Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

createlink.gif


ακαριαίος, τόπος · ένας πολύ μικρός, ανεπαίσθητος τόπος (θέση), μέσα στον οποίο μπορεί να κινηθούν τα άκρα των συμφωνιών . Αριστόξ. (ΙΙ, 55, 3-8 Mb): "Όταν εξετάζουμε τα μεγέθη των διαστημάτων βρίσκουμε πως οι συμφωνίες είτε δεν έχουν καθόλου τόπο παραλλαγής... ή έχουν έναν εντελώς ανεπαίσθητο".

http://www.musipedia.gr/

Ἐπεὶ δὲ τῶν διαστηματικῶν μεγεθῶν τὰ μὲν τῶν
συμφώνων ἤτοι ὅλως οὐκ ἔχειν δοκεῖ τόπον ἀλλ᾽ ἑνὶ με-
γέθει ὡρίσθαι, ἢ παντελῶς ἀκαριαῖόν τινα
 
createlink.gif


ακίνητοι, φθόγγοι· βλ. λ. εστώτες

εστώτες, - κινούμενοι φθόγγοι· (α) εστώτες ήταν οι φθόγγοι ενός τετραχόρδου που έμεναν ακίνητοι, δηλ. δεν άλλαζαν παρά οποιεσδήποτε αλλαγές στο γένος του τετραχόρδου. Εστώτες επομένως ήταν οι ακρινοί (πρώτος και τελευταίος) του τετραχόρδου, λ.χ. στο τετράχορδο, mi - fa - sol - la, οι φθόγγοι mi και la.

Όπως το καθορίζει ο Νικόμαχος (Εγχειρ. Mb 26, C.v. J. 263): "οι ακρινοί φθόγγοι ενός τετραχόρδου λέγονται εστώτες, γιατί ουδέποτε αλλάζουν σε οποιοδήποτε από τα γένη ".
Ο Αριστόξενος χρησιμοποιεί τον όρο ακίνητοι αντί εστώτες (Αρμ. Ι, 22, 11· III, 61, 23 Mb).
Ο Αλύπιος λέει τους εστώτες και ακλινείς (σταθεροί, αμετακίνητοι). Εισ. Mb 2, C.v.J. 368: "εστώτες και ακλινείς".

(β) κινούμενοι ήταν οι φθόγγοι που βρίσκονταν ανάμεσα στα δύο άκρα, στη μέση του τετραχόρδου και που άλλαζαν ανάλογα με το γένος :

Από τον Βακχείο (Εισ. 36) οι κινούμενοι λέγονταν φερόμενοι (που φέρονταν από τη μια θέση στην άλλη).
Πρβ. Αριστείδ. (Περί μουσ. Mb 12, R.P.W.-Ι. 9).

Σημείωση: οι ακρινοί φθόγγοι ενός τετραχόρδου ή ενός συστήματος ή ομάδας διαστημάτων ονομάζονταν άκροι , ενώ εκείνοι που βρίσκονταν ανάμεσά τους, μέσοι · Αριστόξ. (Αρμ. ΙΙ, 46, 20-22 και Ι, 29, 32 Mb).

Πρβ. για το λήμμα αυτό: Κλεον. Εισ. 4, Βακχ. Εισ. 35-36, Αλύπ. Εισ. 4, Νικόμ. Εγχειρ. 12.

~~~~~~~~

ακλινείς, ακίνητοι · βλ. λ. εστώτες
.

http://www.musipedia.gr/

Νικόμαχος ,Εγχειρ. Mb 26, C.v. J. 263
"οι ακρινοί φθόγγοι ενός τετραχόρδου λέγονται εστώτες, γιατί ουδέποτε αλλάζουν σε οποιοδήποτε από τα γένη

ἄκροι ἑστῶτες φθόγγοι λέγονται, οὐ γὰρ
μεταπίπτουσιν ἐν οὐδενὶ τῶν γενῶν·

~~~~~~
Αριστόξενος

ἐν τούτῳ γὰρ δύο μὲν οἱ περιέχοντες φθόγγοι
ἀκίνητοί εἰσιν ἐν ταῖς τῶν γενῶν διαφοραῖς, δύο δ᾽ οἱ πε-
ριεχόμενοι κινοῦνται. τοῦτο μὲν οὖν οὕτω κείσθω.

ὁμοίως δ᾽ ἦν καὶ οὗτος ἀκίνητος ἐν ταῖς τῶν γενῶν
διαφοραῖς· ὁ δ᾽ ὀξύτερος τῶν _τὸν_ τόνον περιεχόντων βα-
ρύτερος τῶν τὸ τετράχορδον περιεχόντων τὸ ὀξύτερον τῶν ἐν
τῇ διαζεύξει κειμένων· ὁμοίως δ᾽ ἦν καὶ οὗτος ἀκίνητος ἐν ταῖς
τῶν γενῶν διαφοραῖς. ὥστ᾽ ἐπειδὴ φανερὸν ὅτι οἱ τὸν
τόνον περιέχοντες ἀκίνητοί εἰσιν ἐν ταῖς τῶν γενῶν διαφο-
ραῖς, δῆλον ὅτι λείποιτ᾽ ἂν αὐτὰ τὰ τοῦ διὰ τεσσάρων
μέρη μόνα κινεῖσθαι ἐν ταῖς εἰρημέναις διαφοραῖς.

[Ο Αλύπιος λέει τους εστώτες και ακλινείς (σταθεροί, αμετακίνητοι). Εισ. Mb 2, C.v.J. 368: "εστώτες και ακλινείς".]

http://www.archive.org/stream/musiciscriptore00jangoog#page/n466/mode/1up
 
createlink.gif


ακοή, καταρχήν η αίσθηση της ακοής. Σήμαινε επίσης ό,τι ακούγεται (λέξη ή ήχος), την ενέργεια της ακοής, και καμιά φορά το αυτί το ίδιο. Το ρ. ακούω σήμαινε επίσης: παρακολουθώ τα μαθήματα ή τις διαλέξεις ενός δασκάλου. Από αυτή την πλευρά είναι συνώνυμο του "ακροώμαι" (παρακολουθώ μαθήματα). Επομένως, "ο ακούων" = ο μαθητής, ο οπαδός ενός δασκάλου. Αριστόξενος Αρμ. (II, 30,18): "τους πλείστους των ακουσάντων παρά Πλάτωνος" (τους πλείστους που παρακολούθησαν τη διδασκαλία του Πλάτωνα ). Επίσης, στο ίδιο (ΙΙ, 31, 13): "τοις μέλλουσιν ακροάσθαι παρ' αυτού (του Αριστοτέλους)" (σ' εκείνους που σκοπεύουν να γίνουν μαθητές του [του Αριστοτέλη ]).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


