Ο χορός στην αρχαιότητα

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Μοῦσα , pl. Μοῦσαι: Muse, the Muses, nine in number, daughters of Zeus and Mnemosyne, Od. 8.488, Il. 2.598, Od. 24.60; they sing for the gods, and inspire the bard, Il. 1.604, Il. 1.1, Od. 1.1, Il. 2.484.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Σειρήν , pl. Σειρῆνες, du. Σειρήνοιιν: pl., the Sirens, two in number, singing maidens, by their enchanting song luring mariners to destruction, Od. 12.39 ff., 158, 167, 198, Od. 23.326. (The conception of the Sirens as bird-footed and three in number, as seen in the cut, is post-Homeric.)
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
φόρμιγξ, ιγγος: phorminx, a kind of lute or lyre. The crosspiece (bridge) was called ζυγόν, the pegs κόλλοπες. Played not only by the professional bard, and by Apollo, Il. 24.63, but exceptionally also by heroes, Il. 9.186. In form substantially like the κίθαρις represented in the cut.

Hom. Il. 24.63

πάντες δ᾽ ἀντιάασθε θεοὶ γάμου: ἐν δὲ σὺ τοῖσι
δαίνυ᾽ ἔχων φόρμιγγα κακῶν ἕταρ᾽, αἰὲν ἄπιστε.

...που όλοι αγαπούσαν οι θεοί. Και στες χαρές των γάμων
όλοι καθίζετε, ω θεοί, και αυτού με την κιθάραν
και συ, ω πάντοτ’ άπιστε και των αχρείων φίλε.».

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ]


Hom. Il. 9.186

Μυρμιδόνων δ᾽ ἐπί τε κλισίας καὶ νῆας ἱκέσθην,
τὸν δ᾽ εὗρον φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ
καλῇ δαιδαλέῃ, ἐπὶ δ᾽ ἀργύρεον ζυγὸν ἦεν,
τὴν ἄρετ᾽ ἐξ ἐνάρων πόλιν Ἠετίωνος ὀλέσσας:
τῇ ὅ γε θυμὸν ἔτερπεν, ἄειδε δ᾽ ἄρα κλέα ἀνδρῶν.
Πάτροκλος δέ οἱ οἶος ἐναντίος ἧστο σιωπῇ,
δέγμενος Αἰακίδην ὁπότε λήξειεν ἀείδων,
τὼ δὲ βάτην προτέρω, ἡγεῖτο δὲ δῖος Ὀδυσσεύς,
στὰν δὲ πρόσθ᾽ αὐτοῖο: ταφὼν δ᾽ ἀνόρουσεν Ἀχιλλεὺς
αὐτῇ σὺν φόρμιγγι λιπὼν ἕδος ἔνθα θάασσεν.
195ὣς δ᾽ αὔτως Πάτροκλος, ἐπεὶ ἴδε φῶτας, ἀνέστη.
τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς:
‘χαίρετον: ἦ φίλοι ἄνδρες ἱκάνετον ἦ τι μάλα χρεώ,
οἵ μοι σκυζομένῳ περ Ἀχαιῶν φίλτατοί ἐστον.



Στων Μυρμιδόνων τες σκηνές εφθάσαν και στα πλοία,
κι ήβραν αυτόν το πνεύμα του να τέρπει με γλυκείαν
καλήν κιθάραν τεχνικήν μ’ ολάργυρον τον πήχυν*,[!]
που διάλεξ’ απ’ τα λάφυρα την πόλιν όταν πήρε
του Ηετίωνος. Αυτός και την ψυχήν μ’ εκείνην
ιλάρωνε, και των ανδρών τες δόξες ετραγούδα.
Και ο Πάτροκλος εκάθονταν απέναντί του μόνος
σιωπηλός κι ανάμενε να παύση το τραγούδι.
Ωστόσο αυτού προχώρησαν, και πρώτος ο Οδυσσέας,
κι εμπρός του εστάθηκαν ορθοί. Πετάχθη ξιπασμένος
απ’ το θρονί του μ’ όλην του τη φόρμιγγα ο Πηλείδης.
Ο Πάτροκος σηκώθηκε και αυτός άμα τους είδε.

