Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

createlink.gif


απωδός, (από το απάδω, που στη μουσική σήμαινε τραγουδώ έξω από τον τόνο, παραφωνώ)· εκείνος που ηχεί ή τραγουδά έξω από τον τόνο, ο παράφωνος. Πλάτ. (Νόμοι Ζ', 802Ε): "δεινόν γαρ όλη τη αρμονία απάδειν ή ρυθμώ αρρυθμείν" (είναι τρομερό να τραγουδά κανείς έξω από τον τόνο καθ' όλη την αρμονία [κλίμακα] ή έξω από το χρόνο στο ρυθμό). Αριστοτ. Προβλ. (XIX, 26): "διά τι επί το οξύ απάδουσιν οι πλείστοι;" (γιατί ο περισσότερος κόσμος παραφωνεί στο ψηλό ύψος;).
Ο Ευριπίδης (Κύκλ. 490) λέει: "σκαιός απωδός" (τραχύς [άκομψος, άχαρος] παράφωνος). Η Σούδα ερμηνεύει τη λέξη: "ο κακόηχος, ο από της ωδής" (ο κακόηχος, εκείνος που είναι έξω από την ωδή, τον τόνο)· απωδόν μέλος το μη αρέσκον" (το δυσάρεστο).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


Αργάς, (4ος αι. π.Χ.)· κιθαρωδός και συνθέτης. Κατά τη Σούδα ο Αργάς ήταν συνθέτης ανιαρών (κακών) και δύσκολων (ή όχληρών) νόμων ("Αργάς τούνομα ποιητής ων νόμων πονηρών και αργαλέων"). Ο Φαινίας από την Ερεσσό της Λέσβου στο βιβλίο του Προς τους σοφιστάς (Αθήν. ΙΔ', 638C, 42) μιλεί για τον Αργά με τα ακόλουθα λόγια: "ο Τελένικος από το Βυζάντιο κι ο Αργάς επίσης, που ήταν συνθέτες άσεμνων νόμων, ήταν επιτυχημένοι στο δικό τους τύπο ποίησης, αλλά δεν μπορούσαν ούτε στον ελάχιστο βαθμό να πλησιάσουν τους νόμους του Τέρπανδρου ή του Φρύνι ".
Βλ. Dinse De Antig. Theb. 13 και Αθήν. Δ', 131Β.

http://thesaurus.iema.gr/thesaurus_s.php?lang=el&id=117&q=%C1%F1%E3%DC%F2
 
createlink.gif


Αριστείδης, Κοϊντιλιανός ή Κουιντιλιανός (1ος/3ος αι. μ.Χ.)· θεωρητικός και συγγραφέας μουσικής. Η εποχή που έζησε δεν είναι γνωστή, πιστεύεται όμως ότι έζησε ανάμεσα στον 1ο και 3ο αι. μ.Χ. Έχει γράψει ένα σημαντικό σύγγραμμα για τη μουσική με τον τίτλο Περί μουσικής, διαιρεμένο σε τρία βιβλία. Το πρώτο ασχολείται λεπτομερειακά με ορισμούς θεωρίας, ρυθμού και μέτρου, ακολουθώντας τις αριστοξενικές θεωρητικές αρχές. Το δεύτερο ασχολείται με την παιδευτική αξία της μουσικής, για την οποία κυρίως ενδιαφέρεται ο Αριστείδης. Το τρίτο ασχολείται με τη σχέση της μουσικής με φυσικά φαινόμενα, όπως εκφράζονται με αριθμούς· στο βιβλίο αυτό ακολουθεί τις πυθαγορικές αρχές. Ο Α. Jahn, που έχει εκδώσει το έργο του αυτό, τον αποκαλεί "Πυθαγορικό Πλατωνικό".
Το σύγγραμμα του εκδόθηκε (ελληνικό κείμενο με λατινική μετάφραση) από τον Μάρκο Meibom στη σειρά Antiquae musicae auctores septem... (τόμ. ΙΙ, σσ. 1-164). Ο Meibom βρήκε σημαντικά μέρη του συγγράμματος του Αριστείδη στον Martianus Capella, De Nuptiis Philologiae et Mercurii.
Εκδόθηκε επίσης από τον Albert Jahn (Albertus Jahnius, Aristidis Quintiliani: De Musica, libri tres, Βερολίνο 1882) και πρόσφατα από τον R. Ρ. Winnington-Ingram (Aristidis Quintiliani: De Musica, libri tres· Λιψία 1963). Μια γερμανική μετάφραση, χωρίς το ελληνικό κείμενο, δημοσιεύτηκε από τον Rudolf Schafke (Aristides Quintilianus von der Musik, Βερολίνο 1937, σσ. 366, 8) με εισαγωγή και σχόλια (η μετάφραση στις σσ. 157-366).

http://www.musipedia.gr/]
 
createlink.gif


Αριστόξενος, (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής. Γεννήθηκε στον Τάραντα (απ' όπου το επώνυμό του Ταραντίνος) και πέθανε στην Αθήνα. Υπήρξε η πιο σημαντική μορφή στο χώρο της θεωρίας της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα και άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση σ' αυτό τον τομέα· στους αρχαίους χρόνους ήταν γενικά γνωστός ως "ο Μουσικός". Κατά τη Σούδα, την κύρια πηγή πληροφοριών για τη ζωή του, ο Αριστόξενος έζησε, κατά και μετά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γύρω στην 111η Ολυμπιάδα (περ. 333 π.Χ.).
Ο πατέρας του λεγόταν Μνησίας (γνωστός και ως Σπίνθαρος) και ήταν μουσικός από τον Τάραντα· αυτός υπήρξε και ο πρώτος δάσκαλός του στη μουσική. Συνέχισε τις σπουδές του με τον Λάμπρο τον Ερυθραίο στη Μαντινεία, όπου πέρασε ένα μέρος της νεότητάς του. Γύρισε κατόπι στην Ιταλία και σπούδασε με τον πυθαγόρειο φιλόσοφο Ξενόφιλο τον Χαλκιδέα, με τον οποίο συνδέθηκε με φιλία. Ταξίδεψε αργότερα στην Κόρινθο, όπου έμεινε για λίγο και συναντήθηκε με τον εξόριστο τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο.
Τελικά έγινε μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, στην Αθήνα. Φαίνεται ότι κέρδισε μια σημαντική θέση ανάμεσα στους μαθητές του Αριστοτέλη και έλπιζε πως θα οριζόταν διάδοχος του. Όταν όμως ο Θεόφραστος ορίστηκε επικεφαλής του Λυκείου, ο Αριστόξενος, βαθιά απογοητευμένος, χρησιμοποίησε ασεβή γλώσσα, εναντίον του νεκρού Δασκάλου του (Σούδα: "εις ον [Αριστοτέλη], αποθανόντα ύβρισε, διότι κατέλιπε της σχολής Θεόφρατον, αυτού [Αριστοξένου] δόξαν μεγάλην εν τοις ακροαταίς του Αριστοτέλους έχοντος").

Ο Αριστόξενος υπήρξε πολυγραφότατος· τα βιβλία του, μουσικά, φιλοσοφικά, ιστορικά κτλ. φτάνουν, κατά τη Σούδα, τα 453: "συνετάξατο δε μουσικά τε και φιλόσοφα και ιστορίας και παντός είδους παιδείας· και αριθμούνται αυτού τα βιβλία εις υνγ'". Ανάμεσα στα βιβλία του τα ακόλουθα είναι μουσικά:
1. Αρμονικά στοιχεία, σε τρία βιβλία, από τα οποία διασώθηκε το μεγαλύτερο μέρος (βλ. πιο κάτω).
2. Ρυθμικά στοιχεία· ένα σημαντικό μέρος τους σώθηκε (βλ. πιο κάτω).
3. Περί μουσικής.
4. Περί μελοποιίας .
5. Περί τόνων.
6. Περί της μουσικής ακροάσεως.
7. Περί του πρώτου χρόνου.
8. Περί οργάνων ή Περί αυλών και οργάνων.
9. Περί αυλών τρήσεως.
10. Περί αυλητών .
11. Περί τραγικής ορχήσεως.
12. Ένα έργο απ' όπου προέρχεται το ρυθμικό απόσπασμα του Οξύρυγχου.
Τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία έχουν χαθεί, άλλα γνωρίζουμε αποσπάσματά τους από τις συχνές αναφορές του Πλουτάρχου, του Αθήναιου , του Πορφυρίου και άλλων συγγραφέων. Πολύτιμες λεπτομέρειες των θεωρητικών του αρχών και της διδασκαλίας του βρίσκονται κυρίως στην Εισαγωγή του Κλεονείδη και στο βιβλίο του Αριστείδη Κοϊντιλιανού Περί μουσικής, και, μερικά στην Αρμονική Εισαγωγή του Γαυδέντιου και στην Εισαγωγή Τέχνης Μουσικής του Βακχείου του Γέροντα .

