Aristoxenos - Elementi di armonica - Αναγνωστήριο

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τόνος, ο όρος αυτός είχε διάφορες, και κάποτε όχι ολότελα ξεκαθαρισμένες, σημασίες στην αρχαία ελληνική μουσική.
Οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνούν στις ακόλουθες σημασίες του όρου:

(α) τάση (τάσις · ύψος), όπως "όταν λέμε ότι ένας εκτελεστής χρησιμοποιεί έναν υψηλό ή χαμηλό τόνο" (Πορφύρ. Comment, έκδ. I.D. 82, 87, Wallis III, 258).

(β) διάστημα , δηλ. το διάστημα κατά το οποίο η 5η ξεπερνά την 4η· αλλιώς, η μεγάλη 2η, όπως λέμε και σήμερα τόνος.

(γ) κλίμακα τοποθετημένη σ' ένα ορισμένο ύψος, π.χ. δώριος τόνος, φρύγιος τόνος κτλ. (όπως λέμε σήμερα τόνος του sol, τόνος του re κτλ., σε διάκριση από τον μείζονα τρόπο· λ.χ. τρόπος sol μείζων, τοποθετημένος στον τόνο του sol κτλ.). Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 12) δίνει μια τέταρτη σημασία· τη σημασία του φθόγγου (ήχου, τόνου), π.χ. επτάτονος φόρμιγξ. Οι όροι τόνος, τρόπος και αρμονία εμφανίζονται σε αρχαία κείμενα χωρίς σαφή διάκριση μεταξύ τους. Ο όρος τόνος συχνά χρησιμοποιείται και για την αρμονία· ο Αριστόξενος (Αρμ. ΙΙ, 37 Mb) δίνει τον ακόλουθο ορισμό του τόνου: "Πέμπτον δ' εστί των μερών [της αρμονικής πραγματείας] το περί τους τόνους, εφ' ών τιθέμενα τα συστήματα μελωδείται" (Το πέμπτο μέρος [της αρμονικής] ασχολείται με τους τόνους, πάνω στους οποίους τραγουδιούνται [εκτελούνται] τα συστήματα). Έτσι, ο τόνος είναι ο τόπος ή η περιοχή ή το ύψος, όπου μια αρμονία μπορεί να αναπαραχθεί. Δηλαδή, αν χρησιμοποιούσαμε σημερινά ονόματα φθόγγων, θα λέγαμε η οκτάβα do - do ή μια άλλη οκτάβα, re - re, mi - mi κτλ., μέσα στην οποία τοποθετείται η δωρική ή η φρυγική ή άλλη αρμονία, με την εσωτερική διάταξη των διαστημάτων της η καθεμιά· όπως απαράλλαχτα τοποθετούμε τον μείζονα ή ελάσσονα σε μια οκτάβα και λέμε sol μείζονα ή sol ελάσσονα κτλ.

Οι τόνοι δε διέφεραν μεταξύ τους ως προς την εσωτερική διάταξη των διαστημάτων· η μόνη διαφορά τους ήταν το ύψος. Στην πραγματικότητα, οι τόνοι ήταν μεταφορές του τελείου αμετάβολου συστήματος [βλ. λ. σύστημα ] Ο Αριστόξενος καθιέρωσε ένα σύστημα 13 τόνων, διαταγμένων σε απόσταση ημιτονίου από τον ένα στον άλλο· η μέση του χαμηλότερου τόνου ήταν σε απόσταση ογδόης από τη μέση του ψηλότερου τόνου (fa - fa). Παρατίθενται οι 13 τόνοι του Αριστόξενου (στο διατονικό γένος)· είναι εύκολο να προσέξει κανείς πως, από άποψη εσωτερικής διάταξης των διαστημάτων τους, οι τόνοι, είναι όλοι οι ίδιοι, επομένως, η διαφορετική ονομασία τους οφείλεται μόνο στο διαφορετικό ύψος των βασικών τους φθόγγων (αρχής και τέλους)· οι τόνοι γράφονται εδώ σε κατιούσα σειρά (πρβ. το Σύστημα τέλειον αμετάβολον, αρ. 3 στο λ. σύστημα ):

[...]

Σε αυτούς τους 13 τόνους προστέθηκαν αργότερα δύο ακόμη, επάνω από τον πρώτο (τον Υπερμιξολύδιο), με προσλαμβανόμενο και μέση το fa δίεση και το sol.
Το νεοαριστοξένειο σύστημα δεν κράτησε την ίδια ονομασία· μόνο έξι από τους επτά κύριους τόνους διατήρησαν τα ονόματά τους, ενώ όλοι οι υπόλοιποι πήραν νέα ονόματα, παρμένα από τα αρχαία ονόματα αρμονιών. Το πλήρες σύστημα των 15 τόνων, με τη νέα ονομασία τους, ήταν το ακόλουθο (δίνονται μόνο ο προσλαμβανόμενος , η μέση και η νήτη
υπερβολαίων):

[...]

Οι 15 αυτοί τόνοι διαιρούνταν σε τρεις ομάδες:

(α) τους πέντε κύριους τόνους (6-10), Λύδιο , Αιόλιο , Φρύγιο, Ιάστιο και Δώριο , τοποθετημένους στο μέσο·

(β) τους πέντε χαμηλότερους τόνους (11-15), Υπολύδιο, Υποαιόλιο, Υποφρύγιο, Υποϊάστιο και Υποδώριο, τοποθετημένους στο χαμηλότερο μέρος της σειράς· και

(γ) τους πέντε ψηλότερους τόνους (1-5), Υπερλύδιο, Υπεραιόλιο, Υπερφρύγιο, Υπεριάστιο και Υπερδώριο, τοποθετημένους στο ψηλότερο τμήμα της σειράς. Ο καθένας από τους 15 τόνους του παραπάνω πίνακα πρέπει να νοηθεί και στα τρία γένη· π.χ. ο Υπερλύδιος στο διατονικό γένος (α'), στο χρωματικο γένος (β') και στο εναρμόνιο γένος (γ')· θα έχει τότε, την ακόλουθη διάταξη (σε κατιούσα σειρά):



Κατά τον ίδιο τρόπο, όλοι οι άλλοι τόνοι μπορούν να ληφθούν στα τρία γένη. Από τους 15 αυτούς τόνους, ο Πτολεμαίος αναγνώριζε μόνο τους επτά κύριους, γιατί επτά ήταν οι αρμονίες. Τους σχημάτιζε αρχίζοντας από τον Μιξολύδιο (si) και προχωρώντας κατά πέμπτες προς τα κάτω, σε αυτή τη σειρά: Μιξολύδιος, Δώριος, Υποδώριος, Φρύγιος, Υποφρύγιος, Λύδιος και Υπολύδιος, ή τοποθετημένους κατά σειρά ύψους: Μιξολύδιος, Λύδιος, Φρύγιος, Δώριος, Υπολύδιος, Υποφρύγιος και Υποδώριος (από επάνω προς τα κάτω). Η σειρά αυτή των τόνων είναι το αντίστροφο της σειράς των αρμονιών. Αν, τώρα, οι επτά αρμονίες τοποθετηθούν σε καθένα από τους επτά τόνους, θα σχηματιστούν 49 διαφορετικές κλίμακες. Στην πραγματικότητα, οι επτά αρμονίες τοποθετούνται μέσα στην ίδια έκταση (την οκτάβα, που αντιστοιχεί με το fa - fa, επειδή ήταν μέσα στις φωνητικές δυνατότητες των πιο πολλών φωνών, και θεωρούνταν η πιο κατάλληλη):



Βλ. στο λ. ονομασία τη θεωρία του Πτολεμαίου σχετικά με την ονοματολογία κατά θέσιν και κατά δύναμιν.

Για βιβλιογραφία βλ. στο λ. αρμονία

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=233
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τόπος, μια θέση μέσα στην έκταση της φωνής. Αριστόξ. (Αρμον. Ι, 10, 24-26 Mb): "η μεν ούν επίτασίς εστι κίνησις της φωνής συνεχής εκ βαρυτέρου τόπον εις οξύτερον, η δ' άνεσις εξ οξύτερου τόπον εις βαρύτερον" (τέντωμα [όξυνση] είναι συνεχής κίνηση [μετάβαση] της φωνής από μια χαμηλότερη θέση σε μια ψηλότερη και χαλάρωση [χαμήλωμα] από μια ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη).
Τόπος της φωνής· περιοχή της φωνής· Αριστόξ. (ό.π. 7, 18): "περί του της φωνής τόπου καθόλου" (περί της περιοχής [στην έκταση] της φωνής γενικά). Ο Βακχείος (Εισ. 44, C.v. J. 302, Mb 11) καθορίζει τρεις "περιοχές της φωνής· ψηλή, μεσαία και χαμηλή". Ο Ανώνυμος (Bell. 76-77, 63) καθορίζει τέσσερις: υπατοειδή , μεσοειδή , νητοειδή και υπερβολαιοειδή.