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ]

*ζυγὸν

~~~~~~~~

Ps. Plut. Mus. 1145e

‘ καλὸς Ὅμηρος ἐδίδαξε δηλῶν γάρ, ὅτι ἡ μουσικὴ πολλαχοῦ χρησίμη, τὸν Ἀχιλλέα πεποίηκε τὴν ὀργὴν πέττοντα τὴν πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα διὰ μουσικῆς ἧς ἔμαθε παρὰ τοῦ σοφωτάτου Χείρωνος:
τὸν δ᾽ εὗρον ( φησί) φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ,
καλῇ δαιδαλέῃ: ἐπὶ δ᾽ ἀργύρεον ζυγὸν


http://webcache.googleusercontent.c...stephpage%3D1145e+&cd=109&hl=el&ct=clnk&gl=gr

~~~~~~~

Πβ. ΢οφ. απ. 244 «ῥηγνὺς χρυσόδετον κέρας». Επίσης, σύμφωνα με τον Όμηρο, η λύρα του Αχιλλέα είχε ασημένιο ζυγό βλ. Ομ. Ἰλ. Ι 187 «ἀργύρεον ζυγὸν».
invenio.lib.auth.gr/record/127057/files/GRI-2011-7095.pdf?version...
TΣΑΚΙΡΙΔΟY ΜΑΡΙΑ
ΠΑΡΑΣΑTΕΙΣ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΜΕ ΚΙΘΑΡΑ...
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
φορμίζω : touch or play the phorminx (lyre, lute), Il. 18.605; said also of one playing the κίθαρις, Od. 1.155.

Il. 18.605;

ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις,
τῷ ἴκελον οἷόν ποτ᾽ ἐνὶ Κνωσῷ εὐρείῃ
Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ.
ἔνθα μὲν ἠΐθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι
ὀρχεῦντ᾽ ἀλλήλων ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔχοντες.
595τῶν δ᾽ αἳ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, οἳ δὲ χιτῶνας
εἵατ᾽ ἐϋννήτους, ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ:
καί ῥ᾽ αἳ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον, οἳ δὲ μαχαίρας
εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων.
οἳ δ᾽ ὁτὲ μὲν θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι
600ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν
ἑζόμενος κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν:
ἄλλοτε δ᾽ αὖ θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι.
πολλὸς δ᾽ ἱμερόεντα χορὸν περιίσταθ᾽ ὅμιλος
τερπόμενοι:
605δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ᾽ αὐτοὺς
μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους.


Χάραξε, λέει, ο καλλιτέχνης θεός επάνω στην ασπίδα, στολίζοντάς την, ένα χοροστάσι, αντάξιο μ' εκείνο που είχε φτιάξει ο Δαίδαλος για χάρη της Αριάδνης στην Κνωσό. Κι ο στολισμός παρίστανε: αγόρια και κορίτσια να χορεύουν χέρι με χέρι, δεμένα στον καρπό· φορώντας οι κοπέλες ρούχο λινό, λεπτό, κι οι νέοι χιτώνα λαμπερό, με λάδι ποτισμένο· στεφανωμένα τα κορίτσια με λουλούδια, τα αγόρια οπλισμένα με αργυρά μαχαίρια, κρεμασμένα από λουριά· χορεύοντας, τα πόδια τους πετούσαν γοργά κι ανάλαφρα, όπως γυρίζει ο τροχός έμπειρου κεραμέα· άλλοτε πάλι ο κυκλικός χορός άλλαζε σε αντικριστό, η μια σειρά απέναντι στην άλλη, και γύρω ο κόσμος μαζεμένος θαύμαζε. Κάπου στο πλάι ο θείος αοιδός χτυπούσε την κιθάρα του, κρατώντας τον ρυθμό για χορευτές και δύο ακροβάτες, που εκεί στη μέση ακροβατούσαν.

Δ. Ν. Μαρωνίτης

Κι έναν χορόν ιστόρησεν ο μέγας ζαβοπόδης,
όμοιον μ’ αυτόν που ο Δαίδαλος είχε φιλοτεχνήσει
της Αριάδνης της λαμπρής εις της Κνωσού τα μέρη.
Αγόρια εκεί, πολύπροικες παρθένες εχορεύαν
κι εγύριζαν χεροπιαστοί. Και οι κόρες εφορούσαν
λινά ενδύματα λεπτά, κι είχαν τα παλικάρια
από το λάδι λαμπερούς καλόγνεστους χιτώνες.

ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Σ΄
[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ]


Od. 1.155

αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο
μνηστῆρες, τοῖσιν μὲν ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει,
μολπή τ᾽ ὀρχηστύς τε: τὰ γὰρ τ᾽ ἀναθήματα δαιτός:
κῆρυξ δ᾽ ἐν χερσὶν κίθαριν περικαλλέα θῆκεν
Φημίῳ, ὅς ῥ᾽ ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ.
155ἦ τοι ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν.
αὐτὰρ Τηλέμαχος προσέφη γλαυκῶπιν Ἀθήνην,
ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ᾽ οἱ ἄλλοι:
‘ξεῖνε φίλ᾽, ἦ καὶ μοι νεμεσήσεαι ὅττι κεν εἴπω;
τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή,
160ῥεῖ᾽, ἐπεὶ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν,
ἀνέρος, οὗ δή που λεύκ᾽ ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ
κείμεν᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει.

Κι ἀπὸ φαγὶ κι ἀπὸ πιοτὸ σὰ φράθηκε ἡ καρδιά τους,
ἄλλα στὸ νοῦ τους εἴχανε οἱ μνηστῆρες· τὰ τραγούδια
καὶ τὸ χορό, χαρίσματα τοῦ τραπεζιοῦ σὰν πού 'ναι·
λαμπρὴ κιθάρα ὁ κήρυκας παράδωσε στὰ χέρια
τοῦ Φήμιου, ποὺ μὲ τὸ στανιὸ τραγούδαε στοὺς μνηστῆρες,
κι ὥριο σκοπὸ τοὺς ἄρχισε τὶς κόρδες της βαρώντας.

Μετάφραση Ἀργύρη Ἐφταλιώτη
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορδή : string of gut, Od. 21.407†.

Hom. Od. 21.407

ὣς ἄρ᾽ ἔφαν μνηστῆρες: ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεύς,
405αὐτίκ᾽ ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε καὶ ἴδε πάντη,
ὡς ὅτ᾽ ἀνὴρ φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς
ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν,
ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός,
ὣς ἄρ᾽ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς.
410δεξιτερῇ ἄρα χειρὶ λαβὼν πειρήσατο νευρῆς:
ἡ δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν.
μνηστῆρσιν δ᾽ ἄρ᾽ ἄχος γένετο μέγα, πᾶσι δ᾽ ἄρα χρὼς
ἐτράπετο: Ζεὺς δὲ μεγάλ᾽ ἔκτυπε σήματα φαίνων:
γήθησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...+Od.+21.407&fromdoc=Perseus:text:1999.01.0135

~~~~~~~~~~~~~

τ' ὅπλο σὰν πῆρε τὸ τρανὸ κι ἀπὸ παντοῦθε τὸ εἶδε,
σὰν ἔμπειρος τραγουδιστὴς στὴ φόρμιγγα τεχνίτης,
ποὺ εὔκολα κόρδα μὲ γερὸ στριφτάρι σοῦ τεντώνει,
στὶς δυὸ ἄκρες δένοντας τοῦ ἀρνιοῦ τ' ἄντερο τὸ στριμμένο,
ἔτσι ὁ Δυσσέας εὔκολα τέντωσε τὸ δοξάρι,
καὶ μὲ τὸ χέρι τὸ δεξὶ δοκίμασε τὴν κόρδα·
κι ἐκείνη γλυκολάλησε, λὲς κι ἦταν χελιδόνι.

Ὁμήρου Ὀδύσσεια
Ραψωδία φ

Μετάφραση Ἀργύρη Ἐφταλιώτη

~~~~~~~~~~~

Κι ενώ οι μνηστήρες τον γλωσσότρωγαν, ο Οδυσσέας πολύβουλος,
αφού είχε ψάξει από παντού το τόξο, τώρα το κράτησε
γερά μέσα στα χέρια του.
Πώς ένας αοιδός, που ξέρει από κιθάρα και τραγούδι,
εύκολα τη χορδή τεντώνει στο καινούριο της στριφτάρι, δένοντας
πάνω κάτω καλοστριμμένη την αρνίσια κόρδα·
έτσι κι ο Οδυσσέας εύκολα τάνυσε το μέγα τόξο, μετά με το δεξί του χέρι
τη χορδή δοκίμασε, κι αυτή κελάηδησε σαν χελιδόνα.

[ μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης]

"Στους Φαίακες ο Οδυσσέας επανιδρύει το ηρωικό του παρελθόν και το κλέος του μόνο μέσα από το τραγούδι. Τώρα στην Ιθάκη είναι ένας πολεμιστής· φέρνει πίσω στο παλάτι τη χαρά και τον δίκαιο εορτασμό των ηρωικών του κατορθωμάτων, που μπορούσαν πρωτύτερα να ανακληθούν από τους αοιδούς, οι ιστορίες των οποίων έκαναν τους ακροατές να κλαίνε. Τα χαρούμενα τραγούδια του Φήμιου στην Ιθάκη και του Δημοδόκου στη Σχερία προκαλούσαν θρήνο στην Πηνελόπη και στον Οδυσσέα, έτερπαν όμως το υπόλοιπο ακροατήριο (πρβλ. α 342, 347· θ 91 κε., 536-43· ι 3-15). Το "τραγούδι" του τόξου προκαλεί τον θρήνο (ἄχος) στο ευρύτερο ακροατήριο (φ 412) αλλά προσωπική αγαλλίαση στον Οδυσσέα (φ 414)."

[Ch. Segal, "Kleos and its Ironies in the Odyssey", στον τόμο S. L. Schein (επιμ. με εισαγ.), Reading the Odyssey, N.J., Princeton University Press 1996, σ.213]

http://www.greek-language.gr/greekL...tion/translation/support_practice/pop100.html

Χορδή
γενικά, το έντερο· χορδή από έντερο, που τεντωμένη παράγει, ήχο. Επομένως, χορδή μουσικού οργάνου. Με αυτή τη σημασία απαντά στον Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (στ. 51): "επτά δε σύμφωνους οΐων ετανύσσατο χορδάς" (και τέντωσε επτά ταιριαστές [σύμφωνες] χορδές από έντερα προβάτου). Επίσης στην Οδύσσεια (φ 406-407): "ως ότ' ανήρ φόρμιγγος επιστάμενος και αοιδής ρηϊδέως ετάνυσσε νέω περί κόλλοπι χορδήν" (όπως όταν ένας πολύ επιδέξιος στη λύρα και στο τραγούδι εύκολα τεντώνει τη χορδή γύρω σ' ένα κόλλοπα [στριφτάρι]· μτφρ. Α. Τ. Murray). Ησύχ.: "χορδή· νευρά κιθάρας" (νευρα=χορδή, βλ. πιο κάτω). Με αυτή τη σημασία την αναφέρει, επίσης, ο Πολυδεύκης (IV, 62) στα μέρη των οργάνων. Οι χορδές κατασκευάζονταν από έντερο ή τένοντα προβάτου ή κατσικιού: "χορδαίς οπταίς εριφείοις" (ψημένες χορδές από κατσίκια· Φερεκράτης, Πέρσαι: Kock CAF Ι, 182, απόσπ. 130). Ο Πλάτων ονομάζει τον αυλό πολυχορδότατο (που παράγει πολλές νότες). Αργότερα, η λέξη χρησιμοποιήθηκε και στην περίπτωση των φωνητικών χορδών (φωνητικαί χορδαί). Η λέξη νευρά χρησιμοποιούνταν συχνά για τη χορδή. Ο κατασκευαστής χορδών λεγόταν χορδοποιός. Εκείνος που έστριβε τις χορδές (για να τις κουρδίσει) ονομαζόταν χορδοστρόφος· ήταν ακόμα και χορδοποιός και χορδιστής.


Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χοροιτυπίη (χορός, τύπτω): choral dance, pl., Il. 24.261†.

