Aristoxenos - Elementi di armonica - Αναγνωστήριο

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
φθέγγομαι , Od.10.228, etc.: fut.
A. “φθέγξομαι” Il.21.341: aor. ἐφθεγξάμην, Ep. and poet. “φθεγξάμην” 18.218, Pi.O.6.14: pf. ἔφθεγμαι, 2sg. “ἔφθεγξαι” Pl.Lg.830c, 3sg. ἔφθεγκται (trans.) Arist.APo.77a2, (Pass.) Id.Cael.279a23: —utter a sound or voice, esp. speak loud and clear, freq. in Hom., “φθεγξάμενος παρὰ νηός” Il.11.603, cf. 10.67, al., Pl. R.336b (properly of all animals that have lungs, Arist.HA535a30):
I. of the human voice, “ἀνθρωπηΐῃ φωνῇ φ.” Hdt.2.57; “ἀπὸ γλώσσας” Pi. l.c.; “διὰ τοῦ στόματος” Pl.Sph.238b; [“ψυχῆς] φθεγξαμένης ἀΐων” Xenoph.7.5; “φθεγξαμένου τευ ἢ αὐδήσαντος” Od.9.497; with a part. expressing the kind of cry, “φθέγξομ᾽ ἐγὼν ἰάχουσα” Il. 21.341; “τοὶ δ᾽ ἐφθέγγοντο καλεῦντες” Od.10.229, cf. 12.249; so “σφοδρῷ τῷ πνεύματι φ.” Archyt.1; “φ. μετὰ βοῆς” Pl.Lg.791e, etc.; “μέγιστον ἁπάντων” D.19.206; καλὸν καὶ μέγα ib.216, cf. 337; “ἐλεύθερον καὶ μέγα” Pl.Grg.485e; also of weak, small voice, “φθεγξάμενος ὀλίγῃ ὀπί” Od.14.492; “τυτθὸν φθεγξαμένη” Il.24.170; of the battle-cry, X.An. 1.8.18; of the recitative of the chorus, Id.Oec.8.3; “οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φ.” Pl.Phdr.238d; οὐδ᾽ ἂν φθέγξασθαι δυνηθείη would not be able to utter a syllable, Isoc.15.192, cf. Pl.R.368c; opp. silence, X.Mem.4.2.6; εἶτα σὺ φθέγγει . . ; open your mouth . . ? D.18.283; of children just born, Arist.HA587a27:—Constr.:—c. acc. cogn., utter, “ἔπος” Hdt.5.106; “ἀγέλαστα” Heraclit.92; “ὀδυρμοὺς καὶ γόους ἀνωφελεῖς” A.Pr.34; “καίρια” S.Ph.862 (lyr.); ἀράς, λόγους, βλασφημίαν, E.Ph.475, Med.1307, Ion 1189; “ῥῆμα μοχθηρόν” SIG1175.19 (Piraeus, Tab. Defix., iv/iii B. C.); “τἀληθῆ” Pl.Phlb.49b; “ὑπέρογκα ματαιότητος φ.” 2 Ep.Pet.2.18: the pers. addressed added with a Prep., “φ. εἰς ἡμᾶς” E.Ph.l.c.; “πρός τινα” Pl.Ion534d; later τισί, Plu.Crass.27; “φ. τι περί τινος” Isoc.10.13; τὸ φθεγγόμενον, abs., that which uttered the sound, Hdt.8.65.
2. of animals, as a horse, neigh, whinny, Id.3.84,85; of an eagle, scream, X.An.6.1.23; of a raven, croak, Thphr.Sign.16; of a fawn, cry, Theoc.13.62; of birds, opp. ἄφωνοί εἰσι, Arist.HA618a5; ἐν τῷ θέρει ᾁδει [κόττυφος], τοῦ χειμῶνος . . φ. θορυβῶδες ib.632b17; of worms, “φ. οἷον τριγμόν” Thphr. CP5.10.5; of certain fish, Arist.Fr.300, Opp.H.1.135.
3. of inanimate things, of a door, creak, Ar.Pl.1099; of thunder, X.Cyr. 7.1.3; of trumpets, Id.An.4.2.7, 5.2.14; of the flute, Id.Smp.6.3, Thgn.532; of the lyre, “φόρμιγξ φ. ἱρὸν μέλος” Id.761, cf. Arist. Metaph.1019b15; of an earthen pot, εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαθρὸν φ. whether it rings sound or cracked, Pl.Tht.179d; φ. παλάμῃσι to clap with the hands, Nonn.D.5.106, cf. AP9.505.17 (dub.).
II. = ὀνομάζω, to name, call by name, Pl.R.527a, Phlb.25c, 34a; τῷ πλέγματι τούτῳ τὸ ὄνομα ἐφθεγξάμεθα λόγον gave it the name of λόγος, Id.Sph.262d; φ. εἴδωλον ἐπὶ πᾶσιν ὡς ἓν ὄν ib.240a; φ. γιγνόμενα speak of things as coming into existence, Id.Tht.157b; καὶ τὸν κύλλαστιν φθέγγου use the word κ., Ar.Fr.257; also τῇ δυνάμει ταὐτὸν φ. have the same meaning, Pl.Cra.394c.
III. c. acc. pers., sing, or celebrate one aloud, Pi.O.1.36; also, tell of, recount, “θεῶν ἔργα” Xenoph.12.1.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...tic+letter=*f:entry+group=13:entry=fqe/ggomai
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
φθόγγος, ήχος, φωνή. Στη μουσική, ένας ήχος με καθορισμένο ύψος που παραγόταν από φωνή ή οποιοδήποτε μουσικό όργανο· στον πληθ., νότες και χορδές. Δίνουμε τώρα μερικούς ορισμούς του φθόγγου από αρχαίους θεωρητικούς:
Αριστόξενος (Αρμον. Στοιχ. Ι, 15, 15 Mb): "Συντόμως μεν ούν ειπείν, φωνής πτώσις επί μίαν τάσιν φθόγγος εστί" (Για να εκφραστούμε σύντομα, φθόγγος είναι η πτώση της φωνής πάνω σ' ένα ύψος).
Κλεονείδης (Εισαγ. 1): "φθόγγος μεν ούν εστί φωνής πτώσις εμμελής επί μίαν τάσιν" (φθόγγος είναι η μουσική πτώση της φωνής πάνω σ' ένα ύψος).
Ο Βακχείος (Εισαγ. 4) δίνει τον ίδιο ορισμό, προσθέτοντας: "μία γαρ τάσις εν φωνή ληφθείσα εμμελή φθόγγον αποτελεί" (ένα μόνο ύψος παρμένο στη φωνή αποτελεί μουσικό ήχο [φθόγγο]).
Ο Νικόμαχος (Εγχειρ. 11) με πιο αναλυτικό τρόπο λέει: "φθόγγος εστί φωνή άτομος, οίον μονάς κατ' άκοήν· ως δε οι νεώτεροι, επίπτωσις φωνής επί μίαν τάσιν και απλήν· ως δ' ένιοι, ήχος απλατής κατά τόπον αδιάστατος" (φθόγγος είναι ένας αδιαίρετος ήχος όπως μια ακουστική μονάδα· και, όπως [λένε] οι νεότεροι, μια πτώση φωνής πάνω σ' ένα μόνο ύψος· και, καθώς [λένε] μερικοί άλλοι, ένας ήχος χωρίς πλάτος και συνεχής [χωρίς διακοπή]).
Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 12-13 Mb) διακρίνει πέντε διαφορές ανάμεσα στους φθόγγους (διαφοραί φθόγγων): (1) ως προς το ύψος (κατά την τάσιν ), (2) ως προς το διάστημα (τη συμμετοχή σ' ένα ή περισσότερα διαστήματα· κατά διαστήματος μετοχήν), (3) ως προς το σύστημα (τη συμμετοχή σ' ένα ή περισσότερα συστήματα· κατά συστήματος μετοχήν), (4) ως προς την περιοχή της φωνής.(κατά τον της φωνής τόπον ) και (5) ως προς το ήθος (κατά ήθος· το ήθος ποικίλλει ανάλογα με το ύψος των φθόγγων).

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=245
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
φθόγγ-ος , ὁ (both Poet. and Prose),
A. any clear, distinct sound, esp. voice of men, Il.5.234, etc.; of the Sirens, Od.12.41,159; “φθόγγῳ ἐπερχόμεναι” 18.199; “φ. ἀραῖον οἴκοις” A.Ag.237 (lyr.); “γόων οὐκ ἀσήμονες φ.” S.OC1669; φ. οἰκείου κακοῦ voice, telling of . . , Id.Ant.1187; τὸν Αἵμονος φ. ib.1218, cf. 1214; of birds, “ἀλεκτρυόνων φ.” Thgn.864; “ἀγνῶτα . . φ. ὀρνίθων” S.Ant.1001, cf. 424; “φθόγγος οὔτ᾽ ὀρνίθων οὔτε θαλάσσης” E.IA9 (anap.); “κυνῶν καὶ προβάτων καὶ ὀρνέων” Pl.R.397a.
2. speech, “Ἑλλάδος φθόγγον χέουσαν” A.Th.73; φ. ἔμμετρος, opp. πεζά, poetical speech, Phld.D.3.13; utterance, saying, Trag.Adesp.417.
II. generally, sound, “ἀνέμων” Simon.37.11; “δαίμονος πεδαρσίου . . πτερωτὸς φ.” Ar.Av.1198 ( = Trag.Adesp.47); φωνῆς μὲν οὔ, φθόγγου δὲ μετέχοντά τινος, of semi-vowels, Pl.Phlb. 18c, cf. Arist.Aud.801b2, 804b9; “ἄνευ φθόγγου καὶ ἠχῆς” Pl.Ti.37b, cf. Epicur.Ep.1p.32U.; “εἰς τοὺς φ. καὶ τὰς συλλαβάς” Pl.Cra.389d, cf. Plu.Alex.27, Gal.15.6.
2. of musical sounds, “λωτὸς φθόγγον κελάδει” E.El.716 (lyr.); “λύρας” Pl.Lg.812d, etc., cf. “φθόγγους ἀλύρους θρηνοῦμεν” Alex. 162.6 (anap.).
b. pl., notes on a musical instrument; strings of lyre, D.Chr.10.19; stops of flute, Philostr.VA5.21; cf. Corn.ND14.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...betic+letter=*f:entry+group=15:entry=fqo/ggos
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
φρύγιος, αρμονία ή φρυγιστί· το ακόλουθο οκτάχορδο είναι η γενικά αποδεκτή ως φρυγική αρμονία: re - do - si - la - sol - fa - mi - re (διατονικό γένος ).

