Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

createlink.gif


δόχμιος, στην αρχαία προσωδία ένας πεντασύλλαβος πους , κυρίως του είδους: U + + U - . Ονομαζόταν έτσι για την ποικιλία και ανομοιότητα στη ρυθμοποιία · (επιδεχόταν πολλές παραλλαγές).
δόχμιος ρυθμός· ο Βακχείος θεωρεί τον δοχμιακό ρυθμό ως σύνθετο "από ίαμβο, ανάπαιστο και παιάνα " (Εισ. 100-101, G.v.J. 314, 315, 316, Mb 24-25).
Βλ. Αριστείδης , Mb 39, R.P.W.-I. 37.

http://www.musipedia.gr/[
 
createlink.gif


δύναμις, στη μουσική ο όρος αυτός εσήμαινε μια ειδική ιδιότητα των φθόγγων· μια λειτουργία, που μια νότα επιτελεί σε σχέση με τις άλλες νότες της κλίμακας. Ήταν μια ιδιότητα ολότελα διαφορετική από το ύψος της νότας (του ήχου) και που κατά κάποιο τρόπο αντιστοιχούσε με την τονική λειτουργία μιας βαθμίδας σε μια νεότερη κλίμακα.
Ο Κλεονείδης (Εγχειρ. 14, C.v.J. 207, Mb 22) καθορίζει: "Δύναμις δε εστι τάξις φθόγγου εν συστήματι, ή δύναμις εστι τάξις φθόγγου, δι' ής γνωρίζομεν των φθόγγων έκαστον" (Δύναμη είναι μια ιδιότητα μιας νότας σ' ένα σύστημα· ή μια ιδιότητα, με την οποία γνωρίζουμε [αντιλαμβανόμαστε] καθεμιά από τις νότες).
Ο Αριστόξενος (Αρμον. II, 33, 8-9 Mb· επίσης, III, 69, 9 Mb) την καθορίζει με τον ακόλουθο έμμεσο τρόπο: "τη μεν γαρ ακοή κρίνομεν τα των διαστημάτων μεγέθη, τη δε διάνοια τας των φθόγγων δυνάμεις" (με την ακοή κρίνουμε τα μεγέθη των διαστημάτων, ενώ με τη διάνοια μελετούμε τους μηχανισμούς [τις λειτουργίες] των φθόγγων).
Ο Πτολεμαίος (Π, 5, I.D. 51) έκανε διάκριση ανάμεσα στο κατά δύναμιν (σε σχέση με τη λειτουργία) και στα κατά θέσιν (σε σχέση με τη θέση) αναφορικά με τις ονομασίες των φθόγγων. Βλ. λ. ονομασία .

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


δωδεκατημόριον, δωδέκατο του τόνου. Ήταν ένα θεωρητικό, υποθετικό διάστημα. Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 7, C.v.J. 192, Mb 11) γράφει σχετικά: "υποτίθεται γαρ ο τόνος εις δώδεκα τινα ελάχιστα μόρια διαιρούμενος, ών έκαστον δωδεκατημόριον τόνου καλείται" (υποτίθεται ότι ο τόνος υποδιαιρείται σε δώδεκα ελάχιστα μόρια, το καθένα από τα όποια ονομάζεται δωδεκατημόριο)· βλ. το υπόλοιπο του κειμένου στο λ. δίεσις .
Το δωδεκατημόριο είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη χρωματική δίεση (1/3 του τόνου) και την εναρμόνια δίεση (1/4 του τόνου)· Αριστόξ. (Αρμον. Ι, 25, 15 Mb): "η χρωματική δίεσις της εναρμονίου διέσεως δωδεκατημορίω τόνου μείζων εστί" (η χρωματική δίεση [1/3 του τόνου] είναι μεγαλύτερη από την εναρμόνια δίεση [1/4 του τόνου] κατά ένα δωδέκατο του τόνου). Πρβ. λ. χρωματικόν [μαλακόν] γένος.
Το δωδεκατημόριο δεν μπορεί να τραγουδηθεί, είναι αμελώδητο (βλ. λ. http://www.musipedia.gr/wiki/Μαλακόν_διάτονον-χρώμα ).