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=233

τόπος , ὁ (fem. by attraction
A. “τόπον τὰν καλειμέναν Δαματρείαν” IG 9(1).32.80 (Stiris, ii B.C.)), place, region, first in A. (v. infr.), afterwds. freq. in all writers; periphr., χθονὸς πᾶς τ., i.e. the whole earth, A. Eu.249; “ἐς τὸν Ἑλλήνων τ.” Id.Pers.790; ἐν Ἑλλάδος τόποις in Greece, ib.796; “ἐν Αὐλίδοστ.” Id.Ag.191 (lyr.); “Πέλοπος ἐντ.” Id.Eu.703, cf. 292; πρὸς ἑσπέρους τ. towards the West, Id.Pr.350; πρόσθε Σαλαμῖνος τόπων before Salamis, Id.Pers.447; “Θρῄκης ἐκ τόπων” E.Alc.67; “Διρκαίων ἐκ τ.” Id.Ph.1027 (lyr.): so in Prose, district, “ὁ τ. ὁ Ἑλληνικός” Isoc. 5.107, cf. Ep.1.8; “ὁ περὶ Θρᾴκην τ.” D.20.59; “ὁ ἐπὶ Θρᾴκης τ.” Aeschin. 2.9, 3.73; ὁ τ. οὗτος, ἐν τούτοις τοῖς τ., X.An.4.4.4, Cyr.2.4.20; ὅλος τ. a whole region, D.19.230; “κατὰ τόπους καὶ κώμας” Pl.Criti. 119a; οἱ τῆς χώρας τ. the places of a country, Id.Lg.760c, etc. (but ὁ τ. τῆς χώρας the geographical position, D.4.31; region, Pl.Lg.705c); ὁ ἅγιοστ., of Jerusalem, LXX 2 Ma.2.18 (cf. infr. 5); the universe divided into three τόποι, Arist.IA706b3, Cael.312a8 (contrast PA666a15, etc.); οἱ κοινοὶ τ. public sites or buildings, IG42(1).65.8 (Epid.); “ἄσυλος τ.” BGU1053 ii 9 (i B. C.), PTeb.5.83 (pl., ii B. C.); οἰκίαι καὶ τόποι houses and sites, ib.281.12 (ii B.C.); so ψιλοὶ τ. sites not built upon, OGI52.2 (Ptolemais, iii/ii B. C.).
2. place, position, “οὐ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τ. μόνον μεταλλάξαι” Aeschin.3.78; ὑπολιποῦ τ. leave a space (in a document), PCair.Zen.327.83 (iii B.C.); περικήπῳ τ. καταλιπεῖν ib.193.8 (iii B.C.); τ. ἔχειν have a place, D.H.Dem.23, Plu.2.646a; φίλου τ. ἔχειν hold the place of . . , Arr.Epict.2.4.5; “Μερόλας ὁ αἱρεθεὶς ὕπατος εἰς τὸν τοῦ Κίννα τ.” D.S.38/39.3; “ἐνεγράφη εἰς τὴν ἱερωσύνην εἰς τὸν Αευκίου Δομιτίου τ. τετελευτηκότος” Nic. Dam.Fr. 127.4J., cf. D.H.2.73; “ἀναπληροῦν τὸν τ. τοῦ ἰδιώτου” 1 Ep.Cor.14.16; τ. ἔχειν also = have room (to grow), Thphr.HP1.7.1; τόπῳ c. gen., in place of, instead of, Hdn.2.14.5; ἀνὰ τόπον on the spot, immediately, E.Supp.604 (lyr., dub.l.); so “ἐν τόπῳ” IG12(7).515.63 (Amorgos); “ἐπὶ τόπου” Plb.4.73.8; “ἐπὶ τῶν τ.” PEnteux.55.5 (iii B. C.), UPZ70.16 (ii B.C.), CIL3.567.3 (Delph., ii B. C.), POxy.2106.23 (iv A. D.), etc.; “κατὰ τὸν αὐτὸν τ.” S.E.P.3.1; παρὰ τόπον at a wrong place, Str.10.2.21, Arr.Epict.3.21.16 (but παρὰ τ. καὶ παρὰ καιρόν by virtue of the place and the time, ib.3.21.14).
3. place or part of the body, Hp.Aph. 2.46, Loc.Hom.tit., Sor.2.40, al., Gal. in titles of works, e.g. περὶ τῶν πεπονθότων τόπων, περὶ συνθέσεως φαρμάκων τῶν κατὰ τόπους; esp. ὁ τόπος, pudendum muliebre, Arist.HA572b28, 583a15, cf. Sor.2.62 (pl.).
4. place, passage in an author, “κατὰ τόπους τινὰς τῆς ἱστορίας” Plb.12.25f.1, cf. Ph.2.63, Ev.Luc.4.17, Sor.2.57,58, etc.; the word is prob. interpolated in X.Mem.2.1.20.
5. burial-place, IG12(7).401 (Amorgos), al., Ev.Marc. 16.6; also in codd. of E.Heracl. 1041 (fort. leg. τάφον); later ὁ ἅγιος τ. is freq. of the grave of a martyr, or of a monastery associated with it, PMasp.94.18 (vi A.D.), etc.
6. in Egypt, district, department, a sub-division of the νομός, = τοπαρχία, PMich.Zen.43.8 (iii B. C.), Theb.Ostr.27.2 (ii B. C.): but most freq. in pl., ὁ ἐπὶ τῶν τ. στρατηγός, πράκτωρ, etc., PEnteux.27.9 (iii B. C.), PRein.7.17,35 (ii B. C.), etc.; οἱ ἔξω τ. dub. sens. in PEnteux.87.2 (iii B. C.), BGU1114.6 (i B. C.), etc.
7. a room in a house, τόπον ἕνα ἄνευ ἐνοικίου ib.896.4 (ii A. D.); “δύο τόπους ἤτοι συμπόσια” POxy. 1129.10 (V A. D.), cf. 502.34 (ii A. D.), 912.13 (iii A. D.).
8. position on the zodiac, Vett.Val.139.13; esp. the twelve regions of 300, Ptol. Tetr.128, Heph.Astr.1.12.
9. “αὐτὸς ὁ θεὸς καλεῖται τόπος, τῷ περιέχειν τὰ ὅλα” Ph.1.630, cf. Corp.Herm.2.12, Hippol. Haer.6.32.
II. topic, Isoc.5.109, 10.38, Aeschin.3.216, Plb.21.19.2, Phld. Rh.1.119S., etc.
2. common-place or element in Rhetoric, “ὁ τοῦ μᾶλλον καὶ ἧττον τ.” Arist.Rh.1358a14, cf. 1396b30, 1397a7; τὸ αὐτὸ λέγω στοιχεῖον καὶ τ. ib. 1403a18: pl., Phld.Rh.1.226S.
b. = ὁμολογουμένου πράγματος αὔξησις, Hermog Prog.11; κοινὸς τ. ib.6.
c. generally, sphere, “ὁ πραγματικὸς τ.” D.H.Comp.1.
III. metaph., opening, occasion, opportunity, “ἐν τ. τινὶ ἀφανεῖ” Th.6.54 (but τρόπῳ is prob. cj.); “ὀργῇ διδόναι τ.” Plu.2.462b; “μὴ δίδοτε τ. τῷ διαβόλῳ” Ep.Eph.4.27; δότε τ. τῇ ὀργῇ leave room for the wrath (of God), i.e. let God punish, Ep.Rom.12.19; “μὴ καταλείπεσθαί σφισι τ. ἐλέους” Plb.1.88.2; “μετανοίας τ. οὐχ εὗρε” Ep.Hebr.12.17; “οὐδὲ φυγῆς τόπον εὐμοιρήσαντες” Hld.6.13; τ. διδόναι τινί c. inf., give occasion to . . , LXX Si.4.5.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...habetic+letter=*t:entry+group=45:entry=to/pos
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τορν-ευτής , οῦ, ὁ,
A. turner, IG12.374.355, Aristox. Harm.p.33 M., Sammelb.3950,5480, v.l. for τορευ- in M.Ant.5.1; τορνευταί: γλύπται, Hsch.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τρεῖς , οἱ, αἱ,

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τριημιτόνιον, το διάστημα του ενός και μισού τόνου, όπως και σήμερα. Το διάστημα που βρίσκεται ανάμεσα στη λιχανό μέσων και τη μέση (sol ύφ. - la ή fa δίεση -la) ή ανάμεσα στη λιχανό υπατών και υπάτη μέσων (do δίεση ή re ύφεση - mi) στο χρωματικό γένος. Υπενθυμίζεται ότι στο χρωματικό γένος το διάστημα, λ.χ. λιχανού μέσων και μέσης, που συμβολικά σημειώνουμε (fa δί. - la, ή sol ύφ. - la), είναι στο χρωματικό γένος απλό · δεν πρέπει, επομένως, παρασυρμένοι από τη σύγχρονη ορολογία να θεωρούμε τη συμβολική έκφραση: fa δί. - la (ή do δί. - mi) του χρωματικού γένους ως τρίτη μικρή. Το τριημιτόνιον λεγόταν και τριημίτονον.

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=235

τρι^ημι^-τόνιον , τό,
A. a tone and a half: in Music, minor third, Cleonid.Harm.3, Plu.2.389e, 430a:—hence τρι^ημι^-τονιαῖος , α, ον“, διάστημα” Gaud.Harm.3, Theo Sm.p.54 H., cf. p.141H.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...+letter=*t:entry+group=57:entry=trihmito/nion
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τρίτη, η χορδή ή νότα που ήταν τρίτη από τη νήτη
(προς τα κάτω). Στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον υπήρχε μόνο μία τρίτη, η τρίτη συνημμένων (si ύφ.)· στο Σύστημα Τέλειον Μείζον υπήρχαν δύο: η τρίτη υπερβολαίων (fa) και η τρίτη διεζευγμένων (do). Στο Σύστημα Τέλειον ’μετάβολον περιλαμβάνονταν και οι τρεις.

Βλ. λ. σύστημα

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=236
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τρίτος [ι^], Aeol. τέρτος (v. τέρτα) η, ον, (τρεῖς)
A. third, “τοῖσι δ᾽ ἐπὶ τρίτος ἦλθε” Od.20.185, cf. 14.471; τρίτος αὐτός himself the third, i. e. with two others (v. “αὐτός” 1.6) “τ. ἡμίδραχμον” two drachmae and a half, Din.Fr.8.4; cf. ἡμιτάλαντον; τ. γενέσθαι to be third in a race, Isoc.16.34, cf. Plu.Alc.11:—the third freq. appears as completing the tale, e.g. the third and last libation was offered to “Ζεὺς Σωτήρ, Διὸς σωτηρίου σπονδὴ τρίτου κρατῆρος” S.Fr.425, cf. A.Fr.55; “ἔγχει κἀπιβόα τρίτον παιῶν᾽, ὡς νόμος ἐστίν” Pherecr.131.5 (cf. τριτόσπονδος): metaph., “Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ . . Ζηνί” A.Ch.244, cf. Eu. 759, Supp.26 (anap.); τρίτην ἐπενδίδωμι (sc. πληγήν) the third and finishing stroke, Id.Ag.1386; Ἐρινὺς . . αἷμα πίεται, τρίτην πόσιν, i. e. the blood of Clytemnestra and Aegisthus, the first being that of the children of Thyestes, the second that of Agamemnon, Id.Ch.578, cf. 1066 (anap.).
II. τρίτη, with or without ἡμέρα, the day after tomorrow, “ἐς τρίτην ἡμέραν” Ar.Lys.612; “εἰς τρίτην” Anaxandr.4; “τῇ τρίτῃ” X.HG3.1.17, etc.; “τρίτῃ καὶ τετάρτῃ” Id.An.4.8.21, etc.; but ἐχθὲς καὶ τ. ἡμέραν yesterday and the day before, Id.Cyr.6.3.11:—“διὰ τρίτης” two days later, Arist.Fr.368; but, every other day, Hp.Fract. 48, Gal.6.354.
2. with other Nouns omitted, ἡ τ. (sc. χορδή) the third string in the heptachord, = ἡ παραμέση, Arist.Pr.920a16, Plu.2.1137b:—ἡ τ. (sc. πληγή) the third blow, v. supr. 1:—ἡ τ. (sc. μερίς) the third part of a coin or weight, Hsch. s.v. ἕκτη, Phot. post “Τριτοπάτορες; ἐγένετο ὁ μέδιμνος χρυσοῦ καὶ δύο τριτῶν” IPE12.32A63 (Olbia, iii B. C.); third of a stater, Herod.2.64.
III. τρίτον as Adv., thirdly, S.Ant.55, Fr.380; a third time, E.Hel.1417, Aristid.2.182 J.; πρῶτον μὲν . . , δεύτερον δὲ . . , τ. δὲ . . Pl.R.358c; τοῦτο τ. this third time, LXXNu.22.32, Ev.Jo.21.14:—in Hom. always τὸ τρίτον, Il.3.225, 6.186, al., cf. Hdt.1.55, Ar.Ach.997, Th.6.5, etc.:—also “ἐκ τρίτου” in the third place, Pl.Ti.54a (but = the third time, Ev.Matt. 26.44, Dsc. 5.32); “ἐκ τρίτων” E.Or.1178, Pl.Grg.500a:—regul. Adv. “τρίτως” in the third degree, Id.Ti.56b.
2. “τρίτον” thrice, Syrian.in Metaph. 134.15, Gp.2.39.7, al., Sch.Pi.O.2.123; Elean “ἐν τρίτον” Schwyzer 412.4.
IV. “τὸ τ. μέρος” Isoc.12.177, etc.; “τὸ τ.” Luc.Tox.46; “τὸ τ. τοῦ ἀριθμοῦ” Str.7.7.4, cf. LXXNu.15.6; ἐπὶ τῷ τ. at the third signal, X.An.2.2.4.
V. τρίτα, τά,
1. (sc. ἱερά) a sacrifice offered the third day after the funeral, Ar.Lys.613, Is.2.37, Poll.8.146.
2. τὰ τρίτα λέγειν τινί play the third part (like τριταγωνιστεῖν τινι), D.19.246, cf. Men.223.17.
3. πρῶτα δραμεῖν καὶ δεύτερα καὶ τ. win . . third place in the race, E.Epigr.3 (τρίτατα cj. Bgk.). (Cf. Skt. trlīyas, Lat. terlius, etc.)