αλητήρ, είδος χορού, τοπικού της Σικυώνας στην Πελοπόννησο, και της Ιθάκης. Πρβ. Αθήν. ΙΔ', 631D, 30 (βλ. το κείμενο στο λ. κίδαρις ).
Βλ. επίσης FHG Π, 284, Αριστόξ. Συγκρίσεις.

http://www.musipedia.gr/

''Η μουσική παράδοση της Σικυώνος είναι τόσο παλαιά που χάνεται στα βάθη του χρόνου. Οι εφευρέσεις και οι καινοτομίες στην μουσική είναι περισσότερες από κάθε άλλη τέχνη.
Σύμφωνα με την Σικυωνική Αναγραφή (ένα έγγραφο στο οποίο έγραφαν την ιστορία, ειδικά των τεχνών) η εφεύρεση του τραγουδιού με κιθάρα αποδίδεται στον Αμφίονα της Σικυώνος, όσο δε για σκοπούς με κιθάρα μόνο, αυτό αποδίδεται στον Λύσανδρο της Σικυώνος, ο οποίος ήταν και ο εφευρέτης της χορωδίας και της εναλλαγής του ενός οργάνου με το άλλο κατά την διάρκεια της παραστάσεως. Ο Λύσανδρος επίσης μετέφερε σκοπούς του αυλού στην κιθάρα.
Η εφεύρεση της ορχήστρας (έναυλον κιθάρισιν) πραγματοποιήθηκε εδώ από τους μαθητές του Επιγόνου, οι οποίοι έπαιζαν με αυλό, κιθάρα, επιγόνιον, τραγουδώντας. Ο Επίγονος, μετανάστης από την Αμβρακία, ζούσε μονίμως στην Σικυώνα, στην οποία είχε ανοίξει σχολή μουσικής. Ήταν ο εφευρέτης του Επιγονίου οργάνου(επί γόνατος), ένα είδος κιθάρας με σαράντα χορδές, την οποία κρατούσαν και έπαιζαν στα γόνατα. Ένας άλλος εφευρέτης ήταν ο Ίβυκος, ο οποίος κατασκεύασε το μουσικό όργανο Σαμβυκή.
Οι αναφερθέντες καλλιτέχνες έζησαν στα χρόνια του Κλεισθένη, στην αρχή του έκτου αιώνος π.Χ.
Την ίδια περίοδο έζησε και ο φημισμένος Πυθόκριτος της Σικυώνος, Ολυμπιονίκης του αυλού, ο οποίος κέρδισε έξι συνεχείς φορές στους αγώνες της Πυθίας, από το 574π.Χ έως το 554π.Χ. Μία κολώνα στην Ολυμπία, η οποία στήθηκε προς τιμήν του, φέρει την ακόλουθη επιγραφή:
"Αυτό είναι το μνημείο του αυλητή Πυθόκριτου, γιος του Καλλίνικου".

Οι μεγάλες εφευρέσεις της Σικυώνος στην μουσική ήταν παράλληλες με τις εφευρέσεις του χορού. Αλήτηρ ήταν ένα είδος σοβαρού χορού. Ένας άλλος, τον οποίο ο Ιπποκλείδης χόρεψε στο γλέντι που έδωσε ο Κλεισθένης και έχασε το χέρι της κόρης του Αγαρίστης, ήταν ο κωμικός και ασυγκράτητος Κόρδαξ.
Οι χοροί στους οποίους περιλαμβάνεται το πέταγμα της μπάλας, όπως αυτός που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια, στον οποίο η Ναυσικά χόρευε με τις κοπέλες, ήταν Σικυωνική εφεύρεση.
Η Σικυών είχε σχολεία που έδιναν μαθήματα χορού (χοροδιδασκαλεία).''

http://webcache.googleusercontent.c...yon/smusic_gr.html+αλητήρ&cd=10&hl=en&ct=clnk

[ αλητήρ, είδος χορού , τοπικού της Σικυώνας στην Πελοπόννησο, και της Ιθάκης.]

Αθήναιου, Δειπνοσοφιστές ΙΔ', 631D, 30

ὀρχοῦνται δὲ ταύτην παρὰ τῷ Πινδάρῳ οἱ Λάκωνες,
καὶ ἐστὶν ὑπορχηματικὴ ὄρχησις ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν
---. βέλτιστοι δέ εἰσι τῶν τρόπων οἵτινες καὶ
ὀρχοῦνται. εἰσὶ δὲ οἵδε· προσοδιακοί, ἀποστολικοὶ (οὗτοι
δὲ καὶ παρθένιοι καλοῦνται) καὶ οἱ τούτοις ὅμοιοι.
τῶν γὰρ ὕμνων οἳ μὲν ὠρχοῦντο, οἳ δὲ οὐκ ὠρχοῦντο
---. ἢ τοὺς εἰς Ἀφροδίτην καὶ Διόνυσον, καὶ τὸν
παιᾶνα δὲ ὁτὲ μὲν ὁτὲ δὲ οὔ. εἰσὶ δὲ καὶ παρὰ τοῖς
βαρβάροις ὥσπερ καὶ παρὰ τοῖς Ἕλλησι σπουδαῖαι καὶ
φαῦλαι ὀρχήσεις. ὁ μὲν κόρδαξ παρ΄ Ἕλλησι φορτικός,
ἡ δὲ ἐμμέλεια σπουδαία, καθάπερ καὶ ἡ παρὰ Ἀρκάσι
κίδαρις, παρὰ Σικυωνίοις τε ὁ ἀλητήρ. οὕτως δὲ καὶ
ἐν Ἰθάκῃ καλεῖται ἀλητήρ, ὡς ἱστορεῖ Ἀριστόξενος
ἐν πρώτῳ Συγκρίσεων. καὶ περὶ μὲν ὀρχήσεως
τοσαῦτά μοι ἐπὶ τοῦ παρόντος λέλεκται.

