οποία ονομάζεται δωδεκατημόριο (1/12) ... το ημιτόνιο θα είναι 6/12, και η δίεση, η λεγόμενη τεταρτημόριος (ένα τέταρτο του τόνου) θα έχει 3/12 και η τριτημόριος (ένα τρίτο του τόνου) θα έχει 4/12"·

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


δίζυγοι, ή δίζυγες αυλοί· διπλός αυλός, δίδυμοι αυλοί. Η λ. δίζυξ σήμαινε ζευγαρωμένος με έναν άλλο, επομένως διπλός. Νόννος (Διονυσιακά VΙΙΙ, 17): "ει κτύπος ουρεσίφοιτος ακούετο δίζυγος αυ λού..." (αν ακουγόταν ο βουνίσιος τόνος του δίαυλου).
Βλ. τα λ. δίαυλος και αυλός .
Σημ. Στον εν. διζυγής, δίζυγος και δίζυξ· έχουν και τα τρία την ίδια σημασία.
Δίζυξ χαλκός· ζευγάρι κυμβάλων (πιάτα, piatti) ή καστανιέτες.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


διθύραμβος, λυρικό τραγούδι ενθουσιαστικού χαρακτήρα προς τιμήν του Διόνυσου· το θέμα του ήταν αρχικά η γέννηση του Βάκχου, αλλά αργότερα το πλαίσιο έγινε πλατύτερο. Η λέξη διθύραμβος εμφανίζεται για πρώτη φορά σ' ένα απόσπασμα του Αρχίλοχου (Bergk PLG II, απόσπ. 76 [38], σ. 404, και Α. Diehl Anthol. Lyr. Gr. απόσπ. 77, σ. 233): "ως Διώνυσ' άνακτος καλόν. εξάρξαι μέλος οίδα διθύραμβον" (γιατί ξέρω να αρχίσω το ωραίο τραγούδι του άνακτα Διόνυσου, το διθύραμβο· Αθήν. ΙΔ', 628Α, 24). Το ρ. διθυραμβώ = τραγουδώ διθυράμβους· στο ίδιο: "οι παλαιοί σπένδοντες ουκ αιεί διθυραμβού σι" (οι αρχαίοι δεν τραγουδούν πάντα διθυράμβους όταν κάνουν σπονδές). Στην αρχή ο διθύραμβος αυτοσχεδιαζόταν κατά τη διάρκεια των ανοιξιάτικων τελετών του Διόνυσου στην Αττική, Σικυώνα, Κόρινθο και αλλού. Ο Αρίων ήταν ο πρώτος που ρύθμισε το διθύραμβο σε στροφές και αντιστροφές, χορωδίες και σόλι (των χορηγών ή κορυφαίων )· βλ. λ. αναβολή.
Η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη. Ο Πρόκλος (Χρηστομ. XII) ισχυρίζεται ότι ο διθύραμβος πήρε το όνομά του από τον "Διθύραμβο" Διόνυσο· το επίθετο "Διθύραμβος" δόθηκε στον Διόνυσο γιατί γεννήθηκε δύο φορές, μία από τη Σεμέλη και δεύτερη φορά από το μηρό του Δία. ’Αλλη υπόθεση ήταν ότι η λέξη προήλθε από το: δις + θύρα + βαίνω.
Ο ποιητής-συνθέτης διθυράμβων ονομαζόταν διθυραμβοποιός και διθυραμβογράφος, και η τέχνη της σύνθεσης διθυράμβων, διθυραμβοποιητική. Το ποιητικό είδος του διθυράμβου λεγόταν διθυραμβικόν είδος, καθώς και διθυραμβική ποίησις. Διθυραμβοδιδάσκαλος ήταν ο διθυραμβικός ποιητής που γύμναζε τον δικό του χορό.

