Παγκράτης: συνθέτης άγνωστης εποχής, ίσως του 5ου/4ου αι. π.Χ., μεταγενέστερος του Πινδάρου και του Σιμωνίδη.
Πάθος: γενικά, καθετί που ένας μπορεί να υποφέρει ή να υποστεί από ατύχημα, δυστύχημα κτλ.· πάθος, συγκίνηση. Στη μουσική η λέξη πάθος χρησιμοποιούνταν κάποτε για να καθορίσει μια αλλαγή στη μελωδική τάξη.
Παιάν: χορικό τραγούδι, ύμνος απευθυνόμενος πρώτα στον Απόλλωνα και στην Άρτεμη, ιδιαίτερα ως ευχαριστήριος για τη λύτρωση από κακό.
Παιδικός: παιδικός χορός, χορός αγοριών.
Παλινωδία: ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Στησίχορο σε μια ωδή του, στην οποία ανακαλούσε τις προηγούμενες επιθέσεις του κατά της Ελένης της Τροίας.
Πάμφωνος: αυτός που παράγει όλους τους τόνους· πολύφωνος ή που εκτελεί με πλήρη τόνο, φωνή.
Πανδούρα: επίσης πανδουρίς και πάνδουρος· ένα τρίχορδο όργανο της οικογένειας του λαούτου, ονομαζόμενο από τους αρχαίους τρίχορδον.
πανδουρίζω παίζω την πανδούρα. πανδουριστής· ο εκτελεστής της πανδούρας.
Πανδούριον: υποκοριστικό της λέξης πανδούρα (στον Ησύχιο).
παπαδικό μέλος:αργό μέλος στο οποίο κάθε συλλαβή του κειμένου αντιστοιχεί σε ολόκληρη μουσική φράση.
Πάππος ο Αλεξανδρεύς: Κορυφαίος μαθηματικός του 3ου μ.Χ. αι. και ονομαστός θεωρητικός της μουσικής.
Παράβασις: ένα μέρος της αρχαίας κωμωδίας, κατά το οποίο ο χορός προχωρούσε μπροστά και απευθυνόταν στο κοινό από μέρους του ποιητή· με την παράβαση ο ποιητής εξέφραζε τις προσωπικές του απόψεις πάνω σε δημόσια θέματα.
Παραδιάζευξις: υποδιάζευξη. Σχηματίζεται όταν ανάμεσα σε δύο τετράχορδα, τοποθετημένα το ένα πλάι στο άλλο, υπάρχει απόσταση ενός τόνου, δηλ. ανάμεσα στις δύο πρώτες νότες τους.
Παρακαταλογή: είδος συνοδευμένου ρετσιτατίβου· απαγγελία με συνοδεία οργάνου, συνήθως αυλού.
Παράκρουσις: εκτέλεση λανθασμένης νότας· λανθασμένα χτυπημένη νότα (φάλτσα νότα).
Παραμέση: η νότα και η χορδή "παρά" τη μέση (la), μία δευτέρα πιο πάνω (si)· είναι σε απόσταση ενός τόνου από τη μέση, la - si.
Παράμουσος: παράφωνος, έξω από τον τόνο. Συνώνυμο του παράχορδος.
Παρανήτη: η νότα και χορδή "παρά" τη νήτη, μια δευτέρα πιο κάτω.
Παρανιέναι: το ίδιο όπως το ανιέναι (πρβ. λ. άνεσις). Χαλαρώνω τις χορδές.
Παραπλασμός: κερί (βουλοκέρι) που χρησιμοποιούνταν για να κλείνουν (σφραγίζουν), τις τρύπες του αυλού.
Παρασημαντική: μουσική γραφή, σημειογραφία.
Παρασκήνιον: η παρεμβολή ενός μέλους του χορού στη θέση τέταρτου υποκριτή (ηθοποιού).
Πάραυλος; ξεκούρδιστος, έξω από τον τόνο· μή σύμφωνος προς τον αυλό· κακόφωνος πάραυλα μέλη· κακόφωνες, διάφωνες μελωδίες.
Παραφωνία: ή παράφωνοι φθόγγοι.
Παράχορδος: ξεκούρδιστος, έξω από τον τόνο, διάφωνος. παραχορδίζω· παίζω έξω από τον τόνο, χτυπώ λανθασμένες νότες.
Παραχορήγημα: 1. μικρός ρόλος (μέρος) για έναν τέταρτο υποκριτή στο αρχαίο δράμα. 2. το μέρος ενός δευτερεύοντος χορού, που αποχωρεί από την ορχήστρα, όταν δε χρειάζεται πια.