Τα Αρμονικά Στοιχεία ή Αρμονικών Στοιχείων βιβλία τρία έχουν εκδοθεί πολλές φορές. ο τίτλος αυτός συναντάται στα περισσότερα χειρόγραφα, αλλά καθώς υποστηρίζουν διάφοροι μελετητές δεν αφορά και τα τρία βιβλία. Το πρώτο ανήκει στις Αρχές (Αρχαί) και μόνο το δεύτερο και το τρίτο στα Στοιχεία, που είναι μεταγενέστερη εργασία του Αριστόξενου.
1. Πρώτη έκδοση των Αρμονικών Στοιχείων έγινε το 1542 από τον Αντώνιο Γκογκαβίνο σε λατινική μετάφραση χωρίς το ελληνικό κείμενο (Ant. Gogavino Graviensi, Aristoxeni musici antiquissimi, Βενετία 1542, σσ. 7-45).
2. Πρώτη έκδοση του ελληνικού κειμένου με σχόλια, μαζί με τον Νικόμαχο και τον Αλύπιο , από τον Ολλανδό φιλόλογο Ιωάννη Μεούρσιο (1579-1639): Johannes Meursius, Aristoxenus, Nicomachus, Alypius, auctores musici antiquissimi, Lugduni, έκδ. L. Elzevir, 1616· ο Αριστόξενος βρίσκεται στις σσ. 3-59 και οι Σημειώσεις στις σ. 125 κε.
3. Νέα επιμελημένη έκδοση του ελληνικού κειμένου με λατινική μετάφραση από τον Γερμανό ή Δανό ιστορικό της μουσικής Marc Meibom στην περίφημη έκδοσή του (Marcus Meibomius, Antiquae musicae auctores septem, graece et latine, Amsterdam 1652· ο Αριστόξενος στον πρώτο τόμο, σσ. 1-74).
4. Το ελληνικό κείμενο με γερμανική μετάφραση και ένα Συμπλήρωμα με τα Αποσπάσματα για το Ρυθμό εκδόθηκε από τον Παύλο Marquard το 1868 (Paulus Marquardius, De Aristoxeni Tarentini Elementis Harmonicis, Βερολίνο 1868, σσ. XXXVII-415. Παράρτημα με τα Ρυθμικά Στοιχεία, σσ. 409-415).
5. Γαλλική μετάφραση, χωρίς το ελληνικό κείμενο, από τον Κάρολο-Αιμίλιο Ruelle στα 1870 (Elements Harmoniques d'Aristoxene, traduits pour la premiere fois par Charles-Emile Ruelle, Παρίσι 1870). Η μετάφραση στηρίχτηκε στο ελληνικό κείμενο της έκδ. Meibom.
6. Το ελληνικό κείμενο με αγγλική μετάφραση, σημειώσεις, εισαγωγή και πίνακα των ελληνικών λέξεων από τον Henry S. Macran (Αριστόξενου Αρμονικά Στοιχεία, The Harmonics of Aristoxenus, Οξφόρδη 1902).
7. Μια τελευταία αξιόλογη έκδοση του ελληνικού κειμένου με Σχόλια, Μαρτυρίες (Testimonia) κτλ. από τη Rosetta da Rios (Aristoxeni Elementa Harmonica, Ρώμη 1954).
Είναι γνωστά και έχουν σωθεί πολλά χειρόγραφα των Στοιχείων (βλ. Η. S. Macran, σσ. 90-91 και R. da Rios, σσ. 3-4).

Τα Ρυθμικά Στοιχεία δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στη Βενετία από τον Morelli το 1785. Κατόπι, με μια γερμανική μετάφραση από τον Feussner (Hanau, 1850), τον P. Marquard (1868· βλ. πιο πάνω, αρ. 4) και τον R. Westphal (Aristoxenus von Tarent, Melik und Rhythmik II, Λιψία 1893).
Η πιο αυθεντική και πλήρης μελέτη για τον Αριστόξενο που έχει γίνει ως σήμερα είναι του Louis Laloy, Aristoxene de Tarente, disciple d'Aristote et la Musique de I'Antiquite, Παρίσι 1904, με ένα πολύτιμο Λεξιλόγιο (Lexique d'Aristoxene) στο τέλος.
Βλ. επίσης FHG II, 269-292 διάφορα αποσπάσματα από τον Αριστόξενο (ιδιαίτερα στις σσ. 285-288, Musica Fragmenta).

Πρόσθετη βιβλιογραφία:
W. L. Mahne, Diatribe de Aristoxeno philosopho, Amsterdam 1793.
Ch. E. Ruelle, "Etude sur Aristoxene et son ecole", Rev. Arch. 14 (1858), σσ. 413-422, 528-555.
R. Westphal, Aristoxenos von Tarent, Melik und Rhythmik des classischen Hellenentums, I-II, Λιψία 1883-1893.
C. v. Jan, Realencyclopaedie, Pauly-Wissowa (1896), II, στήλη 1057 κ.ε.
R. P. Winnington-Ingram, "Aristoxenus and the Intervals of Greek Music", Cl. Qu. 26 (1932), σσ. 195-208.
Κ. Schlesinger, "Further Notes on Aristoxenus and Musical Intervals", Cl. Qu. 27 (1933), σσ. 88-96.
Fritz Wehrli, Die Schule des Aristoteles, Aristoxenos, Heft II (a) Aristoxenos Texte, (β) Kommentar, Βασιλεία 1945.