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=248

φρύγιος [υ^], α, ον, also ος, ον Luc.Harm.1: (Φρύξ):—
A. Phrygian, “δι᾽ αἴας . . Φρυγίας” A.Supp.548 (lyr.), etc.; δείματα Φ. the terrors of the Phrygian goddess, E.El.457 (lyr.).
2. Φ. νόμοι, μέλεα, Phrygian music, esp. of music played on the flute, said to have been invented by Marsyas, E.Or.1426 (lyr.), Tr.545 (lyr.); “Φ. αὐλοί” Id.Ba.127 (lyr.): “πᾶσα βακχεία . . μάλιστα . . ἐστὶν ἐν τοῖς αὐλοῖς . . : ὁ διθύραμβος ὁμολογουμένως δοκεῖ εἶναι Φ.” Arist.Pol.1342b7; “τῆς Φρυγίον [ἁρμονίας] τὸ ἔνθεον” Luc. l.c.; Φ. διὰ πασῶν εἶδος, τόνος, τρόπος, Phrygian scale, Cleonid.Harm.9,12, Alyp.Diat.7,al.
II. Φ. λίθος, an aluminous kind of pumice-stone, used by dyers, Dsc.5.123.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...etic+letter=*f:entry+group=48:entry=fru/gios2
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
φυ^σικός , ή, όν,
A. natural, produced or caused by nature, inborn, native, once in X.,Mem.3.9.1, not in Pl., freq. in Arist. (“τὰ περὶ γένεσιν φ.” Ph.191a3, al.), and later Prose; opp. διδακτός, X. l.c.; opp. νομικός (conventional), “δίκαιον” Arist.EN1134b19; ἡ φ. χρῆσις, opp. ἡ παρὰ φύσιν, Ep.Rom.1.26; of style, natural, simple, “ἀληθὲς καὶ φ. χρῶμα” D.H.Th.42; τὸ φ., opp. τὸ τεχνικόν, ib.34: φ. υἱός, = ὁ ἐκ πορνείας γεγονώς, opp. γνήσιος, Thom.Mag.p.362 R.; “υἱὸς γνήσιος καὶ φ.” PLips.28.18 (iv A. D.). Adv. -κῶς by nature, naturally, κινητόν, κινεῖσθαι, Arist.Ph.201a24, Cael.307b32; “ὠχυρωμένη φ. λίμνῃ” D.S.20.55; “ἀκατασκεύως καὶ φ.” Plb.6.4.7, etc.
b. belonging to the nature of a plant, characteristic, Thphr.HP8.4.4, al.
2. belonging to growth, Stoic.2.205, al.
3. φ. ὀδόντες milk-teeth, Nicom. ap. Theol.Ar.49.
II. of or concerning the order of external nature, natural, physical, “ἡ φ. ἐπιστήμη” Arist.PA640a2; φ. φιλοσοφία ib.653a9; “ἡ φ.” Id.Metaph.1026a6, etc.; opp. μαθηματική, θεολογική, ib.1064b2; τὰ φ. ib.1026a4; οἱ φ. λόγοι f.l. for οἱ φυσιολόγοι, Id.EN1154b7; φ. προτάσεις, opp. ἠθικαί, λογικαί, Id.Top.105b21; τὸ φ., τὸ ἠθικόν, τὸ λογικόν, the three branches of philosophy, Zeno Stoic.1.15, etc., cf. S.E.P.2.13; τὰ πρῶτα καὶ -ώτατα the primal elements of things, Plu.2.395d.
2. “ὁ φ.” an inquirer into nature, natural philosopher, Arist.de An.403a28, PA641a21, Metaph.1005a34; “περὶ πασῶν [τῶν αἰτιῶν] εἰδέναι τοῦ φ.” Id.Ph.198a22, cf. Metaph. 1026a5: esp. of the Ionic and other pre-Socratic philosophers, Id.Ph.184b17, 187a12, 205a5, al.: also ὁ φ., of Epicurus, Phylarch. 24J.; ὁ φυσικώτατος, of Thales, Luc.Ner.4.
b. army surgeon, dub. in IG12.950.153.
3. ἡ φ. ἀκρόασις, title of a treatise by Arist.; τὰ φυσικά, a name given to his physical treatises, Id.Ph.267b21, Metaph.1042b8; “ἐπιτομὴ φυσικῶν” Id.Pr.10tit.
4. Adv. “-κῶς” according to the laws of nature, Id.Ph.198a23; opp. λογικῶς, ib.204b10: Comp. “-ώτερον εἰπεῖν” Id.GC335b25.
III. later, belonging to occult laws of nature, magical, φ. φάρμακα spells or amulets, Alex. Trall.1.15; “φυσικοῖς χρῆσθαι” Gp.2.18.8; φ. θεραπεία ib.2.42.3; φ. δακτύλιοι Sch.Ar.Pl.884. Adv. “-κῶς” Gp.9.1.5.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...betic+letter=*f:entry+group=54:entry=fusiko/s
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
φύσις [υ^], ἡ, gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V.1282 (lyr.), 1458 (lyr.), Ion. φύσιος: dual φύσει (
A. v.l. φύση) Pl.R.410e, (φύω):
I. origin, “φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ . . τελευτή” Emp.8.1 (cf. Plu.2.1112a); “φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα” Pl.Lg.892c; “ἡ φ. ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν” Arist.Ph.193b12; “φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις” Id.Metaph.1014b16; freq. of persons, birth, “φύσει νεώτερος” S.OC1295, cf. Aj.1301, etc.; “φύσι γεγονότες εὖ” Hdt.7.134; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25; “φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος” Ath.4.183d; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc., “ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν” S.El.325; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib.1125, cf. Isoc.3.42.
2. growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl., “γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων” Plot.4.3.13.
II. the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (“οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φ. εἶναι ἑκάστου” Arist.Pol.1252b33): hence,
1. nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου)“ ἔδειξε” Od.10.303; “φ. τῆς χώρης” Hdt.2.5; “τῆς Ἀττικῆς” X.Vect.1.2, cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.; “τῆς τριχός” X.Eq.5.5; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA648a21, Mete.340a36, etc.: pl., “φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων” Isoc.7.74; “αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν” Id.12.134; “ἡ τῶν ἀριθμῶν φ.” Pl.R.525c; “ἡ τῶν πάντων φ.” X.Mem.1.1.11, etc.; “ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ.” IG22.1099.28 (Epist.Plotinae).
2. outward form, appearance, “μέζονας ἢ κατ᾽ ἀνθρώπων φύσιν” Hdt.8.38; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5; “οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν” Id.I.4(3).49 (67); “μορφῆς δ᾽ οὐχ ὁμόστολος φ.” A.Supp.496; “τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν᾽ εἶχε φράζε” S.OT740 (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr.379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba.1358; “τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ.” Ar.V.1071 (troch.), cf. Nu.503; “τὴν τοῦ σώματος φ.” Isoc.9.75.
3. Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.; “ἡ φ. καὶ ἡ ἕξις” Id.Acut.43; “φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει” Id.Fract.7; “φύσιες νούσων ἰητροί” Id.Epid.6.5.1.
b. natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φ., ἐς τὴν φ. ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.; “ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ.” Id.VC5, al.; “φύσιες τῶν ἄρθρων” Id.Nat.Puer.17.
4. of the mind, one's nature, character, “ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ” Emp.110.5; “εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν . . ἡ σή” S.Ph.874; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib.902,1310; “φ. φρενός” E.Med.103 (anap.); “ἡ ἀνθρωπεία φ.” Th.1.76; “φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς” X.Cyr.1.2.2; “ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φ. δ᾽ ἴση” E.Fr.168; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R.410e, 576a, etc.; “δεξιοὶ φύσιν” A.Pr.489; “ἀκμαῖοι φύσιν” Id.Pers.441; “τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις” Ar.V.1458 (lyr.), cf. 1282 (lyr.); “Σόλων . . ἦν φιλόδημος τὴν φ.” Id.Nu.1187; “ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φ. οὐ δημοτικοί εἰσι” X.Ath.2.19; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140; “ἀγαθοὶ . . γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος” Arist. Pol.1332a40; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu.1078, cf. Isoc.7.38; “τῇ φ. χρώμενος” Plu.Cor.18; “θείας κοινωνοὶ φ.” 2 Ep.Pet.1.4: pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr.956; “οἱ ἄριστοι τὰς φ.” Pl.R.526c, cf. 375b, al.: prov., “ἔθος, φασί, δευτέρη φ.” Jul.Mis.353a.
b. instinct in animals, etc., Democr.278; “οὐκ ἐπιστήμῃ οὐδὲ τέχνῃ ἀλλὰ φύσει” Herm. ap. Stob.1.41.6; “ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φ. ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει” Corp.Herm. 9.1, cf. 12.1.
5. freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ᾽ ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT335; “χθονὸς φ.” A.Ag.633; esp. in Pl., “ἡ τοῦ πτεροῦ φ.” Phdr.251b; “ἡ φ. τῶν σωμάτων” Smp.186b; ἡ φ. τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd.87e; “ἡ τοῦ μυελοῦ φ.” Ti.84c; “ἡ τοῦ δικαίου φ.” Lg.862d, al.; ἡ φ., with gen. understood, Smp.191a, Phd.109e.
III. the regular order of nature, “τύχη . . ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης” Democr.176; “κατὰ φύσιν” Pl.R.444d, etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.); “κατὰ φύσιν "νόμος ὁ πάντων βασιλεύς"” Pi.Fr. 169 (cf. Pl.Grg.488b); “κατὰ φ. ποιεῖν” Heraclit.112; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph.395, Th.6.17, etc.; “παρὰ τὴν φ.” Anaxipp.1.18; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φ. ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (“ἐν φ.” Hp.Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg.889b, cf. R.381b; “φύσει τοιοῦτος” Ar.Pl.275, cf. 279, al.; “ὁ ἄνθρωπος φ. πολιτικὸν ζῷόν ἐστι” Arist.Pol.1253a3; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ᾽ ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib.1254a15; “φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ” Philem.95.2; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg.482e, cf. Prt.337d, etc.; “τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ᾽ ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα” Antipho Soph.44Ai32 (Vorsokr.5); “ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται” D.25.15; “τοὺς τῆς φ. οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους” Men.Mon.492; “οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί” Pl. Ap.22c; “φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν” S.Ph.79, cf. Pl.Phlb.14c, etc.; “φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι” Antipho Soph.44Bii10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R.473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib.489b; “οὔτ᾽ εὔλογον οὔτ᾽ ἔχον ἐστὶ φύσιν” D.2.26; “τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει” Polem.Call.36.
IV. in Philosophy:
1. nature as an originating power, “φ. λέγεται . . ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων” Arist.Metaph.1014b16; “ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν” Id.Cael.271a33; ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib.291b13; “ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ” Id.Metaph.1070a8, cf. Mete.381b5, etc.; “φ. κρύπτεσθαι φιλεῖ” Heraclit.123; “ἡ γοητεία τῆς φ.” Plot.4.4.44; φ. κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified, “χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ.” Epicur.Fr.469; “Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη” Phld. Piet.12; “ἡ κατωφερὴς Φ.” Corp.Herm.1.14.
2. elementary substance, “κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φ. ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα” Pl.Lg. 891c, cf. Arist.Fr.52 (defined as “τὴν πρώτην οὐσίαν . . ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι” Gal.15.3); “τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν” Arist.Metaph.1014b33: pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.; “ἄτομοι φ.” atoms, Democr. ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.; “ἄφθαρτοι φ.” Phld.Piet.83.
3. concrete, the creation, 'Nature', “ἀθανάτου . . φύσεως κόσμον ἀγήρων” E.Fr.910 (anap.); “περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν” Pl.Prt.315c; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.; “[σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν” Pl.Phd.96a; “περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη” Epicr.11.13 (anap.); so later, “ἡ φ. τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν” Plot.2.2.1; “τὰ στοιχεῖα τῆς φ.” Corp.Herm.1.8; αἱ δύο φ., i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42.
4. Pythag. name for two, Theol.Ar.12.
V. as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φ. mankind, S.Fr.590 (anap.), cf. OT869 (lyr.); πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Id.Ant.345 (lyr.); “ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε” Pl.R.359c, cf. Plt.272c; ἡ τῶν θηλειῶν φ. woman-kind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in pl., S.OT674, Pl.R.588c, Plt.306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φ. such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191.
b. of plants or material substances, “φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι” D.S.2.49; “ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν” Corp.Herm. 1.4.
VI. kind, sort, species, “ταύτην . . ἔχειν βιοτῆς . . φύσιν” S.Ph.165 (anap.); “ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν” Pl.R. 429d; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.).
VII. sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα)“ κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν” S.Tr.1062, cf. OC445, Th.2.45, Pl.Lg.770d, 944d: hence,
2. the characteristic of sex, = αἰδοῖον, Tab.Defix.89a6 (iv B.C.), Nic.Fr.107, D.S.32.10, S.E.M.1.150, etc.: esp. of the female organ, Hp.Mul.2.143, Ant.Lib.41, Artem.5.63, PMag.Osl.1.83,324, Horap. 1.11: pl., τῶν δύοφ., of the testes, Sch.Ar.Lys.92, cf. PMag.Par.1.318.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...habetic+letter=*f:entry+group=54:entry=fu/sis
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
φύω , Il.6.148, etc.; Aeol. φυίω fort. leg. in Alc.97: impf. ἔφυον, Ep.3sg.
A. “φύεν” Il.14.347: fut. φύσω [υ_] 1.235, S.OT438: aor. “ἔφυ_σα” Od.10.393, etc.:—Pass. and Med., 9.109, Pi.O.4.28, etc.: fut. “φύσομαι” A.Pr.871, Hp.Mochl.42, Pl.Lg.831a, etc.: similar in sense are the intr. tenses, pf. “πέφυ_κα” Od.7.114, etc., Ep.3pl. “πεφύα_σι” Il.4.484, Od.7.128; 3sg. subj. πεφύῃ (ἐμ-) Thgn.396; Ep. part. fem. πεφυυῖα (ἐμ-) Il.1.513, acc. pl. “πεφυῶτας” Od.5.477; Dor. inf. “πεφύκειν” Epich.173.3: plpf. “ἐπεφύκειν” X.Cyr.5.1.9, Pl.Ti. 69e; Ep. “πεφύκειν” Il.4.109; Ep. 3pl. “ἐπέφυ_κον” Hes.Th.152, Op.149: aor. 2 ἔφυ_ν (as if from φῦμι) Od.10.397, etc.: Ep. 3sg. “φῦ” Il.6.253, etc., 3pl. ἔφυν (for ἔφυ_σαν, which is also 3pl. of aor. 1) Od.5.481, etc.; subj. φύω or “φυῶ” E.Fr.377.2, Pl.R.415c, 597c, Hp.Carn.12; 3sg. opt. “φύη” Theoc.15.94, (συμ-) Sor.2.89; inf. φῦναι, Ep. “φύμεναι” Theoc. 25.39, “φῦν” Parm.8.10; part. “φύς” Od.18.410, etc., Boeot. fem. “φοῦσα” Corinn.21: ἔφυσεν, = ἔφυ, dub. in IG14.2126.5 (Rome); conversely ἔφυ, = ἔφυσεν, ib.3.1350, Sammelb.5883 (Cyrene): later, fut. “φυήσω” LXXIs.37.31, Pass. “φυήσομαι” Gp.2.37.1, Them.Or.21.248c (in Luc. JTr.19 ἀναφύσεσθαι is restored): aor. 2 Pass. “ἐφύην” J.AJ18.1.1, prob. in BSA28.124 (Didyma), (ἀν-) Thphr.HP4.16.2; inf. “φυῆναι” Dsc.2.6, (ἀνα-) D.S.1.7; part. “φυ^είς” Hp.Nat.Puer.22, Trag.Adesp. 529, PTeb.787.30 (ii B. C.), Ev.Luc.8.6: aor. 1 Pass. “συμ-φυθείς” Gal. 7.725. [Generally υ^ before a vowel, Ep., Trag. (A.Th.535, S.Fr. 910.2), etc., υ_ before a consonant; but “φυ?ει” Trag.Adesp.454.2, “φυ?εται” S.Fr.88.4, Trag.Adesp.543 ( = Men.565); “φυ?ομεν” Ar.Av.106; ἐφυ?ετο prob. in Ar.Fr.680, cf. Nic.Al.14, D.P.941, 1013; even in thesi, “προσφυ?ονται” Nic.Al.506, “φυ?ουσιν” D.P.1031; also in compds.]
A. trans., in pres., fut., and aor. 1 Act.:—bring forth, produce, put forth, “φύλλα . . ὕλη τηλεθόωσα φύει” Il.6.148; “τοῖσι δ᾽ ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην” 14.347, cf. 1.235, Od.7.119, etc.; “ἄμπελον φύει βροτοῖς” E.Ba.651; so τρίχες . . , ἃς πρὶν ἔφυσεν φάρμακον made the hair grow, Od.10.393, cf. A.Th.535; “φ. χεῖρε, πόδε, ὀφθαλμὰ ἀνθρώποις” X.Mem.2.3.19; of a country, “καρπόν τε θωμαστὸν φύειν καὶ ἄνδρας ἀγαθούς” Hdt.9.122; “ὅσα γῆ φύει” Pl.R.621a, cf. Anaxag.4.
2. beget, engender, E.Ph.869, etc.; “Ἄτλας . . θεῶν μιᾶς ἔφυσε Μαῖαν” E. Ion3, cf. Trag.Adesp.454.2; so of God creating man, Antipho 4.1.2, cf. Plu.2.1065c; ὁ φύσας the begetter, father (opp. ὁ φύς the son, v. infr. B.1.2), S.OT1019, Ar.V.1472 (lyr.); “ὁ φ. πατήρ” E.Hel.87; “ὁ φ. χἠ τεκοῦσα” Id.Alc.290; “τὴν τεκοῦσαν ἢ τὸν φύσαντα” Lys.10.8; of both parents, “γονεῦσι οἵ σ᾽ ἔφυσαν” S.OT436; “οἱ φύσαντες” E.Ph.34, cf. Fr. 403.2; “φ. τε καὶ γεννᾶν” Pl.Plt.274a; “ὦ γάμοι γάμοι, ἐφύσαθ᾽ ἡμᾶς” S.OT 1404; ἥδ᾽ ἡμέρα φύσει σε will bring to light thy birth, ib.438; “χρόνος φύει τ᾽ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται” Id.Aj.647.
3. of individuals in reference to the growth of parts of themselves, φ. πώγωνα, γλῶσσαν, κέρεα, grow or get a beard, etc., Hdt.8.104, 2.68, 4.29; “φ. πτερά” Ar. Av.106, Pl.Phdr.251c; “σάρκα” Id.Ti.74e; φ. τρίχας, πόδας καὶ πτερά, etc., Arist.HA518a33, 554a29, etc.: for the joke in φύειν φράτερας, v. φράτηρ.
4. metaph., φρένας φῦσαι get understanding, S.OC 804, El.1463 (but also “θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας” Id.Ant.683): prov., ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν φύσει 'once bit, twice shy', Sch.Pl.Smp. 222b; “γέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύει” A.Th.622; δόξαν φῦσαι get glory or to form a high opinion of oneself, Hdt.5.91; “θεὸς . . αἰτίαν φύει βροτοῖς” A.Niob.in PSI11.1208.15; “αὑτῷ πόνους φῦσαι” S. Ant.647.
II. in pres. seemingly intr., put forth shoots, “εἰς ἔτος ἄλλο φύοντι” Mosch.3.101; “δρύες . . φύοντι” Theoc.7.75, cf. 4.24: so ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ᾽ ἀπολήγει one generation is putting forth scions, the other is ceasing to do so, Il.6.149; ἐν στήθεσι φύει (fort. φυίει) grows up, appears, Alc.97; “ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ” LXXDe. 29.18.
B. Pass., with intr. tenses of Act., aor. 2, pf. and plpf., grow, wax, spring up or forth, esp. of the vegetable world, “θάμνος ἔφυ ἐλαίης” Od.23.190, cf. 5.481; “πρασιαὶ παντοῖαι πεφύασιν” 7.128; “τά γ᾽ ἄσπαρτα φύονται” 9.109, cf. Il.4.483, 14.288, 21.352; “φύεται αὐτόματα ῥόδα” Hdt.8.138, cf. 1.193; “ὑπὸ φηγῷ πεφυκυίῃ” growing there, Id.2.56; πεφυκότα δένδρα trees growing there, X.Cyr.4.3.5; “τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα” Pl.Cra.410d, cf. Phd.110d, Plt.272a; τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει from his head grew horns sixteen palms long, Il.4.109, cf. Hdt.1.108, 3.133; “φύονται πολιαί” Pi.O.4.28; κεφαλαὶ πεφυκυῖαι θριξί grown with hair, D.S.2.50 (s. v.l.); “πέφυκε λίθος ἐν αὐτῇ” is produced, X.Vect.1.4: metaph., νόσημα ἐν ὀλιγαρχίᾳ φυόμενον, φυομένη πόλις, Pl.R.564b, Lg.757d; ὁ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος [κακῶν] of the things produced, D.18.159; also κατὰ πάντων ἐφύετο waxed great by or upon their depression, ib. 19. —In this sense aor. 2 is rare (v. supr.), exc. in phrases such as ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρί (v. ἐμφύω), Od.2.302.
2. of persons, to be begotten or born, most freq. in aor. 2 and pf., “ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω” A.Pr. 27; “τίς ἂν εὔξαιτο βροτὸς ὢν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι;” Id.Ag.1342 (anap.); μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον not to be born is best, S.OC1224 (lyr.); γονῇ πεφυκὼς . . γεραιτέρᾳ ib.1294; “οὐχ ὑπὸ θυσιῶν οὐδ᾽ ὑπὸ εὐχῶν φύς” Pl.R.461a; φύς τε καὶ τραφείς ib.396c; “μήπω φῦναι μηδὲ γενέσθαι” X.Cyr.5.1.7, cf. Pl.Smp.197a: construed with gen., πεφμκέναι or φῦναί τινος to be born or descended from any one, “τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμεν” A.Th.1036, cf. S.OC1379, etc.; “θνατᾶς ἀπὸ ματρὸς ἔφυ” Pi.Fr.61, cf. S.OT1359 (lyr.), Ant.562; “ἀπ᾽ εὐγενοῦς ῥίζης” E.IT610; “ἀπὸ δρυός” Pl.Ap.34d, etc.; “φ. ἔκ τινος” S.OT 458, E.Heracl.325, Pl.R.415c, etc.; “ἐκ χώρας τινός” Isoc.4.24, etc.; οἱ μετ᾽ ἐκείνου φύντες, opp. οἱ ἐξ ἐκείνου γεγονότες, Is.8.30; “ἐκ θεῶν γεγονότι . . διὰ βασιλέων πεφυκότι” X.Cyr.7.2.24.
II. in pres., become, οὐδεὶς ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ᾽ οἵ τε φύντες . . S.Fr. 88.4; “πιστοὺς φύσει φύεσθαι” X.Cyr.8.7.13; the pf. and aor. 2 take a pres. sense, to be so and so by nature, κακός, σοφός πέφυκα (-κώς), etc., S.Ph.558, 1244, etc.; “δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος” Id.Ant.79; φύντ᾽ ἀρετᾷ born for virtue, i.e. brave and good by nature, Pi.O.10(11).20; so of things, “τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ” A.Ag.1331 (anap.), cf. Pl.Grg.479d, etc.; “εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν” X.Cyr.8.1.41, cf. Oec.10.2; [“τὸ πῦρ] πέφυκε τοιοῦτον” Id.Cyr.5.1.10; “τἄλλα ἕκαστος ἡμῶν, ὅπως ἔτυχε, πέφυκεν” D.37.56: with Advs., ἱκανῶς πεφυκότες of good natural ability, Antipho 2.1.1; “δυσκόλως πεφ.” Isoc.9.6; “οὕτως πεφ.” X.HG7.1.7; also “οἱ καλῶς πεφυκότες” S.El.989, cf. Lys.2.20; “οἱ βέλτιστα φύντες” Pl.R.431c: then, simply, to be so and so, “φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον” A.Pr.969; “θεοῦ μήτηρ ἔφυς” Id.Pers.157 (troch.); “γυναῖκε . . ἔφυμεν” S.Ant.62; Ἅιδης ὁ παύσων ἔφυ ib.575; “ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ” E.Ph.469: c. part., “νικᾶν . . χρῄζων ἔφυν” S.Ph. 1052; “πρέπων ἔφυς . . φωνεῖν” Id.OT9, cf. 587; “τοῦτο ἴδιον ἔφυμεν ἔχοντες” Isoc.4.48, cf. 11.41, X.Smp.4.54.
2. c. inf., to be formed or disposed by nature to do so and so, “τὰ δεύτερα πέφυκε κρατεῖν” Pi.Fr.279; “πολλῷ γ᾽ ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς ἢ σαυτόν” A.Pr.337; “ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς” S.Ph.88, cf. Ant.688; “φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν” Id.Ph.79; “πεφύκασι δ᾽ ἅπαντες . . ἁμαρτάνειν” Th.3.45, cf. 2.64, 3.39, 4.61, etc.; “πέφυκε . . τρυφὴ . . ἦθος διαφθείρειν” Jul.Or.1.15c.
3. with Preps., γυνὴ . . ἐπὶ δακρύοις ἔφυ is by nature prone to tears, E.Med.928; ἔρως γὰρ ἀργόν, κἀπὶ τοῖς ἀργοῖς ἔφυ is inclined to idleness, Id.Fr.322; also “ἐπί τι” Pl.R.507e; “εἴς τι” Aeschin.3.132; most freq. “πρός τι, οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασι” Arist.Rh.1355a16; “εὖ πρὸς ἀρετὴν πεφυκότες” X. Mem.4.1.2; “πρὸς πόλεμον μᾶλλον . . ἢ πρὸς εἰρήνην” Pl.R.547e; “κάλλιστα φ. πρός τι” X.HG7.1.3, etc.; also “πρός τινι” Id.Ath.2.19 (s. v.l., cf. Plb.9.29.10); also “εὖ πεφ. κατά τι” D.37.55.
4. c. dat., fall to one by nature, be one's natural lot, “πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος” S.El. 860 (lyr.); “χαίρειν πέφυκεν οὐχὶ τοῖς αὐτοῖς ἀεί” Id.Tr.440; “ἐφύετο κοινὸς πᾶσι κίνδυνος” D.60.18, cf. X.Cyr.4.3.19.
5. impers., it is natural, it happens naturally, c. inf., D.14.30, Arist.Pol.1261b7, Po. 1450a1.
6. abs., ὡς πέφυκε as is natural, X.Cyn.6.15, al.; “ᾗ πέφυκεν” Pl.Ti.81e; also expressed personally, “τοῖς ἁπλῶς, ὡς πεφυκασι, βαδίζουσι” D.45.68: also freq. in part., τὰ φύσει πεφυκότα the order of nature, Lys.2.29; φύντα, opp. ὁμολογηθέντα, Antipho Soph. 44Ai 32 (Vorsokr.5); ἄνθρωπος πεφυκώς man as he is, X.Cyr.1.1.3. (Cf. Skt. bhū- 'to be, become', Lith. búti 'to be', Lat. fui, Eng. be, etc.)

