βάρβιτος, (ο και η) και βάρβιτον (το)· μια παραλλαγή της
λύρας . Η βάρβιτος ήταν πιο στενή από τη λύρα και μακρύτερη· επομένως, οι
χορδές της ήταν μακρύτερες και η έκταση χαμηλότερη.
Η βάρβιτος ήταν πολύ παλιό όργανο. Στον
Αθήναιο υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές για την εφεύρεσή του. Κατά τον
Πίνδαρο , ο
Τέρπανδρος υπήρξε ο εφευρέτης του βαρβίτου ("Πινδάρου λέγοντος τον Τέρπανδρον... ευρείν... τον βάρβιτον"· Αθήν. ΙΔ', 635D, 37). Κατά τον Νεάνθη όμως τον ιστορικό από την Κύζικο, το βάρβιτον ήταν εφεύρεση του
Ανακρέοντα ("και Ανακρέοντος [εύρημα] το βάρβιτον"· Αθήν. Δ', 175Ε, 77· επίσης FHG III, 2, απόσπ. 5). Βέβαιο είναι ότι ήταν όργανο που απολάμβανε μεγάλη τιμή στη σχολή της Λέσβου (Τέρπανδρος,
Αλκαίος ,
Σαπφώ , Ανακρέων).
Ο αριθμός των χορδών του βάρβιτου δεν είναι γνωστός. Ο
Θεόκριτος (Ειδύλλια XVI, Χάριτες ή Ιέρων V, 45) λέει πως ήταν ένα πολύχορδο όργανο ("βάρβιτον ες πολύχορδον"), ενώ ο κωμικός ποιητής
Αναξίλας στο Λυροποιό του (Αθήν. Δ', 183Β, 81) μιλά για τριχόρδους βαρβίτους ("εγώ δε βαρβίτους τριχόρδους").
Άλλα ονόματα, όπως
βάρμος,
βάρωμος και
βαρύμιτον, συναντώνται αντί του βάρβιτον. Στον Αθήναιο (ΙΔ', 636G, 38) διαβάζουμε: "και γαρ βάρβιτος ή βάρμος". Η λ. βαρύμιτον προέρχεται από το βαρύς (χαμηλός) και
μίτος (χορδή).
Πολυδ. (IV, 59): "Των μεν κρουομένων είη αν λύρα,
κιθάρα, βάρβιτον. Το δ' αυτό και βαρύμιτον" ([Τα ονόματα] των εγχόρδων οργάνων είναι λύρα , κιθάρα , βάρβιτον· το ίδιο και βαρύμιτον). Στον Αθήναιο, ωστόσο, (Δ', 182F, 80) ο βάρωμος αναφέρεται σαν ένα καθαρά διαφορετικό όργανο: "τον γαρ βάρωμον και βάρβιτον, ων Σαπφώ και Ανακρέων μνημονεύουσι".
Για την έκφραση "παίζω το (τη) βάρβιτο" χρησιμοποιούσαν το ρ. βαρβιτίζω· βλ. Kock CAF Ι, 571,
Αριστοφ. απόσπ. 752· και Πολυδ. IV, 63.
Ο εκτελεστής του βαρβίτου λεγόταν
βαρβιτιστής, και ο τραγουδιστής, που συνόδευε ο ίδιος το τραγούδι του στο βάρβιτο,
βαρβιτωδός.
Για βιβλιογραφία βλ. τα λ.
έγχορδα , λύρα και
μουσική .
http://www.musipedia.gr/