http://www.musipedia.gr/

nikosthe: Τα "Ρυθμικά στοιχεία" του Αριστόξενου, καθώς και διάφορα άρθρα για το έργο του μπορείτε να βρείτε εδώ.

~~~~~~~~~~~

Aristoxenus

(b Tarentum, Magna Graecia, c375–360 BCE; d ?Athens). Greek music theorist, philosopher and writer. According to the Suda he was the son of a musician called Mnesias or Spintharus who gave him his early musical education. It is not known to which philosophical or musical school Mnesias belonged, but he may have been one of the Pythagoreans whose political influence had been dominant in Magna Graecia, particularly in Tarentum, with which Archytas had long been associated. Mnesias could have known a number of prominent figures both in Magna Graecia and in Athens: the musicians Archytas, Damon and Philoxenus, as well as Socrates and perhaps even the Theban general Epaminondas. Aristoxenus himself followed the teachings of Lampros of Erythrae, and then, in Athens, of Xenophilus the Pythagorean. He spent most of his life in Greece. A fragment of one of his works indicates that he lived for some time at Mantinea in Arcadia, where music, which was held in high esteem, was subject to the kind of conservative laws that appealed to his austerity and love of ancient traditions.

At some unspecified date Aristoxenus renounced Pythagorean doctrines, although he retained his admiration for Archytas, whose biography he wrote. He then followed the teachings of Aristotle and seems to have become one of the master’s most eminent disciples, for Aristotle apparently considered appointing him his successor as head of the Lyceum. When Theophrastus gained the post instead, Aristoxenus broke with the school entirely and began teaching on his own account, concentrating mainly on music. However, he evidently did not reject the Aristotelian doctrines, because authors in antiquity consistently described him as a ‘follower of Aristotle’. As a pure first-generation Peripatetic, Aristoxenus brought the new science of music into the Lyceum, the ‘studio of all the arts’.

Aristoxenus was a prolific author with many interests: as well as writing on education and music he also produced biographies and histories of institutions. The Suda credits him with 453 works, although this is surely an exaggeration. Only 139 fragments of his memoranda, miscellanea and other small works have survived (ed. Wehrli); these reveal his interest not only in the theory of harmonics and rhythm, but also (unusually for a Greek theorist) in the history of music, musicians and musical institutions.

Aristoxenus’s principal work, the one that gained him the reputation of supreme mousikos throughout antiquity, was the treatise On Harmonics, which has come down to us under the probably erroneous title Harmonic Elements (Harmonika stoicheia). It is the oldest work of music theory written in Greek to have been preserved in substantial fragments, and was the first part of a larger work On Music, in which the author studied the various branches of the subject, in particular rhythm. Only fragments of the Rhythmic Elements have survived, either through quotations by later authors (Aristides Quintilianus and more particularly Michael Psellus, an 11th-century Byzantine writer), or through papyri; it is possible that POxy 9 + 2687 contains part of the Rhythmic Elements.

In so far as the history of musical thought in ancient times is concerned, the doctrines of Aristoxenus represent an epistemological revolution whose importance was acknowledged by all later theorists, whether they agreed with him or not. Before him, the Pythagoreans (such as Philolaus and Archytas) and the Platonists had regarded the science of music as part of mathematics. Aristoxenus, on the other hand, believed that music should be an autonomous discipline, one entirely separate from arithmetic and astronomy. No longer could music be a matter of calculating intervals expressed by the relationship of two numbers, for its concern is not mathematical entities but sound, and musical sound as distinct from noise or the sounds of spoken language. Its tools are rational thought (dianoia) and auditory sensation (akoē and aisthēsis). Reason establishes musical principles through the investigation of theorems (problēmata), some of which are also the subject of demonstrations. As for auditory sensation, Aristoxenus was the first musical theorist to insist on the necessity of training the ear to make hearing more precise, and on the control to be exercised over it by rational thought. On this basis he constructed a science of music whose methods, terminology and principles derive directly from Aristotelian scientific doctrines.

The first part of the Harmonic Elements is an examination by Aristoxenus of the doctrines of his predecessors; he proves to be highly critical, less on points of detail than on the actual foundations of their teachings. He criticized the Pythagoreans (without naming them) for regarding intervals not as pure musical entities but as numerical ratios, which are superparticular when they ‘define’ consonant intervals: octave (2:1), 5th (3:2), 4th (4:3) and tone (9:8). For Aristoxenus, music consisted of sounds structurally organized within a sound-space, and the function of the science of harmonics was to describe and regulate their spatial and dynamic relations. Unlike the Pythagoreans, he postulated and demonstrated that the tone can be divided into two equal semitones, not a limma (leimma) in the ratio 256:243 and an apotomē in the ratio 2187:2048. He also took the exact semitone as the unit of measurement for all musical intervals, and he differed from the Harmonicists, whose diagrams exhibit 28 consecutive dieses, which are devoid of any musical reality since more than two quarter-tones are never heard in succession.

Aristoxenus himself endeavoured to describe the musical system in all its coherence and complexity, setting out from the simplest of entities (musical sound) and proceeding to increasingly complex combinations of intervals and ‘systems’, envisaged simultaneously according to their ‘range’, ‘disposition’ and ‘function’. The last part of the treatise is a set of theorems setting out the laws of harmonics. Aristoxenus was the first to formulate the concept of the genus (genos), defined by the position of the two movable notes within a tetrachord (spanning the interval of a 4th), which divide it into three intervals of varying sizes. He described three genera: the enharmonic (‘the oldest and finest’), the chromatic and the diatonic. The enharmonic tetrachord consists of a ditone followed by two quarter-tones, moving from top to bottom; the chromatic – a tone-and-a-half, a semitone and a semitone; and the diatonic – a tone, a tone and a semitone. The chromatic and diatonic genera permit ‘coloration’ or ‘nuances’ (chroai) in which the extent of the intervals varies within limits set out by Aristoxenus.

Finally Aristoxenus defined the tonoi, a term probably of his own coining and destined to replace the old concept of harmonia. On approaching this important subject he rejected all the classifications and dispositions advanced by his predecessors and proceeded ‘from basics’, with a view to bringing order to the confusion then prevalent in music. The tonoi are related to the positions of the voice ‘in which each of the systēmes is placed in singing a melody’. In other words, the tonoi represent transpositions of the scales.

Unfortunately the passage in which Aristoxenus enumerated the tonoi has not survived. Their names as given by Cleonides are: Hypermixolydian (also called Hyperphrygian), high and low Mixolydian (also respectively called Hyperiastian and Hyperdorian), high and low Lydian (the low also called Aeolian), high and low Phrygian (the low also called Iastian), Dorian, high and low Hypolydian (the low also called Hypoaeolian), high and low Hypophrygian (the low also called Hypoiastian) and Hypodorian. They are grouped on the principle of the ‘affinity’ of their tones, allowing modulation from one to the other with more or less ease. They are not, therefore, modes, as has so often been thought, but transposition scales rising from semitone to semitone.

Aristoxenus excluded musical practice and in particular musical composition from the science of harmonics, and consequently anything to do with musical notation, on the grounds that such subjects involve skill (technē) and not science (epistēmē).

Many Greek and Latin writers on music, including Cleonides and Gaudentius, were directly inspired by the writings of Aristoxenus. Those theorists belonging to schools of philosophy opposed to the Aristoxenian musical doctrines tried either to refute them or, like Theon of smyrna and Ptolemy, to integrate certain of the demands of Aristoxenus into their own theories. However, such a reconciliation of doctrines constructed on irreconcilable principles could never be entirely successful.

From what has survived of the Rhythmic Elements, it seems that Aristoxenus had adopted the same approach to rhythm as to harmonics: the determination of a small number of basic ‘principles’, the choice of a unit of measurement (the ‘primary time’ – prōtos chronos), the choice of criteria (hearing and judgment), and the articulation of the constituent elements of rhythm. Aristoxenus was the first to distinguish rhythmics from metrics, and he seems also to have been the first to write on the mutual relationship of musical durations, fundamentally distinct from words, melody or gesture, which were things that can be ‘set in rhythm (ta rhuthmizomena)’.

See also Greece, §I, 6(iii).
Writings

H.S. Macran, ed. and trans.: The Harmonics of Aristoxenus (Oxford, 1902/R)

F. Wehrli, ed.: Die Schule des Aristoteles: Texte und Kommentare, ii (Basle, 1945, 2/1967)

R. da Rios, ed. and trans.: Aristoxeni Elementa harmonica (Rome, 1954)

G.B. Pighi, trans.: Aristoxenus: Rhythmica (Bologna, 1959)

A. Barker, ed.: Greek Musical Writings, ii: Harmonic and Acoustic Theory (Cambridge, 1989), 119–89

L. Pearson, ed. and trans.: Elementa rhythmica: the Fragment of Book II and the Additional Evidence for Aristoxenian Rhythmic Theory (Oxford, 1990)

A. Bélis, ed. and trans.: Aristoxène de Tarente: le Traité d’harmonique (forthcoming)

Bibliography

R. Westphal: Aristoxenus von Tarent: Melik und Rhythmik des classischen Hellenentums (Leipzig, 1883–93/R)

R. Westphal: ‘Die Aristoxenische Rhythmuslehre’, Vierteljahrsschrift für Musikwissenschaft, vii (1891), 74–107

L. Laloy: Aristoxène de Tarente, disciple d’Aristote et la musique d’antiquité (Paris, 1904)

R.P. Winnington-Ingram: ‘Aristoxenus and the Intervals of Greek Music’, Classical Quarterly, xxvi (1932), 195–208

R.P. Winnington-Ingram: Mode in Ancient Greek Music (Cambridge, 1936/R)

M. Vogel: Die Enharmonik der Griechen (Düsseldorf, 1963)

F.R. Levin: ‘Synesis in Aristoxenian Theory’, Transactions of the American Philological Association, ciii (1972), 211–34

A. Barker: ‘Music and Perception: a Study in Aristoxenus’, Journal of Hellenic Studies, xlviii (1978), 9–16

A. Bélis: ‘Les “nuances” dans le Traité d’harmonique d’Aristoxène de Tarente’, Revue des études grecques, xcv (1982), 54–73

A. Barker: ‘Aristoxenus’ Theorems and the Foundations of Harmonic Science’, Ancient Philosophy, iv (1984), 23–64

J. Solomon: ‘Towards a History of Tonoi’, JM, iii (1984), 242–51

A. Bélis: ‘La théorie de l’âme chez Aristoxène de Tarente’, Revue de philologie, lix (1985), 239–46

A. Bélis: Aristoxène de Tarente et Aristote: le ‘Traité d’harmonique’ (Paris, 1986)

L.E. Rossi: ‘POxy9 + POxy 2687: trattato ritmico-metrico’, Aristoxenica, Menandrea, fragmenta philosophica, ed. A. Brancacci and others (Florence, 1988), 11–30

A. Barker: ‘Aristoxenus’ Harmonics and Aristotle’s Theory of Science’, Science and Philosophy in Classical Greece, ed. A.C. Bowen (New York, 1991), 188–226

Annie Bélis

Grove
 
Last edited:
createlink.gif


Αριστοτέλης, (384-322 π.Χ.)· γεννήθηκε στα Στάγιρα (ή Στάγειρα) της Χαλκιδικής και πέθανε στη Χαλκίδα της Ευβοίας. Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα στην Ακαδημία στην Αθήνα, όπου αργότερα και δίδαξε· έμεινε κοντά στον Πλάτωνα 20 χρόνια περίπου, ως το θάνατο του δασκάλου του το 347. Το 343, υστέρα από πρόσκληση του Φίλιππου, έγινε δάσκαλος του Αλέξανδρου. Γύρισε στην Αθήνα το 335 και ίδρυσε τη Σχολή του, το Λύκειον, που αργότερα ονομάστηκε Περίπατος. Το 323 αποσύρθηκε σε κτήμα του στη Χαλκίδα, όπου πέθανε ένα χρόνο αργότερα, το 322.

Μολονότι ο μεγάλος φιλόσοφος είχε πολύ καλή γνώση της θεωρίας και της πρακτικής της μουσικής, δεν έγραψε κανένα σύγγραμμα ειδικά για τη μουσική· αλλά πολύ συχνά αναφέρεται στη μουσική στα κείμενά του.

Όπως ο Πλάτων, υποστηρίζει την ηθική αξία της μουσικής και εξετάζει λεπτομερειακά τη σημασία της στην εκπαίδευση των νέων (Πολιτικά Η', 1339Α-1342Β, V, 3-VII, 11). Ο Αριστοτέλης αναλύει τρεις απόψεις για την αποστολή της μουσικής και το σκοπό για τον οποίο πρέπει να διδάσκεται στους νέους ("τίνος δει χάριν μετέχειν αυτής"):
(α) "παιδιάς ένεκα και αναπαύσεως" (για ευχαρίστηση [ψυχαγωγία] και ανάπαυση).
(β) "προς αρετήν τι τείνειν την μουσικήν... και το ήθος ποιόν τι ποιείν" (γιατί μπορεί να ασκήσει ευεργετική επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα).
(γ) "προς διαγωγήν...και προς φρόνησιν" (γιατί μπορεί να συμβάλει στη διανοητική και αισθητική απόλαυση και καλλιέργεια). Ο Αριστοτέλης ακολουθεί την ίδια γραμμή σκέψης, όπως και ο Πλάτων, οι απόψεις του όμως είναι πιο φιλελεύθερες και λιγότερο αλύγιστες.

Στον Αριστοτέλη αποδίδονται τα Προβλήματα, η αυθεντικότητά τους όμως αμφισβητείται από πολλούς, που τα αποδίδουν σ' έναν "ψευδο-Αριστοτέλη". Οι περισσότεροι ωστόσο συμφωνούν ότι το υλικό των Προβλημάτων προέρχεται από τον Αριστοτέλη και τη Σχολή του. Τα Προβλήματα, που είναι σχετικά με τη μουσική (σε διαλογική μορφή), πραγματεύονται θέματα ακουστικής, συμφωνιών, φιλοσοφίας, μουσικής αισθητικής κτλ., και διαιρούνται σε δύο μεγάλα τμήματα: (α) Όσα περί φωνής (το μεγαλύτερο μέρος των Προβλ. ΧΙ) και (β) Όσα περί αρμονίαν (ολόκληρο το μέρος ΧΙΧ, Προβλ. 1-50).
Τα Μουσικά Προβλήματα εκδόθηκαν με το ελληνικό κείμενο και γαλλική μετάφραση και σχόλια από τους F. A. Gevaert και J. C. Voolgraf (Les problemes musicaux d'Aristote, Γάνδη 1903) και είναι ταξινομημένα ανάλογα με το θέμα τους, "Acoustique", "Consonnances" κτλ.
Ο Ch. Emile Ruelle δημοσίευσε προηγούμενα μια γαλλική μετάφραση (Problemes musicaux d'Aristote, Παρίσι 1891), με μια Εισαγωγή (σσ. 1-3), στην οποία υποστηρίζει την άποψη, ότι τα Μουσικά Προβλήματα είναι αυθεντικό, γνήσιο έργο του Αριστοτέλη· αναφέρεται στον κατάλογο των έργων του Αριστοτέλη από τον Διογένη Λαέρτιο, όπου συμπεριλαμβάνεται ένα βιβλίο Περί Προβλημάτων και στο γεγονός, όπως λέει, ότι ο ίδιος ο Αριστοτέλης συχνά αναφέρεται σ'αυτό.
Μια πιο πρόσφατη έκδοση του ελληνικού κειμένου με ιταλική μετάφραση δημοσιεύτηκε από τον Geraldo Marenghi (Φλωρεντία 1957, σσ. 137). Μόνο τα Προβλήματα τα σχετικά με την αρμονία (ΧΙΧ, 1-50) περιλαμβάνονται και μεταφράζονται σ'αυτή την έκδοση (σσ. 26-83), μαζί με Σημειώσεις (σσ. 85-119), Βιβλιογραφία (σσ. 123-125) και ένα γλωσσάριο των μουσικών όρων που συναντώνται στο κείμενο (glossario dei termini musicali, ss. 127-133).
Υπάρχουν ακόμα δύο αγγλικές μεταφράσεις· η μία του E. S. Forster (στον τόμο VII της οξφορδιανής μετάφρασης των έργων του Αριστοτέλη, Οξφόρδη 1927· Problemata XI, The Voice 898b-906a και XIX Music 917-923a). Η άλλη μετάφραση είναι του W. S. Hett, Λονδίνο 1936-7 (Aristotle: Problems, τόμ. Ι, σσ. 252-295, Προβλ. XI· τόμ. Ι, σσ. 378-415, Προβλ. ΧΙΧ σχετικά με την Αρμονία).
Το ελληνικό κείμενο των Μουσικών Προβλημάτων περιλαμβάνεται στην έκδοση του C. v. Jan, Musici scriptores graeci (Λιψία 1895, σσ. 60-111) με τίτλο Ps-Aristotelis 'Problemata', Αριστοτέλους Προβλήματα. Ο C. v. Jan δημοσιεύει στην ίδια έκδοση μια εκλογή κειμένων του Αριστοτέλη για τη μουσική· σ' αυτά περιλαμβάνεται ολόκληρο το μέρος των Πολιτικών που ασχολείται με την ηθική σημασία της μουσικής στην εκπαίδευση, Η', 1339Α ως 1342Β (Musici scriptores graeci, σσ. 3-35, με τίτλο Aristotelis loci de musica).

Βιβλιογραφία (εκτός από τα αναφερόμενα στο λήμμα):

Β. Fred. Bojesen, De Problematis Aristotelis, Hafniae 1836.
C. Prantl, "Uber die Probleme des Aristoteles", Abhand. d. philos.-philol. Klasse d. Bayer. Akad. VI (1851), σσ. 339-377.
Ε. Richter, De Aristotelis Problematis, Bonnae 1885.
C.-Em. Ruelle, "Corrections anciennes et nouvelles dans le texte des Problemes d' Aristote", Revue de Philologie XV (1891), σσ. 168-174.
C. Stumpf, "Die pseudo-aristotelischen Probleme uber Musik", Abhand. d. Berliner Akad. III (1896), σσ. 1-81.
Ε. d' Eichthal et Th. Reinach, "Nouvelles observations sur les Problemes musicaux", REG XIII (1900), σσ. 18-44.
Βλ. επίσης: Lukas Richter: Zur Wissenschaftslehre von der Musik bei Platon und Aristoteles, Βερολίνο 1961, σσ. ΧΙ, 202, 8ο.

http://www.musipedia.gr/