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...lphabetic+letter=*f:entry+group=56:entry=fu/w
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
φωνή, κυρίως η ανθρώπινη φωνή ή ο ήχος της ανθρώπινης φωνής· επίσης και των ζώων. Κατ' επέκταση, ο ήχος οποιουδήποτε μουσικού οργάνου. Ο Αριστοτέλης (Περί ψυχής 420Β) λέει: "η δε φωνή ψόφος τις εστιν εμψύχων των γαρ αψύχων ουδέν φωνεί, αλλά καθ' ομοιότητα λέγεται φωνείν, οίον αυλός και λύρα και όσα άλλα των αψύχων απότασιν έχει και μέλος και διάλεκτον" (η φωνή είναι ένας ήχος των εμψύχων· γιατί κανένα από τα άψυχα δε μιλεί, αλλά κατ' αναλογία λέγεται μιλεί [ηχεί], όπως λ.χ. ο αυλός και η λύρα και όλα εκείνα που έχουν διάρκεια, μελωδία και έκφραση).
Πλάτων (Πολιτ. Γ', 397Α): "πάντων οργάνων φωνάς" (ήχους όλων των οργάνων). Ευριπίδης (Τρωάδες 127): "συριγγών φωναίς" (με τους ήχους των συριγγών ).
Και ο Αριστόξενος χρησιμοποιεί τον όρο φωνή με τη σημασία του φωνητικού και του οργανικού ήχου (βλ. Αρμον. Ι, 8, 16· 9, 10 κτλ.). Αλλά χρησιμοποιεί και τον όρο οργανική φωνή (ή φωνή οργανική), ειδικά για τον οργανικό ήχο (Ι, 14, 4-5· βλ. το κείμενο στο λ. όργανον ).
Η λέξη φωνή χρησιμοποιούνταν, κατ' επέκταση, και με τη σημασία της φράσης, του τραγουδιού, της μελωδίας· Πλούτ. (Περί μουσ. 1143Α, 33): "πολυηχής φωνή αηδόνος" (πολυποίκιλο τραγούδι του αηδονιού).
φωνάριον υποκορ. του φωνή· μικρή φωνή ή κραυγή.