Hom. Il. 24.261

τοὺς μὲν ἀπώλεσ᾽ Ἄρης, τὰ δ᾽ ἐλέγχεα πάντα λέλειπται
ψεῦσταί τ᾽ ὀρχησταί τε χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι
ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες.
οὐκ ἂν δή μοι ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε τάχιστα,
ταῦτά τε πάντ᾽ ἐπιθεῖτε, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο;

Ωιμένα τον βαριόμοιρον, δεν μόμεινε κανένα
απ’ τα εξαίσια τέκνα μου που εδόξασαν την Τροίαν.
Που είναι ο Μήστωρ ο λαμπρός, ο ιππόμαχος Τρωίλος,
ο Έκτωρ, οπού εθέιζε μες στων θνητών τα γένη,
πόμοιαζε γέννημα θεού, και όχι θνητού στο θώρι,
και όλους τους αφάνισεν ο Άρης και απομείναν
οι αχρείοι, ψεύτες, στο χορό λαμπρότατοι τεχνίτες
και αρνιά κι ερίφια του κοινού ν’ αρπάζουν μαθημένοι.
Δεν πάτε να μου ζέψετε τ’ αμάξι ευθύς και τούτα
επάνω του να θέσετε, να μη χρονοτριβήσω;»

ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Ω΄
[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ]
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορός : dancing-place, Il. 18.590, Od. 12.318; then dance, Il. 16.180.

~~~~~~~

Il. 18.590

ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις,
τῷ ἴκελον οἷόν ποτ᾽ ἐνὶ Κνωσῷ εὐρείῃ
Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ.
ἔνθα μὲν ἠΐθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι
ὀρχεῦντ᾽ ἀλλήλων ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔχοντες.
595τῶν δ᾽ αἳ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, οἳ δὲ χιτῶνας
εἵατ᾽ ἐϋννήτους, ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ:
καί ῥ᾽ αἳ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον, οἳ δὲ μαχαίρας
εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων.
οἳ δ᾽ ὁτὲ μὲν θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι
600ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν
ἑζόμενος κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν:
ἄλλοτε δ᾽ αὖ θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι.
πολλὸς δ᾽ ἱμερόεντα χορὸν περιίσταθ᾽ ὅμιλος
τερπόμενοι:
605δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ᾽ αὐτοὺς
μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0133:book=18:card=590

~~~~~~~~~~~~

''Χάραξε, λέει, ο καλλιτέχνης θεός επάνω στην ασπίδα, στολίζοντάς την, ένα χοροστάσι, αντάξιο μ' εκείνο που είχε φτιάξει ο Δαίδαλος για χάρη της Αριάδνης στην Κνωσό. Κι ο στολισμός παρίστανε: αγόρια και κορίτσια να χορεύουν χέρι με χέρι, δεμένα στον καρπό· φορώντας οι κοπέλες ρούχο λινό, λεπτό, κι οι νέοι χιτώνα λαμπερό, με λάδι ποτισμένο· στεφανωμένα τα κορίτσια με λουλούδια, τα αγόρια οπλισμένα με αργυρά μαχαίρια, κρεμασμένα από λουριά· χορεύοντας, τα πόδια τους πετούσαν γοργά κι ανάλαφρα, όπως γυρίζει ο τροχός έμπειρου κεραμέα· άλλοτε πάλι ο κυκλικός χορός άλλαζε σε αντικριστό, η μια σειρά απέναντι στην άλλη, και γύρω ο κόσμος μαζεμένος θαύμαζε. Κάπου στο πλάι ο θείος αοιδός χτυπούσε την κιθάρα του, κρατώντας τον ρυθμό για χορευτές και δύο ακροβάτες, που εκεί στη μέση ακροβατούσαν.''

Δ. Ν. Μαρωνίτης
Δοσμένα δώρα

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=178174
~~~~~~~

Κι έναν χορόν ιστόρησεν ο μέγας ζαβοπόδης,
όμοιον μ’ αυτόν που ο Δαίδαλος είχε φιλοτεχνήσει
της Αριάδνης της λαμπρής εις της Κνωσού τα μέρη.
Αγόρια εκεί, πολύπροικες παρθένες εχορεύαν
κι εγύριζαν χεροπιαστοί. Και οι κόρες εφορούσαν
λινά ενδύματα λεπτά, κι είχαν τα παλικάρια
από το λάδι λαμπερούς καλόγνεστους χιτώνες.

ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Σ΄
[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ]


~~~~~~~~~~~~~~~~~~

τῆς δ᾽ ἑτέρης Εὔδωρος ἀρήϊος ἡγεμόνευε
180παρθένιος, τὸν ἔτικτε χορῷ καλὴ Πολυμήλη
Φύλαντος θυγάτηρ: τῆς δὲ κρατὺς ἀργεϊφόντης
ἠράσατ᾽, ὀφθαλμοῖσιν ἰδὼν μετὰ μελπομένῃσιν
ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος χρυσηλακάτου κελαδεινῆς.
αὐτίκα δ᾽ εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβὰς παρελέξατο λάθρῃ
185Ἑρμείας ἀκάκητα, πόρεν δέ οἱ ἀγλαὸν υἱὸν
Εὔδωρον πέρι μὲν θείειν ταχὺν ἠδὲ μαχητήν.