~~~~~~~~

Aristotle [Aristotelēs]

(b Stagirus, 384 BCE; d Chalcis, 322 BCE). Greek philosopher.

1. Theories of sense perception and ethical behaviour.

In order to consider Aristotle's views on music, it is necessary to make some reference to the theories of sense perception and ethical behaviour on which they are based. His treatise On the Soul defines perceiving as the process of acquiring the form, or mental image, of an object. Considered in subjective terms, it is a developing of the potential into the actual, since a thing cannot become what it is not (424a18–19, 425b23–4, 417b2–7). The attitudes that characterize an individual have thus always existed potentially within him; music can evoke them, but it cannot implant them.

According to the same treatise, every affection (pathos) of the soul involves a concurrent affection of the body (403a16–19). Bodily affections, however, cannot cause movement in the soul, which is the unmoved mover. This definition of the soul occurs in On the Movement of Animals, which includes an account of how it initiates action. In matters of conduct the object of desire or of the intellect causes movement. Here the motive is at best a relative good; true beauty and goodness cannot be relative, hence the soul moves but is not moved (700b17–701a2). Nowhere in Aristotle is there a sufficiently full explanation of the complex relationship between soul and body, nor is active reason ever adequately accounted for, particularly as a factor in sensation and reaction. The main outlines of his doctrine, however, can be discerned in this broad area of theory.

Ethical attitudes, defined in the Metaphysics (1022b4–14) as dispositions towards evil or good, are expressed through actions of a corresponding nature. Virtue and vice come under close examination in the second book of the Nicomachean Ethics (1103a14–1106a24; abbreviated below to Ethics); certain statements may be taken as representative. Moral virtue (or ‘excellence’) is described as being a result of habituation. ‘Like attitudes arise from like activities’, and virtues are created and fostered by observing due measure rather than excess or deficiency, and by thus keeping to the principle of the mean. Aristotle held that an action is meaningful and may be termed unequivocally just only when it expresses the pre-existing inward nature of the agent.

Accordingly, an action undertaken by accident, or at the suggestion of another person, does not qualify; and yet this second possibility touches upon the central nature of Paideia. The point has vital importance for music, which was accorded so prominent a role in elementary schooling that masters were universally known as kitharistai, ‘teachers of the kithara’. Here the difficulty is only a seeming one: in the Physics (247b18–248a2) Aristotle showed his unwillingness to hold restless children accountable by adult standards such as those of the Ethics. In later life a man does become accountable; and by that time, both Plato and Aristotle believed, his taste should have become properly formed.

The argument of the Ethics goes on to set forth the criteria of a just or wise act. Unlike a fine work of art, which is required merely to have its own self-contained excellence, such an act must satisfy the three further requirements of deliberate intent, disinterestedness and constancy of disposition. Virtues are therefore different from skills; and as one example of a skill Aristotle cited music, using a neuter plural form (ta mousika) for which the English term ‘music’ provides a general equivalent. This example of the way in which Aristotle attenuated the old concept of mousikē, in which music and literature were joined together, is unobtrusive but far from insignificant.

Aristotle thus prepared the ground for a definition of virtue in general. Together with the individual virtues, it must be an attitude of the soul rather than a capacity or feeling – specifically that attitude which causes a man to become good and to perform his special function well. At this point the relevant arguments of the Ethics conclude. It remains to note the definitive comments in the Physics on the nature of alteration (alloiōsis): neither acquired states nor the process of acquiring or losing them may properly be considered instances of alteration. These states are either examples of excellence, or defects; and ‘excellence is a perfection … while a defect is a perishing of or departure from this condition’, whether of body or of soul (245b3–247a8).

2. Symbolism, number, harmonic theory.

Unlike Plato, Aristotle avoided musical symbolism, chiefly because of his quite different attitude towards Pythagorean number theory. This theory, he said, had developed out of the discovery that the ratios of the harmoniai or modes could be expressed numerically. Unfortunately it had led to the claim that ‘the whole heaven is a harmonia and a number’ and to the charming but untrue notion of the harmony of the spheres. In its debased popular form as numerology, it produced such fantasies as the belief that the number of notes on the aulos, 24 in all, ‘equals that of the whole choir of heaven’. All this, according to Aristotle, proceeds out of the mistaken fundamental idea that real things are numbers (Metaphysics, 985b32–986a2, 1090a20–23, 1093a28–b4; On the Heavens, 290b21–3).

The fact that harmonic relationships such as the 5th and octave can be expressed mathematically is quite another matter. Aristotle often referred to this, and he classified harmonics, the technical theory of music, as a physical science. Although the harmonia itself is usually presented as fact, there are noteworthy exceptions to this rule. In the Politics (1254a32–3) it illustrates the idea of a ruling principle even in inanimate things, and according to the Metaphysics (1018b29), in the lyra this principle is the note called mesē (‘middle’) – a statement which never has been satisfactorily explained. Pseudo-Plutarch's On Music (1139) cites Aristotle as having called the harmonia ‘celestial’ because its nature is ‘divine, noble and marvellously wrought’, but also as adding that in operation it is quadripartite and embodies two kinds of mean, the arithmetic and the harmonic. These added comments show his characteristic position; it becomes unmistakably clear in the flat statement that the harmonia consists of notes alone, and again in his equally flat denial that either of its main meanings (‘arrangement’, ‘ratio’) may properly be used to describe the soul (Topics, 139b37–8; On the Soul, 408a5–10).

When he discussed mode as such, Aristotle seems to have had in mind not the harmoniai of the 5th century but instead the complex of interchangeable sequences that by this time had probably replaced them. He noted that the Dorian and Phrygian were considered by some to be the chief modal categories, subsuming the other modes (Politics, 1290a19–22). This happened in the case of the Aeolian and Iastian modes, renamed, during the process of systematization, Hypodorian and Hypophrygian respectively. It is also a familiar fact that the Lydian, with its related modes, was for a long time in disfavour. Two points seem noteworthy here: Aristotle relied on the opinions of others, as he often did when discussing modality; in this deference to authority, moreover, he was willing to grant the Phrygian a place of chief importance, even though he criticized Plato for having allowed it in the ideal city-state of the Republic.

3. ‘Paideia’ and ethos.