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...abetic+letter=*t:entry+group=65:entry=tri/tos
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τρόπος, υπήρξε κάποια σύγχυση στη χρήση του όρου αυτού σε μερικά αρχαία κείμενα· συχνά εμφανίζεται ως συνώνυμο του όρου τόνος. Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 136 Mb) λέει: "τρόπους, ους και τόνους εκαλέσαμεν". Ο Αλύπιος (Εισ. 3) γράφει κατά παρόμοιο τρόπο: "εις τους λεγόμενους τρόπους τε και τόνους, όντας πεντεκαίδεκα τον αριθμόν" (στους λεγόμενους τρόπους και τόνους, που είναι δεκαπέντε τον αριθμό)· βλ. στο λ. τόνος τους δεκαπέντε τόνους.
Στον Πλούταρχο οι όροι τόνος, τρόπος και αρμονία παρουσιάζονται συχνά ως συνώνυμοι. Ει πρεσβυτέρω πολιτευτέον (793Α, 18): "πολλών τόνων και τρόπων υποκειμένων φωνής, ους αρμονίας οι μουσικοί καλούσι" (αφού υπάρχουν πολλοί τόνοι και τρόποι της φωνής, που οι μουσικοί ονομάζουν αρμονίες). Επίσης, Περί του Ε του εν Δελφοίς (389Ε, 10): "και πέντε τους πρώτους είτε τόνους ή τρόπους είθ' αρμονίας χρή καλείν" (και οι πρώτοι πέντε τόνοι ή τρόποι ή αρμονίες, όπως και αν πρέπει να τους ονομάζει κανείς).
Ο Πορφύριος (Comment. Wallis 258, I.D. 82, 5-6), εξετάζοντας τις διάφορες σημασίες του όρου τόνος, λέει ότι "τόνος είναι επίσης ο τόπος [η έκταση] που, κατά τον Αριστόξενο, μπορεί να δεχτεί ένα τέλειο σύστημα, όπως είναι ο δώριος και ο φρύγιος και οι παραπλήσιοι τρόποι".
Πολύ συχνά ο όρος τρόπος απαντά με τη σημασία του στιλ (τεχνοτροπίας στη σύνθεση)· Αριστόξ. (Αρμον. II, 40, 21 Mb): "ούτε τους των μελοποιϊών τρόπους" (ούτε τα στιλ [τεχνοτροπίες] της μελωδικής σύνθεσης). Ο Αριστείδης (ό.π. 30 Mb, 30 R.P.W.-I.), επίσης, λέει: "τρόποι μελοποιΐας", δηλ. στιλ [τεχνοτροπίες] μελωδικής σύνθεσης.

Βλ. λ. γένος.

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=236

τρόπος , ὁ, (τρέπω)
A. turn, direction, way, “διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι” Hdt.2.108; “διώρυχας τετραμμένας πάντα τ.” Id.1.189, cf. 199: but,
II. commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97; “τ. ὑποδημάτων Κρητικός” Hp.Art.62; “πᾶς τ. μορφῆς” A.Eu.192; “τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς;” S. OT99; “ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ.” Ar.Pl.47; “ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς” Pl.Phdr.270b; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28; “ψυχῆς τρόͅποι” Pl.R.445c, etc.; “οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ.” Arist.HA588a20:—in various adverbial usages:
1. dat., “τίνι τρόπῳ;” how? A.Pers.793, S.OT10, E.Ba.1294; “τῷ τ.;” S.El.679, E. Hipp.909, 1008; “ποίῳ τ.;” A.Pr.763, etc.; τοιούτῳ τ., τ. τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68; “ἄλλῳ τ.” Pl.Phdr.232b, etc.; ἑνί γέ τῳ τ. in one way or other, Ar.Pl.402, Pl.Men.96d; παντὶ τ. by all means, A.Th.301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τ., μηδενὶ τ., in no wise, by no means, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri.49a, etc.; ἑκουσίῳ τ. willingly, E. Med.751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch.754 (s. v.l.): poet. in pl., “τρόποισι ποίοις;” S.OC468; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of . . , A.Ch.479; “ναυκλήρου τρόποις” S.Ph.128.
2. abs. in acc., “τίνα τρόπον;” how? Ar.Nu.170, Ra.460; τ. τινά in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R.432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp.199a, X.An. 1.1.9; “ὃν τ.” how, D.H.3.8; as, LXXPs.41(42).1; “τ. τὸν αὐτόν” A.Ch.274; “πάντα τ.” Ar.Nu.700 (lyr.), etc.; “μηδένα τ.” X.Mem.3.7.8; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th.284,465; “τὸν Ἀργείων τ.” Pi.I.6(5).58; “Σαμιακὸν τ.” Cratin.13; βάρβαρον τ. (βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th.463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τ. like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later, “ἐς ὄρνιθος τ.” Luc.Halc.1, cf. Bis Acc.27: rarely in pl., πάντας τρόπους in all ways, Pl.Phd.94d.
3. with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—“δι᾽ οὗ τρόπου” Men.539.6; “διὰ τοιούτου τ.” D.S.1.66:—“ἐς τὸν νῦν τ.” Th.1.6; “εἰς τὸν αὐτὸν τ. μετασκευάσαι” X.Cyr.6.2.8; ἐς ὄρνιθος τ. (v. supr.2):— “ἐκ παντὸς τ.” Id.An.3.1.43, Isoc.4.95, etc.; “ἐξ ἑνός γέ του τ.” Ar.Fr. 187, Th.6.34; “μηδὲ ἐξ ἑνὸς τ.” Lys.31.30; “μηδ᾽ ἐξ ἑνὸς τ.” Isoc.5.3:— “ἐν τῷ ἑαυτῶν τ.” Th.7.67, cf. 1.97, etc.; “ἐν τρόπῳ βοσκήματος” Pl.Lg. 807a: in pl., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τ. Ἰξίονος, A.Ag.918, Eu.441:— “κατὰ τὸν αὐτὸν τ.” X.Cyr.8.2.5; “κατὰ πάντα τ.” Ar.Av.451 (lyr.), X.An. 6.6.30, etc.; “κατ᾽ οὐδένα τ.” Plb.4.84.8, etc.; “κατ᾽ ἄλλον τ.” Pl.Cra. 417b; “κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ.” X.Cyr.2.2.28: in pl., κατὰ πολλοὺς τ. ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τ. in any manner whatever, Th.8.27:—“ἑνὶ σὺν τ.” Pi.N.7.14.
4. κατὰ τρόπον,
a. according to custom, “κατὰ τὸν τ. τῆς φύσεως” Pl.Lg.804b; opp. “παρὰ τὸν τ. τὸν ἑαυτῶν” Th.5.63, cf. Antipho 3.2.1.
b. fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt.310c, etc.; “οὐδαμῶς κατὰ τ.” Id.Lg.638c; opp. “ἀπὸ τρόπου” unreasonable, absurd, Id.Cra.421d, Tht.143c, etc.; so “θαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ᾽ ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τ.” Th.1.76.
5. “πρὸς τρόπου” fitting, suitable, PCair.Zen.309.5 (iii B. C.).
III. of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ. “μἀλλὰ θατέρου τ.” Ar. Av.109; “ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τ. πώς εἰμ᾽ ἀεί” Id.Pl.246, cf. 630.
2. a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τ. ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν᾽ ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36; “φιλανθρώπου τ.” A.Pr.11; “γυναικὶ κόσμος ὁ τ., οὐ τὰ χρυσία” Men.Mon.92; “οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν” Aeschin.3.78; τρόπου προπέτεια, ἀναίδεια, D.21.38, 45.71; “ἀφιλάργυρος ὁ τ.” Ep.Hebr.13.5 :—“οὐ τοὐμοῦ τ.” Ar.V.1002; σφόδρ᾽ ἐκ τοῦ σοῦ τ. quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τ. ib.574:—πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr.252d, cf. Lg.655d; “πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου” X.An.1.2.11:—opp. “ἀπὸ τρόπου” Pl.Phdr.278d, R. 470c:—after Adjs., “διάφοροι ὄντες τὸν τ.” Th.8.96; “σολοικότερος τῷ τ.” X.Cyr.8.3.21:—esp. in pl., Pi.P.10.38, S.El.397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar.Pax 350, 935; “σφόδρα τοὺς τ. Βοιώτιος” Eub.39; “πουλύπους ἐς τοὺς τ.” Eup.101; “μεθάρμοσαι τ. νέους” A.Pr.311; “τοὺς φιλάνορας τ.” Id.Ag.856; “νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ.” S.Aj. 736; “τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν” Ar.Ra.1432; opp. νόμοι, Th.2.39; “ἤθη τε καὶ τ.” Pl.Lg.924d.
IV. in Music, like ἁρμονία, a particular mode, “Αύδιος τ.” Pi.O.14.17; but more generally, style, νεοσίγαλος τ. ib.3.4; “ὁ ἀρχαῖος τ.” Eup.303; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τ. (distd. fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.; “ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τ.” Aristid.Quint.1.12, cf. 2.1; of art in general, “πάντες τῆς εἰκαστικῆς τ.” Phld.Po.5.7.
V. in speaking or writing, manner, style, “ὁ τ. τῆς λέξεως” Pl.R.400d, cf. Isoc.15.45: esp. in Rhet. in pl., tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.
VI. in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation, “ὁ ἄνευ φθόγγων τ.” Epicur.Ep.1p.32U.; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τ. the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τ., opp. ὁ κατ᾽ ἀνασκευὴν τ. τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31; “αἰτιολογικὸς τ.” Epicur.Nat. 143 G.
VII. beam, Moschio ap.Ath.5.208c (so in Mod.Gr., cf. Glotta 11.249).