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=248

φων-ή , ἡ,
A. sound, tone, prop., the sound of the voice, whether of men or animals with lungs and throat (“ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου” Arist.de An.420b5, cf. 29, HA535a27, PA664b1); opp. φθόγγος (v. “φθόγγος” 11):
I. mostly of human beings, speech, voice, utterance, “φ. ἄρρηκτος” Il.2.490; “ἀτειρέα φ.” 17.555; φ. δέ οἱ αἰθέρ᾽ ἵκανεν, of Ajax' battle-cry, 15.686; of the battle-cry of an army, “Τρώων καὶ Ἀχαιῶν . . φ. δεινὸν ἀϋσάντων” 14.400: pl., of the cries of market-people, X.Cyr.1.2.3; “ὁ τόνος τῆς φ.” Id.Cyn.6.20, D.18.280, Aeschin.3.209; ὀξεῖα, βαρυτέρα, λεία, τραχεῖα φ., Pl.Ti.67b; “φ. μαλακή” Ar.Nu.979 (anap.); μιαρά, ἀναιδής, Id.Eq.218,638: with Verbs, “φωνὴν ῥῆξαι” Hdt.1.85, Ar.Nu.357 (anap.); “φ. ἱέναι” Hdt.2.2, 4.23, Pl.Phdr.259d, etc.; “φ. ἥσει” E.HF1295; “προΐεσθαι” Aeschin.2.23; “ἀρθροῦν” X.Mem.1.4.12; “διαρθρώσασθαι” Pl.Prt.322a; “ἐντείνασθαι” Aeschin.2.157; “φ. ἐπαρεῖ” D.19.336; “φωνῇ” with his voice, aloud, Il.3.161, Pi.P.9.29; “εἶπε τῇ φωνῇ τὰ ἀπόρρητα” Lys.6.51; “διὰ ζώσης φωνῆς” Anon.Geog.Epit.1p.488M.; μιᾷ φ. with one voice, Luc. Nigr.14; ἀπὸ φωνῆς, c. gen., dictated by . . , Choerob.in Thd.1.103 tit., Marin. in Euc.Dat.p.234 M., Olymp. in Grg.p.1 N., Pall. in Hp.2.1 D.: pl., αἱ φ. the notes of the voice, Pl.Grg.474e; “σχήμασι καὶ φωναῖς” Arist. Rh.1306a32: prov., φωνῇ ὁρᾶν, of a blind man, S.OC138 (anap.); πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέντα, i.e. using every effort, Pl.Lg.890d, cf. Euthd.293a; “πάσας ἀφιέναι φωνάς” Id.R.475a, D.18.195; “φωνὰς ἀπρεπεῖς προΐεντο” PTeb.802.15 (ii B. C.).
2. the cry of animals, as of swine, dogs, oxen, Od.10.239, 12.86,396; of asses, Hdt.4.129; of the nightingale, song, Od.19.521; “ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν” Arist.Pr.895a4.
3. any articulate sound, opp. inarticulate noise (ψόφος)“, φ. κωκυμάτων” S.Ant.1206; “ὥσπερ φωνῆς οὔσης κατὰ τὸν ἀέρα πολλάκις καὶ λόγου ἐν τῇ φωνῇ” Plot.6.4.12: “στοιχεῖόν ἐστι φ. ἀδιαίρετος” Arist.Po.1456b22; also esp. of vowelsound, opp. to that of consonants, Pl.Tht.203b, Arist.HA535a32; in literary criticism, of sound, opp. meaning, Phld.Po.5.20 (pl.), 21.
4. of sounds made by inanimate objects, mostly Poet., “κερκίδος φ.” S.Fr.595; “συρίγγων” E.Tr.127 (lyr.); “αὐλῶν” Mnesim.4.56 (anap.); rare in early Prose, “ὀργάνων φωναί” Pl.R.397a; freq. in LXX, “ἡ φ. τῆς σάλπιγγος” LXX Ex.20.18; φ. βροντῆς ib. Ps.103(104).7; “ἡ φ. αὐτοῦ ὡς φ. ὑδάτων πολλῶν” Apoc.1.15.
5. generally, sound, defined as ἀὴρ πεπληγμένος, πληγὴ ἀέρος, Zeno Stoic.1.21, Chrysipp.ib.2.43.
II. faculty of speech, discourse, “εἰ φωνὴν λάβοι” S.El.548; “παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά” Id.OC1283.
2. language, hdt.4.114, 117; “φ. ἀνθρωπηΐη” Id.2.55; “ἀγνῶτα φ. βάρβαρον” A.Ag.1051; “φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα” Id.Ch.563, cf. E.Or.1397 (lyr.), Th.6.5, 7.57, X.Cyn.2.3, Pl.Ap.17d, etc.; “τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ.” Id.Tht.163b; “κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ.” Id.Cra. 398d, cf. 409e.
III. phrase, saying, “τὴν Σιμωνίδου φ.” Id.Prt. 341b; “ἡ τοῦ Σωκράτους φ.” Plu.2.106b, cf. 330f, etc.; of formulae, “στοιχειώματα καὶ φ.” Epicur.Ep.1p.4U., cf. Sent.Vat.41 (= Metrod. Fr.59); “αἱ σκεπτικαὶ φ.” S.E.P.1.14, cf. Jul.Or.5.162b, etc.
IV. report, rumour, LXXGe.45.16.
b. message, Sammelb.7252.21 (iii/iv A. D.).
V. loud talk, bragging, Epicur.Sent.Vat. 45.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...phabetic+letter=*f:entry+group=57:entry=fwnh/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χαλεπ-ός , ή, όν,
A. difficult (“ὃ ἂν μὴ ῥᾴδιον ᾖ ἀλλὰ διὰ πολλῶν πραγμάτων γίγνηται” Pl.Prt.341d: opp. ῥᾴδιος, Arist.Rh.1363a24, in various relations):
I. in reference to the feelings, hard to bear, painful, grievous (so freq. in Hom.), “κεραυνός” Il.14.417; “θύελλα” 21.335; “ἄνεμοι” Od.12.286; “πόνος” 23.250; ἄλγος, πένθος, 2.193, 6.169; “γῆρας” Il.8.103; “ἄλη” Od.10.464; “χαλεπώτερος ἄεθλος” Hes.Th.800; ἄλλα τῶν κατεχόντων πρηγμάτων - ώτερα Hdt.6.40; “χ. πνεῦμα” A.Supp.166 (lyr.); “δύα” Id.Th.228 (lyr.); χαλεπώτατα [πράγματα] S.Tr.1273 (anap.); “συμφορά” E.Hipp.768 (lyr.); νόσος, πλάνη, etc., X.Smp.4.37, Pl.Sph.245e (Comp.), etc.; “ἡ ἐσβολὴ αὕτη -ωτάτη τοῖς Ἀθηναίοις ἐγένετο” Th.3.26; [θώρακες] δύσφοροι καὶ χ., of ill-fitting cuirasses, X.Mem.3.10.13: τὸ χ. τοῦ πνεύματος the severity of the wind, Id.An.4.5.4; τὰ χ. hardships, opp. τὰ τερπνά, Id.Mem.2.1.23, etc.; “τερπνῶν χαλεπῶν τε κρίσις” Pi.Fr. 131, cf. Plot.5.9.14: Comp., more unpleasant, Jul.Or.6.202c.
2. hard to do or deal with, difficult, irksome, “-ώτατον ἔργον ἁπάντων” Ar.Eq.516 (anap.); cf. Th.3.59 (Sup.), etc.; χαλεπὰ τὰ καλά prov. ap.Pl.Hp.Ma.304e, al., attributed to Solon by Sch. ad loc.; “χαλεπὸν ὁ βίος” X.Mem.2.9.1, cf. Pl.Plt.299e: c. inf. Act. or Med., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, Il.21.482; “χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς” 20.131; χαλεπὸν δέ τ᾽ ὀρύσσειν [τὸ μῶλυ] Od.10.305; “χ. προϊδέσθαι καπρός” Hes.Sc.386; “χ. ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων” Pi.N.10.72; “χ. προσπολεμεῖν” Isoc.4.138, cf. Th.7.51 (Comp.); χ. συγγενέσθαι, εὑρεῖν, γενέσθαι, Pl.R.330c, 412b, 502c; “χ. πάσχειν” Id.Cri.49b (Comp.): also c. inf. Pass., “χαλεπὸς διαγνωσθῆναι καὶ δειχθῆναι” Antipho 2.1.1, cf. Th. 3.94, etc.; “χαλεπὸν ληφθῆναι ὁ τόπος” Arist.Ph.212a8; χαλεπόν [ἐστι] c. inf., 'tis hard, difficult to do, Od.4.651; c. acc. et inf., 'tis difficult for one to do . . , Il.16.620, Od.20.313: c. dat. et inf., Il.21.184, Od.11.156.
3. dangerous, “λιμένες” 19.189; “θάλασσα” Th. 4.24; “χ. τὰ παρόντα” X.An.3.2.2.
4. of ground, difficult, rugged, “χωρία χ. καὶ πετρώδη” Th.4.9; “ὁδός” Id.5.58, Pl.R.328e; “χ. . . καὶ προσάντης . . ὁδός ἐστιν” Anaxandr.56; “πρόσοδοι” X.An.5.2.3; πορεία ib.5.6.10; σταθμός ib.4.5.3; χωρίον -ώτατον a place most difficult to take, ib.4.8.2.
II. of persons, hard to deal with, cruel, harsh, stern (opp. πρᾷος, Pl.R.493b (Sup.), Arist.EN1126a26), βασιλεύς, δαίμων, Od.2.232, 19.201; “χαλεποί τε καὶ ἄγριοι” 8.575; “-ώτερος” a more bitter enemy, Th.3.40; -ώτατοι most difficult to deal with, most dangerous or troublesome, ib.42, cf. 7.21; “-ώτεροι πάροικοι” Id.3.113; “χαλεπόν γε θυγάτηρ κτῆμα” Men.18: c. dat. pers., cruel or harsh towards one, Od.17.388; “τοῖς ξυμπροθυμηθεῖσι τὸν ἔκπλουν” Th.8.1, etc.; πρὸς τοὺς πολεμίους, τοὺς ἀγνῶτας, Pl.R.375c, Arist.Pol.1328a8 (also “πρὸς τοὺς δρόμους” X.Cyn.5.17); “ἐπὶ νύμφαις ἀλλοτρίαις” Theoc. 22.145.
b. of words, “χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ” Il.2.245, etc.; “ἐρεθιζέμεν αἰεὶ μύθοισιν χ.” Od.17.395; χ. ὀνείδεα, ὁμοκλαί, Il.3.438, Od.17.189; “φῆμις” 14.239; “μῆνις” Il.5.178.
c. esp. of judges, “ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χ.” Hdt. 1.100, cf. Pl.Criti.107d, And.4.36; also “χ. ἀρχή” Th.1.77; “τιμωρία” Pl.Ap.39c (Comp.); “νόμοι” Id.Hp.Mi.372a (Comp.), D.21.44, 35.50.
d. savage, fierce, “κύνες” X.An.5.8.24, Cyn.10.23; of bees, Arist.HA624b30 (Comp.); [“θηρία] χ. τὰς φύσεις” Pl.Plt. 274b.
2. ill-tempered, testy, “χ. ὢν καὶ δύσκολος” Ar.V.942, cf. Isoc.19.26; “ὀργὴν χ.” Hdt.3.131; χαλεπῇ τῇ χειρί with a rough hand, Ar.Lys.1116.
3. of plants, hurtful to the soil, Thphr.HP8.9.3 (Sup.).
B. Adv. -πῶς hardly, with difficulty, “διαγνῶναι χ. ἦν ἄνδρα ἕκαστον” Il.7.424; “χ. δέ σ᾽ ἔολπα τὸ ῥέξειν” 20.186; “χ. κε φύγοις κακόν” Hes.Op.684; “χ. ὀργὰς μεταβάλλουσιν” E.Med.121 (anap.); “χ. γνῶναι” Antipho 3.2.1; “τὰ τοῖς ἄλλοις χ. εὑρημένα ῥᾳδίως μανθάνειν” Isoc.1.18, cf. 44; οὐ or μὴ χ. without much ado, Th.1.2, 7.81, etc.
2. hardly, scarcely, “δοκέω . . χ. ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι” Hdt.7.103; “χ. παρὰ τοῖς ἐχθροῖς εὑρεθήσεται” Lys.29.2; “χ. ἂν πείσαιμι” Pl.Phd. 84d.
3. χ. ἔχει, = χαλεπόν ἐστι, Th.3.53: c. acc. et inf., X.HG 7.4.6.
4. painfully, miserably, “-ώτερον ζῆν” Pl.R.579d; “ἐν τοῖς -ώτατα διῆγον” Th.7.71.
II. of persons, angrily, cruelly, harshly, “χ. τιμωρεῖσθαι” Id.3.46; “ἀποκρίνασθαι” Id.5.42, cf. E.Hipp.203 (anap.), Ar.Pl.60, Pl.Phdr.269b; χ. φέρειν τι take it ill, Th.2.16, Pl.R.330a, etc.; also χ. ἔφερον τῷ πολέμῳ, τοῖς πράγμασιν, X.HG5.1.29, An. 1.3.3; “ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ” Id.HG7.4.21, cf. D.H.3.50; also “χ. φέρειν τινός” Th.2.62; also “χ. λαμβάνεσθαι τοῦ παιδός” Hdt.2.121.“δ́; χ. λαμβάνειν περί τινος” Th.6.61; of the laws (cf. supr. 11.1c), “χ. προστάττειν” Pl.Lg.925d.
2. freq. in the phrase χ. ἔχειν to be angry, X.An.6.4.16, etc.; τινι with one, Id.HG1.5.16; “πρὸς τοὺς λόγους” Isoc.3.3, cf. 51; χ. ἔχειν τισὶν ἐπί τινι with persons for a thing, D.20.135, cf. Plu.Cic.43; “χ. διακεῖσθαι πρὸς ἅπαντας” Isoc.Ep. 7.5; “χ. πρὸς φιλοσοφίαν διακεῖσθαι” Pl.R.500b; “χ. πρὸς ἡμᾶς διετέθησαν” Isoc.8.79; “ἐπί τινι χ. διατεθείς” Plu.Per.36.
b. χ. ἔχειν, also, to be in a bad way, “χ. ἔχω ὑπὸ τοῦ πότου” Pl.Smp.176a, cf. Tht.142b.— Beside the regul. Comp.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...abetic+letter=*x:entry+group=2:entry=xalepo/s
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χα^ρίζω , fut.
A. “χαριῶ” Phld.Rh.1.381 S., Gloss.: aor. imper. “χάρισον” PMag.Lond.122.17:—usu. Med. χαρίζομαι , fut. “-ιοῦμαι” Th.3.40, 8.65; χαριῇ (v.l. -εῖ) also in Hdt.1.90; Cret. “χαριξίομαι” GDI5176.16 (found at Teos); also χαρίξομαι ib.5178.17 (ibid.); χαρίηνται is a false Aeol. form in Milet.3 No.152.56; later “χαρίσομαι” Ep.Rom. 8.32, Luc.DDeor.22.4: aor. “ἐχαρισάμην” Hdt.1.91, etc.; opt. “χαρίσαιτο” Il.6.49; Aeol. imper. “χάρισσαι” Sapph.Supp.16.4; Cret. inf. “χαρίξασθαι” GDI5163b8 (Mylasa):—Pass. forms, fut. χαρισθήσομαι in pass. sense, Ep.Philem.22: aor. ἐχαρίσθην in pass. sense, Act.Ap. 3.14, 1 Ep.Cor.2.12: pf. κεχάρισμαι in act. sense, “κεχάρισαι” Ar.Ec. 1045, “-ισται” Id.Eq.54; also in pass. sense, imper. “-ίσθω” Pl.Phdr. 250c: plpf. “ἐκεχάριστο” Hdt.8.5, Ep. “κεχάριστο” Od.6.23:—say or do something agreeable to a person, show him favour or kindness, oblige, gratify, c. dat. pers., freq. in part., “χαριζομένη πόσεϊ ᾧ” Il.5.71, cf. 11.23, 15.449, Od.8.538,13.265; once in Hes., “ποίησε . . χαριζόμενος Διί” Th.580; “πᾶσι χαριζοίμην ἄν” Hdt.6.130, cf. Th.3.40; “τοῖς θεοῖς” X.Mem.4.3.16; Καλλίᾳ χαριζόμενος to oblige, humour him, Pl.Prt.362a, cf. Men.75b, Ar.Eq.1368; of a judge, give a partial verdict, “χ. οἷς ἂν δοκῇ αὐτῷ” Pl.Ap.35c; also “χ. τῷ ἵππῳ” X. Eq.10.12: abs., make oneself agreeable, comply, opp. ἀντία φάσθαι, once in A., Pers.700 (lyr.); “οἱ ὑπὲρ καιρὸν χαριζόμενοι” And.4.7: c. acc. cogn., “χάριτας χ.” E.Fr.360.1, Isoc.1.31, D.18.239; “χ. τι καὶ αὐτός” Th.3.42; with part. added, “χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων” Od. 1.61, cf. Hdt.1.90, Ar.Ec.1045, Pl.R.338a, 426c, etc.: more freq. c. dat. modi, μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο do not court favour by lies, Od.14.387; “χαριζόμενος φιλότητι” 10.43, etc.; “λόγῳ θωπεῦσαι καὶ ἔργῳ χ.” Pl.Tht.173a codd.; opp. τὰ βέλτιστα λέγειν, D.9.2, cf. Plu.2.66a.
2. gratify or indulge a humour or passion, once in S., “θυμῷ χαρίζεσθαι κενά” El.331, cf. Antipho 4.3.2, X.An. 7.1.25; “ὀργῇ” E.Fr.31; “γλώσσῃ” Id.Or.1514 (troch.); “ἔρωτι” Pi.Fr. 127; “τῇ ἐπιθυμίᾳ” Pl.R.561c: “τῷ σώματι” X.Mem.1.2.23; τῇ γαστρί ib.2.1.2, Cyr.4.2.39; τῇ ἡδονῇ ib.4.3.2.
3. in erotic sense, grant favours to a man, Ar.Ec.629 (anap.), Pl.Smp.182a, Phdr.231c, 256a, X.Mem.3.11.12, etc.: hence of Comedy, “ὀλίγοις χαρίσασθαι” Ar.Eq.517 (anap.): c. acc. cogn., “χ. θήλειαν ἀπόλαυσιν” Luc.Am. 27.
II. c. acc. rei, give graciously or cheerfully, “δῶρα” Od.24.283; “ἄποινα” Il.6.49, 10.380; “χαρίζεσθαί τινί τι” Hdt.1.91, Ar.Ach.437, Eq.54, X.Cyr.1.4.9, etc.; “πωλεῖν καὶ χ. καὶ τέκνοις μεταδιδόναι” PGrenf.1.60.45 (vi A. D.); so c. acc. pers., “χαρίζομαί σε τοῖς ὄχλοις” PFlor.61.61 (i A.D.): with a strong oxymoron, “ξείνια δυσμενέσιν λυγρὰ χ.” Archil.7: c. inf. with Art., “χ. τὸ ποθεῖν” Plu.2.609a; “τὸ ζῆν” LXX 2 Ma.3.33; without the Art., πολλοῖς ἐχαρίσατο βλέπειν (v.l. τὸ β.) Ev.Luc.7.21; χάρισαι [αὐτοῖς] μένειν allow them to remain, Luc.Am.19, cf. AP5.236 (Agath.); so ἆρ᾽ ἄν τί μοι χαρίσαιο τοιόνδε—μή μου καταγελᾶν; Pl.Hp.Mi.364c.
b. χ. τὴν δέησιν grant the request, Luc.Bis Acc.14.
c. Pass., c. acc., to be favoured with, “ἀνάγκᾳ πνεῦμα χαριζόμενος” Epigr.Gr.204.18 (Cnidus).
2. c. gen. partit., give freely of a thing, “ἀλλοτρίων χ.” Od.17.452; ταμίη . . χαριζομένη παρεόντων giving freely of such things as were ready, 1.140, etc.; “παντοίων ἀγαθῶν γαστρὶ χαριζόμενοι” Thgn.1000; “γλώσσης μαφιδίοιο χ. παρεοῦσι” Theoc.25.188; προικὸς χαρίζεσθαι, of his bounty, Od.13.15.
3. c. acc. pers., give up as a favour, τῇ μητρὶ χ. Ὀκτάβιον, by dropping a law aimed at him, Plu.CG4; but also, by unjust condemnation, Act.Ap.25.11,16; also τῷ θεῷ με ἐχαρίσω, of a dedication ceremony, PBremen49.14 (ii A. D.).
4. forgive, “τὴν ἀδικίαν τινί” 2 Ep.Cor.12.13, cf. Ep.Col.2.13: abs., 2 Ep.Cor. 2.7, etc.
III. Pass., esp. in pf. and plpf., κεχάριστο θυμῷ was dear to her heart, Od.6.23; τοῖσι Εὐβοεῦσι ἐκεχάριστο the pleasure of the Euboeans was done, Hdt.8.5; ταῦτα μὲν οὖν μνήμῃ κεχαρίσθω let a tribute be paid . . Pl.Phdr.250c; cf. “χάρις” A. V.
2. mostly part. pf. κεχαρισμένος, η, ον, as Adj., acceptable, welcome, “ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ” Il.5.243,826, etc.; κεχαρισμένα δῶρα θεοῖσι δίδωσι, 20.298, cf. Od.16.184, 19.397; κεχαρισμένα θεῖναί τινι to do things pleasing to one, Il.24.661; “ἀνὴρ κεχαρισμένα εἰδώς” Od.8.584; “θεοις κεχαρισμένα ποιεῖν” Lys.6.33; κεχ. τοῖς θεοῖς λέγειν τε καὶ πράττειν, Pl.Euthphr.14b, cf. Phdr.273e; “δοίη ᾧ κ᾽ ἐθέλοι καί οἱ κεχαρισμένος ἔλθοι” Od.2.54, cf. Hdt.1.87, 3.119, X.Mem. 1.2.10, etc.; “κεχαρισμένα θύρσῳ” E.HF892 (lyr.); “κεχαρ. χοιρίδιον” Ar.Pax386 (lyr.); “πᾶσιν κεχαρισμένος” Pl.Sph.218a; “λόγος κεχ.” D.14.1; “σιτίον ἢ ποτόν” X.Mem.2.1.24; “ἐν τοῖς μὴ κεχαρισμένοις . . πρὸς τὴν αἴσθησιν” Arist.PA645a7; cf. κεχαρισμένως.
3. later, Comp. “κεχαρισμενώτερος” Ael.NA12.7; Sup. “-ώτατος” Alciphr. 3.65.—Rare in Trag., but freq. in Att. Prose.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...abetic+letter=*x:entry+group=10:entry=xari/zw
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χείρ , ἡ, χειρός, χειρί, χεῖρα, dual χεῖρε, χεροῖν, pl. χεῖρες, χερῶν, χεῖρας, penult. being regularly short, when the ult. is long; dat. pl. regularly χερσί (χειρσί occurs in cod.Vat. of LXX, as Jd.7.19, 1 Ch.5.10, and late Inscrr. as CIG2811
A. b.10 (Aphrodisias), 2942c (Tralles): but Poets used the penult. long or short in all cases, as the verse required, χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας (of which Hom. uses only “χερί; χέρα” h.Pan.40); gen. dual “χειροῖν” S.El.206 (lyr.), 1394 (lyr.), IG22.1498.76; gen. pl. χειρῶν ib.31, common in Prose.—Poet. forms, dat. pl. χείρεσι(ν) once in Hom., Il.20.468, also Q.S.2.401, 5.469 (v.l.); “χείρεσσι” Il.12.382, Pi.O.10(11).62, S.Ant. 976 (lyr.), 1297 (lyr.), and once in trim., E.Alc.756; χέρεσσι(ν) Hes.Th.519, 747, B.17.49; “χερέεσσιν” AJA36.460 (Galatia):—Dor. nom. χέρς Timocr.9; χήρ Sophr. in PSI11.1214a3 (also, = δίψακος, Ps.-Dsc.3.11); gen. “χηρός” Alcm.32, IG42(1).121.22 (Epid., iv B. C.); acc. pl. χῆρας ib.96, Aeol. “χέρρας” Alc.Supp.4.21, Theoc.28.9.—On the accent and declension of these forms, v. Hdn.Gr.2.277,748:— the hand, whether closed, “παχεῖα” Il.3.376; “βαρεῖα” 11.235, al.; or open, flat, χερσὶ καταπρηνέσσι, χειρὶ καταπρηνεῖ, 15.114, Od.13.164, al.; “εἰς τὴν χ. ἐγχεάμενοί τι” X.Cyr.1.3.9: freq. in pl. where a single hand is meant, Il.23.384, etc.; reversely, sg. where more than one hand is spoken of, e.g. Od.3.37, etc.; dual joined with pl., “ἄμφω χεῖρας” 8.135; “χεῖρε ἀμφοτέρας” Il.21.115.