http://www.sflt.ucl.ac.be/files/AClassFTP/Textes/ATHENEE/deipnosophistes_14.txt
 
createlink.gif



αλήτις, θηλ. του αλήτης. 1. Τραγούδι που το τραγουδούσαν πάνω σε κρεμαστή κούνια (αιώρα), καθώς κουνιόνταν. Πολυδ. (IV, 55): "Ήν δε και αλήτις άσμα ταις αιώραις προσαδόμενον". Πιστευόταν ότι ήταν τραγούδι της Ηριγόνης (βλ. σημ. πιο κάτω)· Αθήν. ΙΔ', 618Ε, 10: "υπήρχε επίσης ένα τραγούδι που το τραγουδούσαν στη γιορτή της αιώρας, στη μνήμη της Ηριγόνης, και λεγόταν αλήτις".
2. Αλήτις ονομαζόταν επίσης μια γιορτή στην Αθήνα. Ησ.: "Αλήτις, εορτή Αθήνησιν, η νυν Εώρα λεγομένη, και ημέρας όνομα, ως ο Πλάτων ο Κωμικός". Από αυτό φαίνεται πως έτσι (εώρα) ήταν και το όνομα της μέρας της γιορτής.
Σημείωση: Ηριγόνη ήταν η κόρη του Αθηναίου ήρωα Ικάριου, στον οποίο δίδαξε ο Διόνυσος την καλλιέργεια των αμπελιών και την παραγωγή του κρασιού. Η Ηριγόνη γέννησε από τον Διόνυσο έναν γιό, τον Στάφυλο. Ο πατέρας της πρόσφερε από το κρασί του σε μερικούς βοσκούς, που μέθυσαν, και νομίζοντας πως τους δηλητηρίασε σκότωσαν τον Ικάριο. Η Ηριγόνη, με τη βοήθεια του κυνηγετικού σκυλιού του πατέρα της Μάιρα, βρήκε το πτώμα και απελπισμένη για το χαμό του πατέρα της κρεμάστηκε· πριν πεθάνει όμως καταράστηκε τις παρθένες της Αττικής να κρεμιούνται κι αυτές. Πραγματικά αυτό, κατά το μύθο, άρχισε να συμβαίνει, και οι Αθηναίοι ζήτησαν χρησμό από το μαντείο. Με τη συμβουλή του καθιέρωσαν γιορτή προς τιμήν της Ηριγόνης, κατά την οποία τα κορίτσια κρεμούσαν αιώρες και καθώς κουνιόνταν τραγουδούσαν το τραγούδι αλήτις.
Βλ., ανάμεσα σε άλλα, Νόνν. Διον. 48, 34 κ.ε. Επίσης, Γεώργιος Κ. Σπυριδάκης, "Περί της κατά το έαρ αιώρας εις τον Ελληνικόν και τους λοιπούς λαούς της Χερσονήσου του Αίμου", Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, KB', 1969-1972, Αθήναι 1973, σσ. 113-130· με μια περίληψη στα γαλλικά, σσ. 131-134. Στη μελέτη αυτή, γίνεται αναφορά αρκετά λεπτομερειακή και στην "αιώρα" στην αρχαία Ελλάδα, σ. 121 κ.ε. (στη γαλλική περίληψη, σσ. 132-133).

~~~~~

Κούνιες, μια παραπομπή στην αρχαία αιώρα
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΠΟΛΥΜΕΡΟΥ-ΚΑΜΗΛΑΚΗ

http://www.tovima.gr/default.asp?pid...2&artId=180256.

~~~~~

http://www.analogion.com/forum/attachment.php?attachmentid=30742&d=1280561682
 
createlink.gif


Αλκαίος, (τέλη 7ου/6ος αι. π.Χ.)· λυρικός ποιητής και συνθέτης από τη Λέσβο, απ' όπου και το επώνυμο Λέσβιος ή Μυτιληναίος. Έδρασε κατά την 45η Ολυμπιάδα (γύρω στο 598 π.Χ.) και ήταν σύγχρονος της Σαπφούς . Η ζωή του υπήρξε τρικυμιώδης, γιατί πήρε μέρος στους αγώνες κατά των τυράννων της Λέσβου· πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε εξορία γυρνώντας από το ένα μέρος στο άλλο. Τελικά γύρισε στη Λέσβο, όπου πέθανε. Ήταν γνωστός ως φίλος της καλοφαγίας και του ποτού· στον Αθήναιο (Γ, 29Α, 33) διαβάζουμε ότι "ο Αλκαίος ο μελοποιός και Αριστοφάνης ο κωμωδοποιός μεθύοντες έγραφον τα ποιήματα".
Ως ποιητής ο Αλκαίος κατείχε υψηλή θέση και, μαζί με τη Σαπφώ, θεωρούνταν ο κύριος εκπρόσωπος της αιολικής ποίησης. Η μούσα του αντλούσε την έμπνευσή της από μια φλογερή και ζωηρή φύση, ευγενική και φωτεινή. Έγραψε πατριωτικά και πολεμικά τραγούδια, ύμνους, ερωτικά, και ιδιαίτερα σκόλια , από τα οποία σώζονται μερικά αποσπάσματα. Βλ. Bergk PLG III, 147-197, ύμνοι, στρατιωτικά, σκόλια, ερωτικά κτλ.· επίσης Bergk Anthol. Lyr. 183-193, και Αθήν. ΙΔ', 627Α. Επίσης Page, Sappho and Alcaeus, Οξφόρδη 1959. Στον Αλκαίο αποδίδεται η εισαγωγή ενός μετρικού σχήματος, της "αλκαϊκής στροφής".

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


Αλκείδης, (2ος/3ος αί. μ.Χ.)· μουσικός από την Αλεξάνδρεια, ένας από τους δειπνοσοφιστές του Αθήναιου (A', IF): "μουσικός δε παρήν Αλκείδης ο Αλεξανδρεύς". Το όνομά του εμφανίζεται επίσης δύο φορές στο Δ', 174Β, 75: όταν από ένα γειτονικό σπίτι ακούστηκε πολύ γλυκός και ευχάριστος ήχος από ύδραυλη , ο Ουλπιανός, ένας άλλος δειπνοσοφιστής, στράφηκε "προς τον μουσικό Αλκείδη" και τράβηξε την προσοχή του στον αρμονικό (ευφωνικό) ήχο, τόσο διαφορετικό σε χαρακτήρα από τον ήχο "του μόναυλου,τόσο κοινού σε σας τους Αλεξανδρινούς, που προκαλεί πόνο (ενόχληση) στους ακροατές παρά μουσική ευχαρίστηση". Η παρατήρηση αυτή έδωσε την ευκαιρία στον Αλκείδη να υπερασπιστεί τα επιτεύγματα των Αλεξανδρινών στη μουσική και να βγάλει έναν μακρό και πληροφοριακό λόγο για τα μουσικά όργανα, που επεκτείνεται σε ολόκληρο το βιβλίο Δ' (174Β, 75, ως 185Α, 84). Η εποχή που έζησε είναι άγνωστη, αλλά μπορεί να θεωρηθεί σύγχρονος του Αθήναιου (2ος/3ος αι. μ.Χ.).