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...betic+letter=*t:entry+group=69:entry=tro/pos2
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τρυπ-ημα , ατος, τό,
A. that which is bored, a hole, Eup.354; in the ψῆφος, Arist.Ath.69.1; τ. νεώς, i. e. one of the holes through which the oars worked, Ar.Pax1234; in the flute, Archyt. 1, Plu.2.389d; in a gate-fastening, the hole for the βάλανος, Aen. Tact. 18.3; ῥαφίδος (cf. τρυμαλιά) Ev.Matt.19.24; “μυρμήκων” AP11.78 (Lucill.); sens. obsc., Ar.Ec.624, Hermog. Id.2.3, Procop.Arc.9.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...betic+letter=*t:entry+group=72:entry=tru/phma
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τυγχάνω , Thgn.253, Pi.P.3.104, O.2.47, etc.: Ep. impf.
A. “τύγχανον” Od.14.231, (παρετ-) Il.11.74: fut. “τεύξομαι” 16.609, Od.19.314, Ar.Eq.112, Lys.18.23 (also as fut. Med. of τεύχω): aor. 2 ἔτυ^χον, Ep. τύχον, Il.5.287,587, etc.; Ep. subj. τύχωμι, -ῃσι, 7.243, 11.116; later also τετύχῃσι, Max.577; late Ep. opt. “τετύχοιμι” Man.3.299: Ep. also aor. 1 “ἐτύχησα” Il.15.581, al., Hes.Fr.15: pf. τετύχηκα (intr.) Od.10.88 (part. τετυχηκώς, v.l. τετυχηώς. Il.17.748), Th. 1.32, (trans.) X.Cyr.4.1.2, Isoc.3.59; later also τέτευχα, D.21.150 (cod. S), Arist.EN1119a10, PA647b15, freq. later, PEnteux.6.7 (iii B. C.), UPZ123.30 (ii B. C.), PStrassb.98.10 (ii B. C.), Inscr.Prien.108.287 (ii B. C.), etc.; Dor. pf. inf. “τετεύχεν” SIG398.5 (Cos, iii B. C.); but Ion. plpf. “ἐτετεύχεε” Hdt.3.14; τέτυχα v.l. in Ep.Hebr.8.6, v.l. in J.BJ7.5.4, (συν-) Aristeas 180, etc.; part. “τετυχώς” Jahresh.29Beibl. 163 (Stara Zagora):—Med., aor. 1 “τεύξασθαι” LXX2 Ma.15.7:— Pass., impf. “ἐτυγχάνετο” Ant.Lib.39.3 (dub.): elsewh. in compds, aor. 1 ἐτεύχθην (ἐν-) Plb.35.6.1: pf. τέτευγμαι (ἐπι-) Id.6.53.2.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...betic+letter=*t:entry+group=75:entry=tugxa/nw
A. happen to be at a place, εἴ πέρ τε τύχῃσι μάλα σχεδόν even if she be quite near, Il.11.116; μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις may'st thou not be there, Od.12.106; “πέτρη τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν” 10.88; “πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς” Il.17.748 (but in these last two places the meaning may be 'has been made' (though not by human agency), cf. [“γαῖα] οὐδ᾽ εὐρεῖα τέτυκται” Od.13.243; “γυναικὸς ἄρ᾽ ἀντὶ τέτυξο” Il.8.163, etc.; v. ad fin.).
2. of events, and things generally, happen to one, befall one, come to one's lot, c. dat. pers., οὔνεκά μοι τύχε πολλά because much fell to me, Il.11.684; “καί μοι μάλα τύγχανε πολλά” Od.14.231; “θέλοιμ᾽ ἂν ὡς πλείστοισι πημονὰς τυχεῖν” A.Pr.348, cf. Pers.706 (troch.); “οἷ᾽ αὐτοῖς τύχοι” S.Ph.275; “εἴ τι δεσπόταισι τυγχάνει” E.Alc.138: abs., “εἰ δ᾽ αὖθ᾽, ὃ μὴ γένοιτο, συμφορὰ τύχοι” A.Th.5, cf. Ag.347, etc.; “ἄριστα πρὸς τὸ τυγχάνον” E.Hel. 1290, cf. Ion1511.
b. aor. part. ὁ τυχών, the first one meets, any chance person, Hes.Th.973, Pl.R.539d, etc.; “οἱ τ.” everyday men, the vulgar, X.Mem.3.9.10, etc.; “εἷς ἦν τῶν τ.” Isoc.10.21; οὐχ ὁ τ. ἀνήρ, of Moses, Longin.9.9: so of things, τὸ τυχόν any chance result, Pl.Ti.46e; “ὃν ἐξαλείφει πρόφασις ἡ τυχοῦσ᾽ ὅλον” E.Fr.1041; οὐχ ὁ τ. λόγος no common discourse, Pl.Lg.723e; “σύνεσιν οὐ τὰν τυχοῦσαν” Archim.Spir.Praef.; οἱ τ. φόβοι trifling fears, Lycurg.37; καίπερ τὸ τ. καταβαλοῦσιν though they may have paid a trifling sum, Str.5.2.7:—Math., τυχὸν σημεῖον any point (at random), Euc.1.5, cf. 6.9; ἄλλα, ἃ ἔτυχεν, ἰσάκις πολλαπλάσια any other equimultiples taken at random, Id.5.4.
3. in 3sg. aor. or impf., impers. (sts. also pers.) in relat. clauses, as (when, where, etc.) it (he, she, etc.) happened (may happen, etc.), i. e. anyhow, at any time, place, etc., καὶ ἀρχομένοις καὶ μεσοῦσι καὶ ὅπως ἔτυχέ τῳ at the beginning, middle, or any other point, Th.5.20; ὡς ἔτυχε ζημιοῦσθαι to be penalized just anyhow, X.Mem.3.9.13; οὐχ ὡς ἔτυχεν in no ordinary manner, Men. Sam.79, BMus.Inscr.4.481*.340 (Ephesus, ii A. D.); τὴν μὲν δικαίαν, τὴν δ᾽ ὅπως ἐτύγχανεν just anyhow, E.Hipp.929; ἀποτετμάσθω δύο τμάματα ὡς ἔτυχεν let two segments be cut off at random, Archim. Con.Sph.24; “χώρᾳ γ᾽ ἐν ᾗ ἔτυχε” X.Oec.3.3; “ὅπου ἔτυχεν” Id.Cyr.8.4.3; “ὅπου ἂν τύχῃ” Pl.Prt.242e; “ὁπότε τύχοι” sometimes, Pl.Phd.89b; “ὅταν τύχῃ” sometimes, E.El.1169 (lyr.); but, at any odd time, Th.1.142; “ἡνίκ᾽ ἂν τ.” D.1.3; ἂν τύχῃ, εἰ τύχοι, it may be, Pl.Cra.430e, Hp.Mi.367a; “τὸ δέ, εἰ ἔτυχεν, οὐχ οὕτως ἔχει” Id.Cra.439c; “εἰ οὕτως ἔτυχεν” Arist.Cat.8b12; “τὸ ὅπῃ ἔτυχεν” mere chance, Pl.Phlb.28d: with attraction of the relat. Pron., “τὸ οἷς ἔτυχε προσκρούειν” Plu.Cic.27; “ὡμίλει ᾧ τύχοι” Plb.26.1.3; “ὧν ἔτυχε πιμπλάμενος” Luc.Vit.Auct.9; οὐδὲ γὰρ ὧν ἔτυχ᾽ ἦν they were not just any acts, D.18.130.
b. c. acc. et inf., “ἔτυχε ὄμβρον συνεργῆσαι” Plu.Alc.28, cf. Ael.NA5.6; ἔτυχεν ὥστε . . D.C.39.12.
4. sts. the Verb agrees in person and number with the subject of the principal clause, perhaps by assimilation, ἀπαίροντες ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου ὁπόθεν τύχοιεν, for ὁπόθεν τύχοι, Th.4.26, cf. 93, 5.56, 7.70, Pl.Tht. 179c; ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο λέγουσι they say just anything, Id.Prt. 353a; “ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουτιν” Id.Cri.45d, cf. Grg.522c, Smp. 181b; “ἀναφύονται ὁπόθεν ἂν τύχῃ ἕκαστος” Id.Tht.180c; “ὡς ἐτύγχανον ἕκαστοι, ηὐλίζοντο” X.An.2.2.17, cf. 3.1.3; “τάχ᾽ ἄν, εἰ τύχοιεν, σωφρονέστεροι γένοιντο” D.15.16; “δουλεύειν μᾶλλον ἢ μεθ᾽ ὁποτέρου ἂν τύχωσι τούτων ἐλευθέρους εἶναι” Th.8.48; πρὸς ὀργὴν ἥν τινα τύχητε ἔστιν ὅτε σφαλέντες τὴν τοῦ πείσαντος μίαν γνώμην ζημιοῦτε yielding to the impulse of the moment, Id.3.43; “εἶτ᾽ οὐκ ἐλήρουν ὅ τι τύχοιμ᾽” Ar. Ra.945: with attraction of the relat. Pron., “οὓς ἂν τύχῃς ἐπαινῶν” Isoc.12.206.
5. neut. part. τυχόν, used abs. like ἐξόν, παρόν, etc., since it so befell, “οὕτως τ.” Luc.Symp.43.
b. as Adv., perchance, perhaps, Isoc.4.171, X.An.6.1.20, Pl.Alc.2.140a, 150c, D.18.221, 21.41, Men.Pk.184, 1 Ep.Cor.16.6; “τ. ἴσως” Epich.277, E.Fr.953.9, Men. Epit.287, Plb.2.58.9; τυχὸν μὲν . . , τυχὸν δὲ . . Arr.An.1.10.6, etc.
II. joined with the part. of another Verb to express a coincidence, τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς a ship happened to be, i. e. was just then, starting, Od.14.334; “ξεῖνος ἐὼν ἐτύχησε παρ᾽ ἱπποδάμοισι Γερηνοῖς” Hes.Fr.15.3, cf. Semon.7.19, Pi.N.1.49; “πρυτανεία ἣ ἂν τυγχάνῃ πρυτανεύουσα” IG12.63.27, cf. 52; τὰ νοέων τυγχάνω what I happen to have, i.e. have at this moment, in my mind, Hdt. 1.88, cf. 8.65,68.“ά; ἐτετεύχεε ἐπισπόμενος” Id.3.14; ὃ τυγχάνω μαθών which I have just learnt, S.Tr.370; παρὼν ἐτύγχανον I was by just then, Id.Aj. 748; τυγχάνει καθεύδων he is sleeping just now, Ar.V.336 (troch.); ἔτυχον στρατευόμενοι they were just then engaged in an expedition, Th.1.104; ἔτυχε κατὰ τοῦτο καιροῦ ἐλθών he came just at this point of time, Id.7.2; ἥτις δέ τοι μάλιστα σωφρονεῖν δοκεῖ, αὕτη μέγιστα τυγχάνει λωβωμένη she is just the one who . . , Semon.7.109; but freq. τυγχάνω cannot be translated at all, esp. in phrase τυγχάνω ὤν, which is simply = εἰμί, S.Aj.88, Ar.Pl.35, Pl.Prt.313c, etc.
2. the part. ὤν is sts. omitted, “ὁ γὰρ μέγιστος τυγχάνει δορυξένων” S.El.46; εἴ σοι χαρτὰ τυγχάνει τάδε ib.1457; νῦν δ᾽ ἀγροῖσι τυγχάνει ib.313; “ἔνδον γὰρ ἄρτι τυγχάνει” Id.Aj.9; “εἴ τις εὔνους τυγχάνει” Ar.Ec.1141; “εἰ σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων τούτων” Pl.Prt.313e, cf. Grg.502b, R.369b, al.: sts. τυγχάνειν is used much like εἶναι, Σωτὴρ γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών A.Th.520; οὐκ ἀποδάμου τυχόντος not being absent, Pi.P.4.5 (cf. τόσσαις)“; ποῦ χρὴ τηνικαῦτα τυγχάνειν;” E.IA730; τ. ἐν ἐμπύροις to be engaged in . . , Id.Andr.1113; freq. in Arist., “δύο μέρη τετύχηκεν ἐξ ὧν ἡ πόλις” Pol.1318a31, cf. 1289b16, Top.151b11; also in later Gr., “τὰ ἑπτάμηνα γόνιμα τυγχάνειν” Sor.1.55, cf. 69, al.; “νέος πάνυ τυγχάνων” PLips.40 ii 7 (iv A. D.), etc.:—Phryn.244 rejects this usage in Attic.
b. τυγχάνον, = τὸ ἐκτὸς ὑποκείμενον, the external reality, e. g. αὐτὸς ὁ Δίων as distd. both from the word (φωνή) Δίων and its meaning, Stoic.2.48.
c. τὰ πράγματα τυγχάνοντα καλοῦσι (sc. οἱ Στωϊκοί), τέλος γὰρ τὸ τυχεῖν τούτων, ib.77.
3. later c. inf., τυγχάνομεν ἐπιδεδωκέναι we happen to have handed in . . , we have just handed in . . , PTeb.796.13 (ii B. C.), cf. PSI10.1118.8 (i A. D.), 1.39.4 (ii A. D.), Heliod. et Antyll. ap. Orib.44.8.21, 25, 44.23.21, Gal. 18(2).394.
B. gain one's end or purpose, succeed, “οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας” Il. 23.466; “εἰ τύχῃ τις ἔρδων” Pi.N.7.11, cf. 55; τὸ τυχεῖν, = νίκη, Id.O.2.51; “πείθειν . . τυγχάνειν θ᾽ ἅμα” E.Hec.819; “εἰ τύχοιμεν” Th.4.63; τυχόντες if successful, opp. σφαλέντες, Id.3.39, cf. 82, Pi.P.10.62; “τυγχάνουσι καὶ ἀποτυγχάνουσι” Arist.Po.1450a3; “ὀρθῶς πράττειν καὶ τ.” Pl.Euthd.280a; gain one's request, Hdt.1.213 (so τυχόντα γνώμης in Th.3.42); in speaking, to be right, “τί νιν καλοῦσα . . τύχοιμ᾽ ἄν;” A.Ag.1233, cf. Ch.14,317 (lyr.), S.Ph.223, OC1580; “Δίκαν νιν προσαγορεύομεν τυχόντες καλῶς” A.Ch.950 (lyr.):—Pass., impers., αὐτῷ πρὸς τὸ ἔργον οὐδὲν ἐτυγχάνετο nothing went right, dub. in Ant.Lib. 39.3:—in part. τυχήσας or τυχών, combined with νύξε, βάλε, οὖτα, etc., pierce, wound, etc., successfully, so that the whole phrase means hit, “ἔγχεϊ νύξε κατὰ κληῗδα τυχήσας” Il.5.579, cf. 858, 12.394; βάλε δουρὶ κατὰ ζωστῆρα τυχήσας ib.189; “ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας βεβλήκει” 4.106, cf. 5.98,582, 13.371,397, Od.19.452, al.; also conversely, “θηρητὴρ ἐτύχησε βαλών” Il.15.581; “βαλὼν τύχω” Hdt.3.35; also apart from such combinations, hit, c. gen., “προβιβάντος” Il.16.609; “μηρίνθοιο” 23.857; “τ. τοῦ σκοποῦ” Pl.Lg.717b, cf. R.523b, Th.2.35, X.An.3.2.19, Ap.1: c. dupl. gen., “εἰ . . τοῦ παιδὸς . . τύχω μέσης τῆς καρδίης” Hdt. 3.35: abs., “ἤμβροτες οὐδ᾽ ἔτυχες” Il.5.287; “αἰ κε τύχωμι” 7.243, Od.22.7.
II. hit upon, light upon:
1. meet, fall in with persons, Αακεδαίμονι . . τυχήσας having met [him] in Lacedaemon, Od.21.13: c. gen., “θρηνητοῦ” A.Ag.1075; τριακτῆρος ib.172 (lyr.); “ἀγαθῶν ἀνδρῶν” Lys.2.5; “γυναικῶν” X.Smp.9.7: with a predicate added, “μή τευ μελαμπύγου τύχῃς” Archil.110; “προφρόνων Μοισᾶν τ.” Pi.I.4(3).43(61); “θεῶν ἀμεινόνων τ.” E.Heracl.351; “ἐμοῦ . . οἰκητοῦ” S.OT1450, cf. 677; “ἡμῶν τ. οἵων σε χρή” E.Hel.1300, cf. Lys.18.23; “ἐρωτᾶτε αὐτοὺς ὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον” X.An.5.5.15; “τοῦ δαίμονος . . κακοδαίμονος” Ar.Eq.112.