2. hand and arm, arm (cf. Ruf.Onom.11,82, Gal.2.347), “πῆχυν χειρὸς δεξιτερῆς” Il.21.166; “κατὰ χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθε” 11.252; “χεῖρες ἀπ᾽ ὤμων ἀΐσσοντο” Hes.Th.150; “χ. εἰς ὤμους γυμναί” Longus 1.4; ἐν χερσὶ γυναικῶν πεσέειν into the arms, Il.6.81, etc.: hence, words are added to denote the hand as distinct from the arm, “ἄκρην οὔτασε χεῖρα” 5.336; “περὶ ἄκραις ταῖς χ. χειρῖδας ἔχουσι” X.Cyr.8.8.17, cf. Pl. Prt.352a.
3. of the hand or paw of animals, “ὅσα [ζῷα] χεῖρας ἔχει” X.Mem.1.4.14; πορεύεσθαι ἐπὶ χειρῶν go on all fours. LXX Le.11.27; so of monkeys, Arist.HA502b3; of the fore-paws of the hyena, Id.Fr.369; of the bear, Plu.2.919a.
II. Special usages:
1. to denote position, ποτέρας τῆς χερός; on which hand? E.Cyc.681; “ἐπὶ δεξιὰ χειρός” Pi.P.6.19; “ἐπ᾽ ἀριστερὰ χειρός” Od.5.277; “χειρὸς εἰς τὰ δεξιά” S.Fr.598; “λαιᾶς χειρός” A.Pr.714 (but χείρ is often omitted with δεξιά, ἀριστερά, as we say the right, the left).
2. freq. in dat. of all numbers with Verbs which imply the use of hands, λάβε χειρί, χερσὶν ἑλέσθαι, Il.5.302, 10.501; “χερσὶν ἀσπάζεσθαι” Od.3.35; “προκαλίζεσθαι” 18.20; χειρί, χεροῖν ψαῦσαι, S.OT1510, 1466: sts. this dat. is added pleon. by way of emphasis, “ὄνυξι συλλαβὼν χερί” Id.Aj.310.
3. gen., by the hand, “χειρὸς ἔχειν τινά” Il.4.154; “χειρὸς ἑλών” 1.323, etc.; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised him by the hand, 24.515, cf. Od.14.319; “χερὶ χειρὸς ἑλών” Pi.P.9.122; “τινὰ χειρός ἑλκειν” Id.N.11.32; “ἀνέλκειν τινὰ τῆς χ.” Ar.V.569 (anap.).
4. the acc. is used when one takes the hand of a person, “χεῖρα γέροντος ἑλών” Il. 24.361; “χεῖρ᾽ ἕλε δεξιτερήν” Od.1.121; χεῖράς τ᾽ ἀλλήλων λαβέτην, in pledge of good faith, Il.6.233; so “ἔμβαλλε χ. δεξιὰν πρώτιστά μοι” S.Tr.1181; also “ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν” Id.Ph.813, cf. OC1632.
5. other uses of the acc.:
a. in prayer or entreaty, χεῖρας ἀνασχεῖν [θεοῖς] Il.3.275, etc.; “ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν” Od.6.310; “ἀμφὶ . . Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς” 7.142; “ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ᾽ Ὀδυσῆϊ” 23.207; “ἀμφί τινι χεῖρε β.” 21.223; “περίβαλε δὲ χέρας” Ar.Th.914, cf. A.Ag.1559 (anap.); “χεῖρας προΐσχεσθαι” Th.3.58, 66; so also “χεῖρας ἀείρων” Od.11.423, cf. Il.7.130 (tm.); χ. ἀνατείνειν (v. “ἀνατείνω” 1.1).
b. τὰς χεῖρας αἴρειν to hold up hands in token of assent or choice, of persons voting, Ar.Ec.264; “τὴν χ. αἴρειν” And.3.41; “ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀράτω τὴν χ.” X.An.5.6.33, cf. 7.3.6; ἀνατεινάτω τὴν χ. ib.3.2.9, 33; “χεῖρας ὀρεγνύς” Il.22.37; “χεῖρ᾽ ὀρέγων εἰς οὐρανόν” 15.371; “χεῖρας ὀ. τινί” Od.12.257; “πρός τινα” Pi. P.4.240; “ποτὶ στόμα χεῖρ᾽ ὀρέγεσθαι” Il.24.506 (but χεῖρά τισι ὀ. to reach them one's hand in help, X.HG5.2.17); also “χεῖρε ἑτάροισι πετάσσας” Il.4.523, etc.; “πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας” Od.11.392 (but χεῖρε πετάσσας abs., of one swimming, etc., 5.374, al.).
c. [Ἰλίου] χεῖρα ἑὴν ὑπερέσχε held the hand over
I. as a protector, Il.9.420, etc.: less freq. τισι, 4.249, cf. 5.433; “χεῖρά θ᾽ ὕπερθεν ἔχεις” IG14.1003.10 (Rome).
d. in hostile sense, χεῖρας or χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, Il.1.89, 19.261, al.; “χεῖρας ἐφιέναι τινί” 1.567, Od.1.254, al.; “χεῖρας ἐπιβάλλειν τισί” Plb.3.2.8, etc.; “χέρα τινὶ προσενεγκεῖν” Pi.P.9.36; χεῖρας ἐπί τινι ἰάλλειν, v. ἰάλλω 1.1.
e. χεῖρας ἀπέχειν keep hands off, “λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει” Il.1.97 codd.; “κερτομίας δέ τοι . . καὶ χεῖρας ἀφέξω . . μνηστήρων” Od.20.263; “ἀθανάτων ἀπέχειν χέρας” A.Eu.350 (lyr.); “τὼ χεῖρε ἀπέχεται” Pl.Smp.213d; “παύειν χεῖράς τινος” Il.21.294.
f. χεῖρας ἐπιτιθέναι τινί, in token of consecration, 1 Ep.Ti.5.22, etc.
6. with Preps.:
a. ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινάς to be intimate with . . , Plb.21.6.5; “αἱ ἀνὰ χεῖρά τινων ὁμιλίαι” S.E.M.1.64; τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα the matters in hand, Plu.2.614b, etc. (also οἱ ἀνὰ χ. χρόνοι the current period, PRyl.88.21 (ii A. D.); τὰ ἀνὰ χ. what comes his way, Ps.-Ptol.Centil.18; ἀνὰ χ. τῆς πύλης hard by . . , LXX 2 Ki.15.2.
b. ἀπὸ χειρὸς λογίσασθαι to reckon off-hand, roughly, Ar.V.656 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.29: but πότισον τὴν γῆν ἀπὸ χειρός by hand, PCair.Zen.155 (iii B. C.).
c. διὰ χερῶν ἔχειν, λαβεῖν, literally, to have or take between the hands, A.Supp.193, S.Ant.916; διὰ χειρὸς ἔχειν to hold in the hand, ib.1258 (anap.), Ar.V.597 (anap.); to have in hand, i. e. under control, Th.2.76; “διὰ χειρῶν ἔχειν τὴν πολιτείαν” Arist.Pol.1308a27; τὰ τῶν ξυμμάχων keep under control, Th.2.13: later, to have a work in hand, be engaged in it, Phld.Acad.Ind.p.69M. (χερός), D.H.Isoc.4; “τὰ ὅπλα” Plu.Cor.2, etc. (also διὰ χ. by direct payment, opp. διὰ τῆς τραπέζης by banker's order, BGU1156.8 (i B. C.), etc.; cf. “διὰ χ. ἔσπευδε τὴν πρᾶσιν” Charito 1.12); of arms, “διὰ χειρὸς εἶναι” Luc.Anach.35; διὰ χ. ἔχειν, c. part., to be continually doing, Plu.2.767c; “διὰ χειρός τινος ποιεῖν τι” LXXJo.17.4, al., cf. Act.Ap.7.25, al.
d. ἐς χεῖρας λαβεῖν τι literally, S.El.1120, etc.; to take a matter in hand, undertake it, “πρᾶγμ᾽ ἐς χέρας λαβόντ᾽” E.Hec.1242; “ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας” Hdt.1.126, 4.79, etc.; δοῦναί τινι ἐς χέρας, εἰς χεῖρα, S.El.1348, X.Cyr.8.8.22; “καταστῆσαι εἰς τὰς χ. τινος” Aeschin.2.28; of persons, ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς thou hast fallen into our hands, Il.10.448 (in Hom. also simply “ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο” Od.12.331, cf. 24.172); so “εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι” X.Cyr.7.4.10, cf. 2.4.15: generally, to have to do with any one, converse with him, Id.An.1.2.26 (so “ἐς χεῖρα γῇ ξυνῆψαν” E.Heracl.429): most freq. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τισι to come to blows or close quarters with . . , A.Th.680; “ἀλλήλοις” Th.7.44: abs., “εἰς χ. ἐλθεῖν” Id.4.96; “ἐς χ. ἰέναι” Id.2.3, 4.72, cf. PTeb.765.6 (ii B. C.); “συνιέναι” X.Cyr.8.8.22; also ἐς χειρῶν νόμον (fort. νομόν)“ ἀπικέσθαι” Hdt.9.48; ἐν χειρῶν νόμῳ (fort. νομῷ)“ ἀπόλλυσθαι” Id.8.89, cf. Aeschin.1.5, SIG167.37 (Mylasa, iv B. C.), Heraclid.Pol.25, Plb.1.34.5, 5.111.6; ἐν χειρὸς νόμῳ Arist.Pol.1285a10, D.H.6.26; “ἐν χειρῶν νομαῖς” SIG700.29 (Lete, ii B.C.), v. l. in LXX 3 Ma.1.5; ἐν χεροῖν δίκῃ cj. in E.Ba.738; “εἰς χεῖρας συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις” X.Cyr.2.1.11; also εἰς χεῖρας δέχεσθαί τινας to await their charge, Id.An.4.3.31; “ἐς χ. ὑπομεῖναί τινας” Th. 5.72.
e. ἐκ χειρός by hand of man, S.Aj.27: from near at hand, at close range, “ἐκ χειρὸς βάλλειν” X.An.3.3.15; ἀμύνασθαι ib.5.4.25; “μάχεσθαι” Id.HG7.2.14, cf. D.S.19.6; “πληγὰς ἐκ χ. ἀναδέξασθαι” Plu. tim.4; “οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χ. σιδήρου” LXX Jb.20.24; ἡ ἐκ χ. δίκη lynch law, D.H.4.37; “ἡ ἐκ χ. βία” Plb.9.4.6: metaph., ἡ ἐκ χ. θεωρία closerange reading, D.H.Isoc.2; so of time, out of hand, off-hand, forthwith, Plb.5.41.7, al.
f. “δέπας μητρὶ ἐν χειρὶ τίθει” Il.1.585, cf. Od.13.57, 15.120, al. (always so of a cup, hence ἐν χερσὶ τίθει δέπας, though found in most codd., was condemned by the critics in Il.l.c., Od.3.51, 15.130); “πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω” Il.8.289; τόξον, ἔγχος ἔχων ἐν χειρί, 15.443, 17.604; “σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί” Od.2.37; but “ἐν . . χειρὶ σκῆπτρον ἔθηκεν” Il.23.568; of a gift, “ἐν χερσὶ τίθει” 1.441, 446; ἐν ταῖς χ. ἔχειν, literally, Pl.R.432d; “τὰ ὅπλ᾽ ἐν ταῖς χ. ἔχων” D.9.8, etc. (metaph., “ἔτι μεμνημένων ὑμῶν καὶ μόνον οὐκ ἐν ταῖς χερσὶν ἕκαστ᾽ ἐχόντων” Id.18.226); but ἐν χερσὶν ἔχειν also, to have in hand, be engaged in, “τὸν γάμον” Hdt.1.35; “ἑορτήν” Plu.Alex.13; “τὴν περὶ Δημοσθένους πραγματείαν” D.H.Th.1; “ἐν χειρί τινα δίκην ἔχων” Pl.Tht. 172e; ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος the war in hand, D.H.8.87; περιτειχισμὸς ἐν χερσὶν ὤν ib.21; “ἡ ἐν χ. ζήτησις” S.E.M.11.208, etc.; freq. of fighting, ἐν χερσί hand to hand, “ἐν χ. ἦν ἡ μάχη” Th.4.43; “ἐν χ. ἀποκτεῖναι” Id.3.66, cf. 4.57,96, etc.; “ἐν χ. γίγνεσθαι τοῖς ἐναντίοις” Id.5.72; “ἐν χ. εἶναί τινος” X.HG4.6.11; “δίκη ἐν χερσί” Hes.Op.192; “ὁ ψόφος τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἵππων ὁ φρυαγμὸς ἐν χερσὶν ἐδόκει εἶναι” D.S.19.31; ἡ ἐν χερσὶν [δυστυχία] Plu.Cleom.22: also in dual, “τἀν χεροῖν” S.Ant.1345 (lyr.); ἐν χειρί τινος by the hand of . . , LXX Jo.21.2, al.; “ἐν χ. ἀγγέλου” Act.Ap.7.35 (v.l.).
g. ἐπὶ χειρὸς ἔχειν on or in one's hand, Thgn.490; ἐπὶ χεῖράς τινων ἐκφέρουσι put into their hands, Plu.2.815b; also ἐπὶ χεῖρά τινος next to, LXXNe.3.4.
h. κατὰ χειρός, of washing the hands before meals, ὕδωρ κατὰ χειρός (sc. φερέτω τις), Ar.V.1216, cf.Av.464 (anap.), Fr.502 (lyr.), Philox. 1, Ath.9.408e; (without ὕδωρ)“ κατὰ χ. ἐδόθη” Alex.261.2, cf. Arched. 2.3: prov. of that which is easily come by, Telecl.1.2 (anap.); “πάντα μοι κατὰ χ. ἦν τὰ πράγματα” at hand, Pherecr.146.5; also κατὰ χειρῶν δοῦναι, χέειν, λαβεῖν, Philyll.3, Antiph.287 (v.l.), Men.470 (troch.), cf. Phot.s.v. κατὰ χειρὸς ὕδωρ: κατὰ χεῖρα in deed or act, “κατὰ χ. γενναιότατοι” D.H.7.6; opp. συνέσει, Plu.Phil.7; κατὰ χεῖρά σου according to thy will, LXX Si.25.26: but κατὰ χεῖρας [τῆς σοφίας] by her side, ib.14.25.
i. μετὰ χερσὶν ἔχειν between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 15.717; [“ἄλεισον] μετὰ χ. ἐνώμα” Od.22.10: μετὰ χεῖρας ἔχειν to have in hand, be engaged in, Hdt.7.16.β́, Th.1.138.
k. λάβε παρὰ χεῖρα take in hand, LXX To. 11.4; but τὸ πὰρ χειρός the work in hand, B.13.10.
l. “πρὸ χειρῶν” close before one, S.Ant.1279, E.Tr.1207 (s.v.l.), Rh.274; πρὸ χειρὸς εἶναι cj. in Pl.Com.69.5.
m. πρὸς χειρός τινος by his hand, A.Supp.66 (lyr.), etc.; πρὸς ἐμὴν χεῖρα at the signs given by my hand, S.Ph.148 (anap.); πρὸς χεῖρα ὑποβορβορύζοντες on pressure, Hp.Epid.4.7.
n. ὑπὸ χερσὶ ἁλοῦσα under, i.e. by, another's hands, Il.2.374, etc.; ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι to bring under one's power, X.Ages.1.22; οἱ ὑπὸ χ. persons in one's power, D.6.34; ὑπὸ τὴν χ. ἐλθεῖν to come into one's hand, Luc.Herm.57, etc.; ὑπὸ χ. in hand, i.e. in stock, Arist.Mete.369b33; but also, at hand, i.e. at once, Plu.2.548e; τὰ ὑπὸ χ. ib.56b, Dsc.1.35; ὁ ὑπὸ χ. the attendant, Dsc.5.75; “παρέργως καὶ ὑπὸ χ.” extempore, Plu.Arat.3, etc.; also καθύπο χεῖρα κινῶν [τὰς οὐσίας], in Alchemy, Ps.-Democr. p.51 B.
III. the hand often receives the attributes of the person using it, χ. μεγάλη, of Zeus, Il.15.695 (χ. παγκρατής, of God, Secund.Sent.3; χ. ὑπερμήκης, of the 'long arm' of the king, Hdt.8.140.β᾽); θοὴ χ., of one throwing, Il.12.306; “ἀφνειά” Pi.O.7.1, cf. S.El. 458; εὐσεβεστέρα, εὐφιλής, A.Ch.141, Ag.34; κάρβανος ib.1061; “γεραιά” E.Hec.143 (anap.); “πονηρά” Id.Ion1316, etc.: to denote wealth or poverty, “πλειοτέρῃ σὺν χ.” Od.11.359; “κενεὰς σὺν χ. ἔχοντες” 10.42, cf. E.Hel.1280, etc.
2. it is represented as acting of itself, “χεῖρες μαιμῶσιν” Il.13.77, cf. S.Aj.50; “χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον” A.Th.554; “δήμου κρατοῦσα χ.” Id.Supp.604 (dub. l.): prov., “ἁ δὲ χ. τὰν χ. νίζει” Epich.273; or simply, “ἁ χ. τὰν χ.” AP5.207 (Mel.).
3. pl., in theurgy, name for spiritual powers, “αἱ δημιουργικαὶ [τοῦ Ἀπόλλωνος] δυνάμεις ἃς θεουργῶν παῖδες χεῖρας ἀποκαλοῦσιν” Procl. in Cra. p.101 P., cf. eund. in R.2.252K.
IV. to denote act or deed, opp. mere words, in pl., “ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν” Il.1.77; μνῆμ᾽ Ἑλένης χειρῶν of her handiwork, her art, Od.15.126 (so in sg., “δώρημ᾽ ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χ.” S.Tr.603); “χερσὶν ἢ λόγῳ” Id.OT883 (lyr.), cf. OC1297, etc.; τῇ χειρὶ χρᾶσθαι to use one's hands, i.c. be active, stirring, opp. ἀργὸς ἐπεστάναι, Hdt.3.78, cf. 9.72; τὰς χ. προσφέρειν to apply force, X.Mem.2.6.31: sg., “βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ” A.Pr.619; μιᾷ χειρί single-handed, D.21.219; “χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει” Aeschin.3.109, cf. 2.115; “χερσίν τε ποσίν τε” Il.20.360, cf. Pi.O.10(11).62, esp. of using the hands in a fight, cf. supr. 11.6d, e, f; of deeds of violence, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι before we try force, Od.20.181; ἀδίκων χ. ἄρχειν to give the first blow, X.Cyr.1.5.13, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, etc.; “ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν” Pl.Lg.869d: generally, χεῖρες violent measures, force, “ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν” Od.20.267; “ὑπόδικος χερῶν” A.Eu.260 (lyr.); “χερσὶ πεποιθώς” Il.16.624, etc.; ἐν χειρῶν νόμῳ v. supr. 11.6d; ὅπως θανάτοιο βαρείας χ. ἀλάλκοι, v.l. for κῆρας, Il.21.548.
V. a number, band, body of men, esp. of soldiers, “χεὶρ μεγάλη” Hdt.7.157; in dat., “οὐ σὺν μεγάλῃ χ.” Id.5.72; “πολλῇ χ.” 1.174, Th.3.96, E.Heracl. 337; pleon., “χ. μεγάλῃ πλήθεος” Hdt.7.20; “δεδωμάτωμαι δ᾽ οὐδ᾽ ἐγὼ σμικρᾷ χερί” A.Supp.958; οἰκεία χείρ, for χεὶρ οἰκετῶν, E.El.629; “σὺν πλήθει χερῶν” S.OT123.
VI. handwriting, “τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνήσασθαι” Hyp.Lyc.Fr.5, cf. IG9(1).189 (Phocis); τῇ ἐμῇ χ. Παύλου I Ep. Cor.16.21, Ep.Col.4.18: copy, counterpart of a document, SIG712.31 (Crete, ii B.C.); deed, instrument, “ἡ χ. ἥδε κυρία ἔστω” PRein.28.18 (ii B.C.), cf. PCair.Zen.477 (iii B.C.), etc.
b. handiwork of an artist or workman, “γλαφυρὰ χ.” Theoc.Epigr.8.5, etc.; “αἱ Ἐφεσίου χεῖρες” Herod.4.72, cf. 6.66; “σοφαὶ χέρες” APl.4.262; “τὰς Φειδίου χ.” Lib.Or. 30.22.
VII. of any implement resembling a hand:
1. a kind of gauntlet, X.Eq.12.5, Poll.1.135 (pl.).
2. χ. σιδηρᾶ grappling-iron, Th.4.25, 7.62; also of an anchor, AP6.38 (Phil.).
3. axle-tree, LXX 3 Ki.7.18(32).
4. in LXX, pillar or cairn, as it were a finger pointing to heaven, “χεὶρ Ἀβεσσαλώμ” LXX 2 Ki.18.18; also ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα, i.e. trophy, ib. 1 Ki.15.12.
5. χεῖρες ἐλάτιναι, of oars, Tim.Pers.7.
6. catch of a trigger, Hero Aut.13.9; “χ. κατάγουσα τὴν τοξῖτιν” Ph.Bel. 68.4, cf. Hero Bel.78.2.
7. instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13.
VIII. handful, “κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων” Phoen. 2.1.
IX. ointment containing five ingredients, Orib.Fr.89, Alex. Trall.7.1. (Cf. Arm. jein (dzern), Alb. dore, Tocharian (A-dialect) tsar, (B-dialect) sar, all = hand.)

