Προτείνω να συνεχιστεί η συζήτηση, όλοι σημαντικοί είναι και θα ήθελα να συμβάλω με τρεις επισημάνσεις. (Η πρώτη είναι γενικότερη και αφορά πολλές συζητήσεις).
1. Ακολουθώντας και κάποια παλαιότερες απόψεις που ευκαίρως-ακαίρως έχω διατυπώσει, θα ήθελα να επιστήσω λίγο την προσοχή μας στον λεγόμενο "
πειρασμό του νοήματος" (βλ. σχετικά
εδώ), αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτός είναι η κερκόπορτα από την οποία μπορεί να εισέρχεται η ιδεολογία μέσα στη θεωρία.
Μια αμιγώς (τονίζω το
αμιγώς) κειμενική-προσευχητική προσέγγιση της λειτουργίας του ύμνου (ειδικότερα όμως του προσομοιακού ύμνου) έχει μεγάλο κίνδυνο να πέσει στον "πειρασμό του αναγκαίου νοήματος", γιατί φαίνεται να διακατέχεται από ένα επιτακτικό ερώτημα δεοντικότητας ("Τι πρέπει να γίνει

, το οποίο για να απαντήσει χρειάζεται έξωθεν τεκμηριώσεις (έξωθεν εννοώ ως προς την ίδια την τέχνη).
Θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος αν έμπαινε στην άκρη το ερώτημα "Τι πρέπει να γίνει" (ή αν το αφήναμε για μετά) και εξετάζαμε μόνο τα δεδομένα (μελοποιητικά και ψαλτικά) προσπαθώντας να τα κατανοήσουμε. Προτεραιότητα όμως εδώ θα έχουν τα μελοποιητικά και ψαλτικά και δευτερευόντως τα ιστορικά, φιλολογικά, θεολογικά, γιατί τα δεύτερα χρειάζονται ερμηνεία: είναι πιο υποκειμενικά (π.χ. μπορεί αυτό που λέει κάποιος άγιος πατέρας ή γέροντας για το νόημα της λατρείας ή ο ίδιος ο Χρύσανθος π.χ. για τον άριστο τρόπο μελοποιίας να εκπληρώνεται άριστα και με την α και με τη β απόδοση ενός ύμνου, αλλά εμείς να το ερμηνεύουμε μονοδιάστατα). Τα ψαλτικά/μελοποιητικά έχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα: δείχνουν περίπου τι αποδέχτηκε ως βίωμα και πράξη η εκκλησία εν χρόνω.
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν τα μελοποιητικά και ψαλτικά δεδομένα δεν αποδίδουν ομοιογένεια προς μία κατεύθυνση (τουλάχιστον όχι τόση ομοιογένεια, όση παρουσιάζει ο φίλος μου ο Μανόλης). Αλλά δεν είναι λάθος ή πρόβλημα της μεθόδου αν αυτά τα δεδομένα δεν έχουν ομοιογένεια. Είναι πιθανόν η ίδια η πραγματικότητα έτσι.
2. Πολλές φορές σε ένα θέμα όπου υπεισέρχεται αρκετή θεωρία, αλλά χρειάζονται και πρακτικές λύσεις, είναι σκόπιμο να δει κανείς (με αντίστροφη προοπτική) και κάτι ακόμα:
ως πού μπορεί να φτάσει κάποια αρχή η θεωρία αν εφαρμοστεί με απόλυτη συνέπεια και ακρίβεια. (Λέγοντάς αυτό έρχεται τώρα στη μνήμη μου, αλλά όχι με θετικό τρόπο, μια ψαλτική ερμηνεία του κανόνος του Ακαθίστου που άκουσα φέτος στη Μητρόπολη Αθηνών).
Εν προκειμένω η ερώτηση θα ήταν: ποια είναι τα όρια και ποιος τα θέτει στην απόλυτα "νοηματική-προσευχητική" απόδοση του ύμνου; Πού σταματάει αυτή; Πόσα επίπεδα έχει; Την μη διαστρέβλωση; Ένα βήμα πιο μετά, τη μη αλλοίωση; Ακόμα ένα, την ανάδειξη-προβολή ενός νοήματος; Πιο πέρα, την έμφαση ενός άλλου; κ.ο.κ.
Στην απόλυτα "μουσική-ποιητική" λειτουργία υπάρχει αντικειμενικό όριο: η ίδια η φόρμα.
Το λέω για να δείξω τη διαφορά, όχι για να προκρίνω τη μία απόλυτη έναντι της άλλης. Προσωπικά δεν είμαι υπέρ καμίας "απόλυτα τἀδε" προσέγγισης. Απλώς βλέπω στην αντίθεση των δύο να διαγράφεται και μια αντίθεση ανάμεσα σε αντικειμενικό/συλλογικό από τη μία και υποκειμενικό/προσωπικό στοιχείο απο την άλλη.
3. Ίσως θα πρέπει, τέλος, στη σχετική συζήτηση να αναφερθεί κάποια στιγμή και
η πλευρά του δημιουργού: ότι δηλαδή ο ίδιος ο υμνωδός ως καλλιτέχνης (με όλες τις γνωστές ιδιαιτερότητες μιας καλλιτεχνίας που αποσκοπεί στη λατρεία) δεν εξαναγκάστηκε, αλλά επέλεξε ο ίδιος να ακολουθήσει ορισμένη αναντιστοιχία φόρμας και νοήματος.
~ - ~ ~ - ~ ~ - ~ ~ - ~ ~ - ~ ~ - ~ ~ - ~ ~ - ~ ~ - ~ ~ - ~ ~ - ~ ~ - ~ ~ - ~
ΥΓ Τα λέω όλα αυτά με σεβασμό προς όσους έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο να τα μελετούν, εν γνώσει μου ότι η παραπάνω προσέγγιση είναι περισσότερο εμπειρική.