Βλ. χόρδισμα

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


δώριος, ή δωριστί αρμονία· κατά γενική παραδοχή το οκτάχορδο: mi - re - do - si - la - sol - fa - mi (διατονικό γένος ).
Ο Κλεονείδης (Εισ. 9) γράφει σχετικά: "Τέταρτον [είδος του δια πασών] εστι από υπάτης μέσων επί νήτην διεζευγμένων, εκαλείτο δε δώριον" (Τέταρτο [είδος του δια πασών, της αρμονίας] είναι από την υπάτη μέσων [το κάτω mi] ως τη νήτη διεζευγμένων [το πάνω mi] και ονομαζόταν δώριον [δωρικό· δηλ. mi -fa - sol - la - si - do - re - mi]). Η ίδια διατύπωση και στον Βακχείο (Εισαγ. 77, C.v.J. 309, Mb 19).
Η δωρική αρμονία θεωρούνταν η κατεξοχήν "ελληνική αρμονία". Ο Πλάτων (Λάχης XIV, 188D) λέει ότι αληθινός μουσικός είναι εκείνος που έχει ρυθμίσει τη ζωή του με λόγια και με έργα (στην πράξη) όχι σύμφωνα με την ιωνική ή τη φρυγική ή τη λυδική , αλλά σύμφωνα με τη δωρική αρμονία που είναι η μόνη ελληνική ("... δωριστί, αλλ' ουκ ιαστί, οίομαι δε ουδέ φρυγιστί, ουδέ λυδιστί, αλλ' ήπερ [δωριστί] μόνη Ελληνική εστιν αρμονία").
Ο Ηρακλείδης Ποντικός στο τρίτο βιβλίο Περί μουσικής γράφει πως η δωρική αρμονία εκφράζει το ανδρικό και το μεγαλοπρεπές ήθος ("η μέν δώριος αρμονία το ανδρώδες εμφαίνει και το μεγαλοπρεπές"· Αθήν. ΙΔ', 624D, 19).
Βλ. λ. ήθος .
Δώριος τόνος, ο 8ος στη σειρά των 13 τόνων του αριστοξένειου συστήματος και 10ος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος. Βλ. και λ. τόνος.
Βλ. Αρμονία

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


εγκεραύλης, ο αυλητής που έπαιζε σ' ένα δίαυλο φρυγικό, τον λεγόμενο έλυμο.
Ησ.: "ο Φρυγίοις αυλών έχει γαρ ο αριστερός προκείμενον κέρας" (ο εκτελεστής στον φρυγικό δίαυλο, του οποίου ο αριστερός αυλός έχει στο τέλος ενα κεράτινο άνοιγμα [καμπάνα] που προεξέχει). Κατά τον Ησύχιο εγκεραυλώ σήμαινε "παίζω τον φρυγικό αυλό" (δίαυλο).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


εγκώμιον, ωδή που εγκωμιάζει ενα νικητή σ' έναν από τους αθλητικούς, κυρίως, αγώνες. Το εγκώμιο τραγουδιόταν κατά την εορταστική παρέλαση των νικητών. Αθήν. (ΙΓ', 573F): "Πίνδαρος τε το μεν πρώτον έγραψεν εις αυτόν [Ξενοφώντα] εγκώμιον" (Και ο Πίνδαρος έγραψε γι' αυτόν [τον Κορίνθιο Ξενοφώντα, νικητή στους Ολυμπιακούς Αγώνες] το πρώτο εγκώμιο). Το εγκώμιο διαφέρει από το επινίκιο στο ότι τραγουδιόταν από τον κώμο (δηλ. την εορταστική ομάδα κατά την παρέλαση), ενώ το επινίκιο το εκτελούσε ο χορός μέσα στο ναό.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


έγχορδα, όργανα· ήταν πολλά σε χρήση στην αρχαία Ελλάδα και διέφεραν στο σχήμα, το μέγεθος, την έκταση και το όνομα. H βασική αρχή, που κυριαρχούσε σχεδόν σε όλα, ήταν ότι οι χορδές εκτείνονταν και παίζονταν (με τα δάχτυλα ή με πλήκτρο) στο κενό (τα όργανα δεν είχαν χέρι) και κάθε χορδή έδινε έναν ήχο. Οι Έλληνες δε γνώριζαν τη χρήση του τόξου (δοξαριού)· ο ήχος παραγόταν με χτύπημα πάνω στις χορδές είτε απευθείας με τα δάχτυλα, είτε με τη χρήση ενός πλήκτρου. Μερικά όργανα με χέρι, όπως το μονόχορδον , χρησιμοποιούνταν για επιστημονικούς σκοπούς· άλλα, όπως η πανδούρα
ή το τρίχορδον, ήταν πιο γνωστά στην Αλεξάνδρεια.
Υπήρχαν διάφορες ονομασίες για τα έγχορδα όργανα: εκτός από τη λ. έγχορδα, συναντούμε συχνά τους όρους κρουόμενα (από το ρ. κρούω, χτυπώ) και εντατά (τεντωμένα)· Αθήν. Δ', 174Ε, 75. Ο Πολυδεύκης (IV, 58) δίνει επίσης τους όρους: πληττόμενα (από το πλήττω, χτυπώ) και επιπληττόμενα (από το επιπλήττω, χτυπώ πάνω [στη χορδή]).