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...phabetic+letter=*x:entry+group=14:entry=xei/r
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χείρων , ὁ, ἡ, neut. χεῖρον, gen. -ονος, acc. -ονα: nom. and acc. pl. χείρονες, -ας, χείρονα, contr. in Att. Prose χείρους, χείρω; dat. χείροσι, poet.
A. “χειρόνεσσι” Pi.N.8.22:—(for Ep. form χερείων , poet. χειρότερος , χερειότερος , v. sub vocc.):—irreg. Comp. of κακός: (χείρων from Χερ-ψων, cf. χερείων):
I. of persons, mcaner, inferior, either in bodily strength and bravery, or in rank, opp. ἀρείων, Il.10.238, Od.20.133; “σὺ μὲν ἐσθλὸς ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων” Il.20.434; “τοῦ γένετ᾽ ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων” 15.641, cf. Od.20.82; “ἦ πολὺ χείρονες ἄνδρες ἀμύμονος ἀνδρὸς ἄκοιτιν μνῶνται” 21.325; opp. κρείσσων, Pi.I.4(3).34(52); “τὸν ὄλβιον τόν τε χ.” E.Ba.422 (lyr.); “τὰ χείρονα” S.Fr.192, E.Supp.196.
2. later in moral sense, worse than others, sts. almost like a positive, knave, opp. ἀγαθός, S.Ph.456, cf. Th.3.9, Lys.16.3; “οἱ πένητες καὶ οἱ δημόται καὶ οἱ χ.” X.Ath.1.4, cf. 3.10; οἱ χ., opp. οἱ ἀγαθοί, Pl.R.460c, etc.
b. χ. βίος, opp. ἀμείνων, ib.618d; “γνώμη” X.Cyr.8.8.7.
3. worse in quality, inferior, of horses, Il.23.572: inferior, less skilful, “ἰητροί” Hp.Acut.6; ζωγράφοι, δημιουργοί, etc., Pl.Cra.429a, R.421e, etc.: χ. εἰς σοφίαν, εἰς τὴν ἀρετήν, Id.Tht.162c, R.335b; “πρὸς ἀλήθειαν” Luc. JTr.48; c. acc., “χ. τὰ πολεμικά” X.Cyr.8.8.20; χ. τὴν ψυχήν, τὴν διάνοιαν, Aeschin.3.46. Isoc.11.43; “τὰ ἄλλα μηδὲν χ.” Id.4.105; c. inf., “χ. ἡμῶν ταῦτα ποιεῖν” X.Cyr.2.1.16; οὐδὲν χείρους ἔσεσθε . . ἀκηκοότες you will be none the worse for having heard . . , D.24.139; less kind, “μὴ χ. περὶ ἡμᾶς αὐτοὺς εἶναι . . τῶν ὑπαρχόντων” Id.2.2.
II. of things, inferior in quality, “ἄεθλον” Il.23.413; “ὑποδήματα” X.Oec. 13.10; “ὄνομα” Pl.Cra.429b.
2. worse, harder, more severe, “νόσος” E.Andr.220; “μοῖρα” Pl.Phdr.248e; “τιμωρία” Ep.Hebr.10.29.
III. neut.,
1. as a Subst., “τὸ χ.” inferiority, Polem.Call.27; but mostly in phrases with Preps., ἐπὶ τὸ χ. τρέπεσθαι, κλῖναι, fall off, get worse, X.Cyr.8.8.2, Mem.3.5.13; “ἐπὶ τὸ χ. μεταβάλλει ἑαυτόν” Pl.R. 381b; ἀλλοιοῦσθαι ἐπὶ τὸ χ., opp. ἐπὶ τὸ βέλτιον, Thphr.CP6.3.3; also πάντα ὑποπτεύοντες ἐπὶ τὸ χ. putting the worst construction on . . D.H.6.85; “λαμβάνειν τι ἐπὶ τὸ χ.” J.AJ16.7.4; also “πρὸς τὸ χ. μεταβάλλειν” D.S.20.57; “κατὰ τὸ χ.” Pl.Lg.720e; in the lower sense, opp. κατὰ τὸ κρεῖττον, Dam.Pr.7: less freq. in pl., “ἐπὶ τὰ χείρω ἰέναι” X. Mem.3.9.9; “τὰ χ. προαιρεῖσθαι” Isoc.8.110.
2. as a predicate, ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ χ. (sc. ἐστί or ἔσται) Od.15.515, cf. X.An.7.6.4; with a neg., οὐ χ. [ἐστι] c. inf., we may as well, Pl.Phd.105a, Arist. EN1127a14; simply οὐ χεῖρον, in an answer, it is as well, Ar.Eq. 37; “λάβ᾽, ὦγάθ᾽: οὐδὲν χ.” Clearch.Com.4.
3. as Adv., worse, “χ. βουλεύσασθαι” Th.3.46, cf. 6.89; “χ. πρᾶξαι” Id.7.67; βιῶναι, ζῆν, Pl. R.344e, 519d.
b. in inferior degree, less, “ἀγαπᾶν” Id.Lg.928a; “φυλακὰς χ. φυλαττομένας” X.HG6.2.17, etc.
B. Sup. χείριστος , η, ον, worst, Pl.Plt.303a, etc.; ὁ χ., opp. ὁ βέλτιστος, Lys.1.2; esp. “οἱ χ.” men of lowest degrce, X.Mem.1.2.32. Adv. “χείριστα” Arist.PA687a24, Metaph.1083b2 (dub. 1.); also “-τως” LXX 2 Ma.7.39.
Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...abetic+letter=*x:entry+group=17:entry=xei/rwn
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορδή, γενικά, το έντερο· χορδή από έντερο, που τεντωμένη παράγει, ήχο. Επομένως, χορδή μουσικού οργάνου. Με αυτή τη σημασία απαντά στον Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (στ. 51): "επτά δε σύμφωνους οΐων ετανύσσατο χορδάς" (και τέντωσε επτά ταιριαστές [σύμφωνες] χορδές από έντερα προβάτου). Επίσης στην Οδύσσεια (φ 406-407): "ως ότ' ανήρ φόρμιγγος επιστάμενος και αοιδής ρηϊδέως ετάνυσσε νέω περί κόλλοπι χορδήν" (όπως όταν ένας πολύ επιδέξιος στη λύρα και στο τραγούδι εύκολα τεντώνει τη χορδή γύρω σ' ένα κόλλοπα [στριφτάρι]· μτφρ. Α. Τ. Murray). Ησύχ.: "χορδή· νευρά κιθάρας" (νευρα=χορδή, βλ. πιο κάτω). Με αυτή τη σημασία την αναφέρει, επίσης, ο Πολυδεύκης (IV, 62) στα μέρη των οργάνων.
Οι χορδές κατασκευάζονταν από έντερο ή τένοντα προβάτου ή κατσικιού: "χορδαίς οπταίς εριφείοις" (ψημένες χορδές από κατσίκια· Φερεκράτης , Πέρσαι: Kock CAF Ι, 182, απόσπ. 130). Ο Πλάτων ονομάζει τον αυλό πολυχορδότατο (που παράγει πολλές νότες). Αργότερα, η λέξη χρησιμοποιήθηκε και στην περίπτωση των φωνητικών χορδών (φωνητικαί χορδαί). Η λέξη νευρά χρησιμοποιούνταν συχνά για τη χορδή.
Ο κατασκευαστής χορδών λεγόταν χορδοποιός. Εκείνος που έστριβε τις χορδές (για να τις κουρδίσει) ονομαζόταν χορδοστρόφος· ήταν ακόμα και χορδοποιός και χορδιστής.

