Το οικουμενικό πατριαρχείο στη μακραίωνα ιστορία του, πλην των άλλων, έχει να δείξει σωτήριες πρωτοβουλίες, που το καθιστούν θεματοφύλακα αξιών. Θ’ αναφερθούν εδώ 2-3 μόνο τέτοιες παρεμβάσεις του, που απέβησαν κινήσεις καίριες σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές.
1. Σε περιόδους αμέσου κινδύνου που διέτρεξε η ορθόδοξη χριστιανική πίστη από τις διαστροφές των κατά καιρούς αιρέσεων συγκάλεσε τις οικουμενικές συνόδους και διατύπωσε τα πιστευτέα σε συγκεκριμένες προτάσεις, που αποτελούν τη βάση της δογματικής διδασκαλίας της εκκλησίας.
2. Ο λόγιος και πανεπιστήμων πατριάρχης Φώτιος (858-861 και 878-886), του οποίου η πατριαρχία έμεινε ανεξίτηλη στην ιστορία για τη μεγάλη του συνεισφορά στην ανάδειξη του πατριαρχείου σε πρώτη και λαμπρή παρουσία μέσα στο χριστιανικό κόσμο, πλην των άλλων μεγάλων έργων του, ίδρυσε και το πανδιδακτήριο (πανεπιστήμιο) της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο μετά από χιλιόχρονη φαεινή διαδρομή, και με τη μετονομασία του τα τελευταία χρόνια σε «Σχολή της Χάλκης», έκλεισε το 1971, με τουρκικό νόμο περί καταργήσεως ιδιωτικών πανεπιστημίων. Η Σχολή επιτέλεσε ανεπανάληπτο έργο στα θεολογικά γράμματα και ευρύτερα σε μια περίοδο που ο ελληνισμός ήταν κυριολεκτικώς θαμμένος.
3. Στην πενταετία 1897-1901 ο πεπαιδευμένος πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄ Βαλλιάδης, κυρίως στα βιβλικά ζητήματα, και μετεκπαιδευμένος σε πανεπιστήμια της Ευρώπης, είχε την έμπνευση να αναθέσει σε ειδικό επί των κειμένων επιστήμονα την κριτική έκδοση της Καινής Διαθήκης. Συγκεκριμένως ανέθεσε στο σοφό πανεπιστημιακό διδάσκαλο και καθηγητή της Σχολής της Χάλκης Βασίλειο Αντωνιάδη, που στις μέρες του η θεολογική σχολή της Χάλκης εσελάγισε στο στερέωμα της θεολογικής προσφοράς, να εκπονήσει την από χειρογράφων κριτική έκδοση της Καινής Διαθήκης, την οποία και εξέδωσε από τα καλύτερα και αρχαιότερα εκκλησιαστικά χειρόγραφα, και έτσι η εκκλησία του Χριστού απέκτησε για πρώτη και μόνη φορά τη δική της αξιόπιστη έκδοση, τη λεγόμενη έκτοτε «πατριαρχική έκδοση» ή «πατριαρχικό κείμενο». Η αυθεντική αυτή κριτική έκδοση της Καινής Διαθήκης τόσο στα χρόνια της (1904 και εξής) στάθηκε φάρος, που το φως του έσβησε τις εκδοτικές πυγολαμπίδες των Λατίνων, όσο και σήμερα είναι o έλεγχος της οπισθοδρομούσης πορείας των λεγομένων βιβλικών. Και τούτο διότι η έκδοση φέρει την εγγύηση της δια των αιώνων «μιάς αγίας καθολικής και αποστολικής εκκλησίας» του Χριστού, αφού τα υπερεκατόν χειρόγραφα, που χρησιμοποίησε ο ευφυής και φωτισμένος επιστήμονας, ήταν τα εν χρήσει στη ζώσα λατρεία της εκκλησίας.