Βιβλιογραφία:
Ο. Crusius, "Dithyrambos", Pauly RE V (IX), 1903, στήλ. 1203-1230.
Helmut Schonewolf, Der jungattische Dithyrambos, Gnessen. 1938.
Sir Arthur W. Pickard-Cambridge, Dithyramb, Tragedy and Comedy, Οξφόρδη 1927.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


Διόδωρος, ο Θηβαίος (5ος αι. π.Χ.;)· εξέχων αυλητής της θηβαϊκής σχολής. Υπήρξε, πιθανόν, σύγχρονος του Πρόνομου και το ονομά του αναφέρεται ανάμεσα στους καινοτόμους αυλητές της εποχής. Όπως γράφει ο Πολυδεύκης (IV, 80), αύξησε τις τρύπες (τρήματα
)του αυλού: "και τέως μεν, τέτταρα τρυπήματα είχεν ο αυλός, πολύτρητον δ' αυτόν εποίησε Διόδωρος ο Θηβαίος, πλαγίας ανοίξας τω πνεύματι τάς οδούς" (και μέχρι τότε ο αυλός είχε τέσσερις τρύπες, αλλά ο Διόδωρος ο Θηβαίος τον έκανε πολύτρητο [με πολλές τρύπες], ανοίγοντας πλάγιες οδούς για τον αέρα).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


Διονύσιος, (τέλη 5ου / αρχές 4ου αι. π.Χ.)· λυρικός ποιητής και μουσικός από τη Θήβα. Αναφέρεται από τον Αριστόξενο (Πλούτ. Περί μουσ. 1142Β, 31) ανάμεσα στους διακεκριμένους λυρικούς ποιητές, μαζί με τους Πίνδαρο , Λάμπρο και Πρατίνα . Ως μουσικός θεωρούνταν ίσος με τον Δάμωνα · σύμφωνα με τον Th. Reinach, δίδαξε στον Επαμεινώνδα την κιθαριστική και την κιθαρωδία (βλ. Η. Weil-Th. Reinach, Plut. mus. σ. 128, σημ. στην § 317)

-Διονύσιος· μουσικός αβέβαιης εποχής, στον οποίο αποδίδονται oι Ύμνοι στη Μούσα (Καλλιόπη) και στον Ήλιο· η σύνθεσή τους τοποθετείται στον 2ο αι. μ.Χ. (πρβ. Fr. Bellermann, Die Hymnen der Dionysius und Mesomedes, Βερολίνο 1840, σσ. 67-78).
Βλ. λ. λείψανα ελληνικής μουσικής (αρ. 8, 9).

-Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (1ος αι. π.Χ.)· Ιστορικός και δάσκαλος της ρητορικής. Ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά γραπτά του για διάφορα θέματα (Ρωμαϊκή αρχαιολογία, Περί των αρχαίων ρητόρων κτλ.), το έργο του Περί συνθέσεως ονομάτων περιέχει πλούσιο μουσικό υλικό. Βλ. Pauly RE V (IX), "Dionysios" (αρ. 113, στήλ. 934-971, άρθρο του Raderma-cher)· βλ. λ. Ευριπίδης .

-Διονύσιος Αλικαρνασσεύς ο Μουσικός (2ος αι. μ.Χ.)· σοφιστής και μουσικός που έζησε τον καιρό της βασιλείας του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) και έμεινε γνωστός ως Διονύσιος ο Μουσικός. Σύμφωνα με τη Σούδα έγραψε μια Ιστορία της μουσικής (σε 36 τόμους)· επίσης, Περί μουσικής παιδείας ή διατριβών (βιβλ. 22), Τίνα μουσικώς είρηται εν τη Πλάτωνος Πολιτεία (βιβλ. 5), Περί ομοιοτήτων. Όλα αυτά τα έργα χάθηκαν. Στον Διον. Αλικαρνασσέα αποδίδονται από τον R. Westphal και άλλους οι δύο Ύμνοι που αναφέρονται πιο πάνω (Διονύσιος), ή ο Ύμνος στη Μούσα μόνο. Το όνομα του "Διονυσίου του Γέροντος" αναφέρεται σε μερικά χειρόγραφα.
Βλ. Pauly RE V (IX), "Dionysios" (αρ. 142).

-Διονύσιος ο Ίαμβος (3ος αι. π.Χ.)· γραμματικός και ποιητής. Κατά τον Σωτήριχο (Πλούτ. 1136C, 15) ο Διονύσιος αυτός απέδιδε την επινόηση της λυδικής αρμονίας στον Τόρηβο .

