αυλός, το πιο σημαντικό
πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Μόνο του ή σε συνδυασμό με τη
φωνή ή με
έγχορδα όργανα, ιδιαίτερα την
κιθάρα , έπαιξε ξεχωριστό ρόλο στην κοινωνική ζωή. Χρησιμοποιούνταν σε πολλές τελετές, κυρίως στις τελετές προς τιμήν του Διόνυσου, σε πομπές, στο δράμα, στους εθνικούς
Αγώνες, στα
συμπόσια· συνόδευε τους περισσότερους
χορούς (θρησκευτικούς, κοινωνικούς, λαϊκούς), ρύθμιζε τις κινήσεις των κωπηλατών (βλ. λ.
τριηραύλης ) και το βήμα των στρατιωτών (βλ. λ.
εμβατήριον μέλος ).
Ιστορία. Η καταγωγή του αυλού δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί. Σύμφωνα με πολλές αρχαίες πηγές, ήρθε από τη Μικρά Ασία και, ειδικά, από τη Φρυγία. Το όνομα του αυλού (ως μουσικού οργάνου) εμφανίζεται δύο φορές στην Ιλιάδα, την πρώτη ως όργανο των Τρώων (Κ 12-13): "θαύμαζεν [Αγαμέμνων] πυρά πολλά τα καίετο Ιλιόθι προ, αυλών,
συριγγών τ' ένοπήν ιμαδόν τ' ανθρώπων" ("τις πλήθιες τις φωνές θαυμάζουνταν [ο Αγαμέμνων], που ομπρός στο κάστρο ανάβαν, και της φλογέρας [του αυλού] τα λαλήματα, και των αντρών το μούγκρος"· μτφρ. Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή). Τη δεύτερη φορά, μαζί με
φόρμιγγες (Σ 494-495), στην περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα: "κούροι δ'
ορχηστήρες εν δ' άρα τοίσιν αυλοί, φόρμιγγες τε
βοήν έχον" (κι οι νέοι στριφογύριζαν στο χορό κι ανάμεσά τους αυλοί και φόρμιγγες ηχούσαν).
Μια από τις πιο παλιές πηγές για την προέλευση του αυλού είναι ίσως το
Πάριο Χρονικό (ή Μάρμαρο), που λέει (στ. 10, εκδ. F. Jacoby) ότι "ο Φρύγας
Ύαγνις πρώτος εφεύρε τον αυλό στις Κελαινές [της Φρυγίας] και έπαιξε σ' αυτόν τη
φρυγική αρμονία
". Σύμφωνα με το συγγραφέα Αλέξανδρο, στο βιβλίο του Συναγωγή (Συλλογή) των περί Φρυγίας (
Πλούτ. Περί μουσ. 1132F, 5), ο Ύαγνις ήταν ο πρώτος που έπαιξε τον αυλό [που αύλησε] ("Ύαγνιν δε πρώτον αυλήσαι") και έπειτα από αυτόν ο γιος του
Μαρσύας και κατόπι ο
Όλυμπος (1133F, 7).
Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, τον αυλό τον εφεύρε η θεά Αθηνά, αλλά βλέποντας στην αντανάκλαση των νερών ότι το πρόσωπό της παραμορφωνόταν, τον πέταξε μακριά· ο αυλός έπεσε στη Φρυγία και τον βρήκε ο Μαρσύας. Αυτή η παράδοση, που τείνει να καθιερώσει την ελληνική καταγωγή του αυλού, δημιουργήθηκε πιθανότατα αργότερα από το μύθο του αγώνα
Απόλλωνα-Μαρσύα (βλ. Πλούτ. Περί αοργησίας 456B-D, 6-7·
Πίνδ. 12ος Πυθιόνικος και Α.Β. Drachmann, Schol. Pind. Carm., Λιψία 1910, σ. 265).