Παρελκυσμός: παράταση της διάρκειας ενός ήχου· από το παρέλκομαι=εισάγομαι ως συνοδεία.
Παρθένεια: και παρθένια· τραγούδια από χορό παρθένων σε τελετές προς τιμή διαφόρων θεών και ιδιαίτερα του Απόλλωνα και της Άρτεμης.
Παρθένιος: (επίθ.)· παρθένιος αυλός· ο ψηλότερος σε έκταση αυλός.
Παριαμβίς: σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού.
Παρίαμβος: έγχορδο όργανο άγνωστου σχήματος και χαρακτήρα.
Πάριον Χρονικόν: ή Μάρμαρον· μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ελληνική επιγραφή, γραμμένη στην αττική διάλεκτο από άγνωστο συγγραφέα, κατά την εποχή του άρχοντα Διόδμητου στην Αθήνα, το 264 ή 263 π.Χ. Είναι ένας χρονολογικός πίνακας των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων από την εποχή του Κέκροπα.
Πάροδος: (α) καθεμιά από τις δύο πλαϊνές εισόδους του αρχαίου θεάτρου, που οδηγούσαν στην ορχήστρα· (β) η πρώτη είσοδος του χορού μέσα από τις παρόδους.
Παρυπάτη: η νότα και η χορδή που βρίσκεται μία δευτέρα πιο πάνω από την υπάτη (παρά την υπάτη).
Παχυμέρης Γεώργιος: (Νίκαια Μ. Ασίας 1242 - Κων/πολις 1310). Βυζαντινός λόγιος, που ήκμασε μετά την Έξωση των Λατίνων από την Κων/πολη.
Παχύς: στη μουσική, μεταφορικά, βαρύς, τραχύς, ογκώδης (ήχος)· αντίθετο, λεπτός.
Πείρα: έτσι λεγόταν το πρώτο μέρος του πυθικού νόμου, το εισαγωγικό μέρος, κατά το οποίο "ο θεός εξετάζει τον τόπο αν είναι κατάλληλος για τον αγώνα" με το δράκοντα.
Πεντάσημος: χρόνος αποτελούμενος από πέντε χρονικές μονάδες· βλ. λ. [[χρόνος]].
Πεντάχορδον: ένα πεντάχορδο όργανο, μνημονευόμενο από τον Πολυδεύκη.
Πεντεκαιδεκάχορδον: σύστημα· το σύστημα, που αποτελείται από δεκαπέντε νότες, αλλιώς δίς διαπασών ή Σύστημα Τέλειον Μείζον.
Περιάδω: τραγουδώ περπατώντας (γυρνώντας εδώ κι εκεί).
Περίοδος: το σύνολο δύο ή περισσότερων μερών ή προτάσεων ("κώλων") μιας μελωδίας. Βλ. λ. κώλον
Περισπώμενος: συλλαβή ή λέξη προφερόμενη με περισπώμενο τόνο. Περισπώμενος φθόγγος στην προσωδία [του λόγου]. Βλ. τα λ. βαρύς, οξύς και τόνος.
Περιστόμιον: Η δερμάτινη ταινία που οι αυλητές έβαζαν γύρω από το στόμα και τις παρειές (βλ. λ. φορβειά).
Περιφερής: περιστρεφόμενος, κυκλικός, στρογγυλός. Στην περίπτωση της αγωγής (αγωγή περιφερής) η ανιούσα και κατιούσα μελωδική πορεία με συνεχή διαστήματα (δευτέρας). Βλ. λ. αγωγή, 1γ.
Περιφορά: κυκλική κίνηση. Περιφορά διαστημάτων· περιοδική επανάληψη διαστημάτων.
Περσικόν: είδος χορού περσικής προέλευσης.
Πεττεία: επανάληψη της ίδιας νότας.
Πήκτις: και πηκτίς· 1. πολύ γνωστό έγχορδο όργανο. Ήταν στενά συνδεδεμένο με τη μάγαδι· όπως και η μάγαδις, ήταν ένα μεγάλο όργανο με 20 χορδές κουρδισμένες κατά ζεύγη, καθεμιά με την οκτάβα της.
Πήληξ: έγχορδο όργανο της οικογένειας του ψαλτηρίου, αναφερόμενο από τον Πολυδεύκη.