2. light on a thing, “τύχε γάρ ῤ̔ ἀμάθοιο βαθείης” Il.5.587; attain, obtain a thing, c. gen., “πομπῆς καὶ νόστοιο” Od.6.290; “αἰδοῦς” Thgn.253, cf. 256; [οἴκτου] A.Pr.241; “ξυγγνώμης” Th.7.15; “τῆς ἀξίας” Ar.Av.1223; of meeting with misfortunes, βίης τυχεῖν meet with, suffer violence, Hdt.9.108; τραυμάτων, κακῶν, A.Ag.866, E.Hec. 1280; δίκης, κρίσεως, Pl.Grg.472d, Phdr.249a, cf. Lg.869b: abs., have the lot or fate, “ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω ἄλλος δὲ βιώτω, ὅς κε τύχῃ” Il.8.430; “τὴν παρὰ Δαρείου αἰτήσας ἔτυχε μισθόν” Hdt.5.23 (where τὴν is governed by αἰτήσας).
b. after Hom. also c. acc. of neut. Adj. or Pron., “τὰ πρόσφορα” A.Ch.711, cf. Eu.30, S.OC1106, Ph.509 (lyr.), E.Med.758, Hec.51: later the acc. is used more freely, “τ. ἐπίστασιν” Sammelb.5235.15 (i A. D.); “ὑπογραφήν” BGU615.23 (ii A. D.); “βοήθειαν” PGoodsp.Cair.15.14 (iv A. D.); “εὐκαιρίαν” PSI9.1082.5 (iv A. D.); “τὰ γυναίκια δεσμὸν οὐδένα βούλεται τυγχάνειν” Sor.1.70b.
c. after either case a gen. pers. may be added, obtain a thing from a person, “ὧν δέ σου τυχεῖν ἐφίεμαι” S.Ph.1315; “σου τοῦτο τ.” Id.OC1168; or the pers. may be added with a Prep., “τ. ἐπαίνου ἔκ τινος” Id.Ant.665; “παρὰ σεῖο τ. φιλότητος” Od.15.158; “τιμίαν ἕδραν παρ᾽ ἀνδρῶν” A.Eu.856 (dub.); “αἰδοῦς ὑπό τινος” X.Cyr.1.6.10, cf. Mem.4.8.10, etc.: abs., “χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ᾽ εὖ πασχέμεν” Pi.P.3.104.
d. c. inf., “οἶμαί σου τεύξεσθαι μεθεῖναί με” Pl.Phlb.50d; “ἐὰν ψαῦσαι τοῦ νεκροῦ τύχωμεν” Plu.Pel.33; οὐ τυχὼν ἐπιδείξειν ( = ἐπιδεῖξαι) not having succeeded in proving, PPetr.3p.153 (iii B. C.). (Τυ-γ-χ-άνω, with ἐτύχησα, τετύχηκα, is formed from the aor. τυχ-εῖν, which was orig. the aor. Pass. (with act. form) of τεύχω 'make'; ἔτυχε = factum est, as ἔτραφον = I was nourished (v. τρέφω); senses A.1.1-3 are the oldest and are parallel to “τεύχω” 11 (esp.Pass.); many of the forms belong equally to both verbs; τιτύσκομαι like wise belongs to both verbs; τ(ε)υχ- from Θ(ε)υχ-, cf. ἀποθύσκειν, ἐνθύσκει, συνθύξω, and perh. Germ. taugen 'to be capable, useful', Engl. dow, doughty.)
Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τύπ-ος [υ^], ὁ, (τύπτω)
A. blow, τ. ἀντίτυπος Orac. ap. Hdt.1.67; beat of horses' hoofs, v.l. for κτὺπος in X.Eq.11.12; “αἰθερίου πατάγοιο τ. βρονταῖον ἀκούων” Nonn.D.20.351; so perh. “νάβλα τ.” Sopat.16.
II. the effect of a blow or of pressure:
1. impression of a seal, “τύποι σφενδόνης χρυσηλάτου” E.Hipp.862, cf. Pl.Tht.192a, 194b, Chrysipp.Stoic.2.23, Luc.Alex.21; “τ. ἐνσημήνασθαί τινι” Pl.R.377b; stamp on a coin, “τὰ ἀκριβῆ τὸν τ.” Luc.Hist.Conscr.10, cf. Hero *Mens.60, Hsch. s.v. Κυζικηνοι στατῆρες; on a branding-iron, “ὄ τ. τοῦ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ ἢ πίθηκος” Luc.Pisc.46: generally, print, impression, “χύτρας τύπον ἀρθείσης ἐν σποδῷ μὴ ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ συγχεῖν” Plu.2.727c, cf. 982b, Iamb.Protr.21. κθ᾽, Gp.2.20.1; στίβου γ᾽ οὐδεὶς τ. no footprint, S.Ph.29 (v.l. κτύπος); ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς (sc. τοῦ βραχίονος) κεῖται τύπος thy imprint, (O arm), E.Tr.1196 (σῷ cj. Dobree); τ. ὀδόντων imprint of teeth, AP6.57.5 (Paul. Sil.); print, “βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τ. τῶν ἥλων” Ev.Jo.20.25; “οἱ τ. τῶν πληγῶν” Ath.13.585c.
b. impressions supposed by Democr. and Epicur. to be made on the air by things seen, and to travel through space, Thphr. Sens.52, Epicur.Ep.1p.9U., Nat.2.6, al.; “ὁ θεὸς . . πνεῦμα ἐνεκέρασεν [τοῖς ὀφθαλμοῖς] οὕτως ἰσχυρὸν καὶ φιλότεχνον ὥστε ἀναμάσσεσθαι τοὺς τ. τῶν ὁρωμένων” Arr.Epict.2.23.3.
2. hollow mould or matrix, “καθάπερ ἐν τύπῳ τὰ σχήματα πλασθῆναι” Arist.PA676b9, cf.Pr. 892b2; used by κοροπλάθοι, D.Chr.60.9, Procl. in Ti.1.335, 394 D., cf. Hsch. s.v. χοάνη; by fruit-growers, to shape the fruit while growing, Gp. 10.9.3; die used in striking coins, metaph., “Κύπριος χαρακτήρ τ᾽ ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται τεκτόνων πρὸς ἀρσένων” A.Supp.282.
3. engraved mark, engraving, δέλτον χαλκῆν τύπους ἔχουσαν ἀρχαίων γραμμάτων engravings of letters, i. e. engraved letters, Plu.Alex.17, cf. Pl.Phdr.275a; “τὰ γεγραμμένα τύποις” Id.Ep.343a; τὸ μέτρον τοῦ ποδὸς ὑποτέτακται τούτοις τοῖς τ. the length of the foot is subjoined in this engraving, Rev.Bibl.35.285 (Jerusalem).
4. the depression between the underlip and chin, Poll.2.90.
5. pip on dice, Id.9.95.
III. cast or replica made in a mould, “τ. κατάμακτος” IG22.1534.87; τ. ἔγμακτος ib.64.
IV. figure worked in relief, whether made by moulding, modelling, or sculpture, “αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι” Hdt.2.138, cf. 106, 136, 148, 153; “θεοῦ τ. μὴ ἐπίγλυφε δακτυλίῳ” Iamb.Protr.21.κγ́; “σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις” E.Ph.1130; “χρυσοκόλλητοι τ.” Id.Rh.305; “τ. ἀργυροῦς” IG22.1533.30, 11(2).161 B77, cf. 115 (Delos, iii B. C.); τύπους ἐργάσασθαι καὶ παρέχειν ib.42(1).102.36 (Epid., iv B. C.); tablet bearing a relief, καθελέσθαι τοὺς τ. καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ib. 22.839.30, cf. 56, al.; “τ. Ἔρωτα ἔχων ἐπειργασμένον” Paus.6.23.5; “τῶν τ᾽ ἄλλων ὧν τύπος εἰκόν᾽ ἔχει” IG2.2378, cf. 22.2021.8, 3.1330.5; “ἐνταῦθά εἰσιν ἐπὶ τύπου γυναικῶν εἰκόνες” Paus.9.11.3; πεποιημένα ἐν τύπῳ in relief, Id.2.19.17; typos scalpsit, Plin.HN35.128; impressā argillā typum fecit, ib. 151; πρὸς Ναυσίαν περὶ τοῦ τ., title of speech by Lysias, Suid. s.v. λιθουργική; Γάλλοι . . ἔχοντες προστηθίδια καὶ τύπους Plb. 21.37.6, cf. 21.6.7.
V. carved figure, image, “ποιεῦνται ξύλινον τ. ἀνθρωποειδέα, ποιησάμενοι δὲ ἐσεργνῦσι τὸν νεκρόν” Hdt.2.86; “τ. ποιησάμενος λίθινον ἔστησε: ζῷον δέ οἱ ἐνῆν ἀνὴρ ἱππεύς” Id.3.88; χρυσέων ξοάνων τύποι, periphr. for χρύσεα ξόανα, E.Tr.1074(lyr.); γραφαῖς καὶ τ. paintings and statues, Plb.9.10.12; γραπτοὶ τ. prob. painted pediment-figures, E.Fr.764, cf. Isoc.9.74, AP7.730 (Pers.); idol, graven image, LXX Am.5.26, J.AJ1.19.10.
2. exact replica, image, as children are called the τύποι of their parents, Artem. 2.45; τ. λογίου Ἑρμοῦ, of Demosthenes, Aristid.2.307 J.
VI. form, shape, “οὐλῆς” Arist.GA721b32; “σώματος” Id.Phgn.806a32; “προσώπου” Id.Mir.832b15; ἀγγείου Crates Gramm. ap. Ath.11.495b; “τὸν ἄρτον ἔχειν ἴδιον τ.” OGI56.73 (Canopus, iii B. C.); “οἱ τ. τῶν γραμμάτων” D.H.Dem.52; “ὁ τ. τῶν χαρακτήρων” Plu.2.577f; “τοὺς τ. τῶν συλλαμβανομένων” Sor.1.39; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τ., periphr. for H. himself, A.Th.488; “Γοργείοισιν εἰκάσω τ.” Id.Eu.49; ὄμφακος τ., = ὄμφαξ, S.Fr.255.5; “βραχιόνων ἡβητὴς τ.” E.Heracl.858; “κάλλος ἔχουσα τύποισι” features, IG14.2135 (Rome), cf. Max. Tyr. 31.3, Adam. 1.4.
2. thing having a shape, οὐλοφυεῖς . . τ. χθονὸς ἐξανέτελλον undifferentiated forms rose from the earth, Emp.62.4; τ. τις πορφυροῦς κατὰ χρόαν, τῷ σχήματι ἐμφερὴς κιβωρίου θύλακι (viz. the placenta) Sor.1.57.
3. form of expression, style, “ὁ πραγματικὸς τ. [τοῦ Ξενοφῶντος]” D.H.Pomp.4; “ὁ τ. τῆς γραφῆς” Longin. ap. Porph. Plot.19; “ὁ τ. ὁ πολιτικός” Hermog.Id.2.11; οὐδ᾽ ἀληθινοῦ τύπου μέτεστι τῷ ἀνδρί ibid.; “ὁ διὰ τῶν συμβόλων προτρεπτικὸς τ.” Iamb.Protr.21; “ὁ αἰνιγματώδης τ.” Id.VP23.103.
4. Gramm., mode of formation, form, “τ. πατρωνυμικῶν” D.T.634.29; “τ. παθητικός” A.D.Synt.278.25.
VII. archetype, pattern, model, capable of exact repetition in numerous instances, “αὑτὸν ἐκμάττειν . . εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τ.” Pl.R. 396e; οἰκισταῖς (sc. πόλεως) τοὺς μὲν τ. προσήκει εἰδέναι, ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς . . , οὐ μὴν αὐτοῖς γε ποιητέον μύθους: . . οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν; ib.379a, cf. 380c.
2. character recognizable in a number of instances, general character, type, πάντα ὅσα τοῦ τ. “τούτου” Id.Tht.171e; “τοῦ αὐτοῦ μετέχοντα τύπου” Id.R.402d; “τοῦτον τὸν τ. ἔχοντα” Id.Phlb.51d.
3. type or form of disease (esp. fever) with reference to the order and spacing of its attacks and intervals, Gal.7.463, cf. 475,490,512.
VIII. general impression, vague indication, γίνεται ἀμυδρὸς ὁ τ. τῆς ῥάχεως (in the foetus) Diocl.Fr.175; τ. ἀμυδροί, opp. ἀκριβὲς εἶδος, Gal.6.5; ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος as long as there is an approximate indication of the thing, Pl.Cra.432e; of the general type or schema corresponding with a name, Epicur.Fr.255.
2. outline, sketch, general idea, “ὅσον τοὺς τ. ὑφηγεῖσθαι” Pl.R.403e; “περιγραφὴ καὶ τύποι” Id.Lg.876e; “ἔχεις τὸν τ. ὧν λέγω” Id.R.491c; “τοὺς τ. μόνον εἰπόντες περὶ αὐτῶν” Arist.Pol.1341b31; “ἐξηγεῖσθαι τύποις” Pl.Lg.816c; “ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν” Isoc.15.186, cf. Phld.Rh.2.166 S.; “ὁ τ. τῆς ὅλης πραγματείας” Epicur.Ep.1p.3U.; pl., ib.p.4 U.; “δέονται . . ὑγρᾶς διαίτης, ἧς τὸν τ. ἀρτίως ὑπέγραψα” Gal.6.397; τύπῳ, ἐν τύπῳ, in outline, in general, “ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι᾽ ἀκριβείας, εἰρῆσθαι” Pl.R.414a; ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς ib.559a; “ἐν ἑνὶ περιλαβόντα εἰπεῖν αὐτὰ οἷόν τινι τύπῳ” Id.Lg.718c; “τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς” Arist.EN1104a1; παχυλῶς καὶ τ. ἐνδείκνυσθαι ib.1094b20; τ. καὶ ἐπὶ κεφαλαίου λέγομεν ib.1107b14; “ὡς ἐν τ.” Id.Pol.1323a10; ὅσον τύπῳ in outline only, Id.Top.101a22; “ὡς τύπῳ λαβεῖν” Thphr.Char.1.1.
3. outline, “ταῦτα ὅσα εἴρηται καθάπερ ἐν γραφαῖς ἀχρόοις γραμμῇ μόνῃ τύποι ἀνδρῶν εἰκασμένοι εἰσί” Adam.2.61.
IX. prescribed form, model to be imitated, “ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τ. τοῦ ἐπιμελέος” Democr.228; “οὗτος . . εἷς ἂν εἴη τῶν περὶ θεοὺς νόμων καὶ τύπων, ἐν ᾧ δεήσει τοὺς λέγοντας λέγειν καὶ τοὺς ποιοῦντας ποιεῖν” Pl.R.380c, cf. 383c; ἐν τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα ib.398b; εἰς ἀρχήν τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης ib.443c; “τ. εὐσεβείας . . παισὶν . . ἐκτέθεικα” OGI383.212 (Nemrud Dagh, i B. C.); “ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπον πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ” 1 Ep.Thess.1.7; “κατὰ τὸν τ. τὸν δεδειγμένον σοι” LXX Ex.25.39(40), cf. Act.Ap.7.44.