Το πιο πιθανό, οπωσδήποτε, είναι ότι ο αυλός υπό κάποια μορφή ήταν γνωστός στην Ελλάδα από την πιο μακρινή εποχή, αλλά η αυλητική τέχνη εξελίχτηκε με την επίδραση και την ώθηση των αυλητών από τη Φρυγία.
Κατασκευή. Το κύριο σώμα του αυλού ήταν ένας σωλήνας (ο
βόμβυξ), σε σχήμα κυλινδρικό, που κατέληγε καμιά φορά στην άκρη σε έναν ανοιχτό, ελαφρά διευρυμένο μικρό "
κώδωνα" (καμπάνα). Ο σωλήνας κατασκευαζόταν από
καλάμι ή από πυξάρι ή ξύλο λωτού, από κόκαλο ελαφιού, κέρατο, ελεφαντόδοντο ή κατεργασμένο χαλκό, και είχε τρύπες που λέγονταν
τρήματα ή τρυπήματα· ο
Πολυδεύκης (IV, 71) λέει: "Η δε ύλη των αυλών κάλαμος, ή χαλκός, ή πύξος ή λωτός ή κέρας ή οστούν ελάφου ή δάφνης της χαμαιζήλου, την εντεριώνην αφηρημένος". Οι πρώτοι αυλοί είχαν τέσσερις ή και τρεις τρύπες ακόμα. Αργότερα ο αριθμός αυξήθηκε ως τις 15, έτσι που η έκταση του ύψους του αυλού έφτασε τις δύο οκτάβες. Επειδή οι τρύπες ήταν περισσότερες από τα εννιά ή οκτώ δάχτυλα που χρησιμοποιούνταν για να τις ανοιγοκλείνουν (ο αντίχειρας του αριστερού χεριού έκλεινε την επάνω τρύπα, που ήταν από πίσω, και ο αντίχειρας του δεξιού κρατούσε το όργανο), η Θηβαϊκή Σχολή (με επικεφαλής τον
Πρόνομο ) επινόησε ειδικά μεταλλικά κλειδιά ή κρίκους, δαχτυλίδια, από χαλκό ή ορείχαλκο (βλ. λ.
βόμβυξ). Το μήκος του σωλήνα, επίσης, αυξήθηκε από τη Θηβαϊκή Σχολή, η οποία συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην εξάπλωση της αυλητικής τέχνης τον 5ο/4ο αι. π.Χ.· γενικά, μπορεί να ειπωθεί ότι το μήκος ποίκιλλε ανάλογα με το ύψος και το είδος του αυλού. Στο επάνω άκρο έμπαινε το επιστόμιο, που αποτελούνταν από τον
όλμον και το
υφόλμιον , το οποίο υποβάσταζε τον όλμο. Στον όλμο έμπαινε η
γλωσσίδα .
Το θέμα αν η γλωσσίδα ήταν απλή η διπλή προκάλεσε πολλές συζητήσεις, ανάμεσα σε ειδικούς. Πλείστοι από αυτούς υποστηρίζουν ότι η γλωσσίδα ήταν διπλή· άλλοι ότι η διπλή γλωσσίδα ήταν σε χρήση ως την εποχή του
Αντιγενίδα (5ος/4ος αι. π.Χ.) και έδωσε κατόπι τη θέση της στην απλή γλωσσίδα, (Κ. Schlesinger, The Greek Aulos, σ. 45 κ.ε.). Έτσι, φαίνεται πολύ πιθανό ότι οι Έλληνες γνώρισαν και τους δύο τύπους, τη διπλή και την απλή γλωσσίδα (διπλή όπως στο όμποε και απλή όπως στο κλαρινέτο).
Η γλωσσίδα ονομαζόταν γλωττίς , γλωσσίς, γλώττα ή γλώσσα, και κατασκευαζόταν από καλάμι (βλ. τα λ. συγκροτητικαί γλώτται και κάλαμος). Φαίνεται ότι χρειαζόταν κάποια δύναμη για να φυσήξει κανείς στον αυλό και οι αυλητές συνήθιζαν να βάζουν μια δερμάτινη λωρίδα, που λεγόταν
φορβειά · η φορβειά περνούσε πάνω από τις παρειές, αφήνοντας ένα άνοιγμα μπροστά στο στόμα για να επιτρέπει την είσοδο του επιστομίου και το φύσημα, και δενόταν πίσω από το κεφάλι. Φαίνεται συχνά σε αγγειογραφίες.