Πήχυς: βραχίονας, στον πληθ. πήχεις· οι δύο βραχίονες της λύρας και της κιθάρας που στερεώνονταν επάνω στο ηχείο.
Πινακίς: είδος χορού συνοδευόμενου από αυλό.
Πίνδαρος: (περ. 522-446 π.Χ.)· γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, κοντά στη Θήβα, και πέθανε στο Άργος. Ο πιο μεγάλος λυρικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας· σπούδασε μουσική με τον Λάσο τον Ερμιονέα.
Πλάγια γλώσσα: πιθανόν απλή γλωττίδα (τύπου κλαρινέτου), όπως συμπεραίνεται από ένα κείμενο του Πορφύριου (Comment. έκδ. I. D., σ. 71) βλ. συγκροτητικαί γλώτται.
Πλαγίαυλος: ο πλαγίαυλος κρατιόταν όπως το νεότερο φλάουτο, αλλά είχε γλωσσίδα τοποθετημένη μέσα πλάγια, στη θέση περίπου που στο φλάουτο βρίσκεται η οπή.
Πλάσμα: στη μουσική, εξεζητημένη εκτέλεση.
Πλάστιγξ: μέρος του αυλού ή της σύριγγας. Ησ.: "μέρος τι του αυλού και σύριγγος το ζύγωμα".
Πλάτος: όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Λάσο και τη σχολή του Επίγονου, στην οποία επικρατούσε η αντίληψη ότι ο ήχος είχε κάποια ιδιότητα ή πλάτος.
Πλάτων: (429/427-περ. 347 π.Χ.)· ο μεγάλος φιλόσοφος σπούδασε μουσική με τον Δράκοντα τον Αθηναίο και τον Μέτελλο τον Ακραγαντίνο.
Πλήκτρον: κατασκευαζόταν από σκληρό ξύλο, ελεφαντόδοντο, κέρατο ή μέταλλο και, όπως συχνά φαίνεται σε παραστάσεις αγγείων, ήταν μακρύ και ογκώδες.
Πλούταρχος: φιλόσοφος, βιογράφος και ιστορικός. Γεννήθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας το 46/48 μ.Χ. περίπου· υπάρχουν συχνές αναφορές στη μουσική και δύο εκτεταμένες μελέτες του ειδικά για τη μουσική, η Περί της εν Τιμαίω ψυχογονίας, σχόλια στις μουσικές θεωρίες του Πλάτωνα στον Τίμαιο, και ο διάλογος Περί μουσικής.
Πνεύμα: η πνοή, το φύσημα, με το οποίο ο εκτελεστής του αυλού ή άλλου πνευστού μπορούσε να παράγει ή να τροποποιεί το ύψος.
Πνοή: φύσημα πνευστού οργάνου (LSJ) και ήχος που βγαίνει από το όργανο (Δημ.): "αυλού τε σύριγγος πνοή" (φύσημα [ήχος] αυλού και σύριγγας).
Ποδίκρα: είδος λακωνικού χορού που αναφέρει ο Ησύχιος, χωρίς καμιά ένδειξη για το χαρακτήρα του ("όρχησις προς πόδα γινομένη, Λάκωνες").
Ποδισμός: είδος χορού, αναφερόμενου από τον Πολυδεύκη (IV, 99) στο κεφ. Περί ειδών ορχήσεως, χωρίς άλλη πληροφορία, εκτός από το όνομα του χορού.
Ποδοψόφος: ένας άνθρωπος που παρήγε ορισμένο ήχο χτυπώντας το πόδι του.
Ποίημα: ποίημα αλλά και μια μουσική σύνθεση. Βλ. λ. ποίησις.
Ποίησις: η λέξη είχε πολλαπλή σημασία στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Χρησιμοποιούνταν, ιδιαίτερα σε παλιούς καιρούς, με τη σημασία της δημιουργίας ή κατασκευής οποιουδήποτε πράγματος (λ.χ. "νεών ποίησις", κατασκευή πλοίων·. Σε αρχαία κείμενα συχνά συναντούμε τους όρους ποιητής για το συνθέτη μουσικής και ποίημα για ένα ποίημα αλλά και για μια μουσική σύνθεση.
Ποιητής: ποιητής και συνθέτης μουσικής.
Ποικίλος: πολύμορφος, πολύχρωμος, πολύτροπος, ποικιλμένος· ποικίλος ύμνος· ύμνος με ποικίλο ύφος ή γεμάτος ποικιλόμορφη τέχνη.