2. general instruction, “δόντες τοὺς τ. τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, ἐξέπεμπον τοὺς δέκα” Plb.21.24.9; general principle in law, “τ. ἐστὶν καθ᾽ ὃν ἔκρεινα πολλάκις” PRyl.75.8 (ii A. D.).
b. rule of life, religion, ἐξεταστέον ποταπῷ χρῆται τύπῳ ὁ νοσῶν (e. g. whether Jewish or Egyptian) Erot.Fr.33.
3. rough draft of a book, “βιβλίον γεγραμμενον ἐν τύποις” Gal.18(2).875, cf. 15.587,624, Anon. ap.Phot.Bibl.p.491 B.; draft of an official letter, τύπον ποιεῖ he drafted a letter, UPZ14.135 (ii B. C.); “τ. χειρογραφίας” PMich.Teb. 123r ii 38 (i A. D.); τ. ἐπιστολικοί models of letters, Epist.Charact. tit.
4. form of a document, “ἔστιν δὲ ὁ τ. τῆς εἰθισμένης διαγραφῆς ὁ ὑποκείμενος” PMich.Zen. 9v.3 (iii B. C.); “σωματισθῆναι . . τύπῳ τῷδε: τί ἑκάστῳ ὑπάρχει κτλ.” POxy.1460.12 (iii A. D.); “κατὰ τὸν αὐτὸν τ.” PFlor. 279.16 (vi A. D.).
5. text of a document, “ὁ μὲν τῆς ἐπιστολῆς τ. οὕτως ἐγέγραπτο” LXX 3 Ma.3.30, cf. Aristeas 34, Act.Ap.23.25, prob. cj. in LXX 1 Ma.15.2.
6. written decision, θεῖος τ. an imperial rescript, Cod.Just. 1.2.20, al., Just.Nov.113 tit., cf. PMasp.32.41 (vi A. D.); αἰτῆσαι θεῖον καὶ πραγματικὸν τ. Mitteis Chr.319.47 (vi A. D.); given by a bishop, Sammelb.7449.14 (v A. D.); by the ἔκδικος, PSI9.1075.11 (v A. D.); by others, “χρὴ . . δοῦναι τ. εἰς τὴν συγχώρησιν” POxy.1911.145 (vi A. D.): in pl., of the acta of a πάγαρχος, ib.1829.2, 12 (vi A. D.).
X. as law-term, summons, writ, “οἱ τ. γράμμα εἰσὶν ἀγορᾶς, ἐρήμην ἐπαγγέλλον τῷ οὐκ ἀποδιδόντι” Philostr.VS1.25.9; “δίκης λῆξις εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος τ.” Poll.8.29.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...habetic+letter=*t:entry+group=77:entry=tu/pos
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τυ^π-ώδης , ες, (τύπος VIII. 2)
A. like an outline, ὡς εἰς τ. μάθησιν so far as belongs to general or superficial knowledge, Arist.Mu.397b12. Adv. “-ωδῶς” summarily, Cic.Att.4.13.2, Str.2.1.24, 4.1.1, 2: Comp. “-ωδέστερον” Ph.2.419.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...betic+letter=*t:entry+group=77:entry=tupw/dhs
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τύχη [υ^], ἡ, Boeot. τιούχα IG7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.): (
A. “τεύχω, τυγχάνω” A. 1.2):—the act of a god, “τύχᾳ δαίμονος” Pi.O.8.67; “ἄπαιδές ἐσμεν δαίμονός τινος τύχῃ” E.Med.671; “τύχᾳ θεῶν” Pi.P.8.53; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id.N.6.24, 4.7; “θείῃ τύχῃ” Hdt.1.126, 3.139, 4.8, 5.92.“γ́; ἐὰν θεία τις συμβῇ τ.” Pl.R.592a; “θείᾳ τινὶ τύχῃ” Id.Ep.327e; “ἐκ θείας τύχης” S.Ph.1326; “δαιμονίως ἔκ τινος τ.” Pl.Ti.25e; “πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ;” S.Fr.196; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.OC1585; “ἐμὲ . . δαιμονία τις τύχη κατέχει” Pl.Hp.Ma.304c: “ἄσημα δ᾽ ου᾽κέτ᾽ ε᾽στὶν οἷ φθίνει τύχα Κύπριδος” E.Hipp.371 (lyr.); “ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν” Id.IA351 (troch.); “δαίμονος τύχα βαρεῖα” Id.Rh.728 (lyr.); “τὰς . . δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα” Id.Fr.37.
b. the act of a human being, πέμψον τιν᾽ ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id.IT1209 (troch.).
2. esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate, “τέθνηκ᾽ Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης” S.El. 48; “τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν” Id.Aj.485; πρόστητ᾽ ἀ. τ. ib.803; “εἴ τις ἀ. τ. γίγνοιτο” Pl.Lg.806a: also pl., “ἀλλ᾽ ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον” E. IA511.
II. regarded as an agent or cause beyond human control:
1. fortune, providence, fate, “πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι” Archil.16; “ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ᾽ ἀπένειμε τύχη” Simon.100; “πύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽, ἃ μὴ κραίνοι τύχη” A.Th.426; “ἐπ᾽ εὐμενεῖ τύχᾳ” Pi.O.14.15; “μετὰ τύχης ευ᾽μενοῦς” Pl.Lg.813a; “κατελθὼν δεῦρο πρευμενεῖ τύχῃ” A.Ag.1647; “ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ” Id.Eu.93: personified, “Σώτειρα Τύχα” Pi.O.12.2; “Τ. Σωτήρ” A. Ag.664, cf. S.OT80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; <“Τύχα> . . Προμαθείας θυγάτηρ” Alcm.62, cf. Pi.Fr.41, D.Chr. 63.7; “πάντων τύραννος ἡ Τύχη 'στὶ τῶν θεῶν” Trag.Adesp.506, cf. 505; “Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα . . προφερεστάτα θεῶν” Lyr.Adesp.139.
2. chance, regarded as an impersonal cause, “τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου αἰτία δαιμονίας πράξεως” Pl.Def.411b; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist.Ph.195b31, al.; defined as “αἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ” Stoic.2.281; “πειρῶ τύχης ἄνοιαν ἀνδρείως φέρειν” Men.812; “τὰ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ” Antiph.281, cf. Apollod.Com.17, Alex.252, Men. 205; “οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας” Alex.287; “τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλ᾽ ὡς ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα” D.Ep.2.5; personified and said to be blind, Men.417b, Kon.14, Plu. 2.98a; “τί δ᾽ ἂν φοβοῖτ᾽ ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δ᾽ ἐστὶν οὐδενὸς σαφής;” S.OT977; ἂν μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται . . , ἂν δ᾽ ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb.2.49.7,8; “ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος” Id.1.4.1, cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1; “τῆς Τ. ὥσπερ ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν” Id.29.19.2, cf. 23.10.16, Dem.Phal.39J.; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th.4.73; “ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας περιίστασθαι” Id.1.78, cf. 69; τύχῃ by chance, S.Ant.1182, Ph.546, Th.1.144, etc.; opp. φύσει, Pl.Prt.323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys.21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist. Metaph.1032a29; “ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου” Pl.Lg.920d; “ἐκ τύχης” Id.Phdr.265c, R.499b, etc.; “διὰ τύχην” Isoc.4.132, 9.45; “δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ.” Arist.Pol.1323b29; “κατὰ τύχην” Th.3.49, X.HG3.4.13; “τῆς τ. εὖ μετεστεώσης” Hdt.1.118; “τὸ τῆς τ. ἀφανές” E.Alc.785, cf. D.4.45.
III. regarded as a result:
1. good fortune, success, “δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε” h.Hom.11.5; “μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ.” Thgn.130; “τ. μόνον προσείη” Ar.Av.1315 (lyr.); “εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο” Hdt.7.10.δ́, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι: οὐ γὰρ ἄν . . ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib.124; “ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί” Th.7.33; “σὺν τύχᾳ” Pi.N.5.48, cf. S.Ph.775; σὺν τ. τινί A Ch.138, cf. Th.472; “τύχᾳ” Pi.N.10.25, E.El.594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ not believing in our good fortune, A.Ag.668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib.685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ 'κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success already attained, E.IT907; “τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντ᾽ ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ” Id.Fr.1077: c. gen. rei, “Ζεῦ τέλει᾽, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν” Pi.O.13.115.
2. ill fortune, “τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας . . φέρειν” S.Ph.1317; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ . . εὐπραγίας, Pl.Lg.732c; “τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι” Hdt. 6.16; τύχῃ by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho 6.1; opp. προνοίᾳ, Id.5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id.4.4.8; of death, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, E.Heracl. 714, cf. And.1.120, X.Cyn.5.29; “δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε, τὴν τ. δ᾽ αἱρούμεθα” A.Ag.1653; “τ. ἑλεῖν” Id.Supp.380, cf. Pr.106, 274, 290 (anap.); “ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης” E.Hec.425: personified, εἰ μὴ τὴν Τ. αὐτὴν λέγεις *misfortune herself, ib.786.
3. in a neutral sense, mostly in pl. 'fortunes', “ποίαις ὁμιλήσει τύχαις” Pi. N.1.61; “πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν” Isoc.6.34; τὴν ἐλπίδ᾽ οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.Tr.724; “ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι” Hdt.7.236; “ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ.” A.Pr.377; “φέρειν ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ.” E.Or.1024: c. gen. rei, “κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν” Lys.24. 22.
4. the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A.Ag.755 (lyr.), Ar.Pax360, D.Ep.4.3, etc.; “πολλῇ χρῷτ᾽ ἂν ἀγαθῇ τ.” Pl.Lg.640d; freq. in prayers and good wishes, “εὐχώμεσθα Διὶ . . θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι” Sol.[31]; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom., “θεός, τύχα ἀγαθά” IG42(1).47.1, 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ by God's help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B. C.); “ἀλλ᾽ ἴωμεν ἀγαθῇ τ.” Pl.Lg.625c; “ταῦτα ποιεῖτ᾽ ἀγ. τ.” D.3.18; “τύχῃ ἀγαθῇ” And. 1.120, Pl.Smp.177e, Cri.43d, etc.; in Com. with crasis, “ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ” Ar.Av.675, cf. 436, Ec.131, Nicostr.Com.19; as a formula in treaties, decrees, etc., Αάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th.4.118, etc.; “ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων” IG12.39.40; also “ἐπ᾽ ἀγαθῇ τ.” Ar.V.869, cf. Pl.Lg.757e; μετ᾽ ἀγαθῆς τ. ib.732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ᾽ ἀμείνοσι τύχαις, ib.856e, 878a; also “τύχᾳ σὺν ἔσλᾳ” Sapph.Supp.9.4; “ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι” Hdt.1.119: with κακός or equivalent words, “τ. παλίγκοτος” A.Ag. 571; “ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γ᾽ ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει” S.Tr.328; “ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ.” Id.Aj.323; “τίς τῆσδ᾽ ἔτ᾽ ἐχθίων τύχη;” A. Pers.438; “πρὶν αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ τινί” E.Hec.498; “ὅταν τις ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ.” Id.Tr.471, cf. Th.5.102; “ἀλιτηριώδης τ.” Pl. Lg.881e; “ποινὴν καὶ κακὴν τ.” S.E.M.5.16.