Τα έγχορδα θα μπορούσαν να διαιρεθούν σε διάφορες κατηγορίες· οι κύριες είναι οι ακόλουθες:

(α) η οικογένεια της λύρας και της κιθάρας , στην οποία ανήκαν η φόρμιγξ , η κίθαρις και η βάρβιτος . Τα όργανα αυτά είχαν χορδές ίσες στο μήκος, αλλά διαφορετικές (υποτίθεται) σε πάχος, όγκο και ένταση. Διέφεραν ελαφρά μεταξύ τους ως προς την έκταση του ύψους, την κατασκευή του ηχείου κτλ., και παίζονταν είτε με τα δάχτυλα, είτε με τη βοήθεια ενός πλήκτρου.

(β) η οικογένεια του ψαλτηρίου . Τα όργανα αυτής της οικογένειας ήταν ξενικής προέλευσης και παίζονταν με δάχτυλα μόνο· γι' αυτό και η γενική ονομασία ψαλτήριον (από το ρ. ψάλλω, που σήμαινε χτυπώ με τα δάχτυλα). Ονομάζονταν επίσης και επιβαλλόμενα και ψαλτικά. Σε αυτή την οικογένεια ανήκαν κυρίως, εκτός από το ψαλτήριο το ίδιο, η μάγαδις, η πήκτις
η σαμβύκη και ο φοίνιξ ή φοινίκιον ή λυροφοίνιξ . Φαίνεται πως τα όργανα αυτά δεν είχαν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσά τους και αυτός είναι ο λόγος που πολλοί αρχαίοι συγγραφείς τα συγχύζουν συχνά. Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν και δύο άλλα όργανα ελληνικής καταγωγής, το επιγόνειον και το σιμίκιον . Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν ακόμα και διάφορα όργανα με χορδές διαφορετικού μήκους, όπως το τρίγωνον.

(γ) η οικογένεια του λαούτου (όργανα με βραχίονα η χέρι) αντιπροσωπεύεται μόνο από το τρίχορδον
- πανδούρα που αποτελεί μια απομονωμένη μάλλον περίπτωση.
Πολλοί μελετητές προτιμούν την ταξινόμηση των έγχορδων οργάνων: στην οικογένεια λύρας-κιθάρας, την οικογένεια της "άρπας " και την οικογένεια του λαούτου.
Τα όργανα της οικογένειας λύρας-κιθάρας είχαν ένα μάλλον περιορισμένο αριθμό χορδών, που σπάνια ξεπερνούσε τις δώδεκα (βλ. λ. λύρα ), ενώ εκείνα της οικογένειας του ψαλτηρίου είχαν πάντα μεγάλο αριθμό χορδών (μέχρι σαράντα). Αυτά τα όργανα ονομάζονταν πολύχορδα , ιδιαίτερα από τον Πλάτωνα που τα καταδίκαζε (Πολιτ. Γ', 399D). Ο Αριστόξενος τα λέει "έκφυλα όργανα", δηλ. ξένα (FHG ΙΙ, 286, απόσπ. 64· Αθήν. Δ', 182F, 80). Τέτοια ήταν ο φοίνιξ, η πήκτις, η μάγαδις, η σαμβύκη, το τρίγωνον, ο κλεψίαμβος
, ο (σ)κινδαψός και το εννεάχορδον.

Σημείωση: Ο Κ. Sachs (Hist. of Mus. Instr. σ. 137) πιστεύει πως μερικές φράσεις στον Αριστοτέλη, τον Πολυδεύκη και τον Ιόβα πιθανόν να υπονοούν την ύπαρξη zithers (τσίτερς, από τη λατιν. λ. cithara). Όργανα με μεγάλο αριθμό χορδών, όπως το σιμίκιο και το επιγόνειο, μπορεί να ήταν τσίτερς σε σχήμα τραπεζίου, υποθέτει ο Sachs. Βλ. λ. επιγόνειον .