-Διονύσιος (4ος αι. μ.Χ.)· μουσικός της εποχής του Κωνσταντίνου. Έγραψε ένα βιβλίο Περί μουσικής τέχνης.
Βλ. Pauly RE V, 1, "Dionysios" (αρ. 149).

-Διονύσιος· μουσικός που αναφέρεται από τον Πορφύριο (Comment. 219) ως συγγραφέας ενός βιβλίου Περί ομοιοτήτων, όπου εξετάζεται η επίδραση του αριθμού στη ρυθμική και της ρυθμικής στη μελοποιία .
Βλ. Pauly RE V, 1, "Dionysios" (αρ. 150).

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


Διονυσόδωρος, (4ος αι. π.Χ.)· περίφημος συνθέτης και αυλητής · σύγχρονος και αντίπαλος του Ισμηνία , άλλου πολύ γνωστού αυλητή. Ο Διογ. Λαέρτιος (Δ', 4, 22) λέει ότι ο Διονυσόδωρος καυχιόταν πως τα κρούματά του (οργανικές μελωδίες, κομμάτια) δεν ακούγονταν όπου να 'ναι, πάνω σε πλοία ή στη βρύση, όπως του Ισμηνία (Περί βίων, δογμάτων και αποφθεγμάτων, εκδ. R. D. Hicks, τόμ. Ι, σ. 399).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


διπλούν, σύστημα· διπλό σύστημα· σε αντιδιαστολή προς το απλό σύστημα, το διπλό θα μπορούσε να θεωρηθεί "μετατροπικό". Σύμφωνα με τον Κλεονείδη (Εισαγ. 11, C.v.J. 201, Mb 18) διπλά συστήματα ήταν εκείνα που τονίζονταν προς δύο μέσες ("διπλά [συστήματα] τα προς δύο [μέσας ήρμοσμένα]"). Ο Αριστόξενος (II, 40, 20 Mb) χρησιμοποιεί τον ορο μετάβολον ("μεταβολήν έχον") για το σύστημα που δεν είναι απλό.
Βλ. Αριστόξ. ΙΙ, 38, 8 Mb. Επίσης τα λ. απλούν και σύστημα .

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


διποδία, και διποδισμός· (α) είδος λακωνικού χορού. Πολυδ. (IV, 102): "και διποδία δε, όρχημα Λακωνικόν". Ησ.: "διποδία· είδος ορχήσεως, οι δε διποδισμός".
Βλ. επίσης [URL="http://analogion.com/forum/showthread.php?p=81125&highlight=%C1%E8%DE%ED%E1%E9%EF%F2#post81125"]Αθήν.[/URL] ΙΔ', 630Α, 27.
Το ρ. διποδιάζω συναντάται με τη σημασία του χορεύω το χορό διποδία.
(β) διποδία, γενικά, ήταν η ένωση δύο μετρικών ποδών · επίσης, το να έχει κανείς δύο πόδια.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


δίσκος, γκόνγκ. Μετάλλινος δίσκος με μια τρύπα στη μέση, που τον κρεμούσαν από ένα κορδόνι και τον χτυπούσαν με ένα σφυρί (πρβ. Sext. Empir. Προς Μαθηματικούς V, 28). Ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος Ίππασος ο Μεταποντίνος εφεύρε μια αρμονία

(σειρά) με τέσσερις δίσκους με την ίδια διάμετρο, αλλά διαφορετική και καλά υπολογισμένη πυκνότητα (πάχος), με την οποία μπορούσε να παράγει την 4η, την 5η και την 8η. Πρβ. Sachs Hist. 149-150.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