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


Αλκμάν,(7ος π.χ. αι.):ποιητής και μουσικός από τις Σάρδεις (ή από τη Μεσσόα της Σπάρτης). Το όνομα του φέρεται και ως Αλκμάων, Αλκμέων ή Αλκμαίων. Ορισμένοι τον θεωρούν Λάκωνα (από τη Μεσσόα) και άλλοι, ως δούλο του Αγησίδα που απελευθερώθηκε για την ευφυία του. `Εζησε στη Σπάρτη (την εποχή μετά τους Μεσσηνιακούς πολέμους) τότε που η μουσική και η συνακόλουθη ποίηση δεν ήταν η αυστηρή τέχνη των παλαιότερων (Τέρπανδρου, κ.λπ.), αλλά η ελαφρότερη που εισήγαγε ο Πολύμνηστος μετοικώντας από την Ιωνία. Ο Αλκμάν φαίνεται πως ήταν ο επίσημος δάσκαλος του τραγουδιού και του χορού, προετοιμάζοντας τις λαμπρές δημόσιες εκδηλώσεις και ιδιαίτερα (όπως δείχνουν τα λείψανα των [URL="http://analogion.com/forum/showthread.php?p=92070&highlight=%F0%E1%F1%E8%DD%ED%E9%E1#post92070"]παρθενίων[/URL] του) τα άδοντα χορευτικά σύνολα των κοριτσιών. Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες ότι και κατά την εορτή των Γυμνοπαιδιών ψάλλονταν συνθέσεις του. Δεν είναι ιστορικά εξακριβωμένο (όπως άλλωστε και για τον Τυρταίο) ότι ο καλλιτέχνης διατηρούσε Σχολή όπου δίδασκε επαγγελματικά τη μουσική. Κατά τον Ιμέριο, "συνδύαζε τη δωρική λύρα με το λυδικό μέλος". Το έργο του περιλαμβάνει ύμνους, παιάνες, υπορχήματα (όλα αυτά τα είδη τραγουδιόνταν στις Γιορτές από φωνητικά σύνολα, που είτε βάδιζαν είτε χόρευαν με συνοδεία κιθάρας ή αυλού). Περιλαμβάνει επίσης υμέναιους, ερωτικά και συμποτικά άσματα.`Ομως το είδος, στο οποίο σημείωσε τις μεγαλύτερές του επιτυχίες ήταν το παρθένειον άσμα ή παρθένειον μέλος ("παρθένιον"). Ήταν ποίημα ψαλλόμενο από χορό νεανίδων για λατρευτικούς σκοπούς. Ο Γάλλος αιγυπτιολόγος Mariette βρήκε πάπυρο (κοντά στη 2η μεγάλη πυραμίδα) με 100 στίχους από παρθένιο "εις `Αρτεμιν ορθίαν". Το απόσπασμα εκδόθηκε το 1863 και απεκάλυψε αρκετές πολύτιμες πληροφορίες, διασώζοντας τις 7 από τις 10 (ή 12) στροφές του έργου. Στην αρχή ο χορός (από 11 νεάνίδες) με κορυφαία την Αγησιχόρα, έψαλλε εξιστορώντας τα ηρωϊκά κατορθώματα του Ηρακλή κατά των Ιπποκωντιδών. Στο κύριο μέρος, επαινείται η ομορφιά της Αγησιχόρας και της Αγιδούς που μετέχουν στο χορό. Για την Αγιδώ λέει ο ποιητής "ἐκπρεπὴς τώς, ωσπερ αἴ τις- ἐν βοτοῖς στάσειεν ιππον-παγὸν ἀεθλοφόρον καναχάποδα" (διακρίνεται, όπως όταν μέσα στα πρόβατα τοποθετήσουμε ευτραφή ίππο, που βραβεύεται στους αγώνες και προκαλεί ηχηρό κρότο με το βάδισμά του). Για την Αγησιχόρα λέει:"ἁ δὰ χαίτα- τᾶς ἐμᾶς ἀνεψιᾶς- Ἁγησιχόρας ἐπανθε~ῖ- χρυσὸς ὡς ἀκήρατος" (τη χαίτη της δικής μου ξαδέλφης Αγησιχόρας στολίζει με τη λάμψη του ατόφιος χρυσός). Επακολουθούν φιλοφρονήσεις και προς τις υπόλοιπες νεάνιδες του χορού. Γενικά το παρθένιο αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό λυρισμό και μελωδικότητα. Κατά τη Σούδα, ο Αλκμάν υπήρξε ο "εὐρετὴς τῶν ἐρωτικῶν μελῶν". Ο ίδιος γράφει για τον εαυτό του:"ἔπη δὲ γε καὶ μέλος Ἀλκμάν- εὗρε γεγλωσσαμένον- κακκαβίδων στόμα συνθέμενος" (στίχους δε και άσμα επινόησε ο Αλκμάν, αφού κατανόησε τη φωνή που εκπέμπουν με την ασκημένη γλώσσα τους οι πέρδικες).`Ολα αυτά ο μεγάλος καλλιτέχνης (που πέθανε σε βαθιά γερατειά) τα αποδίδει στη Μούσα του (όπως μας πληροφορεί το 45ο σωζόμενο απόσπασμά του:"Μῶσ] ἄγε, Καλλιόπα, θύγατερ Διός, ἄρχ] ἐρατῶν ἐπέων ἐπὶ δ] ἷμερον υμνης καὶ χαρίεντα τίθει χορόν"). `Εγραψε, κατά τον Πλούταρχο, και "περί Μουσικής", στους δε αυλωδικούς του νόμους χρησιμοποιούσε 3 αυλητές. Επίσης συνετέλεσε, όπως φαίνεται από τα σωζόμενα αποσπάσματα (αριθ. 21, 22 και 97 σε Diehl), να καθιερωθεί και ο αυλός ως μουσικό όργανο συνοδευτικό των χορευτικών επιδείξεων.

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


άλογος, βλ. τα λ. ρητόν-άλογον και χρόνος.