Od. 12.318

Της δεύτερης ο Εύδωρος ήτο αρχηγός, ο ανδρείος
του Φύλαντος ανύμφευτο κοράσ’ η Πολυμήλη
τον γέννησ’ η καλόχορη, που στον χορόν πιασμένην
της χρυσοτόξου Αρτέμιδος με συνομήλικές της
αγάπησεν ο αντίκακος Ερμής άμα την είδε.
Στ’ ανώγι ανέβηκε ο θεός και κρυφαγκαλιασθήκαν
και στον καιρόν του είδε το φως αγόρι ζηλεμένο,
ο Εύδωρος, στον πόλεμον καλός και ανεμοπόδης.

ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Π΄
[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ]


~~~~~~~~

Il. 16.180.

ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
νῆα μὲν ὡρμίσαμεν κοῖλον σπέος εἰσερύσαντες.
ἔνθα δ᾽ ἔσαν νυμφέων καλοὶ χοροὶ ἠδὲ θόωκοι:
καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ μῦθον ἔειπον:
‘320

ὦ φίλοι, ἐν γὰρ νηὶ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε
ἔστιν, τῶν δὲ βοῶν ἀπεχώμεθα, μή τι πάθωμεν:
δεινοῦ γὰρ θεοῦ αἵδε βόες καὶ ἴφια μῆλα,
Ἠελίου, ὃς πάντ᾽ ἐφορᾷ καὶ πάντ᾽ ἐπακούει.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Hom.+Od.+12.318&fromdoc=Perseus:text:1999.01.0135

Σὰ φάνη ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα,
στὸ βαθὺ σπήλιο σύραμε τὸ μελανὸ καράβι·
καὶ χοροστάσια εἶχαν ἐκεῖ κι ἕδρες λαμπρὲς οἱ Νύφες.

Ὁμήρου Ὀδύσσεια
Ραψωδία μ
Μετάφραση Ἀργύρη Ἐφταλιώτη
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Σ. Ψαρουδάκης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

ΟΜΗΡΟΣ: ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ

[...]

ΟΡΓΑΝΑ

φόρμιγξ (φόρμιγγος) καλή λιγεῖα/λίγεια δαιδαλέη γλαφυρή [πβλ. ναῦς γλαφυρή, λιμὴν γλαφυρός] περικαλλής Ἀπόλλωνος Δημοδόκου (λίγεια) ἰωὴ (φόρμιγγος) βοή (αὐλοὶ φόρμιγγες τε βοὴν ἔχον) κίθαρις καλή λιγεῖα Φημίου γλαφυρή δαιδαλέη περικαλλής ἰωή ζυγόν ἀργύρεον κόλλοψ νέος χορδή τανύζω (περὶ κόλλοπι) νευρή ἔντερον οἰὸς ἐϋστρεφὲς κίθαρις καὶ χοροί φορμίζω κίθαριν (κίθαριν ὁ φορμίζων) κιθαρίζω φόρμιγγα (φόρμιγγα κιθάριζε) κιθαριστύς τανύζω χορδήν (περὶ κόλλοπι) αὐλός

[καλός = ὄμορφος] [λιγύς = καθαρός] [δαιδάλεος = περίτεχνος] [γλαφυρός = κοῖλος] [περικαλλής = πανέμορφος]

[ἰωή = πνοή, ροή] [βοή = θόρυβος]

[ἀργύρεος = ἀσημένιος] [κόλλοψ = κουρδιστῆρι]

[τανύζω = τεντώνω] [νευρή = χορδή] [ὁ/ἡ οἶς = πρόβατο]

[κιθαριστύς = ἡ τέχνη τῆς κιθάρας]