Βιβλιογραφία:
Η. Abert, "Saiteninstrumente", Pauly RE, Στουτγάρδη, 1920· 2η σειρά, Ι, στήλ. 1760-1767.
Μ. Wegner, Das Musikleben der Griechen, Βερολίνο 1949· "Saiteninstrumente", σ. 28 κέ.
Μ. Wegner, "Griechische Instrumente und Musikbrauche", Die Musik in Gesch. und Gegenward, Kassel 1956, τόμ. V, στήλη 865 κέ.
Για πρόσθετη βιβλιογραφία βλ. τα λ. λύρα και μουσική.

http://www.musipedia.gr/[/QUOTE]
 
Last edited:
createlink.gif


είδη συνθέσεως, · οι κυριότεροι τύποι μουσικής σύνθεσης ήταν οι ακόλουθοι:
(α) η κιθαρωδία · τραγούδι με συνοδεία κιθάρας· ήταν το αρχαιότερο είδος μεικτής μουσικής σύνθεσης. Μια παραλλαγή του ήταν η λυρωδία, που δεν έγινε όμως ποτέ δημοφιλής·
(β) η αυλωδία · τραγούδι με συνοδεία αυλού·
(γ) η ψιλή κιθάρισις
· κιθάρα σόλο·
(δ) η ψιλή αύλησις
· αυλός σόλο·
(ε) η έναυλος κιθάρισις
· σόλο κιθάρα με συνοδεία αυλού· μια παραλλαγή της ήταν η παριαμβίς
·
(στ) ο νόμος



· ο σπουδαιότερος τύπος σύνθεσης·
(ζ) διάφορες χορικές, λυρικές και δραματικές συνθέσεις.

Από τους παραπάνω τύπους, οι γ', δ', ε' και ορισμένα είδη νόμου (ς') ήταν καθαρά μουσικές (οργανικές) συνθέσεις. Πολλές άλλες συνθέσεις εξετάζονται σε διάφορα λήμματα, με το όνομά τους.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


είδος, "είδος τετραχόρδου"· το σχήμα, η φόρμα που παίρνει ένα τετράχορδο με τη διάταξη των συστατικών του μερών. Ο Αριστόξενος (ΙΙΙ, 74, 18 Mb) λέει ότι υπάρχουν τρία είδη τετάρτης ("του δια τεσσάρων τρία είδη"), δηλ. (α) εκείνο στο οποίο το πυκνόν βρίσκεται στο κατώτερο μέρος, (β) εκείνο στο οποίο μία δίεση βρίσκεται σε κάθε πλευρά του διτόνου και (γ) εκείνο στο οποίο το πυκνόν βρίσκεται επάνω από το δίτονον (ΙΙΙ, 74, 19 κέ.).
Ο Αριστόξενος (ΙΙΙ, 74, 11 Mb) επίσης θεωρεί τον όρο είδος συνώνυμο του όρου σχήμα: "διαφέρει δ' ημίν ουδέν είδος λέγειν ή σχήμα, φέρομεν γαρ αμφότερα τα ονόματα ταύτα επί το αυτό" (για μας οι λέξεις είδος και σχήμα δεν διαφέρουν διόλου, επομένως χρησιμοποιούμε και τους δύο όρους για το ίδιο φαινόμενο). "Το του συστήματος είδος" = το σχήμα του συστήματος (III, 69, 16).
Ο όρος είδος συναντάται και με τη σημασία του στιλ· Πλούτ. Περί μουσ. 1110Ε, 27: "το της διαφθοράς είδος" (το στιλ της παρακμής).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


ειρεσιώνη, κλάδος ελιάς η δάφνης πλεγμένος (ή καμωμένος στεφάνι) με μαλλί και καρπούς, που τον κρατούσαν παιδιά και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας κατά τη διάρκεια ορισμένων γιορτών, όπως τα Θαργήλια προς τιμήν του Απόλλωνα· αυτά γίνονταν κατά τον ενδέκατο μήνα του αθηναϊκού έτους, τον Θαργηλιώνα, όπως ονομαζόταν. Προσφορές γίνονταν προς τον Ήλιο και τις Ώρες, και ο κλάδος κρεμιόταν πάνω από την πόρτα του σπιτιού ως τον επόμενο χρόνο. Συνεκδοχικά ειρεσιώνη λεγόταν και το τραγούδι που εκτελούσαν. Πλούτ. (Θησεύς 22, 10Β): "την δε ειρεσιώνην εκφέρουσι, κλάδον ελαίας ερίω μεν ανεστεμμένον... επάδοντες "Ειρεσιώνη, σύκα φέρειν"..." ([Οι Αθηναίοι] επίσης φέρουν την ειρεσιώνη, που είναι κλάδος ελιάς στεφανωμένος με μαλλί, ...τραγουδώντας "Ειρεσιώνη, φέρε μας σύκα"...).
Αργότερα η λέξη ειρεσιώνη χρησιμοποιούνταν για όλα τα τραγούδια των ζητιάνων.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