συν. αλογία

http://www.musipedia.gr/

Άλογον
και ρητόν αρχαίοι ελλ. χαρακτηρισμοί για την "ασυμμετρία" ή τη "συμμετρία" ενός διαστήματος. Απετέλεσαν αντικείμενο σφοδρης διαμάχης ανάμεσα σε Πυθαγόρειους και Αριστοξένειους για τον τρόπο της πιστοποίησης. Οι Αριστοξένειοι ως "άλογο" διάστημα θεωρούσαν εκείνο που δεν αναγνωρίζεται αμέσως με το αυτί, ενώ αντίθετα "ρητό" ήταν γι’ αυτούς το άμεσα "γνώριμον κατά μέγεθος" (σύμφωνα με διατύπωση του ίδιου του Αριστόξενου). Αντίθετα, οι Πυθαγόρειοι δεν είχαν εμπιστοσύνη στο αισθητήριο της ακοής και μετρούσαν τα διαστήματα με αριθμητικούς λόγους. Από το "άλογον" διάστημα προκύπτει και ο όρος "αλογία", που σήμαινε την ασυμμετρία.
 
Last edited:
createlink.gif


Αλύπιος, (3ος ή 4ος αι. μ.Χ.)· θεωρητικός της μουσικής. Η εποχή του τοποθετείται από τον Meibom στον 2ο αι. μ.Χ., και από τον Carl v. Jan (Philologus 30, σ. 402, 4) μετά τον Πτολεμαίο (2ος αι. μ.Χ.). Τίποτε δεν είναι γνωστό για τη ζωή του. Το βιβλίο του Εισαγωγή Μουσική, που αποτελείται αποκλειστικά από πίνακες των ελληνικών κλιμάκων (15 "τόνοι") στα τρία γένη
με την παρασημαντική τους, είναι η κύρια πηγή της γνώσης μας για την αρχαία ελληνική σημειογραφία και τις κλίμακες.
Η Εισαγωγή εκδόθηκε πρώτα, στο Leyden, εκδ. Elzevir, με σχόλια από τον Ιωάννη Μεούρσιο (Johannes Meursius), μαζί με τα Αρμονικά Στοιχεία του Αριστόξενου και το Εγχειρίδιον (Αρμονικής Εγχειρίδιον) του Νικόμαχου (Aristoxenus, Nicomachus, Alypius, auctores musici antiquissimi, Lugduni 1616, σσ. 95-124). Ο Athanasius Kircher δημοσίευσε στην έκδοσή του Musurgia Universalis (Ρώμη 1650, τόμ. Ι, απέναντι στη σελ. 540) πίνακες της ελληνικής παρασημαντικής κατά τον Αλύπιο. Αλλά η πρώτη αξιόπιστη έκδοση της Εισαγωγής του Αλύπιου έγινε από τον Marco Meibom, με λατινική μετάφραση, στη μεγάλη έκδοσή του Antiquae musicae auctores septem, graece et latine, Amsterdam 1652, τόμ. I, iv, σσ. 1-65.
Μια πιο πρόσφατη και πολύ αξιόλογη έκδοση του ελληνικού κειμένου έγινε από τον Carl v. Jan (1836-1898) στο Musici scriptores Graeci (Λιψία 1895· η Εισαγωγή βρίσκεται στο VIII, σσ. 367-406). Η Εισαγωγή μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Ch. Emile Ruelle σύμφωνα με το ελληνικό κείμενο του Meibom και δημοσιεύτηκε (χωρίς το ελληνικό κείμενο) με σχόλια στη σειρά του Alypius, Gaudence et Bacchius l'Ancien (Παρίσι 1895, σσ. 1-48· στις σσ. 141-2 περιέχεται πλήρης πίνακας της ελληνικής σημειογραφίας· η σειρά των τριών Ελλήνων θεωρητικών είναι ο αρ. V στην έκδοσή του Collection des auteurs grecs relatifs a la musique, 1870-1895).

Σημείωση: To όνομα του Αλύπιου αναφέρεται στους Βίους των Σοφιστών του Ευνάπιου (έκδ. Loeb, σ. 373 κε.), σε σχέση με τον Ιάμβλιχο· επίσης, αναφέρεται από τον Κασσιόδωρο (Migne PL 70, στήλ. 1272). Βλ. Ε. Graf: Alypios, Pauly RE II, στήλ. 1710-1711, Στουτγάρδη 1894.

http://www.musipedia.gr/

Υ.Γ. Από ελληνικής πλευράς, έχει εκδώσει τη Μουσική Εισαγωγή του Αλυπίου σχολιασμένη ο π. Αθανάσιος Σιαμάκης (Πρέσπες 1985)