Like his great teacher, however, Aristotle often stressed the importance of the role of music in education, and he agreed with the Platonic definition of correct education as a training to experience pleasure and pain in the right way. His own definition (Politics, 1340a15) follows it closely. When he took up in the Ethics the question of the manner in which pleasure relates to goodness and happiness, he supported his answer with a parallel involving music. The case is the same, he said, with the man who is musical: such a person enjoys good melodies and is pained by bad ones (1170a6–11). Here the adjectives are not ethical but refer to technique (cf 1105a27–33). They express the trained responses of an expert. The appearance of such a figure, like that of the polymath, foreshadows the beginning of the Hellenistic age. Yet Aristotle belonged to the Hellenic period, as its last great representative. Normally, therefore, he directed his attention not to the scholarship of music but to the much broader field of musical and literary training known as mousikē. Examining the role of music in education, he saw that it had a good or bad influence according to the attitude it fostered. The postulates of his system kept him from applying such terms to the actual hearing of music, for the latter is not an attitude of the soul but only an affection (pathos), something that one experiences.

The one extended examination of the paideutic aspects and values of music, unique not merely in the vast body of Aristotle’s works but in the whole of surviving Hellenic literature, is to be found in the final chapters of the Politics (1339a11–1342b34). It is preceded by a brief attempt to determine why ‘the ancients’ made music a part of paideia. This ends with the explanation that it is ‘useful for rational enjoyment [diagōgē] in leisure’ (1338a22–3). Nowhere is there a recognition of its liturgical use; one will look in vain for the devoutness of a Plato. In both respects the prelude evokes something of the tone that marks the central discussion of music. From that long and complex examination a limited number of arguments will be cited, normally in the order of the text.

Aristotle set out to determine whether the proper paideutic end of music is amusement, moral betterment or the enriching of cultivated leisure and practical wisdom (phronēsis). He found all three possibilities promising but unequal in merit. At length he returned to the original question and shaped it in a slightly different form, omitting wisdom: education, amusement and cultivated leisure are now the possibilities; the paideutic function of music has become one of them. Its effectiveness, he concluded, presumably applies to all three. The proofs which he then added, however, touch only upon the second and third, and show the pleasure that music gives naturally and indiscriminately. Surmising that its essential nature might be more honourable than this incidental aspect would suggest, he raised the possibility that it somehow also reaches the character and the soul. Obviously it influences us in this way, he continued; and at this point an intricate series of statements and conjectures begins, concerned in every instance with aspects of Ethos theory.

Especially challenging is the claim (1340a12–14, as emended by Susemihl) that purely instrumental music possesses ethical force through its rhythms and melodies. The mimetic aspect of his theory emerges in the claim that these contain ‘likenesses’ (homoiōmata) or imitations of all the emotions and ethical states. Proof is found in the varying effects of individual harmoniai and rhythms as propounded by certain experts; the latter are described but not named, and their identity remains uncertain. Children must therefore be educated in music, Aristotle concluded. It is naturally pleasurable, and we ‘seem to have a certain affinity with modes and rhythms’. His presentation, taken as a whole, raises many questions. The attribution of ethos to instrumental music without a sung or recited text (a clear attempt to refute Plato) can be defended on several grounds. The proofs throughout are strikingly empirical, however, with very little theory of any kind as a balance; the evidence is derivative; and the reader is left with no explanation either of the ‘likenesses’ or of the affinity of the soul with mode and rhythm (asserted also in the Poetics, 1448b20–21). It is true that Aristotle's death cut short the task of completing the Politics, and that the treatise devoted to music remains tantalizingly among the lost works.

Passing to the consideration of music lessons and the choice of an instrument, Aristotle counselled that actual performance be limited to childhood. Maturity should bring ethical discretion, based upon this early training. His next point, the admission that some kinds of music may be vulgarizing, seems a digression. It is linked to what has preceded it, however, by strong though implicit reservations about the role of instruments, especially in solo performance. To play the aulos or kithara as a soloist required some degree of professionalism and virtuosity, qualities associated with the vulgar rather than the freeborn man. This had even influenced lyre study in the schools: Aristotle sought to abolish from the curriculum showpieces that demand ‘marvellous and extraordinary’ displays of technique. He also believed that the aulos must be banned, on the ground that it is distracting and exciting rather than morally beneficial. When he therefore described it as belonging to occasions which produce purgation (katharsis) rather than instruction, he was in a sense denying ethical effectiveness to tragedy as well. Although he raised the further point that learning to play the aulos has nothing to do with the intellect, he never said that the case was different with other instruments used alone. It will be recalled that when the question of the purpose of music is reintroduced, the furthering of practical wisdom no longer appears among the possibilities. Aristotle's strong belief in the ethical power of purely instrumental music has also been noted. This, and the fact that he regularly spoke of music in connection with the ethical rather than the intellectual virtues (although he classified it as a skill), suggests his attitude concerning its relation to the active reason.

4. Relationship to Plato.

Several points that have been mentioned illustrate the ways in which Aristotle’s approaches differed from those of Plato. Besides clashing deliberately with his teacher on the subject of the ethos of instrumental music, Aristotle went beyond him in seeking to ban the kithara from education. This may be a sign of an increase in professionalism, with its emphasis upon solo playing. The apparent denial of any ethical potential to tragedy furnishes another instance of disagreement. In every case, the difference may be ascribed to differing concepts of paideia.

For Plato it was a lifelong process. His consequent belief that audiences ought always to be exposed to an ethic higher than their own made him object to vulgar dramatic performances as well as vulgar music. Probably the same concern underlay his remark in the Gorgias that tragedy is primarily hedonistic; this description is certainly an ethical one (502b1–c1).

For Aristotle, however, paideia had its restricted sense of elementary schooling, valuable for mature life; and he no longer felt the unity of literary text and musical accompaniment that had been central to the idea of mousikē. It was possible for him, therefore, to look calmly at the reality of solo instrumental music performed in public. He could even say that such music should be no better than its audience. Where music and morals are concerned, this marks the extreme point of difference between the two philosophers.

5. Modes.

The closing section of the Politics deals exclusively with the modes; a promised treatment of the rhythms is not found in the extant portion of the text. Leaving detailed analysis to the experts, Aristotle accepted their division of melodies into three categories and their assignment of individual modes to each category. The types are the ‘ethical’, productive of moral betterment; the ‘practical’, productive of action; and the ‘enthusiastic’ or ‘passionate’, productive of emotional excitement. Also, and for the fourth time, he listed the proper ends of music: education, purgation and the cultivation of leisure. Once again the possibility of wisdom has been passed over; and the inclusion of leisure on all four occasions is an unmistakable step towards the recognition of a distinctively aesthetic province of judgment.

A discriminating use of all the modes is proper, Aristotle concluded. The proposal that follows shows his pragmatism and his avoidance of Plato's moral criticism: he recommended that the most markedly ‘ethical’ types be used for education and the other two types for public performances by professionals. He advocated separate competitions and public spectacles for freeborn, educated men and for the common crowd, supporting his contention with the remark already noted. His added explanation that all men enjoy what is naturally suited to them further emphasizes his great divergence from Platonic ideals. Moreover, the triple division of melodies and modes allows much more freedom than Plato ever permitted. Probably an important purpose of this freedom is to provide for the range of moods in the aulos music used to accompany performances of tragedy. To be sure, the theory does not seem consistent with a recognition of only two modes and a corresponding view of the others as composite rearrangements of them (1290a19–29, part of which has been discussed above); but the latter view is merely mentioned, not espoused.

The last 18 lines of the Politics may be passed over as probably the work of a late interpolator. There can be no other explanation, at any rate, for the praise of Lydian modality as particularly suitable for paideia. Immediately before these lines, Aristotle attacked Plato for allowing the use of the Phrygian in the Republic. He himself was, of course, willing to have Dorian used in the schools, together with whatever other modes the experts might recommend. Everyone agrees that Dorian is outstanding for its sedateness and manly ethos, he noted. Adding a comment of his own, he characterized its relation to the other modes as that of a mean between extremes. The reference here may be to the system of octave species, in which the Dorian does occupy such a position.

6. General characteristics of Aristotelian thought.

Broadly considered, Aristotle's comments on music create a mixed impression. As one would expect, the theoretical basis is difficult but impressive. Occasionally its principles lead to ostensible anomalies, as occurs when tragedy apparently proves to be both ethical and non-ethical: tragedy deals with problems of character, unquestionably, yet it is cathartic rather than paideutic, and it lacks the vital element of habituation. Apart from such exceptional instances, his theory provides a sound foundation.

The resulting structure has a number of valuable features. A sane and tolerant recognition of the value of music as a part of the good life – the life of cultured leisure – is certainly one of them; and they include many points of useful detail. Yet the whole is somehow less than the sum of the parts. It must be admitted that music makes no significant contribution to Aristotelian doctrine. When modality and rhythm come under discussion, much of the theoretical material proves to be derivative, and central questions such as the purpose of music receive shifting answers. Superstition and loose thinking are demolished; whether any adequate system replaces them may be questioned. It is essentially as a supplement to the more committed and ethically sensitive thought of Plato that Aristotle's contribution to the history and analysis of Greek musical culture is significant.

7. Influence on his successors.

Although he had no comparable link with any successor, Aristotle established for the future not only general techniques of argument but also specific views on music. The Pseudo-Aristotelian Problems, a later collection concerned in part with music, reflects these views, together with the doctrines of his pupils, especially Theophrastus. Aristoxenus, the most outstanding music theorist trained by Aristotle, demonstrated that training by the use of categories for the analytical definition of musical concepts, and in particular by reliance upon the ear. Even his counterbalancing belief that serious students must also rely upon ‘right judgment’ probably draws upon the concept of ‘right reason’, familiar from the Nicomachean Ethics.