Ποίφυγμα: κατά τον Ησύχιο: "σχήμα ορχηστικόν"· γενική σημασία: σύριγμα, δυνατό φύσημα (Δημ., LSJ).
Πολεμικόν: (α) είδος αύλησης πολεμικού χαρακτήρα.
Πολλαπλούν: σύστημα· επίσης, πολλαπλάσιον. Βλ. τα λ. απλούν και σύστημα.
Πολυαρμόνιον: όργανον· όργανο ικανό να δώσει πολλές και διάφορες αρμονίες· πάνω στο οποίο μπορούν να παιχθούν πολλές αρμονίες. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία (Γ', 399D), μαζί με τον όρο πολύχορδα: "πολυαρμόνια και πολύχορδα".
Πολυδεύκης Ιούλιος: Σοφιστής και γραμματικός του 2ου μ.Χ. αι., από την Ναύκρατι της Αιγύπτου. στο 4ο βιβλίο, ο Πολυδεύκης, έχοντας για οδηγό τη "Θεατρική Ιστορία" του Ιόβα (Ιούβα) αναφέρεται στα της μουσικής, του θεάτρου, των μουσικών οργάνων, κ.λπ., δίνοντάς μας πλήθος διαφωτιστικές πληροφορίες. Η [[Σούδα|Σούδα]] αποδίδει στον Πολυδεύκη την πατρότητα και άλλων συγγραμμάτων, μεταξύ των οποίων και του: "Σαλπιγκτης η αγών μουσικός".
Πολύειδος: ή Πολύϊδος (440/430-περ. 4ος αι. π.Χ.)· συνθέτης διθυράμβων από τη Σηλυβρία της Θράκης
Πολυκέφαλος: νόμος· αυλητικός νόμος προς τιμήν του Απόλλωνα, αποδιδόμενος στον Όλυμπο.
Πολύμνηστος: και Πολύμναστος (7ος/6ος αι. π.Χ.)· ποιητής και μουσικός από την Κολοφώνα της Ιωνίας.
Πολύτροπος: με πολλές μετατροπίες· συχνά με την έννοια ποικίλος.
Πολύφθογγος: 1. (επίθ.) εκείνος που έχει ή παράγει πολλούς φθόγγους· πολύτονος. Πολύφθογγος αυλός· αυλός που παράγει πολλούς φθόγγους. 2. πολύφθογγον (ουδ. ουσ.)· πολύχορδο όργανο της οικογένειας της άρπας, που παιζόταν με γυμνά δάχτυλα.
Πολύφωνος: που έχει πολλές φωνές (ήχους)· πολύτονος. Το ίδιο όπως το πολύφθογγος. πολυφωνία· ύπαρξη (ή χρήση) πολλών φωνών (ήχων).
Πολυχορδία: αντίθ. ολιγοχορδία· (α) πολυχορδία· η χρήση πολλών χορδών· η ιδιότητα του πολύχορδου. (β) ολιγοχορδία· η χρήση λίγων χορδών· η ιδιότητα του ολιγόχορδου.
Πόππυσμα: και ποππυσμός· σύριγμα που ακούγεται από αδέξιο φύσημα στον αυλό. Βλ. λ. συριγμός.
Πορφύριος: (232/233 Τύρος-304/305 μ.Χ. Ρώμη
Τη συμβολή του στη μελέτη της μουσικής αποτελούν τα Σχόλιά του στα Αρμονικά του Πτολεμαίου.
Πρατίνας ο Φλιάσιος: (τέλος 6ου-αρχές 5ου π.Χ. αι.). Αρχαίος τραγικός ποιητής και μουσικός (από τον Φλιούντα της Αργολιδο-Κορινθίας) ο οποίος έζησε στην Αθήνα.
Προαναβολή: ποιητικά προαμβολή· μικρό εισαγωγικό μέλος που οδηγεί στο προοίμιον (κύρια εισαγωγή) της ωδής· το κομμάτι πριν από την αναβολή (πρελούντιο).
Προανάκρουσμα: ένα οργανικό πρελούντιο, συνήθως σύντομο, πριν από την κύρια ωδή ή το κύριο κομμάτι. Επίσης, προανάκρουσις. Βλ. τα λ. προαύλημα και προοίμιον.
Πρόασμα: μικρό εισαγωγικό τραγούδι πριν από την κύρια ωδή ή ύμνο. Ονομαζόταν επίσης και προοίμιον.