Συνήθως ο αυλός χρησιμοποιούνταν σε ζευγάρι· οι δύο αυλοί λέγονταν
δίαυλος ή δίδυμοι αυλοί, δικάλαμος και
δίζυγοι ή δίζυγες αυλοί· καθένας είχε το δικό του επιστόμιο. Οι σωλήνες των δύο αυλών είχαν άλλοτε το ίδιο μήκος, άλλοτε ο ένας ήταν μακρύτερος από τον άλλο. Ο
Πολυδεύκης (IV, 80) γράφει: "Και το μεν
γαμήλιον αύλημα δύο αυλοί ήσαν, μείζων άτερος, συμφωνίαν απο τελούντες, οι δε παροίνιοι, σμικροί μεν ίσοι δ' άμφω" (Και το "γαμήλιον αύλημα" [το εκτελούσαν] δύο αυλοί, από τους όποιους ο ένας ήταν μακρύτερος, και σχημάτιζαν
συμφωνία· και οι αυλοί που έπαιζαν στα συμπόσια ήταν μικροί αλλά ίσοι στο μήκος).
Το θέμα της χρήσης του διπλού αυλού είναι ένα ακόμα άλυτο πρόβλημα. Μερικοί έχουν υποστηρίξει πως έπαιζαν και οι δύο σε
ταυτοφωνία (όταν το μήκος τους ήταν ίσο) ή ο ένας έπαιζε τη μελωδία, ενώ ο άλλος κρατούσε έναν
ισοκράτη (στην περίπτωση των άνισων αυλών).
Είδη αυλών. Υπήρχαν πολλά είδη αυλού, που θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε κατηγορίες ή τάξεις ανάλογα με την έκταση του ύψους, την προέλευση, το χαρακτήρα, κτλ.
(α) Διαίρεση ως προς την έκταση του ύψους
Σύμφωνα με τον γραμματικό
Δίδυμο (1ος αι. μ.Χ., Αθήν. ΙΔ', 634E-F, 36 και FHG II, 286, απόσπ. 67), ο
Αριστόξενος στο χαμένο βιβλίο του Περί αυλών τρήσεως αναγνώριζε πέντε γένη (είδη, τάξεις) αυλού, που ήταν τα ακόλουθα:
1.
Παρθένιοι·
2.
Παιδικοί·
3.
Κιθαριστήριοι (συνοδοί της κιθάρας)·
4.
Τέλειοι·
5. Υπερτέλειοι.
Αν λάβουμε υπόψη: α) ότι οι δύο τελευταίες τάξεις (4, 5) ονομάζονταν "ανδρείοι" (ανδρικοί),
β) ότι ο Αριστόξενος γράφει ότι τα ψηλότερα από τα πνευστά όργανα ήταν οι παρθένιοι (αρ. 1) και τα χαμηλότερα οι υπερτέλειοι (αρ. 5), και γ) ότι ανάμεσα, στα δύο άκρα υπήρχε μια απόσταση τριών οκτάβων (Αριστόξ. Αρμ. 20-21 Mb), μπορούμε με αρκετή ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι η διαίρεση έγινε σύμφωνα με την έκταση του ύψους. Έτσι, οι πρώτοι (αρ. 1) αντιστοιχούσαν στη σοπράνο, οι δεύτεροι στη μέτζο-σοπράνο, οι τρίτοι στην κοντράλτο, οι τέταρτοι στον τενόρο και οι πέμπτοι στον μπάσο.
(Πρβ.
Αθήν. Δ', 176F, 79· Gev. Ι, 235, II, 272 κ.ε.).
