Εἰς ἕναν ἄμουσον, ὁποὺ ἐλόγιαζε νὰ ψάλλει εὔμορφα
Ἀσμάτιον ἑνδεκασύλλαβον
Ὢ μελωδία φωνῆς· ὢ πῶς βαβίζει
ὁ λάρυγγας καλά, πῶς μολυβώνει
κι ἐρεύγεται φωνήν· ὢ νὰ ζεῖς, σώνει.
Κάποιες φορὲς κι ὁ κύκνος κορακίζει.
[5] Κύκνος εἶσαι καὶ σύ, μὰ σ’ ἐξορίαν,
ὁπόταν ψαλμωδεῖς, πέμπεις ἀνθρώπους.
Ἄμε, νὰ ζεῖς, μακράν, ἄλλαξε τόπους.
Οἱ κύκνοι κατοικοῦν τὴν ἐρημίαν.
[10]
Τούτων καὶ τὴν φωνὴν μόν’ οἱ ψαράδες
ἀκοούσι συχνά, μὰ σὺ τὴν χώραν,
ἀδελφέ μ’, ἐρημώνεις πᾶσαν ὥραν.
Πάντα θνήσκει τινάς, λέγουν οἱ γρῃάδες,
ἂν ψάλλ’ εἰς γειτονιὰν νυκτὸς ὁ κόραξ,
μὰ ἂν σὺ ψάλλεις, ψοφᾶ ὁ νυκτικόραξ.
Λαυρέντιος Βενέριος Κρητικός
Ἀθανάσιος Καραθανάσης (ἐπιμ.), Ἄνθη εὐλαβείας [Νέα Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη. Ποίηση 36], Ἑρμῆς,
Ἀθήνα 1978. σελ. 41
ÎÎ¹Ï Ïο ÏÏÏ Legrand ÏεÏιγÏαÏÏμενον Îνθ. ανÏÏ. (αÏιθ. 47) βιβλίον:
www.searchculture.gr