Προαύλημα: ένα μικρό πρελούντιο στον αυλό, που παιζόταν από τον αυλητή πριν από την αρχή της αυλωδίας. Το ρ. προαυλώ σήμαινε παίζω ένα πρελούντιο στον αυλό.
Προαυλία: (θηλ.) και προαύλιον (ουδ.)· πρελούντιο με τον αυλό. Συνώνυμο του προαυλήματος. Πρβ. Πολυδ. IV, 53.
Προκελευσματικός: μετρικός πους, απλός (U U), διπλός (U U U U). Βλ. λ. πους.
Πρόκλος: (400/412-485 μ.Χ.)· Νεοπλατωνικός φιλόσοφος και μαθηματικός. Στα πολυπληθή έργα του περιλαμβάνονται Σχόλια στο Α' Βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη και στον Πτολεμαίο· επίσης, Υπομνήματα στον Τίμαιο, την Πολιτεία και άλλα έργα του Πλάτωνα, στα οποία δίνει πληροφορίες σχετικά με τις μουσικές αντιλήψεις του φιλοσόφου. Στη Χρηστομάθειά του βρίσκουμε πληροφορίες σχετικές με διάφορα είδη σύνθεσης.
Πρόκρουμα: οργανικό πρελούδιο. Συνώνυμο του προανακρούσματος
Πρόκρουσις: (και πρόσκρουσις) Έτσι λεγόταν στην αρχαία ελλ. οργανική μουσική η κίνηση προς ψηλότερη νότα.
Προκρουσμός: Έτσι λεγόταν στην αρχαία ελλ. οργανική μουσική η παρεμβολή ψηλότερου φθόγγου ανάμεσα σε δύο όμοιους
Προνόμιον: πρελούντιο, φωνητικό ή οργανικό, εκτελούμενο πριν από το νόμο.
Πρόνομος: (5ος αι. π.Χ.)· διάσημος Θηβαίος αυλητής.
Προοίμιον: μια εισαγωγική μελωδία στην κύρια ωδή· ένα μικρό λυρικό τραγούδι εκτελούμενο ως εισαγωγή σε μια πιο εκτεταμένη και πιο σημαντική ωδή (ή ύμνο)· επίσης, ένα οργανικό πρελούντιο, με το οποίο ο κιθαρωδός άρχιζε την εκτέλεση (της κιθαρωδίας).
Πρόποδα: μέλη· μέλη που τραγουδιόνταν πριν από την πομπή· τα προηγούμενα της πορείας μέλη.
Προσανιέναι: Χαμηλώνω επιπροσθέτως το τονικό ύψος.
Προσαύλημα: μια μελωδία παιγμένη στον αυλό για να συνοδεύσει (σε ταυτοφωνία) ένα τραγούδι.
Προσαύλησις: συνοδεία στον αυλό (σε ταυτοφωνία με το κύριο τραγούδι).
Προσαυλώ: συνοδεύω με τον αυλό· τραγουδώ με συνοδεία αυλού. Φαίνεται πως το ρήμα χρησιμοποιούνταν μόνο με τη σημασία της συνοδείας σε ταυτοφωνία.
Πρόσθεσις: μια παύση ίση προς δύο βραχείς χρόνους (χρονικές μονάδες).
Προσλαμβανόμενος: προστεθειμένος φθόγγος. Έτσι ονομαζόταν ο φθόγγος (νότα) που πρόσθεταν κάτω από το πιο χαμηλό τετράχορδο (τετράχορδο υπατών) και στα συστήματα Τέλειον Μείζον και Τέλειον Έλαττον.
Προσμελωδώ συνοδεύω με μια μελωδία · τραγουδώ επιπλέον.
Προσόδιον: μέλος· τραγούδι με πανηγυρικό και σοβαρό χαρακτήρα, εκτελούμενο από χορό, με συνοδεία αυλού, με ρυθμικές κινήσεις, κατά τη διάρκεια μιας πανηγυρικής πομπής, και ιδιαίτερα όταν η πομπή πλησίαζε στο ναό ή στο βωμό.
Πρόσοδος: (θηλ.)· ανάμεσα σε άλλες σημασίες, πανηγυρική πομπή προς το ναό με συνοδεία μουσικής.
Πρόσχορδος: ταιριασμένος [κουρδισμένος, εναρμονισμένος] με ένα έγχορδο όργανο· σε αρμονία (σε ταυτοφωνία) με ένα έγχορδο όργανο. πρόσχορδα άσματα· μελωδίες ταιριασμένες, εναρμονισμένες [ή τραγουδημένες σε ταυτοφωνία] με ένα έγχορδο όργανο.