During the two centuries that followed, the Stoics turned to the Aristotelian corpus for an analysis of emotional response to music. They elaborated these beginnings into a highly detailed system which underlies the arguments employed by Diogenes of Babylon, a philosopher of the 2nd century BCE whose views on music survive through his Epicurean contemporary and adversary, Philodemus. The emphasis that Diogenes placed upon the role of the listener may perpetuate a genuinely Aristotelian view, hinted at in the Problems.

By the late 9th century CE the Problems, together with On the Soul and History of Animals (unquestionably authentic), had become well known to Muslim philosophers and music theorists through translations into Arabic and Syriac.

In the West, Aristotle's works largely (though not entirely) faded into obscurity until the 12th century, when figures such as Abelard and especially Thierry of Chartres (in his Heptateuchon) undertook to revive and apply Aristotelian logic in their writing and teaching. By the end of the 12th century a large selection of Aristotle's logical, metaphysical, ethical and scientific treatises were available in Latin and were being studied in Paris. At the beginning of the 13th century the Paris Council of 1210 condemned Aristotle's works on natural philosophy, but this condemnation was quickly modified and by the early 1230s Aristotle was again the focus of intense study. In the Statute of the Faculté des Arts (dated 19 March 1255), the logical, metaphysical and scientific treatises of Aristotle formed the greater part of the texts to be studied (see Huglo, pp.152–60), and Aristotelian methods and terminology appear prominently in the music treatises of Johannes de Garlandia, Magister Lambertus, the Anonymous of 1279, Franco of Cologne, Anonymous 4, Johannes de Grocheio, Hieronymus de Moravia and Elias Salomo, all of them written after 1255 in or under the influence of Paris. By the 14th century Aristotelianism was fully established in music theory, and in one form or another it has continued to exert an influence to the present day.

Writings

I. Bekker, ed.: Aristotelis opera (Berlin, 1831–70/R, 2/1960–85 by O. Gigon)

J.A. Smith and W.D. Ross, eds.: The Works of Aristotle (Oxford, 1908–52)

C.E. Ruelle, H. Knoellinger and J. Klek, eds.: Aristotelis quae feruntur Problemata physica (Leipzig, 1922)

Bibliography

E. d'Eichthal: ‘Nouvelles observations sur les problèmes musicaux attribués à Aristote’, Revues des études grecques, xiii (1900), 18–44

K. Töpfer: ‘Die musikalische Katharsis des Aristoteles’, Zeitschrift für die Österreichischen Gymnasien, lxii (1911), 961–79

R.H. Bradley: ‘Aristotle's Views on Music, and their Relation to Modern Ideas’, Westminster Review, clxxix (1913), 158–68

A. Busse: ‘Zur Musikästhetik des Aristoteles’, Rheinisches Museum, lxxvii (1928), 34–50

H.G. Farmer: ‘Greek Theorists of Music in Arabic Translation’, Isis, xiii (1930), 325–33

A.J. Janssens: ‘Aristoteles en de oudere muziekaesthetiek’, Philologische Studien, vi (1934–5), 108–32

W. Vetter: ‘Die antike Musik in der Beleuchtung durch Aristoteles’, AMf, i (1936), 2–41

D.J. Allan: The Philosophy of Aristotle (Oxford, 1937, 2/1970)

D.P. Walker: ‘Musical Humanism in the 16th and Early 17th Centuries’, MR, ii (1941), 1–13, 111–21, 220–27, 288–308; iii (1942), 55–71

P.O. Kristeller: ‘Music and Learning in the Early Italian Renaissance’, JRBM, i (1946–7), 255–74; repr. with appx in Studies in Renaissance Thought and Letters (Rome, 1969), 451–70

R.R. Bolgar: The Classical Heritage and its Beneficiaries (Cambridge, 1954)

I. Düring: ‘Von Aristoteles bis Leibnitz: einige Hauptlinien in der Geschichte des Aristotelismus’, Antike und Abendland, iv (1954), 132–9

M.S. Shellens: ‘Die Bedeutung der “Katharsis” in der Musiklehre des Aristoteles’, Archiv für Philosophie, vii (1957), 229–43

L. Richter: ‘Die Beziehung zwischen Theorie und Praxis der Musik im aristotelischen Protreptikos’, Hermes, lxxxviii (1960), 177–88

L. Richter: Zur Wissenschaftslehre von der Musik bei Platon und Aristoteles (Berlin, 1961), 98–169

J.H. Randall: Aristotle (New York, 1962)

W.D. Anderson: Ethos and Education in Greek Music (Cambridge, MA, 1966), 111–46

I. Düring: Aristoteles (Heidelberg, 1966), 486ff

D. Zoltai: A zeneesztétika története, i: Ethosz és affektus (Budapest, 1966; Ger. trans., 1970, as Ethos und Affekt)

G.B. Kerferd: ‘Aristotle’, Encyclopedia of Philosophy, ed. P. Edwards (New York, 1967), i, 151–62

E. Pöhlmann: ‘Antikenverständnis und Antikenmissverständnis in der Operntheorie der Florentiner Camerata’, Mf, xxii (1969), 5–13

E. Braun: Aristoteles und die Paideia (Leiden, 1974)

W.D. Anderson: ‘Musical Development in the School of Aristotle’, RMARC, xvi (1980), 78–98

A. Barker: ‘Aristotle on Perception and Ratios’, Phronesis, xxvi (1981), 248–66

E. Fladt: Die Musikauffassung des Johannes de Grocheo im Kontext der hochmittelalterlichen Aristoteles-Rezeption (diss., Technische U. of Berlin, 1981)

C. Lord: Education and Culture in the Political Thought of Aristotle (Ithaca, NY, 1982)

L. Richter: ‘Die Stellung der Musik in der aristotelischen “Metaphysik”’, Aristoteles als Wissenschaftstheoretiker: eine Aufsatzsammlung, ed. J. Irmscher and R. Müller (Berlin, 1983), 46–9

A. Barker, ed.: Greek Musical Writings, i: The Musician and his Art (Cambridge, 1984), 170–82 [translated excerpts referring to musical subjects]

F.A. Gallo: ‘Greek Text and Latin Translations of the Aristotelian Musical Problems: a Preliminary Account of the Sources’, Music Theory and its Sources: Antiquity and the Middle Ages: Notre Dame, IN, 1987, 190–96

M. Huglo: ‘The Study of Ancient Sources of Music Theory in Medieval Universities’, ibid., 150–72

J. Yudkin: ‘The Influence of Aristotle on French University Music Texts’, ibid., 173–8

A. Barker, ed.: Greek Musical Writings, ii Harmonic and Acoustic Theory (Cambridge, 1989), 66–109 [trans. of the Problems, On Things Heard and excerpts referring to musical subjects]

Warren Anderson/Thomas J. Mathiesen

Grove
 
Last edited:
createlink.gif


Αριστοφάνης, (περ. 450-385 π.Χ.)· γεννήθηκε στον αθηναϊκό δήμο Κυδαθηναίων, αλλά η χρονολογία της γέννησής του δεν είναι σίγουρη. Ξέρουμε μόνο ότι το 427, πολύ νέος ακόμα, έγραψε την πρώτη του κωμωδία Δαιταλής (Συμποσιαστές), η οποία κέρδισε ένα δεύτερο βραβείο. Για την ιδιωτική του ζωή πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά· είναι πιθανό ότι πέρασε την παιδική του ηλικία στην εξοχή, γι' αυτό έτρεφε ιδιαίτερη στοργή για την αγροτική ζωή.

Από τις κωμωδίες του 11 σώζονται ολόκληρες: Αχαρνής (425), Ιππής (424), Νεφέλαι (423), Σφήκες (422), Ειρήνη (421), Όρνιθες (414), Λυσιστράτη (411), Θεσμοφοριάζουσαι (411), Βάτραχοι (405), Εκκλησιάζουσαι (392) και Πλούτος (388).

Τίποτε δυστυχώς δε σώθηκε από τη μουσική του και πρέπει να καταφεύγουμε στην πλούσια και πολύμορφη ρυθμοποιία του και στην ποιητική του γλώσσα, γεμάτη συχνά από σπινθηροβόλο πνεύμα, για να φανταστούμε πώς μπορούσε να είναι ο χαρακτήρας της μελοποιίας του. Ο Gevaert, σε μια ενθουσιώδη εκτίμηση των μουσικών ικανοτήτων του Αριστοφάνη (Aristophane musicien II, σ. 556), υποστηρίζει πως δείχνει μιαν ασύγκριτη ευχέρεια στην αφομοίωση της τεχνικής των προηγουμένων. Πολλές από τις υπάρχουσες φόρμες λυρικής σύνθεσης και παραδοσιακής μουσικής (όπως οι αρχιλόχειες επωδές , δημοτικά τραγούδια, ύμνοι , σκόλια , ορχηστικές στροφές κτλ.) συναντώνται στα έργα του και υπόκεινται σε μίμηση και επεξεργασία "με σπάνια τελειότητα". Πολλές λυρικές στροφές (με μουσική) δίδονται από τον Αριστοφάνη στο χορό ή κάποτε, επίσης, σε κύριους χαρακτήρες μόνο, ή σε λυρικό διάλογο με το χορό (πρβ. Κ. J. Dover, Aristophanic Comedy, Λονδίνο 1972, σ. 68). Για τον Gevaert και άλλους μελετητές η μεσαία περίοδος των κωμωδιών του, που περιλαμβάνει τους Όρνιθες και τους Βατράχους, αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα της τέχνης του. Οι Βάτραχοι, ιδιαίτερα, είναι ίσως η πλουσιότερη και μουσικότερη από όλες τις κωμωδίες του. Θα μπορούσαν να αναφερθούν ειδικά ο λυρικός διάλογος της πρώτης παρόδου ανάμεσα στον Διόνυσο και το χορό, και οι ωραίοι και εντυπωσιακοί τέσσερις ύμνοι (δεύτερη πάροδος) στον Διόνυσο, στην Παλλάδα Αθηνά, τη Δήμητρα και τον Ίακχο, με καλά υπολογισμένη αισθητική αντίθεση ανάμεσα στα ενθουσιαστικά και εύθυμα τραγούδια στον Διόνυσο και τον Ίακχο από τη μια, και στον εκφραστικό ύμνο στην Αθηνά και το αγροτικό τραγούδι στη Δήμητρα από την άλλη. Αλλά θά' πρεπε ακόμα να αναφερθούν τα ωραία λυρικά τραγούδια από τις Νεφέλες, "Αέναοι νεφέλαι", στ. 275-290 και "Παρθένοι ομβροφόροι", στ. 298-313 (πρβ. Dover, ό.π., σ. 71). Στις δύο τελευταίες κωμωδίες του το καθαρά μουσικό στοιχείο περιορίζεται σημαντικά, ενώ η όρχηση
έγινε ο κύριος συντελεστής στα ιντερλούντια.
Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί ότι ο Αριστοφάνης ήταν ένας συντηρητικός μουσικός που πίστευε στη μουσική παράδοση. Συχνά χλευάζει και σατιρίζει τις καινοτομίες και τους μουσικούς της "πρωτοπορίας" του 5ου αιώνα. Επαινούσε θερμά τα μέλη του Σοφοκλή , αλλά έδειχνε αδικαιολόγητη εχθρότητα προς τη μουσική του Ευριπίδη . Ως λυρικός συνθέτης ήξερε πώς να συμβιβάζει τον ιδεαλισμό με το ρεαλισμό και οι κωμωδίες του αντανακλούν την ελληνική πραγματικότητα της εποχής του, τόσο στη ζωή όσο και στη μουσική.