[''Ο Αθανάσιος Κίρχερ, ιησουίτης ιερέας και λόγιος (με τη σφραγίδα του έσχατου εκπροσώπου της Αναγέννησης), γεννήθηκε το 1601 στην Γκάιζα του Αβαείου της Φούλντα (Θουριγγία) κι ετελεύτησε το 1680 στη Ρώμη. Ως καλός ιησουίτης διδάχτηκε την ελληνική και την εβραϊκή γλώσσα, ακολούθησε επιστημονικές και ανθρωπιστικές σπουδές στην Κολωνία και το 1628 χειροτονήθηκε στο Μάιντς. Ο Τριακονταετής Πόλεμος τον εξανάγκασε να εγκαταλείψει τη Γερμανία για να βρεί καταφύγιο στη Ρώμη, η οποία αποτελούσε κέντρο σπουδών και πνευματικού πολιτισμού και συνάμα αρχείο γνώσεων που συσσωρεύονταν από τα δίκτυα των ιησουιτών ιεραποστόλων. Ο Κίρχερ είχε ευρύ πεδίο ερεύνης (γεωγραφία, αστρονομία, μαθηματικά, γλώσσες, ιατρική και μουσική) το οποίο συντηρούσε και μια μυστικιστική θεώρηση της φύσης και των απόκρυφων δυνάμεων. Για παράδειγμα, δεν δίστασε να κατέλθει με σχοινιά στον κρατήρα του Βεζούβιου για να κάνει επιτόπια έρευνα μετά απο κάποια έκρηξη. Οι ιστορικοί της σκέψης δεν του αποδίδουν καμιά πρωτότυπη ανακάλυψη. Πλην όμως η θέση του στην ιστορία του πνεύματος σχετίζεται με το καταγραφικό του έργο. Συνέγραψε 44 βιβλία και 2.000 χειρόγραφα και επιστολές του. Επίσης, ίδρυσε μια από τις πρώτες συλλογές φυσικής ιστορίας.'']

~~~~~~~~~~~~

Alypius [Alupios]

(fl 4th century CE). Greek writer on music. His Introduction to Music (Eisagōgē mousikē) contains the most complete tabulation of ancient Greek musical notation. He is mentioned by Cassiodorus (Institutiones, ii.5) in the list of important Greek musical authors together with Ptolemy and Euclid (i.e. Cleonides). Alypius’s treatise may have been known to Boethius, who included notational symbols for the Lydian tonos in all three genera (De institutione musica, iv.3–4), but they are not attributed to him and could have been derived from other sources. Nothing is known of his life. The principal reasons for assigning such a late floruit have to do with the name (which is not otherwise attested before the 4th century), the content of the opening prose section (see below) and the general lack of interest in musical notation shown by writers securely dated before the 3rd century ce. Writers such as Aristides quintilianus, Gaudentius and Bacchius, who did include tables of notation within their treatises, can almost certainly be dated no earlier than the late 3rd century ce.

Alypius’s treatise is preserved in 34 manuscripts, the earliest of which is I-Vnm gr.app.cl.VI/3 (RISM, B/XI, 270), dating from the 12th century. It begins with a short section in prose, the content of which reflects the later Aristoxenian tradition of Cleonides, Aristides Quintilianus and Gaudentius rather than the writings of Aristoxenus himself. According to this introductory section, music (mousikē) embraces the three disciplines of harmonics (harmonikē), rhythmics (ruthmikē) and metrics (metrikē). Harmonics, first in order and primary, is concerned with critically and perceptively determining musical notes and the differences among them (this definition recalls the opening sentence of Ptolemy’s Harmonics). Adhering to tradition, Alypius lists the seven standard topics of harmonics: notes, intervals, scales, genera, tonoi, modulation and melic composition; he then states that he will proceed to represent the 15 tropoi and tonoi, beginning with the Lydian, in two sets of notational symbols (sēmeia), one for text (lexis) and one for instruments (krousis). These have come to be known in modern scholarship as the vocal and instrumental notations. Alypius concludes the prose section by naming the stationary and movable notes, together with incomplete observations about their positions within the pyknon (a group of three notes in the enharmonic and chromatic genera of the tetrachord; see Greece, §I). All this would seem to be a very close (but imperfect) paraphrase of material appearing in the treatises of Cleonides and Aristides Quintilianus.

According to Cleonides (§12) and Aristides Quintilianus (i.10), Aristoxenus had identified 13 tonoi, but Aristides Quintilianus adds that the ‘younger theorists’ expanded the number to 15. In this formulation, each of the five traditional tonoi (Lydian, Aeolian, Phrygian, Iastian and Dorian) is joined by a low (hypo-) and high (hyper-) form. Alypius follows this ‘younger’ tradition in his tabular representations of the tonoi: the table for each traditional tonos is immediately joined by tables for the low and high forms (e.g. Lydian, Hypolydian, Hyperlydian, Aeolian, Hypoaeolian, Hyperaeolian etc.). In each case, Alypius provides the name of the note (proslambanomenos, hypatē hypatōn etc.); a short description of the shapes of the two notational symbols (e.g. defective zeta and horizontal tau), vocal and instrumental; and the notational symbols themselves. The first 15 tables provide the notation for the tonoi in the diatonic genus; the cycle is then repeated for the chromatic genus. It was apparently intended that the cycle be repeated a third time for the enharmonic genus, but the tables are imperfect for the Aeolian tonoi and break off altogether in the middle of the Hyperphrygian tonos. Moreover, with the exception of the tables for the Lydian tonos, the symbols in the surviving tables for the enharmonic genus are identical to those in the corresponding tables for the chromatic genus. These general defects appear in the earliest surviving manuscript (see Mathiesen, 1988, p.712) and are substantially repeated in all other manuscripts and later editions of the treatise.

If a conventional pitch is applied to the notation, each of the tonoi following the lowest (Hypodorian) is one semitone higher overall, and the proslambanomenoi of the lowest and highest (Hyperlydian) tonoi span an octave and a tone. The overall span between the proslambanomenos of the lowest tonos and the nētē hyperbolaiōn of the highest is three octaves and a tone. This relationshhip among the tonoi is not shown in the layout of Alypius’s tables, but it does appear in Aristides Quintilianus’s diagram laid out ‘akin to a wing’ (see Mathiesen, 1983, p.91).