19

Σ. Ψαρουδάκης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

σῦριγξ σάλπιγξ ἰάχει

[ἰάχω = ἀντηχῶ]

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ἀείδω παιήονα (κοῦροι ἀείδουν παιήονα) λίνον καλόν ἀοιδή ἡδεῖα θέσπις θεσπεσία Θαμύριδος ἐπαοιδός (ἐπῳδός) μέλπομαι (ἀοιδὸς μέλπεται) φορμίζων (ἀοιδὸς μέλπεται φορμίζων) μολπή ἐξάρχων (μολπῆς) φωνή λεπταλέη ἀοιδός θεῖος ἥρως ἐρίηρος τετιμένος περικλυτός δημιοεργός αὐτοδίδακτος ἐπιστάμενος φόρμιγγος ἐπιστάμενος ἀοιδῆς ἔξαρχος θρήνου ἀείδει μέλπεται μέλπεται φορμίζων Φήμιος ἄδει/ἀείδει φορμίζων (ἐν χερσὶν κίθαριν) ἀνεβάλλετο ἀείδειν βάλλετ’ ἀείδειν Δημόδοκος θεῖος ἀοιδός ἀείδει

[ἀείδω = τραγουδῶ] [λίνος = τραγοῦδι τρύγου] [ἀοιδή = τραγοῦδι] [ἡδύς = γλυκός] [ὁ/ἡ θέσπις = θεόπνευστος] [θεσπέσιος = ἔξοχος]

[ἡ ἐπῳδός = τὸ μαγικὸ τραγοῦδι] [μέλπομαι = τραγουδῶ] [μολπή = τραγούδι & χορός] [ὁ ἐξάρχων = ὁ κορυφαῖος] [λεπταλέος = λεπτός] [ἀοιδός = τραγουδιστής] [θεῖος = θεϊκός] [ἐρίηρος = ἔμπιστος] [τετιμένος = τιμημένος] [περικλυτός = πασίγνωστος] [δημιοεργός = δημιουργός] [ἐπιστάμενος = ἔμπειρος, ἐπιδέξιος] [ἔξαρχος/ἐξάρχων]

[ἀναβάλλομαι = προανακρούω]

20

Σ. Ψαρουδάκης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

ἀοιδὴ [Δημοδόκου] Θάμυρις
Ἀνώνυμος Α΄ (Μενελάου) Ἀνώνυμος Β΄ (Ἀγαμέμνονος)

ἐξάρχων μολπῆς μολπῆς κυβιστήρ ἔξαρχος (ἀοιδὸς ἔξαρχος θρήνου) Ἀχιλλεύς Πάρις
Νεαρός κοῦροι

[κυβιστήρ = χορευτὴς ποὺ κάνει τοῦμπες]

Καλυψώ Κίρκη Ἀπόλλων Μοῦσαι ἀείδουν ἀμειβόμεναι

[ἀμειβόμενοι = κατ’ ἐναλλαγήν]

ΕΙΔΗ

παιήων (ἀείδω παιήονα) καλός ὑμέναιος λίνος (λίνον ἀείδω) θρῆνος γόος (γόον ἄρχω) ἔξαρχος (ἀοιδοὶ ἔξαρχοι θρήνων)

[ὑμέναιος = τραγοῦδι γάμου]

[ἄρχω = ἀρχίζω]

ΧΟΡΟΣ

χορός καλός Νυμφέων (καλός) ὀρχέομαι ὀρχυστύς ὀρχυστύς καὶ ἀοιδή ὀρχηστήρ κοῦρος ὀρχηστήρ δινέει κυβιστήρ ἐξάρχων μολπῆς κυβιστήρ δινεύει βητάρμων

[ὀρχέομαι = χορεύω] [ὀρχυστύς = ἡ τέχνη τοῦ χοροῦ] [ὀρχηστήρ = χορευτής] [κοῦρος = νεαρός] [δινέω = στροβιλίζομαι]

[δινεύω = δινέω] [βητάρμων = χορευτής] 21

Σ. Ψαρουδάκης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

ἄριστος ἐπὶ καρπῷ χεῖρας θρέξασκον Νύμφαι (χορὸς Νυμφέων καλός)

[θρέξασκον/ἔθρεξαν = ἔτρεξαν]

http://www.scribd.com/doc/117769006/ΕΠΙΜΕΤΡΟ
 
Last edited:
Top