Βλ. Ο. Schroeder, Aristophanes, Cantica, 2η εκδ. 1930, Τ.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


Αρίων, (περ. 625 π.Χ.-;)· μυθικο-ιστορικός λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στη Μήθυμνα της Λέσβου, κι ήταν γιος του Κυκλέα. Η ζωή του περιβάλλεται από θρύλους· ακόμα και η ύπαρξή του αμφισβητείται από Αλεξανδρινούς φιλόλογους.
Η Σούδα δίνει τις ακόλουθες πληροφορίες: "Αρίων Μηθυμναίος λυρικός, γιος του Κυκλέα· έζησε στην 38η 'Ολυμπιάδα (γύρω στο 625 π.Χ.). Μερικοί συγγραφείς πιστεύουν ότι υπήρξε μαθητής του Αλκμάνα . Έγραψε τραγούδια, προοίμια σε δύο έπη. Λέγεται ότι ήταν ο δημιουργός του τραγικού τρόπου (στιλ) και ότι ήταν ο πρώτος που έστηνε το χορό και τραγουδούσε διθύραμβο, με σατύρους που εκφράζονταν έμμετρα".
Ο Αρίων θεωρούνταν γενικά ο μεγαλύτερος κιθαρωδός της εποχής του· και άσκησε επίδραση στην ανάπτυξη του κιθαρωδικού νόμου . Ο Ηρόδοτος (Α', 23) λέει ότι ως κιθαρωδός ήταν "ουδενός δεύτερος", και του αποδίδει την εφεύρεση του διθυράμβου , τον οποίο δίδαξε στην Κόρινθο. Ο Ηρόδοτος (Α', 24) διηγείται επίσης τον γνωστό και χαριτωμένο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ο Αρίων, επιστρέφοντας στην Κόρινθο από τη Σικελία, ρίχτηκε στη θάλασσα από πειρατές και σώθηκε από ένα δελφίνι. Ο Αρίων έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην αυλή του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου (625-585 π.Χ.). Η Σούδα λέει ότι το όνομα του πατέρα του, Κυκλεύς, οφειλόταν στον "κύκλιο " χορό που έθετε ο Αρίων γύρω από το βωμό.

Βλ. Bergk PLG III, 79-81, ύμνος στον Ποσειδώνα με εγκώμιο στους "φιλόμουσους δελφίνες". Επίσης, Page PMG 507, απόσπ. 939.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


αρμάτιος, (και αρμάτειος) νόμος· αυλητικός νόμος
εκτελούμενος σε μάχη με πολεμικά άρματα ή σε αρματοδρομία, με σκοπό να εμπνεύσει τον ενθουσιασμό σ' αυτούς που λάβαιναν μέρος. Λέγεται πως καθιερώθηκε πρώτα από τον πρώτο Όλυμπο · ο Πλούτ. (Περί μουσ. 1133Ε, 7) λέει: "τον δε καλούμενον αρμάτιον νόμον λέγεται ποιήσαι ο πρώτος Όλυμπος". Πιο κάτω ο Πλούτ. (ό.π.) αναφέρεται στον αρμάτιο νόμο λεπτομερέστερα.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


αρμογή, (από το αρμόζω ή αρμόττω, ταιριάζω, συνδέω)· μέθοδος κουρδίσματος (LSJ)· χόρδισμα, αρμονία.
Κατά τον Φρύνιχο, αναπροσαρμογή του κουρδίσματος από έναν τόνο σε άλλο· αλλά ο ορθός όρος γι' αυτό πρέπει νά' ναι η μεθαρμογή . Το κείμενο του Φρύνιχου (εκδ. I. de Borries, σσ. 24-25) είναι το ακόλουθο: "αρμογή μουσικόν τώνομα, τιθέμενον επί των αρμόσεων, ας ποιούνται οι μουσικοί, επειδάν εξ αρμονίας εις ετέραν αρμονίαν μετίωσι, φέρε εκ Δακρίων εις Υποδώρια [Anecd. Bekker 15, 20 "Υποϊώνια"] ή εκ Φρυγίων εις Υπερμιξολύδια, ή όλως εκ τίνος τόνου εις έτερον τόνον, ου ταύτον ούσα η αρμογή της μεταβολής... Αρμογή δε εστιν, όταν αυλήσας τον Φρύγιον τόνον και εκτελέσας το τε άσμα και τα κρούματα τελείως μεθαρμόττηται εις έτερον τόνον, Υποφρύγιον ή Λύδιον ή τίνα των τρισκαίδεκα αρμονιών· δύναται δ' αν και η μεταβολή αρμογή καλείσθαι". (Αρμογή είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στα κουρδίσματα που κάνουν οι μουσικοί, όταν πηγαίνουν από μιαν αρμονία σε άλλη, όπως λ.χ. από τη δωρική στην υποδωρική, ή από τη φρυγική στην υπερμιξολυδική ή γενικά από έναν τόνο σε άλλο· χωρίς νά' ναι η αρμογή το ίδιο με τη μεταβολή ... Αρμογή είναι όταν, αφού παίξει στον αυλό στον φρυγικό τόνο και εκτελέσει τελείως το τραγούδι και τα οργανικά μέρη, ξαναταιριάζει (ξανακουρδίζει) το όργανο σ' έναν άλλο τόνο, λ.χ. στον φρυγικό ή λυδικό ή οποιονδήποτε άλλο από τους δεκατρείς τόνους [αρμονίες, όπως γράφει]· η μεταβολή μπορεί επίσης να ονομαστεί αρμογή).
Πρβ. Kock CAF (Ι, 260 και σημ· Εύπολις, απόσπ. 11): "ταύτην εγώ ζητών πάλαι την αρμογήν" (αυτή είναι η αρμογή που αναζητώ). Επίσης, Πολυδ. IV, 57 και Σούδα στο λ. "αρμογή".

Βλ. τα λ. αρμονία, άρμοσις , ηρμοσμένος .

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


αρμονία, (από το ρ. αρμόζω, ή αττ. αρμόττω)· γενική σημασία της λέξης: σύνδεση, συναφή. Επίσης, άρθρωση, αρμός, σημείο της σύνδεσης δύο αντικειμένων· ακόμα, μέσο προς συναρμογή (βλ. Ομ. Οδ. ε 248, 361 κτλ.· ως σημείο σύνδεσης: "αι των λίθων αρμονίαι", Διόδ. Σικ. 2, 8). Ανάμεσα σε άλλα σήμαινε και τη σωστή αναλογία (ή σύμμετρη διάταξη) των μερών ενός συνόλου μεταξύ τους (Δημ., LSJ).

Στη μουσική, εκτός από το "ταίριασμα" (συμφωνία ήχων), σύμφωνα με τους παλιούς θεωρητικούς (ή Αρμονικούς, που ο Αριστείδης Κοϊντιλιανός τους ονομάζει "οι πάνυ παλαιότατοι" Περί Μουσικής, Mb 21, R.P.W.-I. 18), σήμαινε την ογδόη και τη διαφορετική διάταξη των φθόγγων μέσα στην ογδόη ή μέσα σ' ένα σύστημα με τα μέρη του συνδεμένα έτσι που να σχηματίζουν ένα τέλειο σύνολο. Αυτή ήταν, κατά τον Αριστόξενο , η σημασία που έδιναν στον όρο αυτό οι Αρμονικοί πριν από την εποχή του. Βλ. Αρμ. Στοιχ. II, 36, 30 Mb: "αλλά περί αυτών μόνον των επτά οκτάχορδων, ά εκάλουν αρμονίας, την επίσκεψιν εποιούντο" (αλλά αυτοί [δηλ. οι πριν από την εποχή του Αρμονικοί, "οι προ ημών", όπως έλεγε,] περιόριζαν την προσοχή τους μονάχα στα επτά οκτάχορδα , που ονόμαζαν αρμονίες).
Επίσης, συγγραφείς του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., ανάμεσα στους οποίους ο Πλάτων , ο Αριστοτέλης και ο Ηρακλείδης Ποντικός , χρησιμοποιούσαν τον όρο αρμονία με την ίδια σημασία. Ο Πλάτων (Πολ. Ι', 617Β) λέει: "εκ πασών οκτώ ουσών [χορδών, φωνών] μίαν αρμονίαν ξυμφωνείν" (από όλες τις οκτώ [χορδές] μια αρμονία σχηματίζεται). Ο Αριστοτέλης (Πολιτ. Δ', 3, 1290Α) επίσης λέει: "είναι το ίδιο επίσης στην περίπτωση των αρμονιών, καθώς λένε μερικοί· και υπάρχουν δύο είδη, η δωρική και η φρυγική
· όλα τα άλλα συστήματα εντάσσονται στον δωρικό ή τον φρυγικό τύπο" ("ομοίως δ' έχει και περί τας αρμονίας, ως φασί τινες..." κτλ.). Ο Ηρακλείδης Ποντικός στο τρίτο βιβλίο του Περί μουσικής (Αθήν. ΙΔ', 624C, 19) μιλά για τις τρεις "ελληνικές αρμονίες", τη δωρική , την αιολική και την ιωνική (αποκλείοντας τη φρυγική
και τη λυδική ως ξένες), κατ' αναλογία προς τις τρεις ελληνικές φυλές.