(β) Διαίρεση ως προς την προέλευση
1. Φρυγικός αυλός, ονομαζόμενος και
έλυμος ·
2. Λυδικός αυλός (Λυδός μάγαδις αυλός)·
3.
Λιβυκός αυλός (Λίβυς αυλός)·
επίσης
Τυρρηνικός (Τυρρηνός ), Θηβαϊκός, Βοιωτικός, Κρητικός κτλ.
(γ) Διαίρεση ως προς το υλικό κατασκευής
1. Καλάμινος ή απλά
κάλαμος, κατασκευασμένος από καλάμι· ο
τιτύρινος αυλός ήταν μια παραλλαγή του.
2. πύξινος, από πυξάρι·
3. λώτινος, από ξύλο λωτού· επίσης και
φώτιγξ ·
4. κεράτινος, από κέρατο·
5. ελεφάντινος, από ελεφαντόδοντο
6. χαλκήλατος, από κατεργασμένο χαλκό.
(δ) Διαίρεση ως προς το χαρακτήρα και τη χρήση
Πολλά είδη αυλού ανήκουν σε αυτή την κατηγορία· αναφέρουμε μερικούς, που εξετάζονται άλλου:
γίγγρας,
κιθαριστήριος (βλ. επίσης κατηγορία α),
εμβατήριος ,
γαμήλιος,
πυθικός, παροίνιος κτλ.
(ε) Διαίρεση ως προς το σχήμα και την παραγωγή του ήχου
1.
μόναυλος
· μονοκάλαμος·
2. διπλός αυλός (
δίαυλος)·
3.
πλαγίαυλος.
Διάφορα επίθετα δόθηκαν στον αυλό, όπως τα ακόλουθα:
δίοπος, που έχει δύο τρύπες·
ημίοπος, που έχει μισό αριθμό τρυπών·
καλλιβόας, με ωραίο τόνο·
μεσόκοπος, μέσου μεγέθους·
παράτρητος, τρυπημένος στα πλάγια·
πολύτρητος, που έχει πολλές τρύπες·
υπότρητος, τρυπημένος από κάτω.
Ο Πολυδεύκης (IV, 67) δίνει μια ολόκληρη και ενδιαφέρουσα σειρά χαρακτηριστικών επιθέτων:
πολυκαμπής· πολύκαμπτος· πολυδιακοσμημένος·
πολύκομπος, ηχηρός·
πολυμελής και πολυμελπής, που δίνει (μπορεί να δώσει) πολλές μελωδίες·
πολυμήκης, με μεγάλο μήκος
πολύφθογγος και πολύφωνος, που παράγει πολλούς τόνους, ήχους. Ο Πλάτων ονόμασε τον αυλό, κατ' αναλογία με τα έγχορδα όργανα,
[URL="http://analogion.com/forum/showthread.php?p=92251&highlight=%D0%EB%DC%F4%F9%ED#post92251"]πολυχορδότατο[/URL] (που έχει πολλές χορδές, στην περίπτωση αυτή, που δίνει πολλές νότες· Πολιτ. Γ', 399D).
’Αλλα επίθετα που χρησιμοποιήθηκαν: αιάζων, θρηνώδης· βαρύβρομος, με βαθύ, δυνατό ήχο· θρηνώδης· τέρην (τρυφερός·
Ανακρ., Αθήν. Δ', 182C, 79) κτλ.
Συμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι ο αυλός ήταν συνδεμένος με τη λατρεία του
Διόνυσου μάλλον, παρά του
Απόλλωνα, για τη λατρεία του οποίου είχαν τη
λύρα . Γι' αυτό το λόγο, και για το χαρακτήρα του, ο αυλός δεν θεωρούνταν κατάλληλος για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Πλείστοι από τους αρχαίους συγγραφείς και φιλοσόφους, ανάμεσά τους ο Πλάτων και ο
Αριστοτέλης , συνιστούσαν την αποφυγή της χρήσης του στην εκπαίδευση των νέων. Παρ' όλα αυτά όμως, η αυλητική τέχνη ήταν πολύ σεβαστή ως μουσική τέχνη και περιζήτητη. Ο Αθήναιος (Δ', 184C-F, 83-84) λέει ότι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Θηβαίοι μάθαιναν να παίζουν τον αυλό και ότι πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι, ανάμεσα τους και πολλοί Πυθαγόρειοι , ασκούσαν αυτή την τέχνη.
