Ουσιαστικά, δεν τίθεται ποτέ θέμα μυστικής ή μη μυστικής ανάγνωσης των ευχών του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Ούτε η Εκκλησία έδωσε οδηγίες ή όρους συμμετοχής στην λατρεία με την έννοια της ηθικής συμπεριφοράς.
Το/τα παραδεδομένο/να δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά το απαύγασμα της δοκιμασμένης πατερικής πείρας με σκοπό την σωτηρία του κόσμου με τον ασφαλέστερο τρόπο. Τότε υπάρχει Παράδοση. Γι' αυτό το τυπικό δεν είναι δόγμα αλλά δρόμος.
Το θέμα της τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας είναι ταυτόχρονα έργο του Θεού αλλά και έργο του λαού όπως ταυτόχρονα είναι και ιερατικό και λαϊκό. Διότι η Θεία Λειτουργία είναι έργο του Θεού όσον αφορά την Θυσία αλλά είναι και έργο του λαού όσον αφορά την συμμετοχή και την ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Δεν υπάρχει σύγχυση των έργων άρα δεν υπάρχει και των ρόλων. Αφού δεν γίνεται αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου άρα δεν γίνεται και επιτέλεση συστηματικού τελετουργικού με "στημένους" ρόλους γιατί αλλιώς θα ήταν σκοτεινή τυπολατρία που θα οδηγούσε στην αυτοδικαίωση άρα στην πλάνη.
Οι πιστοί, εφόσον ποιούν ανάμνηση του γεγονότος του Μυστικού Δείπνου, τελούν μέσα από ανθρώπινα σχήματα έναν τύπο κοινωνίας με τον Θεό ως πνευματικού γεγονότος, ο οποίος αναλόγως με την εποχή και τις συνθήκες εξελίσσεται, αναπτύσσεται, γίνεται πρακτικός αλλά κυρίως ομολογεί το Μυστήριο με συντριβή για την αναξιότητά μας. Υπάρχει δηλαδή ελευθερία εν Αγίω Πνεύματι. Γι' αυτό και ο Θεός δεν παρέδωσε ούτε Ευαγγέλιο ούτε Θεία Λειτουργία με την έννοια των τύπων. Αυτό το άφησε στους ανθρώπους. Λαμβάνοντας οι άνθρωποι και την ευθύνη που τους αναλογεί.
Με απλούστερα λόγια, η Θεία Λειτουργία δεν είναι το τι παραλάβαμε από τους άλλους αλλά το πως βιώνουμε εμείς την σχέση μας με τον Θεό εν τη σιωπή του Μυστηρίου της Αγάπης του Θεού. Γι' αυτό και επειδή η σχέση μας με τον Θεό εξελίσσεται άρα εξελίσσεται και η λατρεία έχοντας όμως έναν απαράλλακτο σκοπό: την κοινωνία με τον Χριστό ώστε ο άνθρωπος να γίνει κατά χάριν Χριστός.
Άρα λοιπόν, ο τρόπος τελέσεως της Θείας Λατρείας και εν προκειμένω της Θείας Λειτουργίας, δεν έχει αποκλειστικότητα ούτε δογματική μοναδικότητα διότι ο Θεός βιώνεται και αποκαλύπτεται με μοναδικό τρόπο στον καθένα προσωπικά. Άρα και ο τρόπος τελέσεως της Θείας Λειτουργίας, επειδή χρησιμοποιεί ανθρώπινα σχήματα (έχουμε συγκατάβαση του Θεού Λόγου και πάλι) αφορά τον προσωπικό τρόπο βιώσεως της κοινωνίας μας με τον Θεό.
Εδώ λοιπόν έγκειται το χάρισμα της ειδικής ιερωσύνης. Ο αρχιερέας ή ο ιερέας χρησιμοποιεί τον δικό του τρόπο βιώσεως του ιερατικού του χαρίσματος ώστε αναλόγως με την κατάσταση του ποιμνίου να μπορέσει να μεταδώσει αυτό που βιώνει ο ίδιος προς το ποίμνιο που του ανατέθηκε. Γι' αυτό και οι ιερείς θα δώσουν λόγο πέρα από τις δικές τους πράξεις και για τις πράξεις του ποιμνίου τους. Άλλος προτιμάει την πλήρη μυστικότητα διότι έτσι κρίνει ότι είναι καλύτερα για το ποίμνιο. Άλλος επιλέγει τον διαλογικό τρόπο (με μυστικότητα πάλι αλλά εις επήκοον του λαού, σε καμιά περίπτωση μεγαλοφώνως) όχι ώστε να εκφυλίσει το μυστήριο αλλά για να δώσει προϋποθέσεις και δυνατότητες στα "αρνία" μίας εντατικότερης και βαθύτερης προσέγγισης της Θεολογίας του Μυστηρίου. Προσωπικά, λόγω του ελλείμματος κατηχήσεως, κρίνω ότι η εποχή μας έχει ανάγκη του δεύτερου τρόπου χωρίς να είναι κάποιος από τους δύο λάθος. Άλλωστε ο Θεός δεν θα μας κρίνει για τον τρόπο απαγγελίας των ευχών ούτε για αν διαβάζουν οι λαϊκοί τις ιερατικές ευχές αλλά για τον βάθος της ουσιαστικής μας συμμετοχής στα τελούμενα. "Τί προς σε; Συ ακολούθει μοι" (Ιωαν. κα΄,22). Ο Χριστός γνωρίζεται "εν τη κλάσει του Άρτου" (Λουκ. κδ΄, 35), σίγουρα όχι στις περγαμηνές και στα πτυχία, αλλά και αυτά δικές Του δωρεές προς εμάς τους αναξίους για να μας "συγκινήσει" και να μας εμπνεύσει λίγο περισσότερο...
Εν κατακλείδι, κρίνω ότι τελικά μιλάμε και συγκρουόμαστε για πράγματα τα οποία τελικώς δεν τα κατέχουμε διότι δεν τα βιώσαμε παρά μόνο τα γνωρίσαμε επιφανειακά. Όπως έλεγε και ο Άγιος Σιλουανός: "άλλο είναι να μιλάς για τον Θεό και άλλο να γνωρίζεις τον Θεό". Και εμείς δεν γνωρίζουμε τον Θεό κι ας είμαστε κάθε μέρα στην εκκλησία. Αυτό κατάλαβα!