Οι αρμονίες που αναφέρονται από τους παραπάνω συγγραφείς, καθώς και από άλλους, είναι οι ακόλουθες επτά (οκτάχορδοι τύποι), όπως είναι γενικά αποδεκτές:

1. Μιξολυδική (Μιξολυδιστί) si-si
2. Λυδική (Λυδιστί) do-
3. Φρυγική (Φρυγιστί) re-re
4. Δωρική (Δωριστί) mi-mi
5. Υπολυδική (Υπολυδιστί) fa-fa
6. Ιωνική, Υποφρυγική (Ιαστί, Υποφρυγιστί) sol-sol
7. Αιολική, Υποδωρική (Αιολιστί, Υποδωριστί) la-la

ή
Δωριστί mi-mi
Φρυγιστί re-re
Λυδιστί do-do
Μιξολυδιστί si-si
Αιολιστί, Υποδωριστί la-la
Ιαστί, Υποφρυγιστί sol-sol
Υπολυδιστί fa-fa

Αυτά τα ονόματα δεν ήταν πάντα τα ίδια, αλλά διέφεραν από τη μια εποχή στην άλλη και από τον ένα συγγραφέα στον άλλο.
Στην εποχή του Αριστόξενου και κατόπιν ο όρος αρμονία χρησιμοποιούνταν πολύ συχνά με τη σημασία "εναρμόνιο γένος ", μαζί με τον όρο εναρμόνιος (Αρμ. Στοιχ. Ι, 2, 23 κτλ.· Κλεον. Εισ. C. v. J. 3, 181, Mb 3).
Μετά την εποχή του Αριστόξενου, ο όρος διαπασών
αντικατέστησε τον όρο αρμονία σε πολλά κείμενα (Κλεον. Εισ. και Βακχ. Εισ. C.ν.J. 197 και 308, αντίστοιχα: "του δε δια πασών είδη εστίν επτά", δηλ. επτά είδη αρμονίας).
Ο όρος αρμονία χρησιμοποιούνταν καμιά φορά και με τη σημασία "μουσική" γενικά.

Βλ. τα λ. αρμογή , άρμοσις , ηρμοσμένος , τόνος





.

Βιβλιογραφία.
Ανάμεσα στις πολλές μελέτες που έχουν γραφεί πάνω στο θέμα "αρμονία", μπορούν να αναφερθούν οι ακόλουθες, κατά χρονολογική σειρά:
D. Β. Monro, The Modes of Ancient Greek Music, Οξφόρδη 1894· ιδιαίτερα, σσ. 47-65, §§ 21-25.
R. P. Winnington-Ingram, Mode in Ancient Greek Music, Cambridge 1936.
G. Reese, Music in the Middle Ages, Νέα Υόρκη 1940, σ. 38 κ.ε. Μ. I. Henderson, "The Growth of the Greek αρμονία", Classical Quarterly 36, 1942, σσ. 94-103.
Kurt Sachs, The Rise of Music in the Ancient World, East and West, Νέα Υόρκη 1943, σσ. 216-238.
Μ. Ι. Henderson, "The Growth of Ancient Greek Music", The Music Review IV, 1, 1943, σσ. 4-13.
Matthew Shirlaw, "The Music and Tone-Systems of Ancient Greece", The Music Review IV, 1, 1943, σσ. 14-27.
Matthew Shirlaw, "The Music and Tone-Systems of Ancient Greece", Music and Letters 32, 1943, σσ. 131-139.
Kathleen Schlesinger, "The Harmonia, Creator of the Modal System of Ancient Greek Music", The Music Review V, 1944, σσ. 7-39 και 119-141.
Antoine Auda, Les gammes musicales, Ixelles (Βέλγιο) 1947· ιδιαίτερα, σσ. 49-77.
Ο. J. Gombosi, "Key, Mode, Species", Journal of the American Musicological Society 4, 1951, σσ. 20-26.
J. Chailley, "Le mythe de modes grecs", Acta Musicologica 28, 1956, σσ. 137-163.
Martin Vogel, "Enharmonic der Griechen", ORPHEUS Schriftenreihe zu Grundfragen der Musik 3 και 4, Dusseldorf 1963.
Riemann, Musik Lexikon, Sachteil 1967, βλ. τα λ. "Harmonia" και "Systema teleion", σσ. 361 και 929 αντίστοιχα.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


αρμονική, κατά τον Αριστόξενο, σημαντικός κλάδος της επιστήμης του μέλους . Κύριο μέλημά της είναι να μελετά καθετί που άφορα την "αρμονία" και ιδιαίτερα "τη θεωρία των [URL="http://analogion.com/forum/showthread.php?p=93888&highlight=%F3%FD%F3%F4%E7%EC%E1#post93888"]συστημάτων[/URL] και των τόνων " (Αρμ. Ι, 1, 20-21).
Ο Ανώνυμος (Bell. 29, 19) επίσης περιγράφει την αρμονική ως το πρώτο και πιο σημαντικό μέρος της μουσικής ("των δε της μουσικής μερών κυριώτατόν εστι και πρώτον το αρμονικόν" και στη σ. 46, 31: "πρωτεύον δε μέρος της μουσικής η αρμονική εστί").
Η αρμονική, σύμφωνα με τον Κλεονείδη (Εισ. 1, C.v.J. 179, Mb 1), είναι μια θεωρητική και πρακτική επιστήμη· τα θέματα της είναι επτά: οι φθόγγοι , τα διαστήματα , τα γένη , τα συστήματα , οι τόνοι , η μεταβολή (μετατροπία) και η μελοποιία . Ο Παχυμέρης (Vincent Notices, σ. 401) αποκαλεί την ίδια τη μουσική αρμονική: "η μουσική, ην και αρμονικήν λέγομεν".
Η αρμονική εκφράζεται και με τον όρο "το αρμονικόν" (μέρος· βλ. Ανών. Bell. ό.π.) και στον πληθ. "τα αρμονικά". Αριστόξ. (Αρμ. ΙΙ, 31, 20 Mb): "μουσικοί ακούσαντες τα αρμονικά" ([πιστεύουν ότι] αφού ακολούθησαν μαθήματα αρμονικής [θα γίνουν μουσικοί]).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


αρμονικός, (ουσ.)· ένας θεωρητικός που ασχολείται με τη μελέτη της αρμονικής επιστήμης. Ο Αριστόξενος συχνά αποκαλεί τους πρόδρομούς του στην επιστήμη της αρμονίας "αρμονικούς".
Βλ. Πλούτ. Περί μουσ. 1142F, 33· Πτολεμ. Αρμ. (Wallis ΙΙΙ, 1)· Αλύπ:. Εισ. (C.v.J. 367, Mb 1)· Mart. Cap. Περί μουσικής (IX, 182 Mb).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


αρπαλύκη, τραγούδι εμπνευσμένο από το μύθο της ομώνυμης ηρωίδας. Η Αρπαλύκη, μια νύμφη ή κορασίδα, ερωτεύτηκε ένα νέο, τον Ίφικλο, ο οποίος όμως της έδειχνε περιφρόνηση· αυτό την οδήγησε στο θάνατο, και ένας διαγωνισμός τραγουδιού μεταξύ κοριτσιών καθιερώθηκε προς τιμήν της.
Πρβ. Αριστοξ. (Αθήν. ΙΔ', 619Β, 11)· επίσης FHG ΙΙ, 287, απόσπ. 72. Βλ. λ. καλύκη .

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


άρσις-θέσις, με την ίδια περίπου σημασία που έχουν οι όροι σήμερα.
Ο Αριστείδης (Mb 31, R.P.W.-I. 31) καθορίζει: "άρσις μεν ούν εστι φορά μέρους σώματος επί το άνω, θέσις δε, επί το κάτω ταυτού μέρους" (άρση είναι μια κίνηση προς τα πάνω ενός μέρους του σώματος και θέση μια κίνηση προς τα κάτω του ίδιου μέρους).
Η θέσις ονομαζόταν στα παλιά χρόνια επίσης βάσις (από το ρ. βαίνω)· ένα ρυθμικό βήμα.
Ο Αριστόξενος μεταχειριζόταν τον όρο ο άνω χρόνος
ή απλά το άνω για την άρση και ο κάτω χρόνος ή το κάτω για τη θέση. Οι όροι αυτοί τελικά αντιστράφηκαν, όταν οι Έλληνες αναφέρονταν στην άρση και θέση της φωνής (ανύψωση και τονισμό της φωνής).

http://www.musipedia.gr/
 
Back
Top