έγχορδα, όργανα· ήταν πολλά σε χρήση στην αρχαία Ελλάδα και διέφεραν στο σχήμα, το μέγεθος, την έκταση και το όνομα. H βασική αρχή, που κυριαρχούσε σχεδόν σε όλα, ήταν ότι οι
χορδές εκτείνονταν και παίζονταν (με τα δάχτυλα ή με
πλήκτρο) στο κενό (τα όργανα δεν είχαν χέρι) και κάθε χορδή έδινε έναν ήχο. Οι Έλληνες δε γνώριζαν τη χρήση του τόξου (δοξαριού)· ο ήχος παραγόταν με χτύπημα πάνω στις χορδές είτε απευθείας με τα δάχτυλα, είτε με τη χρήση ενός πλήκτρου. Μερικά όργανα με χέρι, όπως το
μονόχορδον , χρησιμοποιούνταν για επιστημονικούς σκοπούς· άλλα, όπως η
πανδούρα
ή το
τρίχορδον, ήταν πιο γνωστά στην Αλεξάνδρεια.
Υπήρχαν διάφορες ονομασίες για τα έγχορδα όργανα: εκτός από τη λ. έγχορδα, συναντούμε συχνά τους όρους
κρουόμενα (από το ρ. κρούω, χτυπώ) και
εντατά (τεντωμένα)·
Αθήν. Δ', 174Ε, 75. Ο
Πολυδεύκης (IV, 58) δίνει επίσης τους όρους:
πληττόμενα (από το πλήττω, χτυπώ) και επιπληττόμενα (από το επιπλήττω, χτυπώ πάνω [στη χορδή]).
Τα έγχορδα θα μπορούσαν να διαιρεθούν σε διάφορες κατηγορίες· οι κύριες είναι οι ακόλουθες:
(α) η οικογένεια της
λύρας και της
κιθάρας , στην οποία ανήκαν η
φόρμιγξ , η
κίθαρις και η
βάρβιτος . Τα όργανα αυτά είχαν χορδές ίσες στο μήκος, αλλά διαφορετικές (υποτίθεται) σε πάχος, όγκο και ένταση. Διέφεραν ελαφρά μεταξύ τους ως προς την έκταση του ύψους, την κατασκευή του ηχείου κτλ., και παίζονταν είτε με τα δάχτυλα, είτε με τη βοήθεια ενός πλήκτρου.
(β) η οικογένεια του
ψαλτηρίου . Τα όργανα αυτής της οικογένειας ήταν ξενικής προέλευσης και παίζονταν με δάχτυλα μόνο· γι' αυτό και η γενική ονομασία ψαλτήριον (από το ρ. ψάλλω, που σήμαινε χτυπώ με τα δάχτυλα). Ονομάζονταν επίσης και επιβαλλόμενα και ψαλτικά. Σε αυτή την οικογένεια ανήκαν κυρίως, εκτός από το ψαλτήριο το ίδιο, η
μάγαδις, η
πήκτις
η
σαμβύκη και ο
φοίνιξ ή
φοινίκιον ή
λυροφοίνιξ . Φαίνεται πως τα όργανα αυτά δεν είχαν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσά τους και αυτός είναι ο λόγος που πολλοί αρχαίοι συγγραφείς τα συγχύζουν συχνά. Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν και δύο άλλα όργανα ελληνικής καταγωγής, το
επιγόνειον και το
σιμίκιον . Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν ακόμα και διάφορα όργανα με χορδές διαφορετικού μήκους, όπως το
τρίγωνον.
(γ) η
οικογένεια του λαούτου (όργανα με βραχίονα η χέρι) αντιπροσωπεύεται μόνο από το
τρίχορδον
-
πανδούρα που αποτελεί μια απομονωμένη μάλλον περίπτωση.
Πολλοί μελετητές προτιμούν την ταξινόμηση των έγχορδων οργάνων: στην οικογένεια λύρας-κιθάρας, την οικογένεια της "άρπας " και την οικογένεια του λαούτου.
Τα όργανα της οικογένειας λύρας-κιθάρας είχαν ένα μάλλον περιορισμένο αριθμό χορδών, που σπάνια ξεπερνούσε τις δώδεκα (βλ. λ. λύρα ), ενώ εκείνα της οικογένειας του ψαλτηρίου είχαν πάντα μεγάλο αριθμό χορδών (μέχρι σαράντα). Αυτά τα όργανα ονομάζονταν
πολύχορδα , ιδιαίτερα από τον
Πλάτωνα που τα καταδίκαζε (Πολιτ. Γ', 399D). Ο
Αριστόξενος τα λέει "
έκφυλα όργανα", δηλ. ξένα (FHG ΙΙ, 286, απόσπ. 64· Αθήν. Δ', 182F, 80). Τέτοια ήταν ο
φοίνιξ, η
πήκτις, η
μάγαδις, η
σαμβύκη, το
τρίγωνον, ο
κλεψίαμβος
, ο (σ)
κινδαψός και το
εννεάχορδον.
Σημείωση: Ο Κ. Sachs (Hist. of Mus. Instr. σ. 137) πιστεύει πως μερικές φράσεις στον
Αριστοτέλη, τον
Πολυδεύκη και τον Ιόβα πιθανόν να υπονοούν την ύπαρξη
zithers (τσίτερς, από τη λατιν. λ. cithara). Όργανα με μεγάλο αριθμό χορδών, όπως το
σιμίκιο και το επιγόνειο, μπορεί να ήταν τσίτερς σε σχήμα τραπεζίου, υποθέτει ο Sachs. Βλ. λ. επιγόνειον .
Βιβλιογραφία:
Η. Abert, "Saiteninstrumente", Pauly RE, Στουτγάρδη, 1920· 2η σειρά, Ι, στήλ. 1760-1767.
Μ. Wegner, Das Musikleben der Griechen, Βερολίνο 1949· "Saiteninstrumente", σ. 28 κέ.
Μ. Wegner, "Griechische Instrumente und Musikbrauche", Die Musik in Gesch. und Gegenward, Kassel 1956, τόμ. V, στήλη 865 κέ.
Για πρόσθετη βιβλιογραφία βλ. τα λ. λύρα και μουσική.
http://www.musipedia.gr/[/QUOTE]