Πρόσχορος: μέλος ενός χορού· ιδιαίτερα συγχορευτής.
Προσωδία: (α) ένα τραγούδι με συνοδεία οργάνου. β) Προσωδία (συχνά στον πληθ., προσωδίαι)· ο ιδιαίτερος τονισμός των λέξεων κατά την ομιλία· η παραλλαγή σε ύψος της φωνής που μιλεί.
Προσωδός: (αρσ.)· εκείνος που ηχεί σε συμφωνία με την ωδή ή που τραγουδά σε συμφωνία με άλλον
Πρόφραστος ο Πιερίτης: ο Πιερίτης· μουσικός· έζησε γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.
Προωδός: πρελούντιο· μικρό μέλος εκτελούμενο πριν από την κύρια ωδή. Πρβ. τα λ. πρόασμα, προοίμιον κτλ.
Πρύλις: (θηλ.)· είδος πολεμικού χορού· κρητικός πυρρίχιος· χορευόταν με οπλισμό.
Πταίσμα: παίξιμο μιας χορδής με τα δάχτυλα, αλλιώς ψαλμός. βλ. λ. επίπταισμα.
Πτερόν: ένα πνευστό όργανο.
Πτιστικόν: και πτισμός· (α) δημοτικό τραγούδι των γυναικών που ξεφλουδίζουν το κριθάρι. (β) πτισμός· μελωδία που παιζόταν στον αυλό συνοδεύοντας το πτιστικό τραγούδι.
Πτολεμαίος Κλαύδιος: (Πηλούσιο περί το 108 μ.Χ.- Κάνoβας μεταξύ 160-168). Στα πολλά και αξιόλογα έργα του ανήκουν και τα "Αρμονικά, βιβλία γ'", με πολύτιμες θεωρητικές πληροφορίες για τη μουσική (πυθαγόρειας και νεοπυθαγόρειας προέλευσης).
Πτώσις: η πτώση της φωνής πάνω σε μια βαθμίδα.
Πυθαγόρας: (περ. 572-περ. 500 π.Χ.)· μεγάλος φιλόσοφος, μαθηματικός και θεωρητικός της μουσικής.
Πυθαγόρας ο Ζακύνθιος: (περ. μέσα 5ου αι. π.Χ.)· θεωρητικός και μουσικός, στον οποίο ο Aρτέμων (2ος προς 1ο αι. π.Χ.) απέδιδε την εφεύρεση του πολύπλοκου οργάνου τρίπους.
Πυθαύλης: ο αυλητής που έπαιζε τον πυθικό νόμο· επίσης, ο αυλητής που διαγωνιζόταν στα Πύθια. Ανάμεσα στους πιο φημισμένους πυθαύλες ήταν ο Σακάδας και ο Πυθόκριτος.
Πύθερμος: (περ. 6ος αι. π.Χ.)· ποιητής και μουσικός. Γεννήθηκε στην Τέω.
Πυθικόν: έγχορδο όργανο, ονομαζόμενο και δακτυλικόν.
Πυθικός αυλός: ο αυλός, στον οποίο παιζόταν ο πυθικός νόμος.
Πυθικός νόμος: ο πιο σημαντικός αυλητικός νόμος· επινοήθηκε από τον Σακάδα. Ο πυθικός νόμος υπήρξε το πρώτο γνωστό είδος προγραμματικής μουσικής και σκοπό είχε την περιγραφή του αγώνα του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα.
Πυθοκλείδης: (περ. 535-472 π.Χ.)· αυλητής και σοφιστής από την Κέω (από όπου και η επωνυμία Κείος). Υπήρξε δάσκαλος του Αγαθοκλή και του Περικλή και ιδρυτής μιας σημαντικής αθηναϊκής μουσικής σχολής.
Πυθόκριτος: περίφημος αυλητής του 6ου αι. π.Χ., από τη Σικυώνα.
Πυκνόν: στη μουσική, το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων ενός τετραχόρδου, όταν ήταν μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου.
πυκνότης η ιδιότητα του πυκνού· αντίθ. μανότης.
Πυλάδης: (1ος αι. π.Χ./1ος αι. μ.Χ.)· περίφημος μίμος από την Κιλικία.
Πυρρίχη: το πιο σημαντικό είδος (ή τάξη) πολεμικού χορού. Η πυρρίχη ήταν ένας μεγαλοπρεπής, γρήγορος, λαμπρός και εντυπωσιακός χορός.