4. Το οικουμενικό πατριαρχείο βεβαίως, παρά τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες διάγει σήμερα, συνεχίζει με απαραμείωτη επαγρύπνηση να λαμπαδοδρομεί στον αγώνα δρόμου διαφυλάξεως των τιμίων της εκκλησίας. Είναι διαχρονική η αμετάπτωτη στάση του και για τη διαφύλαξη του πολυτίμου θησαυρού της εκκλησιαστικής λατρευτικής μουσικής, η οποία μαζί με την εκκλησία καθιερώνεται από τον Κύριο, όταν μαζί με τους μαθητάς του, κατά την παράδοση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, «Υμνήσαντες εξήλθον εις το όρος των Ελαιών». Παραχαράξεις νοθεύσεις υποσκελισμοί της μεγαλειωδεστέρας επενδύσεως της θείας λατρείας επιχειρήθηκαν συχνά, αλλ’ η εκκλησία δεν επέτρεψε την απόκλισή της ούτε παλιότερα ούτε τώρα.
Τρανή απόδειξη η πρόσφατη απόφαση του γεραρού οικουμενικού πατριαρχείου της 23ης Μαρτίου (δημοσίευση την 28η Μαϊου 2012), με την οποία απορρίπτεται «Θεωρητικόν», που, κατ’ αυτήν στον ιεροψαλτικό και ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο δημιούργησε «ανήσυχον κατάστασιν». Για λόγους ιστορικούς αναδημοσιεύεται εδώ η απόφαση ολόκληρη ως έχει, για να τιμηθεί, αν μπορούσε να λεχθεί, ο ακοίμητος ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
«Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, εξ αποφάσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου από 29ης Μαρτίου 2012, επί σχετική εκθέσει της Πατριαρχικής και Συνοδικής Επιτροπής επί της Θείας Λατρείας, από 23ης Μαρτίου 2012, επί θέματος της Εκκλησιαστικής ημών Μουσικής, λόγω της εξ υπαιτιότητος ωρισμένων ιεροψαλτών εφαρμοζομένης θεωρητικής εργασίας, κατ’ αρχήν μεν ανεπαισθήτως, συν τω χρόνω δε συστηματικώτερον, κυκλοφορησάσης δε εν έτει 1982 υπό την ονομασίαν «Μέθοδος της Ελληνικής Μουσικής - Θεωρητικόν» και δημιουργησάσης ανήσυχον κατάστασιν, δηλοί ότι:1. Απορρίπτει και καταδικάζει τας εις βάρος του κύρους των αποφάσεων της Μητρός Εκκλησίας διενεργουμένας αυτοβούλους, ανευθύνους και κραυγαλέας παλινωδίας, ως και προσπαθείας διαδόσεως του ως άνω χαρακτηρισθέντος παρωχημένου και οθνείου προς την επικρατούσαν κανονικήν τάξιν της θεωρίας και πράξεως της εκκλησιαστικής ημών Μουσικής «Θεωρητικού».
2. Καταγγέλλει πάσαν παράνομον και ξένην προς τα κρατούντα ενέργειαν αλλοιώσεως, παραποιήσεως και παραχαράξεως κατά το δοκούν αρχαίων μουσικών έργων μουσουργών, επισήμως ανεγνωρισμένων υπό της Μητρός Εκκλησίας, και
3. Ως μουσικόν σύστημα εν τη Εκκλησιαστική ημών Μουσική αναγνωρίζει, εφαρμόζει και διδάσκει κατά τε την θεωρίαν, την πράξιν και την παράδοσιν, το εν έτει 1812-1814, υπό των Τριών Διδασκάλων, Χρυσάνθου Μητροπολίτου Προύσης, Γρηγορίου Πρωτοψάλτου και Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, ως Νέαν Μέθοδον ‘Αναλυτικής Σημειογραφίας των μουσικών μελών. Εν τοις Πατριαρχείοις, τη 28η Μαίου 2012».
Ο Ιεροψαλτικός κόσμος της Ελλάδος και της απανταχού ορθοδοξίας ευγνωμονεί το σεπτό Πατριαρχείο, το οποίο με την απόφασή του αυτήν του εμφυσά εμπιστοσύνη και ασφάλεια και τον ενθαρρύνει στην περαιτέρω συνέχιση του έργου του.