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=251

χορδ-ή , ἡ, pl.,
A. guts, tripe, Batr.222, Pherecr.130.9 (anap.), Ar.Fr.687 (anap.), 461 (sg).
II. that which is made from guts:
1. string of gut, “τὰ ὑποχόνδρια τελαμῶσι καὶ χορδαῖς διασφίγγει” Sor.2.29; in a loom, Arist.GA787b23: esp. string of a lyre or harp (not in A. or S., once in E., v. infr.), Od.21.407, h.Merc.51, etc.; “ἐν Αἰολίδεσσι χ.” Pi.P.2.69, cf. E.Hipp.1135 (lyr.); χορδὰς ἐπιτείνειν, opp. ἀνιέναι, Pl. Ly.209b; “ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χ.” Id.R.349e; “ὀξυτάτην καὶ βαρυτάτην χορδὴν ποιεῖν” Id.Phdr.268e; “τὰς χ. ἀλλήλαις συνιστάντα” Id.R.412a: metaph., “κινοῦσα χ. τὰς ἀκινήτους φρενῶν” Trag.Adesp. 361.
b. musical note, Pl.Phlb.56a.
2. sausage or black-pudding, “χορδῆς τόμος” Cratin.192, cf. Ar.Ach.1119, Nu.455 (anap.): he puns on the two senses in Ra.339. (Cf. Skt. hirā/ 'vein', hiras 'strip, band, fillet', Albanian zo[rmacr ]e 'entrails', Lat. haru-spex, ONorse g[oogon ]rn 'entrails', garn 'yarn'.)
Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...habetic+letter=*x:entry+group=30:entry=xordh/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χειρουργία, εμπειρία, δεξιότητα σε τέχνη των χεριών· τεχνική δεξιότητα.
Το επίθετο χειρουργικός χρησιμοποιείται με τη σημασία της τεχνικής επιδεξιότητας (LSJ, Δημ.), επίσης πρακτικής, οργανικής. Πλούτ. (Περί μουσ. 1135D, 13): "ημείς γαρ μάλλον χειρουργικώ μέρει της μουσικής εγγεγυμνάσμεθα" (όσο για μένα [μιλεί ο Λυσίας, ένα από τα τρία πρόσωπα του διαλόγου Περί μουσικής], έχω μάλλον μελετήσει το πρακτικό μέρος της μουσικής [δηλ. την εκτέλεση]).

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=250

χειρουργ-ία , Ion. -ιη, ἡ,
A. working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Ar.Lys.673, etc.; opp. γνώμη and γνῶσις (theory), Hp. Morb.1.6, Pl.Plt.259 e; opp. ξύνεσις, Id.Amat.135b.
II. ahandicraft or art, Id.Plt.258d, 277c; “τῶν ζωγράφων . . ἡ καλὴ χ.” Anaxandr. 33.1: pl., “περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινάς” Pl.Smp.203a, cf. Grg. 450b.
2. esp. the art or practice of surgery, opp. the administration of medicine, χειρουργίῃ χρῆσθαι perform an operation, Hp.Prog. [23]; “χειρουργίην ἐν γραφῇ διηγεῖσθαι” the mode of operation, Id.Art. 33, cf. D.S.5.74, Ph.1.253, Dsc.5.15, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Sor.1.12, etc.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...ic+letter=*x:entry+group=16:entry=xeirourgi/a
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χρήσι^μ-ος , η, ον, also ος, ον X.Mem.3.8.8, Pl.Grg.480b, R.333b: (χράμαι):—
A. useful, serviceable, first in Thgn.406; “εἰς ἀνάγκαν, ἔνθ᾽ οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται” S.OT878 (lyr.); τὸ χ. φρενῶν the excellence of . . , E.Ph.1740 (lyr.); “τὸ αὐτίκα χ.” Th.3.56; “ἡ διὰ τὸ χ. φιλία” Arist.EN1159b13; “τὰ χ.” Men.Mon.579; χ. εἴς τι useful for something, Hdt.4.109, Ar.Pl.493 (anap.), Pl.R.l. c.; ἐπί τι Id.Grg. l. c.; “πρός τι” E.Hipp.482 (Comp.); “ἰδίᾳ ἑκάστῳ χ. καὶ ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ ὠφέλιμα” X.Cyr.6.2.34; “τοῦτ᾽ οὖν τί ἐστι χρήσιμον;” Ar.Nu.202; χρήσιμόν ἐστι, c. inf., Id.Av.382 (troch.).
2. of persons, serviceable, useful, S.Aj.410, D.20.7, etc.; Comp. “-ώτερος” Pl.Lg.819c: esp., like χρηστός, a good and useful citizen, “χ. πόλει” E.Or.910; “χ. πολίτης” Eup.118; “χ. τινι” Is.Fr.16.1; “ἐπί τι” D.25.31; τοὺς εὐπόρους δεῖ χ. αὑτοὺς παρέχειν τοῖς πολίταις to show themselves useful, serviceable to the state, Id.42.22, cf. E.Supp.887, Is.Fr.10.1 (Comp.); τοῖς σώμασι -ώτεροι more able-bodied, X.Lac.5.9; opp. ἀργαλέος τὴν ὄψιν, Aeschin.1.61.
3. used, made use of, τέμενος -ώτατον a muchfrequented sanctuary, dub. in Hdt.2.178.
4. χρησίμη διαθήκη an available (i.e. authentic) will, Is.6.30.
5. νομίσματα οὐ χρήσιμα ἔξω money that will not pass abroad, X.Vect.3.2.
II. Adv., -μως ἔχειν to be serviceable, Th.3.44, X.Cyr.8.5.9; χ. τινὶ σωθῆναι with advantage to him, Th.5.91, cf. J.BJ6.2.9; “τὰ -μως λεγόμενα” Plu. 2.36d.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...etic+letter=*x:entry+group=35:entry=xrh/simos
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χρήσις, κατά τον Αριστείδη Κοϊντιλιανό , ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας , κατά το οποίο η μελωδία συμπληρωνόταν ή τελειοποιούνταν "χρήσις δέ, η ποιά της μελωδίας απεργασία. Ταύτης δε πάλιν είδη τρία, αγωγή, πεττεία, πλοκή" (χρήση είναι μια συμπλήρωση [τελειοποίηση] της μελωδίας. Και αυτής πάλι υπήρχαν τρία είδη, η αγωγή, η πεττεία και η πλοκή).

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=257


χρῆσις, εως, ἡ, (χράομαι)
I. employment, use made of a thing, “ἀνέμων” Pi.O.11(10).2; “χρημάτων” Democr.282; “οἰκίας” Pl.Erx.394d, cf. SIG987.33 (Chios, iv B. C.); τὴν κατ᾽ ἀξίαν χ. ποιοῦνται ἑκάστῳ (fort. leg. ἑκάστου) Iamb.Protr.5; use, practice, Hp.VM4; in pl., uses, advantages, Pi.N.1.30; αἱ ἐς τὰ πολεμικὰ χ. the uses of war, X.Cyr. 8.5.7; “αἱ πολιτικαὶ χ.” Arist.Pol.1267a23; opp. κτῆσις, Pl.Mx.238b, Arist.EN1098b32, Cic.Fam.7.29.1; opp. πώλησις, X.Oec.3.9.
2. usefulness, Th.7.5; opp. ἀχρηστία, Pl.R.333d; “ἐς χρῆσιν κρατύνεσθαι” so as to become useful, Hp.Art.27; ἔχειν χρῆσιν to be useful, D.11.8.
3. intimacy, acquaintance, ἡ οἰκειότης καὶ ἡ χ. [τῆς πόλεως] Isoc. Ep.2.14; “ἡ χ. ἡ πρὸς ἀλλήλους” Arist.Pol.1280a36; “αἱ οἴκοι χρήσεις” Isoc.19.11; “ἡ τῶν ἀφροδισίων χ.” Pl.Lg.841a, Arist.HA581b13, cf. Pol. 1262a34 (pl.), Ep.Rom.1.26; τὰ ἐν χρήσει familiar objects, Plot.4.4.37.
4. Gramm., usage, of words, “ἡ ἐξαλλαγὴ τῆς συνήθους χ.” D.H.Amm.2.3; ἀναστρέφων τὰς χ. ib.2, cf. A.D.Synt.119.24, al.; “ἡ Πλάτωνος χ.” Id.Pron.72.18; in concrete sense, example of a word or use, πυκνῶς αἱ χ. παρὰ Αἰολεῦσιν ib.66.3; passage cited, f. l. for κρίσει in D.H.Rh.4.3; indicated by the symbol <*>, Anon.Oxy.1611.56 (iii A. D.); <*> Ἀριστοφάνους (referring to Av.1181) An.Ox.2.452.
II. (χράω (B) A), oracular response, ἀπὸ κείνου χρήσιος at his bidding, Pi.O.13.76.
III. (χράω (B) B), lending, loan, Arist.EN 1131a4, Plb.31.23.4, Ps.-Phoc.106.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...abetic+letter=*x:entry+group=35:entry=xrh=sis
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χρόα, και χροιά· η ιδιαίτερη διαίρεση των διαστημάτων σε κάθε γένος, η οποία καθόριζε την ποικιλία των διαστημάτων που σύνθεταν το γένος σε κάθε περίπτωση. Ο Αριστόξενος (Αρμ. ΙΙ, 50-52 Mb) αναγνωρίζει έξι χρόες και στα τρία γένη συνολικά· συγκεκριμένα, δύο στο διατονικό: (α) στο μαλακό και (β) στο σύντονο, μία στο εναρμόνιο και τρεις στο χρωματικό γένος: (α) στο μαλακό, (β) στο ημιόλιο και (γ) στο σύντονο ή τονιαίο. Περισσότερες λεπτομέρειες δίνονται για κάθε περίπτωση χωριστά (βλ. τα λ. διάτονον , εναρμόνιον και χρωματικόν ).
Κλεον. (Εισαγ. 6): "Χρόα δε εστι γένους ειδική διαίρεσις· χρόαι δε εισιν αι ρηταί και γνώριμοι έξ, αρμονίας μία, χρώματος τρεις, διατόνου δύο" (Χρόα είναι μια ειδική διαίρεση του γένους· και οι ορισμένες και γνωστές χρόες είναι έξι· μία στο εναρμόνιο, τρεις στο χρωματικό και δύο στο διατονικό). Ο Πτολεμαίος αναγνώριζε οκτώ χρόες: πέντε στο διατονικό, μία στο εναρμόνιο και δύο στο χρωματικό (πρβ. Πορφύρ. Comment, έκδ. I. During, σ. 157 και Παχυμ. στον Vincent Notices 422-423).
Η λέξη χροιά απαντά επίσης με τη σημασία του χρώματος τόνου, του τίμπρο. Ο Γαυδέντιος (Εισαγ. 2) δίνει τον ακόλουθο ορισμό: "χροιά δε εστι, καθ' ην διαφέροιεν (άν) αλλήλων οι κατά τον αυτόν τόπον ή χρόνον φαινόμενοι, σΐον η του λεγομένου μέλους φύσις εν φωνή και τα όμοια" (χροιά είναι [η ιδιότητα] με την οποία νότες [ήχοι] που εμφανίζονται [ακούονται] στην ίδια θέση [ύψος] ή χρόνο διαφέρουν ο ένας από τον άλλο, όπως η φωνητική φύση του μέλους και τα όμοια).

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=257

χρόα , ἡ,
A. v. χροιά.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...habetic+letter=*x:entry+group=37:entry=xro/a1
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χρόνος, στην ποίηση και τη μετρική , η διάρκεια, η ποσότητα (σε χρόνο) μιας συλλαβής. Στη μουσική, το βασικό στοιχείο του ρυθμού, το στοιχείο της μέτρησης. Κατά τον Βακχείο (Εισαγ. 23 Mb), οι χρόνοι ήταν τρεις:

(α) ο βραχύς· "ο ελάχιστος και εις μερισμούς μη πίπτων" (ο μικρότερος και αδιαίρετος)·

(β) ο μακρός· "ο τούτου διπλάσιος"·

(γ) ο άλογος· "άλογος· ο του μεν βραχέος μακρύτερος, του δε μακρού ελάσσων υπάρχων· υπόσω δέ εστιν ελάσσων ή μείζων δια το λόγω δυσαπόδοτον, εξ αυτού του συμβεβηκότος άλογος εκλήθη" (εκείνος που είναι μακρότερος από τον βραχύ και μικρότερος από τον μακρό· και επειδή δεν είναι δυνατό να αποδειχτεί πόσο μικρότερος ή μακρότερος είναι, ονομάστηκε άλογος).
άλογος χρόνος, κατά τον Αριστόξενο , είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να νοηθεί και να εκφραστεί με κλάσματα [τμήματα] του πρώτου χρόνου. Πρώτος χρόνος είναι για τον Αριστόξενο ο βραχύς, ο ελάχιστος: "Πρώτος χρόνος είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να διαιρεθεί με κανένα ρυθμικό τρόπο και πάνω στον οποίο δεν μπορούν να τοποθετηθούν δύο ήχοι ούτε δύο συλλαβές ή δύο ορχηστικές κινήσεις, δηλ. η χρονική μονάδα· χρόνος δίσημος είναι ο χρόνος που περιέχει δύο φορές τον πρώτο, τη χρονική μονάδα. Χρόνος τρίσημος εκείνος που περιέχει τρεις φορές τον πρώτο· τετράσημος εκείνος που περιέχει τέσσερις φορές τον πρώτο· πεντάσημος πέντε φορές" (Αριστόξ. Ρυθμός 3, έκδ. Feussner· Ανών. Bell. 53, 1). Έτσι, ο πρώτος χρόνος είναι αδιαίρετος, (ασύνθετος, απλός)· όλοι οι άλλοι είναι σύνθετοι.
Ο χρόνος της παύσης λεγόταν χρόνος κενός· ο Αριστείδης (40-41 Mb, R.P.W.-I. 38-39) αναγνώριζε δύο χρόνους κενούς: το λείμμα, τη βραχεία ή απλή παύση, και την πρόσθεση (πρόσθεσις), τη μακρά παύση, διπλάσια της πρώτης. Το τέλος ενός τμήματος σημειωνόταν με το σημείο ¦:, που ονομαζόταν διαστολή
και σήμαινε μια διακοπή αόριστης διάρκειας.