5. with gen. (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate, “τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ᾽ ὁ πότμος” Simon.4.2; “θεῶν δ᾽ ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Εέναρκες, ὑμετέραις τύχαις” Pi.P.8.72; “ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ.” S.Aj.980; “κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ.” X.Cyr.5.4.31; “ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν” Id.HG7.1.32; “πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι” Th.6.11; “τῆς ὑμετέρας τ.” D.1.1; “τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου” Id.18.255.
IV. the τ. or ἀγαθὴ τ. of a person or city is sts. thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty for good fortune, destiny, almost = δαίμων 1.2, 11.3, “τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι” Aeschin.3.157; “ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα πράγματα” Plu.Fab.26; “νὴ τὴν σὴν τ.” Arr.Epict.2.20.29: personified, “θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν” SIG1044.34 (Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch executed by Eutychides, Paus.6.2.7: so of rulers, “ἀγαθῇ τύχῃ τῇ Πτολεμαίου τοῦ Σωτῆρος” OGI16 (Halic., iii B.C.); “διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως” BGU1764.8 (i B. C.); “νὴ τὴν Καίσαρος τ.” Arr. Epict.4.1.14; “ὀμνύω τὴν . . Σεβαστοῦ τ.” Sammelb.7440.19 (ii A. D.), cf. BGU1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g. the “ἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ” Sammelb.7361.21 (iii A. D.).
2. = Lat. Fortuna; Τ. Σωτήριος, = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr.6.7; Τ. Πρωτογένεια, = F. Primigenia, SIG1133 (Delos, ii B. C.).
3. position, station in life, “ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ . . , σὺ δ᾽ ὁ σεμνὸς . . σκόπει . . ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ . . τὸ μέλαν τρίβων κτλ.” D.18.258; “πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ” BCH15.184, 198,204 (Panamara); “οἰκέτης τὴν τ.” Ael.NA7.48; “ἀμφίβολόν ἐστι πότερον ἡλικίας τοὔνομα ἢ τύχης” Poll.3.76; “οἱ δουλικὴν τ. εἰληχότες” POxy.1186.5 (iv A. D.), cf. 1101.7,11,21,24 (iv A. D.), etc.; rank, “βουλευτικὴ τ.” PLond.3.1015.1,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.
V. Astrol. uses:
1. = Σελήνη, Vett. Val.126.15; ἀγαθὴ τ. the κλῆρος of the moon, Cat.Cod.Astr.4.81.
2. ἀγαθὴ and κακὴ τ. names of two of the twelve regions, Vett. Val.69.13,14.
VI. Pythag. name for 7, Theol.Ar.44.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...phabetic+letter=*t:entry+group=80:entry=tu/xh
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ὑπάρχω , fut.
A. “-ξω” Hdt.6.109, S.Ant.932 (anap.): aor. ὑπῆρξα (v. infr. 1):—Pass., fut. “ὑπαρχθήσομαι” PTeb.418.7 (iii A. D.): pf. ὕπηργμαι, Ion. “-αργμαι” Hdt.7.11:—begin, take the initiative:—Constr.:
1. abs., Od.24.286, E.Ph.1223; “ὑπάρχων ἠδίκεις αὐτούς” Isoc.16.44; ὁ ὑπάρξας the beginner (in a quarrel), D.59.15, cf. 1; “ἀμύνεσθαι τοὺς ὑπάρξαντας” Lys.24.18; “ἀμυνομένους, μὴ ὑπάρχοντας” Pl.Grg.456e; “ὡς οὐχ ὑπάρχων ἀλλὰ τιμωρούμενος” Men.358:—Med., Pl.Ti.41c, Ael. NA12.41, etc.
2. c. gen., take the initiative in, begin, ἀδίκων ἔργων, ἀδικίης, Hdt.1.5, 4.1, cf. Th.2.74, etc.; “ὑ. τῆς ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι” And.1.142, cf. Pl.Mx.237b.
3. c. part., take the initiative in doing, “ἐμὲ ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες” Hdt.7.8.β́, cf. 6.133, 9.78; ὑπάρχει εὖ (or κακῶς)“ ποιῶν τινα” X.An.2.3.23, 5.5.9; τοῖς αὐτοῖς ἀμύνεσθαι οἷσπερ καὶ οἱ Λκεδαιμόνιοι ὑπῆρξαν retaliating by the means which the L. had used first, Th.2.67 (where οἷσπερ is expld. by the following ἀποκτείναντες and ἐσβαλόντες).
b. in Med. c. inf., Ael.NA14.11: c. gen., βαδίσεως -ονται ib.4.34; ἡλίου -ομένου τῆς ἀκμῆς ib.1.20.
4. c. acc., ὑ. εὐεργεσίας εἴς τινα or τινι take the initiative in [doing] kindnesses to one, D.19.280, Aeschin.2.26; ὑ. τοῦτο (sc. τὸ εὐνοεῖν) Men.927:—Pass., “ὑπηρεσίαι ὑπηργμέναι εἰς Φίλιππον αὑτῷ” Aeschin. 2.109; “τὰ παρὰ τῶν θεῶν ὑπηργμένα” D.1.10; τὰ ἔκ τινος ὑπαργμένα (Ion. for ὑπηργ-) Hdt.7.11; “ὑπηργμένων πολλῶν κἀγαθῶν” Ar. Lys.1159; “οὐδέν μοι ὑπῆρκτο εἰς αὐτόν” Antipho 5.58; “ἀνάξια τῶν εἰς ὑμᾶς ὑπηργμένων” Lys.21.25; ἄξιον τῶν ὑ. equivalent to what was done for him, Arist.EN1163b21: impers., ὑπῆρκτο αὐτοῦ (sc. τοῦ Πειραιέως) a beginning of it had been made, Th.1.93.
B. in Act. only, to be the begining, “παιδοβόροι μὲν πρῶτον ὑπῆρξαν μόχθοι τάλανες” A.Ch.1068 (anap.); πολλῶν κακῶν, μεγάλων ἀχέων, E.Ph.1582 (v. l.), Andr.274 (lyr.), cf. HF1169.
2. to be already in existence, “πημονῆς δ᾽ ἅλις γ᾽ ὑπάρχει” A.Ag.1656 (troch.); “φοίνισσα δὲ Θρηϊκίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν” was already there, Pi.P.4.205; αὗται αἱ νέες τοῖσι Ἀθηναίοισι ὑπῆρχον already existed, opp. to those they were about to build, Hdt.7.144; εἰ τοίνυν σφι χώρη γε μηδεμία ὑπῆρχε if they had no country originally existing, Id.2.15; χωρὶς δὲ τούτων οἱ χίλιοι ὑπῆρχον the original thousand existed, X.Cyr.1.5.5; “ἔδει πρῶτον μὲν ὑπάρχειν πάντων ἰσηγορίαν” Eup.291 (lyr.); “ὑπαρχούσης μὲν τιμῆς, παρούσης δὲ δυνάμεως” X.Ages.8.1; “τοῦτο δεῖ προσεῖναι, τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ὑπάρχει” D.3.15, cf. 8.53; “ταὐτὰ ὑ. αὐτῷ ἅπερ ἐμοί” Antipho 5.60, cf. Lys.12.23; ὑμῖν . . ἐλευθερίαν τε ὑπάρχειν καὶ Λακεδαιμονίων ξυμμάχοις κεκλῆσθαι there is in store for you . . , Th.5.9: c. gen., οἶκος δ᾽ ὑ. τῶνδε . . ἔχειν there is store of these things for us to have, A.Ag.961 (s. v. l., οἴκοις Pors.): freq. in part., ἡ ὑπάρχουσα οὐσία the existing property, Isoc.1.28; “τὰ ὑ. ἁμαρτήματα” Th.2.92; τῆς ὑ. τιμῆς for the current price, Syngr. ap. D.35.12; οἱ ὑ. πολῖται the existing citizens, Id.18.295; τῆς φύσεως ὑ. nature being what it is, X.Cyr.6.4.4; also κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι that there should be a refuge ready prepared, Hdt.5.124.
3. exist really, opp. φαίνομαι, Arist.Cael.297b22, Metaph. 1046b10; “ἀθεώρητοι τῶν ὑπαρχόντων” Id.GC316a9; “καταληπτικὴ φαντασία ἡ ἀπὸ τοῦ ὑπάρχοντος” Stoic.2.25.
4. simply, be, “τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ᾽ ὑπάρξει” S.Ant.932 (anap.); “ὅθεν εὐμάρει᾽ ὑπάρχοι πόρου” Id.Ph.704 (lyr.): and with a predicate, “θησαυρὸς ἄν σοι παῖς ὑπῆρχ᾽ οὑμός” E.Hec.1229; “τὸ χωρίον καρτερὸν ὑ.” Th.4.4; φύσεως ἀγαθῆς ὑπάρξαι to be of a good natural disposition, X.Oec.21.11; “κἂν σοφὸς ὑπάρχῃ” Philem.102; μέγα ὑ. τοῖς τοιούτοις λόγοις ις of great advantage to them, D.3.19; πολλῶν ὑπάρξει κῦρος ἡμέρα καλῶν, = κυρώσει πολλὰ καλά, S.El.919.
b. τὰ ὑπάρχοντα, much like τὰ ὑπηργμένα (A. 4 Pass.), a man's record, “ἀνάξιον τῶν ὑ. τῇ πόλει καὶ πεπραγμένων τοῖς προγόνοις” D.8.49; τὰ κάλλιστα τῶν ὑ. your past record, Id.18.95; ἡ ὑπάρχουσα αἰσχύνη the disgrace which has been incurred, Id.19.217; “τὰ ὑπάρχοντα [αὑτῷ] ἐγκλήματα” Aeschin.1.179.
5. sts. with a part., much like τυγχάνω, τοιαῦτα [αὐτῷ] ὑπῆρχε ἐὀντα Hdt.1.192; “ἐχθρὸς ὑ. ὤν” D.21.38; “ὑ. δύναμιν κεκτημένοι” Id.3.7, cf. 15.1.
6. προγόνων ὑ. τῶν ἐξ Ἰλίου to be the descendant of . . , D.H.2.65.
II. like ὑπόκειμαι 11.2, to be laid down, to be taken for granted, Pl.Smp. 198d; τούτου ὑπάρχοντος, τούτων ὑπαρχόντων, this being granted, Id.Ti.30c, 29b; “θέντες ὡς ὑπάρχον” Id.R.458a.
III. belong to, fall to one, accrue, ὑπάρξει τοι . . τὰ ἐναντία you will have, Hdt.6.109, etc.; “τὸ μισεῖσθαι πᾶσιν ὑ.” Th.2.64; τὴν ὑπάρχουσαν ἀπ᾽ ἀλλήλων ἀμφοτέροις [σωτηρίαν] Id.6.86; ἡ ὑπάρχουσα φύσις your proper nature, its normal condition, Id.2.45; τῇ τέχνῃ ὑπάρχειν διδούς assigning as a property of art, Pl.Phlb.58c, cf. Tht.150b, 150c.
2. of persons, ὑ. τινί to be devoted to one, X.An.1.1.4, HG7.5.5, D.19.54, etc.; καθ᾽ ὑμῶν ὑπάρξων ἐκείνῳ he will be on his side against you, ib.118, cf. 2.14.
b. ἐν παντὶ . . πᾶς χωρίῳ, καὶ ᾧ μὴ ὑπάρχομεν every one in every place, even outside our sphere of influence (lit. to which we do not belong), Th.6.87.
3. in the Logic of Arist. ὑπάρχειν denotes the subsistence of qualities in a subject, Metaph.1025a14; ὑ. τινί, = κατηγορεῖσθαί τινος, APr.25a13, al.; ὑ. κατά τινος ib.24a27, Int.16b13; ἐπί τινος ib.16a32; “ὑ. τινὶ ζῴῳ πεζῷ δίποδι εἶναι” Top.109a14; ὑπάρξει τι [τῷ πρώτῳ] it will have predicates, Plot.5.6.2; “ἡ γένεσις τῷ χρόνῳ . . ὑπάρχει” Dam.Pr.142.
IV. freq. in neut. pl. part., τὰ ὑπάρχοντα,
1. in signf. 1, existing circumstances, presentadvantages, Democr. 191, D.2.2; “ἀπὸ τῶν αἰεὶ ὑ. σφαλέντες” Th.4.18, cf. 6.33; πρὸς τὰ ὑ. ib.31; “ἐκ τῶν ὑ.” under the circumstances, according to one's means, X. An.6.4.9, Arist.Pol.1288b33; “ὡς ἐκ τῶν ὑ.” Th.7.76, 8.1.
2. in signf. 111, possessions, resources, Id.1.70,144, etc.; τὰ ἑκατέροις ὑ. ib.141; “κινδυνεύειν περὶ τῶν ὑ.” Isoc.3.57: as a Subst., “τὰ ὑ. αὐτοῦ” Ev.Matt. 24.47, cf. LXXGe.12.5; ὑποθέμενος τὰ ὑ. καὶ ὑπάρξοντα present and future resources, POxy.125.22 (vi A.D.), etc.
3. Math., ὑπάρχοντα εἴδη positive terms, Dioph.1Def.10.
V. impers., ὑπάρχει the fact is that . . , c. acc. et inf., “ὑ. γάρ σε μὴ γνῶναί τινα” S.El.1340; ὡς ὑ. τοῦ ἔχειν . . as the case stands with regard to having, Arist.HA516b25; περὶ τοὺς μαστοὺς ὑπεναντίως ὑ. ib.500a14.
2. it is allowed, it is possible, c. dat. et inf., “ὑ. ἡμῖν ἐπικρατεῖν” Th.7.63, cf. And.2.19, etc.; “ὑ. αὐτῇ εὐδαίμονι εἶναι” Pl.Phd.81a, cf. Prt.345a, Phdr.240b, etc.: also without a dat., “οὐχ ὑ. εἰδέναι” Th.1.82; “ὑ. τὴν αὐτὴν εἶναι μητέρα” Is.7.25, etc.: abs., ὥσπερ ὑπῆρχε as well as was possible, Th.3.109.
3. in neut. part., ὑπάρχον ὑμῖν πολεμεῖν since it is allowed you to . . , Th. 1.124, cf. Pl.Smp.217a.
C. to be ὕπαρχος or subordinate colleague, D.C.36.36; “τῷ . . Ἀντωνίνῳ” Id.71.34.
II. dub. in the sense of ἄρχω, rule; for Th.6.87, where the Sch. is in error, v. supr. B.111.2b; in Arist.Pol.1291b32 ὑπερέχειν is prob. l.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...betic+letter=*u:entry+group=18:entry=u(pa/rxw
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
υπάτη, (=υψίστη)· η πιο χαμηλή νότα ή χορδή· ονομαζόταν έτσι (υπάτη σήμαινε υψίστη), γιατί τοποθετούνταν στο πιο μακρινό άκρο των χορδών. Ο Αριστείδης λέει: "υπάτη δε υπάτων, ότι του πρώτου τετραχόρδου πρώτη τίθεται· το γαρ πρώτον ύπατον εκάλουν οι παλαιοί" (η υπάτη υπατών ήταν η πρώτη νότα του πρώτου τετράχορδου [του χαμηλότερου], γιατί οι αρχαίοι έλεγαν ύπατο το πρώτο).