εκατερίς, εκατερίδες· είδος ζωηρού πηδηχτού χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές πηδούσαν και χτυπούσαν τα οπίσθια (τα ισχία) εναλλακτικά με τις φτέρνες (ή με τα χέρια), "εκατέραις ταις πτέρναις".
Πολυδ. (IV, 102): "εκατερίδες δε και θερμαστρίδες, έντονα ορχήματα· το μεν χειρών κινούν, η δε θερμαστρίς πηδητικόν" (εκατερίδες και θερμαστρίδες ζωηροί χοροί· στον πρώτο κινούν τα χέρια, ενώ στη θερμαστρίδα πηδούν)· βλ. επίσης Αθήν. ΙΔ', 630Α, 27. Ο Ησύχιος εξηγεί το ρ. εκατερώ: "εκατερείν το προς τα ισχία πηδαν εκατέραις ταις πτέρναις" (εκατερείν, πηδώ πάνω προς τα ισχία [τα οπίσθια] με την κάθε φτέρνα χωριστά).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


εκβολή, όρος που σήμαινε το ανέβασμα (την ανύψωση) μιας νότας κατά πέντε διέσεις (5/4 του τόνου). Ο Αριστείδης (Ι, 28) το καθορίζει σαφώς: "εκβολή δε, πέντε διέσεων επίτασις" (εκβολή είναι η ανύψωση [μιας νότας] κατά πέντε διέσεις). Ο Βακχείος ο Γέρων (Εισαγ. 42) το διατυπώνει με τον ακόλουθο τρόπο: "όταν από τινος φθόγγου αρμονίας επιταθώσι πέντε διέσεις, οίον από EU επί UZ" ([εκβολή είναι] όταν από μια νότα του εναρμόνιου γένους ανεβαίνουμε κατά πέντε διέσεις, όπως λ.χ. από το mi1/4 μέχρι sol). Βλ. λ. εναρμόνιον γένος.
Κατά τον Πλούταρχο (Περί μουσ. 1141Β, 29) ο Πολύμνηστος ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε στην πράξη την εκβολή και την έκλυση (βλ. λ. έκλυσις ).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


έκκρουσις, έκληψις· έκκρουσις λεγόταν το χαμήλωμα μιας νότας (η μετάβαση από μια ψηλότερη σε μια χαμηλότερη νότα) στην οργανική μουσική· έκληψις ήταν το αντίστοιχο στη φωνητική.
Αυτό μπορούσε να γίνει είτε
(α) απευθείας ("αμέσως"), δηλ. με βήμα (διάστημα 2ας), ή
(β) έμμεσα, δηλ. με πήδημα 3ης, 4ης ή 5ης. Όταν οι νότες ήταν δεμένες, αυτό λεγόταν "υφέν έξωθεν",
παράδ.
(γ):

Πρβ. Ανών. Bell. (89, 7 και σημ. σ. 24)· Μαν. Βρυέν. Αρμον. (Wallis III, 479) και Vincent (Notices 53).

Η έκκρουση και η έκληψη ήταν σχήματα του μέλους.

Βλ. άλλα σχήματα στα λ. εκκρουσμός-εκλημματισμός , κομπισμός-μελισμός , πρόκρουσις-πρόληψις, προκρουσμός-προλημματισμός, τερετισμός και διαστολή.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


εκκρουσμός, -εκλημματισμός· εκκρουσμός ήταν όρος που σήμαινε την παρεμβολή μιας χαμηλότερης νότας ανάμεσα σε δύο εκφορές της ίδιας νότας, στην οργανική μελωδία· εκλημματισμός ήταν το αντίστοιχο στη φωνητική μελωδία. Αυτό μπορούσε να γίνει άμεσα (α'), δηλ. με διάστημα 2ας, η έμμεσα, δηλ. με πήδημα 3ης, ή 4ης, ή 5ης (β'):

[...]

Πρβ. Ανών. Bell. (8 και 90, σ. 25), Μαν. Βρυέν. Αρμον. (Wallis III, 480) και Vincent (Notices 53).

Βλ. σημ. στο λ. έκκρουσις για άλλα σχήματα.

Βλ.

http://www.musipedia.gr/
 
Back
Top