Although the tables of Alypius do not make it immediately apparent, the symbols for both sets of notation follow a triadic pattern in which the first symbol represents a certain pitch; the second, the pitch raised by a diesis (chromatic or enharmonic); and the third, the pitch raised by two dieses (the dieses might be as small as quarter-tones or as large as semitones). In the vocal notation the triads are formed of three-letter groups (e.g. alpha-beta-gamma, delta-epsilon-zeta etc.), while in the instrumental notation they are formed of a basic shape rotated 90° and 180° (or sometimes reflected) around a central axis. The basic set of symbols for the instrumental notation, which would seem to be the earlier, accounts for two octaves (A–a′; all the pitches in the following description and in the chart should be taken merely as conventional, not as indicative of any absolute pitch) of the span of three octaves and a tone; the upper five symbol-triads (together with zeta) are repetitions with the addition of an apostrophe to indicate the highest pitches (b′–g′′); and two additional symbol triads are added at the bottom for the lowest pitches (F and G). The basic set of symbols for the vocal notation, on the other hand, makes use of the Ionic alphabet and thus must not be much older than the 5th century bce. With only 24 characters, this set accounts for but a single octave (f–f′) in the centre of the overall span. In order to extend this pattern to match the two octaves of the instrumental notation, the two final triads tau-upsilon-phi and chi-psi-omega are inverted and added above the basic set (for g′ and a′), while the symbols of the first five triads are inverted or otherwise made ‘defective’ and placed below the basic set (for A–e). Finally, just as in the instrumental notation, the upper five symbol-triads (together with the inverted omega) are repetitions with the addition of an apostrophe to indicate the highest pitches (b′–g″), and two additional symbol triads are added at the bottom for the lowest pitches (F and G).

It is not possible to represent on a modern staff the subtle gradations of pitch (and functions of pitch within a melodic complex), but a very rough idea of the pitch inflections indicated within each symbol-triad may be gathered from the display in ex.1 (see Henderson, 358; as always the pitch is merely conventional). Pattern I represents the vocal notation; pattern II, the instrumental. In each case the symbols in row 1 represent the staff pitch; those of row 2, the pitch raised by an enharmonic or chromatic diesis; and those of row 3, the pitch raised by two enharmonic or chromatic dieses.


Ex.1

Descriptions of the notational symbols are late, but the symbols themselves appear in surviving pieces of ancient Greek music as early as the 3rd century bce. A notational system of some sort was certainly in place even earlier. Aristoxenus referred to notation (Harmonics, ii.39–40), dismissing it as useless to scientific inquiry, and for the next several centuries theorists ignored it. Falling in the province of the practitioner rather than the theorist, musical notation must have been developed and passed on as a skill together with other details of instrumental technique and performing practice. Some pieces of ancient Greek music show a combination of vocal and instrumental notation, while others are predominantly in a single form. In some, notational symbols appear that are not represented in any of the theoretical treatments. Performers no doubt learnt how to interpret these special combinations as part of their training. As these traditional skills began to fade in late antiquity, a few writers undertook to codify the notational symbols. Alypius was the most systematic, and while his tables are incomplete and leave certain questions unanswered, their symbols do accord overall with the surviving notation, enabling it to be read for the most part in a sensible and musically coherent manner.

After Cassiodorus, Alypius’s treatise, unlike many of the other ancient Greek treatises, seems to have been generally ignored by later writers until Girolamo Mei and Vincenzo Galilei. Shortly thereafter, in 1616, the treatise (as it appears in NL-Lu Scaligerianus gr.47: RISM, B/XI, 284) was first published in Greek without the notational symbols. With the publication of Meibom’s improved edition of 1652, the treatise became widely known.

Writings

J. van Meurs, ed.: ‘Alupiou eisagōgē mousikē’, Aristoxenus, Nicomachus, Alypius: auctores musices antiquissimi, hactenus non editi (Leiden, 1616), 93–124, 186–96

M. Meibom, ed. and trans.: ‘Alypii Introductio musica’, Antiquae musicae auctores septem (Amsterdam, 1652/R), i [separately paginated; with parallel Lat. trans.]

K. von Jan, ed.: ‘Alypi Isagoge’, Musici scriptores graeci (Leipzig, 1895/R), 357–406

C.E. Ruelle, trans.: Alypius et Gaudence … Bacchius l’Ancien (Paris, 1895)

L. Zanoncelli, ed. and trans.: ‘Alipio: Introduzione alla musica’, La manualistica musicale greca (Milan, 1990), 371–463 [incl. commentary]

Bibliography

J.F. Bellermann: Die Tonleitern und Musiknoten der Griechen (Berlin, 1847/R)

K. Fortlage: Das musikalische System der Griechen in seiner Urgestalt aus den Tonleitern des Alypius zum ersten Male entwickelt (Leipzig, 1847/R)

A.J.H. Vincent: Notice sur divers manuscrits grecs relatifs à la musique, avec une traduction française et des commentaires (Paris, 1847), 73–169

A. Thierfelder: ‘System der altgriechische Instrumentalnotenschrift’, Philologus, lvi (1897), 492–524

C. Sachs: ‘Die griechische Instrumentalnotenschrift’, ZMw, vi (1923–4), 289–301

A. Samoïloff: ‘Die Alypius’schen Reihen der altgriechischen Tonbezeichnung und die Demonstration ihres einheitlichen Konstruktionsplanes vermittelst einer Schablone’, AMw, vi (1924), 383–400

C. Sachs: ‘Die griechische Gesangsnotenschrift’, ZMw, vii (1924–5), 1–5

M.I. Henderson: ‘Ancient Greek Music’, NOHM, i (1957), 358–63

J.M. Barbour: ‘The Principles of Greek Notation’, JAMS, xiii (1960), 1–17

E. Pöhlmann: Griechische Musikfragmente: ein Weg zur altgriechischen Musik (Nuremberg, 1960)

A. Bataille: ‘Remarques sur les deux notations mélodiques de l’ancienne musique grecque’, Recherches de papyrologie, i (1961), 5–20