Βλ. τα λ. παρασημαντική και ρυθμός

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=257

χρόνος , ὁ,
A. time, Hom. (v. infr.), etc.: dist. fr. καιρός, D.59.35, cf. Ammon.Diff.p.79 V.; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ᾽ ἂν χ. δύναιτο θέμεν τέλος P.O.2.17; “μυρίος χ.” Id.I.5(4).28, S.OC618; “μακρὸς κἀναρίθμητος χ.” Id.Aj.646; “ὁ πᾶς χ.” Pi.P.1.46, cf. A.Eu.484; πρόπας χ. ib.898; ἐς τὸ πᾶν χρόνου ib.670; but in Prose, “τοῦ χ. τὸν πλεῖστον” Th.1.30, cf. Isoc.9.41; “τὸν πρῶτον τοῦ χ.” X.Lac.1.5; “τὸν δι᾽ αἰῶνος χ.” A.Ag.554; χρόνου πολλοῦ δέονται take a long time, X. Smp.2.4, etc.; “δότε τι τῷ χ.” Antipho 5.86.
b. time in the abstract, ἀμερὴς χ. Timo 76; “τριμερής” S.E.M.10.197, cf. Plu.2.153b; defined by Zeno Stoic.1.26, Apollod. ib.3.260.
2. a definite time, period, δεκέτης, τρίμηνος, S.Ph.715 (lyr.), Tr.164; χ. βίου, ἥβης χ., E.Alc. 670, El.20; “πολὺν ἀριθμὸν χρόνου γεγονότες” Aeschin.1.49: pl., of points or periods of time, τοῖς χ. ἀκριβῶς with chronological accuracy, Th.1.97; τοῖς χ. by the dates, Isoc.11.36; μετενεγκόντα τοὺς χ. altering the dates, D.18.225; “μακρῶν καὶ πολλῶν χρόνων” Pl.Lg.798b; “τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν” IG5(1).728.7 (Sparta), cf. 14.1747.3 (Rome); χρόνων μῆκος (dub., leg. χρόνου) Chor.35.51 p.403 F.-R.
b. date, term of payment due, Leg.Gort.1.10, al.
c. year, “Ἑλληνικά” 1.233 (Rhamnus, i B. C.), PLond.2.417.14 (iv A. D.), App.Anth.6.154.1 (leg. εἷς ἔτι), Ps.-Ptol.Centil.24, cf. EM 254.13.
d. equatorial degree, Ptol.Tetr.44, Paul.Al.A.2, al., Cat.Cod.Astr.5(1).240.
3. Special phrases:
a. acc., χρόνον for a while, for a long or short time, Od.4.599, 6.295, Hdt.1.175, 7.223, etc.; πολὺν χρόνον for a long time, Od.11.161; “δηρὸν χ.” Il.14.206; “οὐκ ὀλίγον χ.” 19.157; “τοῦτον τὸν χ.” Hdt.1.75; ἐς τὸν αἰὲν χ. for ever, E.Or.207 (lyr.); οὐ πολὺς χ. ἐξ οὗ . . Pl.R. 452c; “παλαιὸς ἀφ᾽ οὗ χρόνος” S.Aj.600 (lyr.); ἦν χρόνος ἐν ᾧ . . , or ὅτε . . , Linusap.D.L.Prooem.4, Critias 25.1 D.; “ἕνα χ.” once for all, Il.15.511.
b. gen., χρόνου περιιόντος as time came round, Hdt. 4.155; so χ. ἐπιγενομένου, διεξελθόντος, προβαίνοντος, Id.1.28, 2.52, 3.53; χρόνου γενομένου after a time, D.S.20.109; ὀλίγου χρόνου in a short time, Hdt.3.134; “πολλοῦ . . οὐχ ἑόρακά πω χρόνου” Ar. Pl.98; οὐ μακροῦ χ., τοῦ λοιποῦ χ., S.El.478 (lyr.), 817; “βαιοῦ κοὐχὶ μυρίου χ.” Id.OC397; “ποίου χρόνου;” A.Ag.278; πόσου χ.; after how long? Ar.Ach.83.
c. dat., “χρόνῳ” in process of time, Xenoph.18, Hdt.1.80, 176, al.: freq. in Trag., as A.Ag.126,463, Ch.650 (all lyr.); also “χρόνῳ κοτέ” Hdt.9.62; “τῷ χ. ποτέ” Ar.Nu.865; χρόνῳ, χρόνοις ὕστερον, long after, Th.1.8, Lys.3.39; οὐ χρόνῳ immediately, Ps.Democr.Alch.p.49B.: also c. Art., “τῷ χ.” Ar.Nu.66, 1242.
d. ὁ ἄλλος χ., in Att., of past time, D.20.16, ὁ λοιπὸς χ., of future, v. λοιπός 3; so χ. ἐφέρπων, ἐπαντέλλων, μέλλων, Pi.O.6.97, 8.28, 10(11).7; also κατὰ χ. ἱκνούμενον or κατὰ χ. <τὸν> ἱ. at a later (or the fitting) time, Ant.Lib.27.4 (cf. “ἱκνέομαι” 111.2).
4. with Preps.:—ἀνὰ χρόνον in course of time, after a time, Hdt.1.173, 2.151, 5.27, al.
b. ἀφ᾽ οὗ χρόνου from such time as . . , X.Cyr.1.2.13.
c. διὰ χρόνου after a time, after an interval, S.Ph.758, Ar.Lys.904, Pl.1055, Th.2.94; “διὰ χρόνου πολλοῦ” Hdt.3.27; “διὰ π. χ.” Ar.V.1476; “διὰ μακρῶν χρόνων” Pl.Ti.22d: but χρόνος . . διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι means one space of time after another, day after day, S.Ph.285.
d. ἐκ πολλοῦ τευ χ. a long time since, long ago, Hdt.2.58.
e. ἐν χρόνῳ, like χρόνῳ, in course of time, at length, A.Eu.1000 (lyr.); for a long time, Pl.Phdr.278d; ἐν πολλῷ χρόνῳ ib.228a; ἐν χρόνοισι perh. formerly, [Emp.]Sphaer.108 (leg. Κάρπιμος).
f. ἐντὸς χρόνου within a certain time, Hdt.8.104.
g. ἐπὶ χρόνον for a time, for a while, Il.2.299, Od.14.193, Hdt.1.116; “πολλὸν ἐπὶ χ.” Od.12.407; “χρόνον ἐπὶ μακρόν” Hdt.1.81; παυρίδιον or παῦρον ἐπὶ χ., Hes.Op.133, 326.
h. “ἐς χρόνον” hereafter, Hdt.3.72, 9.89.
i. μετὰ χρόνον after a time, Id.2.52, etc.; μέχρι τοῦ αὐτοῦ χ. up to the same time, Th.1.13.
k. “πρὸ τοῦ καθήκοντος χ.” Aeschin.3.126; so “τοῦ χρόνου πρόσθεν” S.Ant.461.
l. σὺν (ξὺν) χρόνῳ, like χρόνῳ or διὰ χρόνου, A.Ag.1378, Eu.555 (lyr.).
m. ὑπὸ χρόνου by lapse of time, Th. 1.21: but ὑπὸ αὐτὸν τὸν χ. about the same time, Hdt.7.165, cf. Th.1.100 (pl.).
II. lifetime, age, “ὁ μακρὸς ἀνθρώπων χρόνος” S.Ph. 306; “χρόνῳ παλαιοί” Id.OC112; χρόνῳ μείων ib.374; τοσόσδε τῷ χ. so far gone in years, Pl.Ax.365b; “χρόνῳ βραδύς” S.OC875.
III. season or portion of the year, “περιγράψαι τοῦ ἔτους χρόνον” X.Mem.1.4.12.
IV. delay, οὐδ᾽ ἐποίησαν (fort. ἐνεποίησαν)“ χ. οὐδένα” D.19.163; “χρόνον δ᾽ αἱ νύκτες ἔχοντι” linger, Theoc.21.25; χρόνους ἐμποιεῖν to interpose delays, D.23.93.
V. Gramm.,
1. tense of a verb, D.H.Th.24, A.D.Adv.123.17, D.T.638.3.
2. time or quantity of a syllable, Longin.39.4, A.D.Synt.130.4, al.: βραχὺς χ. a short syllable, ib.309.23; of the augment, ib.237.10.
3. in Rhythmic and Music, time, “διαιρεῖται ὁ χ. ὑπὸ τῶν ῥυθμιζομένων” Aristox.Rhyth.p.79 W., etc.; ὁ πρῶτος [χ.] time-unit, ibid., Aristid. Quint.1.14, etc.; χρόνος κενός ib.18: freq. in pl., “λέξις εἰς χρόνους τεθεῖσα διαφέροντας” Aristox.Rhyth.p.77 W., cf. Anon.Rhythm.Oxy. 9ii6; [“μέτρα] προχωρεῖ ἕως λ́ χρόνων” Aristid.Quint.1.23.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...abetic+letter=*x:entry+group=37:entry=xro/nos
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χρωματικόν, γένος ή, απλώς, χρώμα· το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la.
Τα ονόματα των συστατικών φθόγγων του τετραχόρδου πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με τη γενική τους σειρά στο τετράχορδο (το διάστημα μεταξύ λιχανού

και μέσης θεωρείται απλό, όχι σύνθετο ή πήδημα τρίτης όπως θα λέγαμε σήμερα)· συγκρίνετε, στο ακόλουθο παράδειγμα, τα ονόματα των φθόγγων και στα δύο τετράχορδα, διατονικό και χρωματικό:



Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο.

Κατά τον Ανώνυμο (Bell. 57-59, 53): (α) το μαλακό είναι εκείνο το τετράχορδο στο οποίο το πυκνόν (όταν το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων [mi -fa - fa δί. στο παράδειγμα] είναι μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου [fa δί. - la]) είναι ίσο προς τρεις εναρμόνιες διέσεις μείον 1/12 του τόνου· δηλαδή, αφού ή εναρμόνια δίεση είναι 1/4 (δηλ. 3/12) του τόνου, το χρωματικό πυκνό θα είναι ίσο προς 3 x 1/4= 3/4 ή 9/12 μείον 1/12= 8/12 του τόνου. Έτσι, το μαλακό χρωματικό θα προχωρούσε με τον ακόλουθο τρόπο:



(β) το ημιόλιο είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι ίσο προς ένα ημιτόνιο και μια εναρμόνια δίεση, δηλαδή 1/2+1/4=3/4 = 9/12 του τόνου:



(γ) Το σύντονο είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό αποτελείται από δύο ημιτόνια (mi - fa - fa δί.) και το υπόλοιπο είναι ένας και μισός τόνος (fa δί. - la):



Οι παραπάνω ορισμοί έχουν την προέλευσή τους στον Αριστόξενο (Αρμον. Στοιχ. II, 50-51 Mb), ο οποίος δίνει τους ακόλουθους ορισμούς: (α) το μαλακό χρωματικό είναι το τετράχορδο στο οποίο το πυκνό αποτελείται από δύο ελάχιστες χρωματικές διέσεις ("εκ δύο χρωματικών διέσεων ελαχίστων"), δηλαδή 4/12+4/12= 8/12, και το υπόλοιπο είναι ένα ημιτόνιο παρμένο τρεις φορές (δηλ. 1/2 x 3= 3/2 ή 18/12) συν μία χρωματική δίεση (4/12), δηλ. 18/12+4/12 = 22/12· Έτσι, το μαλακό χρωματικό του Αριστόξενου είναι το ίδιο με εκείνο του Ανώνυμου που δώσαμε παραπάνω (4/12+4/12+22/12)·

(β) Το ημιόλιο χρωματικό είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι μιάμιση φορά το εναρμόνιο πυκνό (1/4+1/4=1/2 = 6/12 εναρμ. πυκνό· πλέον το μισό του 3/12) δηλ. 6/12+3/12=9/12· Έτσι, τα δύο πρώτα διαστήματα του χρωματικού τετραχόρδου, αν ληφθούν ως πυκνό, θα είναι, κατά τον ’ριστόξενο, 9/12 του τόνου, ακοιβώς όπως και εκείνο του Ανώνυμου που αναφέρθηκε παραπάνω. Το υπόλοιπο του τετραχόρδου θα είναι 21/12, δηλ. συνολικά (4 1/2 /12) + (4 1/2 / 12) +21/12.
(γ) Το τονιαίο είναι το σύντονο του Ανώνυμου. Το σύντονο ορίζεται από τον Ανώνυμο (σ. 59) ως "εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι ένα ημιτόνιο". Αυτό είναι ένα φανερό λάθος, γιατί το πυκνό στο σύντονο είναι δύο ημιτόνια.
Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 7) ορίζει τις τρεις χρόες του χρωματικού τετραχόρδου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μολονότι η φρασεολογία διαφέρει ελαφρά.
Ο Αριστείδης (18 Mb, R.P.W.-I. 16) αναφέρει πως το χρώμα ονομάζεται έτσι, γιατί τεντώνεται με ημιτόνια ("το δι' ημιτονίων συντεινόμενον"). Ο Ανώνυμος (σσ. 30-31), από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει: "χρωμα δε, ήτοι παρά το τετράφθαι πως εκ του διατονικού, ή παρά το χρώζειν μεν αυτό τα άλλα συστήματα... έστι δε ήδιστόν τε και γοερώτατον" (το χρώμα ονομάζεται έτσι, γιατί απομακρύνεται κάπως από το διατονικό ή γιατί χρωματίζει τα άλλα συστήματα· ...και είναι γλυκύτατο και πολύ θρηνητικό).

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=257

χρῶμα , ατος, τό, (χρώννυμι)
A. skin, esp. of the human body, “κάθαρσις διὰ τοῦ χρώματος” Hp.Insomn.89 (sed χρωτός recte cod. θ).
II. colour, esp. of the skin or body, complexion, Hdt.2.32, 3.101, Hp. Aph.4.40, etc.; “χρῶμα ἀλλάξαι” E.Ph.1246, cf. Men.Epit.466; “μεθιστάναι τοῦ χρώματος” Ar.Eq.399 (lyr.); “τὸ χ. διακεκναις μένος” Id.Nu. 120; παντοδαπὰ ἠφίει χρώματα changed colour continually, Pl.Ly. 222b; χ. διαμένον an unchanging colour (of the face), Nicol.Com.1.28; so of animals, x.Cyn.4.7.
2. generally, colour, Gorg. ap. S.E.M. 7.85; defined by Zeno Stoic.1.26; χρώματα βάπτειν use pigments for dyeing, Pl.R.429e; ἐκ τῶν χρωμάτων καὶ σχημάτων θεωρεῖν, i.e. look to the outside only, ib.601a; “διὰ τῶν χ. ἀπεικάζειν” X.Mem.3.10.1; “χρώμασι καὶ σχήμασι μιμεῖσθαι” Arist.Po.1447a18; περὶ χρωμάτων, title of treatise by Arist.; “ἐναλείφειν τοῖς χ.” Id.GA743b24; “χρωμάτων κρᾶσις” Luc.Zeux.5; χρώματος ἔντριψις, of cosmetics, X. Cyr.1.3.2; “τοῖς ἐγχρίστοις εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς χρώμασιν” Arist.GA 747a10; of medicines, “φάρμακα χρώμασι καὶ ὀσμαῖς πεποικιλμένα” Pl. Cra.394a.
III. turmeric, Curcuma longa, used in dyeing, Thphr.Od.31.
IV. complexion, character of style in writing, χρώματα [λέξεως] (of τὸ στριφνόν, τὸ τυκνόν, etc.) D.H.Amm.2.2; “ποιητικῆς χρώματα” Phld.Mus.p.84K., cf. Hermog.Id.1.12.
2. metaph. in pl., ornaments, embellishments, “ἀλλοτρίοις χ. καὶ κόσμοις” Pl.Phdr.239d, cf. Grg.465b; also of style or language, D.H.Comp. 20; of Music, “γυμνωθέντα . . τῶν τῆς μουσικῆς χρωμάτων τὰ τῶν τοιητῶν” Pl.R.601b.
3. in Music, a modification of the simplest music: “τὰ μέλη μεταβολαῖς καὶ χρώμασιν ὡς εὖ κέκραται” Antiph.209.4; “χρώματα εὔχροα ἐκιθάρισε” Philoch.66:but esp.
b. chromatic scale or music, “οὔτε χρῶμα δειλοὺς οὔτε ἁρμονία ἀνδρείους ποιεῖ” Anon. in PHib.1.13.22, cf. Cleonid.Harm.3, Bacch.Harm.23, etc.: χ.μαλακόν, ἡμιόλιον, τονιαῖον, Cleonid.Harm.7.
4. Rhet., complexion, colourable pretence, Hermog.Stat.1,3(pl.), Arg.D.19<*>12.
V. of the factions in the Circus at Constantinople, Agath.5.14,21.
VI. Astrol., = χρόα1.3, complexion of heavenly bodies, Phld.D.3.9, Vett. Val.107.26.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...habetic+letter=*x:entry+group=43:entry=xrw=ma
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χρωμα^τ-ικός , ή, όν,
A. of, relating to colour:—but only found,
II. metaph., in Rhet., offering a colourable pretext (χρῶμα IV.4), τὸ χ., as name of a form of rebuttal, Aps.p.273H. (v.l. χρωμάτιον).
2. in Music, chromatic (cf. χρῶμα IV. 3), “μελῳδία” D.H.Comp.19; μέλος, opp. διάτονον, ἐναρμόνιον, Alciphr.1.18, cf. Aristox(?).Oxy.667.1; τὸ -κὸν [γένος] the chromatic genus, Plu.2.744c, cf. Phld.Mus.p.63K., Ph.1.321.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...ic+letter=*x:entry+group=43:entry=xrwmatiko/s
 
Top