Σημειώσεις: (α) Η ονομασία αυλός ήταν ένας όρος που γενικά καθόριζε διάφορα πνευστά όργανα, ιδιαίτερα όργανα με γλωσσίδα , που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες, εκτός από τη σάλπιγγα που δε χρησιμοποιούνταν για καθαρά μουσικούς σκοπούς.
(β) Το ρ. αυλώ χρησιμοποιούνταν συχνά με τη σημασία του παίζω οποιοδήποτε πνευστό, βλ. λ.
σάλπιγξ .
(γ) Μερικοί αυλοί, πλήρεις ή σε κομμάτια, που έχουν διασωθεί, ανακαλύφτηκαν στην Πομπηία, στο Ηράκλειο (Herculaneum) της Κάτω Ιταλίας, στην Αθήνα κ.α., και βρίσκονται τώρα στο Μουσείο της Νεάπολης, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, στο Δανικό Εθνικό Μουσείο της Κοπεγχάγης κτλ.
Βιβλιογραφία:
Α. Α. Howard, "The αυλός or Tibia", Harvard Studies in Classical Philology IV, Βοστόνη 1893, σσ. 1-60.
C. ν. Jan, "Aulos = Tibia", Pauly RE 2, 1896, στήλ. 2416-2422.
Th. Reinach, "Tibia", DAGR IX, 1919, σσ. 300-332.
Η. Huchzermeyer, Aulos und Kithara in der griechischen Musik, Munster-Westph. 1931.
W. Vetter, "Monaulos", Pauly RE 31, 1933, στηλ. 74-75.
Kathleen Schlesinger, The Greek Aulos, Λονδίνο 1939.
K. Sachs, The History of Musical Instruments, Νέα Υόρκη 1940, σσ. 138-142.
Nicholas Β. Bodley, "The Auloi of Meroe", American Journal of Archaeology 1, 1945, σσ. 217-240.
Max Wegner, Das Musikleben der Griechen, Βερολίνο 1949, σ. 52 κ.ε.
Max Wegner, "Griechische Instrumente und Musikbrauche", στου Fr. Blume, Die Musik in Geschichte und Gegenwart V, Kassel 1956, στηλ. 865-881.
Max Wegner, Musikgeschichte in Bildern, II (Musik des Alterthums-Griechenland), Λιψία 1963.
A. Baines, "Aulos" II, Grove's Dict, of Music and Musicians Ι, Λονδίνο ·1954, σσ. 263-264.
J. D.Landels, "The Brauron Aulos", Annual of the British School at Athens 58, Λονδίνο 1963, σσ. 116-119· περιγραφή ενός αρχαίου αυλού που ανακαλύφτηκε στη Βραυρώνα, στην ανατολική ακτή της Αττικής τον Αύγουστο του 1961, κατά τις ανασκαφές του αρχαιολόγου Ι. Παπαδημητρίου.
J. D.Landels, "A Newly Discovered Aulos", Annual of the British School at Athens 63, 1968, σσ. 231-238· "μια πλήρης περιγραφή" ενός αυλού που αποκτήθηκε στα 1963 από το Μουσείο Ελληνικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Reading.
Κ. Sachs, Real-Lexikon der Musikinstrumente, Hildesheim-New York 1972 (α' έκδ. Βερολίνο 1913), σσ. 23-24.
Δέσποινα Μαζαράκη, "Ο αυλός της συλλογής Καραπάνου και η σύγχρονη μουσική πράξη", Λαογραφία ΚΗ', 1972.
http://www.musipedia.gr/