δίτονον, διάστημα που περιέχει δύο τόνους. Επίσης, δίτονος. Το δίτονο ήταν: (α) απλό διάστημα στο εναρμόνιο γένος : mi - mi+1/4 - fa - la· με την έννοια ότι ανάμεσα στις δύο τους νότες δεν μπορεί να υπάρχει καμιά άλλη νότα, στο ίδιο γένος·
(β) σύνθετο διάστημα στο διατονικό γένος : mi - fa - sol - la.
Δίτονος λιχανός· η λιχανός του εναρμόνιου γένους που είναι σε απόσταση δύο τόνων από τη μέση (στο παρ. α' παραπάνω, λιχανός είναι το fa που απέχει από τη μέση la δύο τόνους)· Αριστόξ. (Ι, 23, 4 Mb): "Ότι δ' έστι μελοποιΐα διτόνου λιχανού δεομένη..." (ότι υπάρχει ένα είδος μελοποιίας που απαιτεί να είναι η λιχανός σε απόσταση δύο τόνων από τη μέση).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


δίχορδος, (επίθ.)· με δύο χορδές. Σώπατρος: "δίχορδος πήκτις". Ο κωμικός Εύφρων σ' ένα σωζόμενο απόσπασμα, από την κωμωδία του Αδελφοί (Th. Kock CAF III, 318) λέει: "και προς το δίχορδον ετερέτιζες" (κελαηδούσες [μουρμουρίζοντας] με συνοδεία του διχόρδου). Στο απόσπασμα αυτό, το δίχορδον είναι ουσ. και αναφέρεται σ' ένα δίχορδο όργανο.

συν. δίχορδον

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


διωρισμένοι, φθόγγοι· μη συνεχείς φθόγγοι (από το ρ. διορίζω, χωρίζω, διαχωρίζω). Τη λέξη τη συναντούμε στον Πορφύριο (Comment. Wallis III, 285, I.D. 112), ο οποίος σχολιάζοντας τις απόψεις του Πτολεμαίου για τους ισότονους [βλ. ισοτονία ] και ανισότονους φθόγγους καθορίζει ότι από τους ανισότονους (αυτούς που έχουν διαφορετικό υψος) "άλλοι είναι συνεχείς και άλλοι είναι διωρισμένοι" (δηλ. μη συνεχείς, προχωρούν με πηδήματα, με διαστήματα μεγαλύτερα της 2ας, στο διατονικό λ.χ. γένος).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


δόναξ, (α) είδος μικρού λεπτού καλαμιού. Κομμάτια δόνακα χρησιμοποιούνταν μέσα στο ηχείο της λύρας για να υποβαστάζουν τη μεμβράνη (βλ. λύρα .): αυτός ο δόνακας ονομαζόταν δόναξ υπολύριος· Πολυδ. (IV, 62): "και δόνακα δέ τίνα υπολύριον οι κωμικοί ωνόμαζον, ως πάλαι αντί κεράτων υπότιθέμενον ταις λύραις" (και οι κωμικοί ονόμαζαν κάποιο δόνακα [καλάμι] υπολύριο, που τον παλιό καιρό τον τοποθετούσαν στις λύρες στη θέση των κεράτων).
Και ο Αριστοφάνης μιλά γι' αυτό στους Βατράχους (232-233): "ένεκα δόνακος, όν υπολύριον ένυδρον εν λίμναις τρέφω" (εξαιτίας του υπολύριου δόνακα, που τρέφω στα νερά των λιμνών).
(β) Το λεπτό καλάμι που, καθώς λέγεται, χρησίμευε για την κατασκευή συρίγγων . Ευστ. (Παρεκβολαί... 1165, 23): "και δοκούσιν εκ δονάκων μεν σύριγγες γίγνεσθαι, αυλοί δε εκ καλάμων". Από δόνακα γίνονταν και οι αυλητικές γλωσσίδες (βλ. λ. κάλαμος )· πρβ. Drachmann Schol. Pind. Carm. 12ος Πυθιόνικος (τόμ. II, σ. 268).
(γ) δόναξ λεγόταν και η σύριγγα ή ποιμενικός αυλός. Ιμέριος (Λόγοι 15, 674): "αυλοίς επηχών ή δόναξι" (παίζοντας αυλούς ή δόνακες). Αθήν. (Γ', 90D): "οι δέ σωλήνες... προς τινων δε αυλοί και δόνακες" (και οι σωλήνες... που μερικοί ονόμαζαν αυλούς και δόνακες).
Βλ. επίσης Ησ. στο λ. "δονάκων".

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
Back
Top