Βλ. λ. ονομασία.

http://analogion.com/forum/showthread.php?t=12139&page=240

ὑπα?́τ-η (sc. χορδή), ἡ,
A. the highest of the three strings which formed the framework of the musical scale (opp. νεάτη, μέση), but the lowest in pitch, Philol.6, Pl.R.443d, etc.; “αἱ ὑπάται” the highest tetrachord, Anon.Oxy.667.16; τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων . . ἐπίτασιν raising of pitch from the low notes, Antyll. ap. Orib. 6.10.7; “τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν” Nicom.Harm.11; ὑπάτη ὑπατῶν ibid. (but “ὑ. ὑπάτων” Cleonid.Harm.4).

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...abetic+letter=*u:entry+group=18:entry=u(pa/th
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ὑπερβαίνω , fut.
A. “-βήσομαι” Heraclit.94: aor. 2 ὑπερέβην, Ep. 3pl. “ὑπέρβα^σαν” Il.12.469:—step over, mount, scale, c. acc., “τεῖχος” Il. l. c.; “οὐδόν” Od.8.80; “τείχη” E.Ba.654, Th.3.20; “γεῖσα τειχέων” E.Ph.1180; “τάφρους” Id.Rh.111; ὑ. τοὺς οὔρους cross the boundaries, Hdt.6.108; τὰ ὄρεα, Αἷμον, Id.4.25, Th.2.96; δόμους step over the threshold of the house, E.Med.382 codd.; “δῶμα” Id.Ion514 (troch., s. v. l.); “ὑ. τέγος ὡς τοὺς γείτονας” D.22.53; ὑ. τὴν οἰκίαν τινός, of burglars, PTeb.796.2 (ii B. C.); but more usu. ὑ. εἰς τὴν οἰκίαν ib.793vi21 (ii B. C.), cf. BGU 1007.10 (iii B. C.), PSI4.396.4 (iii B. C.) (the usage c. gen. is more than dub.; in Hdt.3.54 the best codd. have ἐπέβησαν; in E.Supp. 1049 Kirchhoff restored ὑπεκβᾶσ᾽; in Ion220 Herm. supplied βα_λόν): abs., “ὑ. εἰς τὴν τῶν Θηβαίων” X.HG5.4.59; “τῶν [ἡδονῶν] εἰς τὸ ἐπέκεινα ὑ.” Pl.R.587c; of rivers, overflow, ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας, Hdt.2.13,14; εἰ ἐθελήσει ὑπερβῆναι ὁ ποταμὸς ταύτῃ ib.99.
2. overstep, transgress, “μέτρα” Heraclit. l. c.; “οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν” Pi.Fr.1.5; “νόμους τοὺς Περσέων” Hdt.3.83, cf. S.Ant.449, al.; “τοὺς ὅρκους” D.11.2; “τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον” Pl.R.373d; “τῆς εἱμαρμένης ὅρον” IG12(7).53.32 (Amorgos, iii A. D.); τἀληθές exceed the truth, Phld.Po.5.24: abs., transgress, trespass, sin, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ (Ep. aor. subj.) “καὶ ἁμάρτῃ” Il.9.501; “ὑ. καὶ ἁμαρτάνοντες” Pl.R.366a, cf. 1 Ep.Thess.4.6.
3. pass or go beyond, “τοὺς προσεχέας” Hdt.3.89; leave out, omit, Pl.R.528d, al., Epicur.Ep.3p.63U., Gal.15.592, etc.; “ὑ. τι τῷ λόγῳ” D.4.38; “ὑ. τὸ σαφὲς εἰπεῖν” Id.60.31; pass over, i. e. leave unmolested, the next heir, Is. 3.57; ὑ. τῆς οὐσίας omit part of it, Arist.APo.91b27.
4. jump across an intervening space, Phld.D.3.9.
5. of Time, pass by, elapse, “ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων” Sor.2.41.
II. go beyond, ὑπερβὰς ἑβδομήκοντα [ἔτη] after passing the age of seventy, Pl.Lg.755b; ὑ. τοῦτο go beyond this, in their demands, Plb.2.15.6; transcend, “τὸν νοῦν” Plot.6.7.39: abs., dies ὑπερβαίνοντες supernumerary days in the calendar, Macr.Sat.1.13.10.
2. surpass, outdo, “πάσῃ παρὰ πάντας ἀνθρώπους ὑ. ἀρετῇ” Pl.Ti.24d; “ὑ. ἢ γνῶσιν σαφηνείᾳ ἢ ἄγνοιαν ἀσαφείᾳ” Id.R.478c: abs., dub. l. in Thgn. 1015.
III. stand over. shield, protect, c. dat., Opp.H.1.710.
IV. in pf., to be higher than, “δύο [ἐσχάρας] ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν” Paul.Aeg.6.44.
B. Causal in aor. 1, put over, ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην, as a direction to one mounting a horse, X.Eq.7.2.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...ic+letter=*u:entry+group=24:entry=u(perbai/nw
 
Top