H. Potiron: ‘La notation grecque au temps d’Aristoxène’, RdM, l (1964), 222–5

J. Chailley: ‘Nouvelles remarques sur les deux notations musicales grecques’, Recherches de papyrologie, iv (1967), 201–16

E. Pöhlmann: Denkmäler altgriechischer Musik (Nuremberg, 1970)

H. Potiron: ‘Valeur et traduction de la notation grecque’, EG, xv (1975), 193–9

R.P. Winnington-Ingram: ‘Two Studies in Greek Musical Notation’, Philologus, cxxii (1978), 237–48

D. Jourdan-Hemmerdinger: ‘La date de la “notation vocale” d’Alypios’, Philologus, cxxv (1981), 299–303

T.J. Mathiesen, trans.: Aristides Quintilianus on Music in Three Books (New Haven, CT, 1983)

T.J. Mathiesen: Ancient Greek Music Theory: a Catalogue Raisonné of Manuscripts, RISM, B/XI (1988)

M.L. West: ‘Analecta musica’, Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik, xcii (1992), 36–42

M.L. West: Ancient Greek Music (Oxford, 1992), 254–65

T.J. Mathiesen: Apollo’s Lyre: Greek Music and Music Theory in Antiquity and the Middle Ages (Lincoln, NE, 1999), 593–607

Thomas J. Mathiesen

Grove
 
Last edited:
createlink.gif


αμελώδητος, ατραγούδητος· επίσης, που δεν μπορεί να τραγουδηθεί, ένα πολύ μικρό διάστημα που δεν μπορεί να τραγουδηθεί. Ο Αριστόξενος (Αρμ. Ι, 21, 25-28 Mb) λέει: "ημιτόνια, τρίτα τέταρτα του τόνου μπορούν να τραγουδηθούν, αλλά διαστήματα μικρότερα απ' αυτά είναι αμελώδητα". Κατά τον Αριστόξενο τα διαστήματα αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σ' ένα σύστημα ή σε μια κλίμακα· Αρμ. Ι, 25, 24-25 Mb: "αμελώδητον γαρ λέγομεν, ο μη τάττεται καθ' εαυτό εν συστήματι" (αμελώδητο λέμε [το διάστημα] που δεν μπορεί μόνο του να τοποθετηθεί σε σύστημα). Βλ. λ. δωδεκατημόριον .
Αμελώδητος σήμαινε επίσης εκείνον που δεν τραγουδήθηκε, δεν υμνήθηκε με τραγούδι, με μελωδία.


Βλ. διάστημα, θεωρία, μελωδία

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


Αμοιβεύς, (3ος αι. π.Χ.)· γνωστός Αθηναίος κιθαρωδός . Ο Αριστέας στο βιβλίο του Περί κιθαρωδών λέει ότι ο Αμοιβεύς ζούσε στην Αθήνα· "κατοικώντας κοντά στο θέατρο και όταν έβγαινε να τραγουδήσει έπαιρνε για αμοιβή ένα αττικό τάλαντο την ημέρα" (Αθήν. ΙΔ', 623D, 17). Ο Πλούταρχος επίσης τον αναφέρει (Περί ηθικής αρετής 443Α, 4) λέγοντας ότι ο φιλόσοφος Ζήνων παρακινούσε τους μαθητές του να παρακολουθούν με προσοχή "το εμπνευσμένο παίξιμο και τραγούδι του Aμοιβέα", "για να μάθουμε καλά τι ευφωνία και μελωδία αποδίδουν έντερα και νεύρα, ξύλα και κόκαλα, όταν συμμετέχουν στο λόγο, την αναλογία και την τάξη".

Βλ. μουσικός, κιθαρωδός,

http://www.musipedia.gr/
 
createlink.gif


άμουσος, ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, ακαλαίσθητος, χωρίς καλλιέργεια στις μούσες. Επίσης, ιδιαίτερα στη μουσική, εκείνος που δεν ξέρει ή δεν έχει κάποιο αίσθημα ή κλίση για τη μουσική. Ο Πλάτων (Πολιτ. 455Ε) λέει: "αλλ' έστι και γυνή μουσική, η δ' αμουσος φύσει" (αλλά υπάρχει και γυναίκα που από τη φύση έχει κλίση στη μουσική, κι άλλη που δεν έχει). Στους Νόμους (Γ', 700C): "άμουσοι βοαί πλήθους", (τραχιές, κακόφωνες κραυγές του πλήθους). Ευρ. ’Αλκηστις 760: "άμουσ' υλακτών" (ουρλιάζοντας παράφωνα).

αμουσία· η έλλειψη καλλιέργειας ή μόρφωσης· επίσης, η έλλειψη μελωδικότητας, μουσικής καλαισθησίας. Αντίθ. εύμουσος και ευμουσία.
Ο Πλάτων (Νόμοι Β', 670Α) λέει ότι η αύληση και η κιθάριση (χωρίς όρχηση και τραγούδι) δείχνει έλλειψη μουσικής καλλιέργειας και θαυματοποιία ("ψιλώ δ' εκατέρω αυλήσει και κιθαρίσει πασά τις αμουσία και θαυματουργία γίγνοιτ' αν της χρήσεως").

Το επίθ. απόμουσος συναντάται επίσης με την ίδια σημασία. Ευρ. Φοίν. 815: "απομουσοτάταισι, [στην έκδ. Βερναρδάκη "αμουσοτάταισι"] συν ωδαίς" (με κακόφωνες, αμουσότατες ωδές).

συν. απόμουσος

http://www.musipedia.gr/[/QUOTE]
 
createlink.gif


Αμφίων, διάσημος μυθικός κιθαρωδός , γιος του Δία και της Αντιόπης. Πολλοί μύθοι έχουν δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του και διασώθηκαν από πολλούς συγγραφείς. Σύμφωνα με μια παράδοση, υπήρξε ο πρώτος που έπαιζε λύρα , τέχνη που διδάχτηκε από τον Ερμή ή τον ίδιο τον Δία. Έμαθε από τους Λυδούς τη λυδική αρμονία και σ' αυτόν αποδιδόταν η εφεύρεση (επινόηση) της κιθαρωδίας και της κιθαρωδικής τέχνης, και η προσθήκη τριών χορδών στις παλιές τέσσερις της λύρας.
(Ηρακλ. Ποντ. στον Πλούτ. Περί μουσ. 1131F, 3· Παυσ. Β', 6, 4, και Θ', 5, 7-9).
Το όνομά του έχει συνδεθεί με το χτίσιμο των τειχών της Θήβας· κατά την παράδοση ο δίδυμος αδελφός του Ζήθος με τη μυθική δύναμή του μετέφερε βράχους από τα βουνά, ενώ ο Αμφίων με τη λύρα και το τραγούδι του τις μάγευε, έτσι που από μόνες τους τοποθετούνταν και στερεώνονταν πάνω στα τείχη. Με αυτό τον τρόπο χτίστηκαν τα τείχη της Θήβας με τις επτά πύλες· "επτάπυλος" χάρη στην επτάχορδη λύρα του Αμφίονα (πρβ. Ησίοδος, FHG Ι, 204· Excerpta ex Nicom. Mb 29, C.v.J. 266, κτλ.). Ευρ. Φοίν. 823-824.
Ο ποιητής, "ο τα έπη ες Εύρώπην ποιήσας", λέει ότι τα τραγούδια του Αμφίονα είχαν τη δύναμη να τραβούν πίσω του πέτρες και άγρια ζώα (Παυσ. ό.π.).
Κατά τον Παυσανία (Θ', 17, 7), ο κοινός τάφος των δίδυμων αδελφών βρισκόταν πάνω στο "Αμφείον", ενα λόφο βορειοανατολικά της περίφημης ακρόπολης της Θήβας Καδμείας, και οι Θηβαίοι συνήθιζαν να δείχνουν "τις πέτρες που από μόνες τους τοποθετήθηκαν εκεί ακολουθώντας το τραγούδι του Αμφίονα".
Ο Αμφίων παντρεύτηκε την κόρη του Τάνταλου Νιόβη και, σύμφωνα με μια παράδοση, σκοτώθηκε από τον Απόλλωνα (Λουκ. Περί ορχ. 44).

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:
createlink.gif


αναβολή, ποιητ. αμβολή ή αμβολά. Ένα οργανικό πρελούντιο· μια διθυραμβική καινοτομία που αποδιδόταν στον Μελανιππίδη, σύμφωνα με την οποία ο διθύραμβος δεν διαιρείται σε στροφές-αντιστροφές, αλλά ακολουθεί την ελεύθερη φόρμα του νόμου και του υπορχήματος .
Βλ. λ. Μελανιππίδης , και Αριστοτ. Προβλ. XIX, 15.

Σημειώσεις:
(α) Το ρ. αναβάλλομαι στη μουσική σήμαινε αρχίζω να παίζω ή να τραγουδώ.
(β) ο Ingemar During ("Studies in Musical Terminology in 5th Century Literature", Eranos 43, 1945, σ. 183) υποστηρίζει ότι "η συνηθισμένη μετάφραση της λέξης αναβολή ως "μουσικού πρελουντίου" είναι ανεπαρκής· σημαίνει επίσης το νέο διθύραμβο ως σύνολο".

http://www.musipedia.gr/

Αριστοτ. Προβλ. XIX, 15.

http://www.archive.org/stream/musiciscriptore00jangoog#page/n188/mode/1up
 
Last edited:
Back
Top