Zambelis Spyros
Παλαιό Μέλος
Headword: Ψάλλειν
Adler number: psi,9
Translated headword: to pluck
Vetting Status: high
Translation:
[no gloss]
Greek Original:
Ψάλλειν.
Note:
From psi 12.
Keyword: meter and music
http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl
~~~~~~
Ψάλλω
(α) γενική σημασία: εγγίζω, τραβώ με τα δάχτυλα (Αισχ. Πέρσαι 1062): "ψάλλ' έθειραν" (τράβα τα μαλλιά σου)· τραβώ και αφήνω να ηχήσει (Ευριπ. Βάκχαι 783-784): "...και τόξων χερί ψάλλουσι νευράς" (και τραβούν με το χέρι τις χορδές των τόξων). Στη μουσική, ο όρος ψάλλω σήμαινε παίζω ένα έγχορδο όργανο με γυμνά δάχτυλα, χωρίς πλήκτρο. Αθήν. (Δ', 183D, 81): "Επίγονος... κατά χείρα δίχα πλήκτρου έψαλλε" (ο Επίγονος... έπαιζε με γυμνά δάχτυλα [τραβούσε τις χορδές]). Τα έγχορδα που παίζονταν απευθείας με τα δάχτυλα λέγονταν ψαλτικά και επιψαλλόμενα (βλ. λ. έγχορδα). Η χορδή που παιζόταν με αυτό τον τρόπο λεγόταν ψαλλομένη (τραβηγμένη με τα δάχτυλα).
(β) Ο όρος ψάλλω σε νεότερα χρόνια χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.
Σημείωση: Από το ρήμα ψάλλω προήλθαν διάφοροι όροι: ψαλμός, ψαλτήρ ή ψάλτης, ψάλτιγξ, ψαλτήριον (βλ. αντίστοιχα λ.)· επίσης, αντίψαλμος, επιψαλμός κτλ.
ψαλμωδία· βλ. λ. ψαλμός.
Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999
http://www.musipedia.gr/wiki/Ψάλλω
Adler number: psi,9
Translated headword: to pluck
Vetting Status: high
Translation:
[no gloss]
Greek Original:
Ψάλλειν.
Note:
From psi 12.
Keyword: meter and music
http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl
~~~~~~
Ψάλλω
(α) γενική σημασία: εγγίζω, τραβώ με τα δάχτυλα (Αισχ. Πέρσαι 1062): "ψάλλ' έθειραν" (τράβα τα μαλλιά σου)· τραβώ και αφήνω να ηχήσει (Ευριπ. Βάκχαι 783-784): "...και τόξων χερί ψάλλουσι νευράς" (και τραβούν με το χέρι τις χορδές των τόξων). Στη μουσική, ο όρος ψάλλω σήμαινε παίζω ένα έγχορδο όργανο με γυμνά δάχτυλα, χωρίς πλήκτρο. Αθήν. (Δ', 183D, 81): "Επίγονος... κατά χείρα δίχα πλήκτρου έψαλλε" (ο Επίγονος... έπαιζε με γυμνά δάχτυλα [τραβούσε τις χορδές]). Τα έγχορδα που παίζονταν απευθείας με τα δάχτυλα λέγονταν ψαλτικά και επιψαλλόμενα (βλ. λ. έγχορδα). Η χορδή που παιζόταν με αυτό τον τρόπο λεγόταν ψαλλομένη (τραβηγμένη με τα δάχτυλα).
(β) Ο όρος ψάλλω σε νεότερα χρόνια χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.
Σημείωση: Από το ρήμα ψάλλω προήλθαν διάφοροι όροι: ψαλμός, ψαλτήρ ή ψάλτης, ψάλτιγξ, ψαλτήριον (βλ. αντίστοιχα λ.)· επίσης, αντίψαλμος, επιψαλμός κτλ.
ψαλμωδία· βλ. λ. ψαλμός.
Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999
http://www.musipedia.gr/wiki/Ψάλλω
Last edited: