Αγαπητοί, φίλοι.
Από την χρόνια ενασχόλησή μου με την θεωρία και την πράξη της Βυζαντινής Μουσικής έχω συνάξει το εξής απίστευτο συμπέρασμα:
Η βυζαντινή μουσική παράδοση διεσώθη κατά την μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας κυρίως στην Κωνσταντινούπολη (στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο σε αρκετά μικρότερο βαθμό). Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ο πνευματικός βίος και πολιτισμός αναπτύσσεται σε μεγάλο βαθμό. Εξελίσσεται το δίκαιο, καλλιεργείται η φιλοσοφία και η (ορθόδοξη) θρησκευτική πνευματικότητα διά μέσου της Θεολογίας και της εκκλησιαστική λογοτεχνίας και υμνολογίας, η τέχνη ανθεί σε όλες της τις μορφές (αρχιτεκτονική, γλυπτική-μικρογλυπτική και μικροτεχνία, αγιογραφία). Φυσικά, η μουσική δεν αποτελεί εξαίρεση. Και αυτή παρουσιάζει αξιόλογη άνθηση, καλλιεργούμενη πάντοτε στα πλαίσια της παραδόσεως. Μετά την άλωση οι εστίες πολιτισμικής άνθησης περιορίζουν τον αριθμό τους. Η Κωνσταντινούπολη παραμένει -με τα προνόμια που εξασφαλίζει από την Πύλη- το πνευματικό και πολιτισμικό κέντρο του υπόδουλου ελληνισμού. Μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους (το ελληνικό έθνος ιστορεί παρουσία αιώνων) αρχίζει πάλι η αναθέρμανση του πνευματικού και πολιτισμικού βίου, αλλά μετ' εμποδίων. Η βυζαντινή μουσική παράδοση στην Κωνσταντινούπολη και όπου αλλού, εν τω μεταξύ, συνεχίζεται, φθάνοντας καταιδρωμένη μέχρι των ημερών μας. Συνεπώς, οι αείμνηστοι μεγάλοι τελευταίοι πρωτοψάλτες, λαμπαδάριοι, δομέστικοι του Πατριαρχείου και όποιοι άλλοι ανά τον ελληνικό χώρο παρέλαβαν την προγενέστερη μουσική παράδοση και την εισήγαγαν στα μαγνητόφωνα είναι ο ιστορικός μας γνώμονας (και τα ονόματα είναι πολλά).
Όμως, τίθεται τώρα εδώ ένα σημαντικότατο ζήτημα: ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΑΦΟΜΟΙΩΣΑΝ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥΣ. Η απάντηση είναι η εξής: Την αφομοίωσαν στον βαθμό που επέτρεπε στον καθένα το χάρισμά του από τον Θεό. Δεν θα αναφέρω εδώ ποιοι είχαν μεγαλύτερο ή μικρότερο χάρισμα. Γεγονός πραγματικό είναι το ότι όλοι εκτελούσαν πεταστή, βαρεία, ομαλόν, κεντήματα... αλλά ο καθένας αναλόγως με την φωνητική του δυνατότητα. Δίνω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός μοναχού του Αγίου Όρους με καταγωγή από την Μικρασία και ενός Πρωτοψάλτη του Πατριαρχείου με καταγωγή την Κωνσταντινούπολη: Δοσίθεος μοναχός και Θρασύβουλος Στανίτσας. Οι δύο ζουν και ψάλλουν την ίδια εποχή σε διαφορετικό μέρος. Ο καθένας εκτελεί την πεταστή αναλόγως με το χάρισμά του. Και επανέρχομαι. Το ίδιο έκαναν και οι Ναυπλιώτης, Πρίγγος, Θεοδοσόπουλος, Φιρφιρής, Καρακάσης, Περιστέρης, Τσαμκιράνης, Καράς, Πετρόχειλος, Στάικος κ.ά. Το ίδιο κάνουν και οι μεγάλης ηλικίας ζώντες μαθητές τους (τα ονόματα είναι πολλά και γνωστά). Το ίδιο κάνουμε και εμείς ως παραλαβείς της βυζαντινής μουσικής παράδοσης.
Όχι: Δεν έχει καμία σχέση το φωνητικό χάρισμα του Νεραντζή με του Αγγελόπουλου. Όμως, και οι δύο μεταφέρουν την παράδοση όπως την άκουσαν και την αποδίδουν ο καθένας με το χάρισμά του. Το ίδιο ισχύει και με δύο υποτιθέμενους μαθητές τους, οι οποίοι δεν θα αναπαραγάγουν με μαθηματική ακρίβεια το ύφος των διδασκάλων τους, αλλά αμφότεροι ενδέχεται να γίνουν σπουδαιότεροι από αυτούς αν έχουν μεγαλύτερο χάρισμα από τον Θεό.
Το συμπέρασμα, αγαπητοί φίλοι, είναι ότι δεν υπάρχουν ''σχολές'' στον χώρο της Εκκλησιαστικής Μουσικής. Ανέκαθεν υπήρχαν και θα πάντοτε θα υπάρχουν δ ι α φ ο ρ έ ς στην εκτέλεση και ποιοτική απόδοση των τονιαίων διαστημάτων και των χαρακτήρων ποιότητος. Ωστόσο, άπασες έχουν την δική τους ιστορική καταγωγή και παράδοση, με το εκάστοτε φωνητικό χάρισμα να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Κάθε φορά η επόμενη γενεά προσαρμόζεται σε εκείνα τα στοιχεία που μπορεί να αφομοιώσει καλύτερα. Και τι συμβαίνει σήμερα; Μάχονται αδίκως και ανοήτως διάφορες πλευρές που αποτελούν όλοι μαζί την παράδοση. Ενώ, αν στραφούμε στον ύψιστο σκοπό που υπηρετεί -ή τουλάχιστον πρέπει να υπηρετεί- η θεία τέχνη, που δεν είναι άλλος από την θέωση του ανθρώπου, ξεχνάται το ότι ο υπέροχος ύμνος ''Επί σοι χαίρει, κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις, αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος, ηγιασμένε ναέ και παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, εξ ης Θεός εσαρκώθη και παιδίον γέγονεν ο προ αιώνων υπάρχων Θεός ημών'' είναι μελοποιημένος σε Α' εκ του Κε. Ο επίγειος σκοπός του ανθρώπου είναι η θέωση και η ένωση με τον Θεό διά μέσου της Μεταλήψεως των Αχράντων Μυστηρίων. Οι περισσότεροι ιεροψάλτες δεν Κοινωνούν. Αυτό δεν είναι λυπηρό φαινόμενο; Πώς θα υποβοηθήσουν το χριστεπώνυμο πλήρωμα στην επίτευξη του σκοπού για τον οποίο έρχεται στην εκκλησία, όταν οι ίδιοι ηχούν ''ως κύμβαλα αλλαλάζοντα'' και δεν ψάλλουν προσευχόμενοι; Αν υποθέσουμε εντελώς ρητορικά ότι στην θέση του άδειου δεσποτικού θρόνου καθόταν κατά την διάρχεια της Θ. Λειτουργίας ο Χριστός ως Μέγας Αρχιερεύς, θα τολμούσε κανείς από εμάς να ψάλλει όπως ψάλλει; Μήπως η ρητορική υπόθεση δεν είναι ρητορική και ισχύει στην πραγματικότητα; Όλοι αύριο ας κοιτάξουμε την εικόνα του Δεσπότου Χριστού στον δεσποτικό θρόνο πριν ανέβουμε στο αναλόγιό μας. Το αξίωμά μας είναι ευεργεσία από τον Θεό και η ευεργεσία επιβάλλει χρέος ανάλογο του μεγέθους της... Ο Στρ. Μυριβίλης γράφει σε ένα έργο του: ''Σαν αρχίσει και σηκώνει κεφάλι ο ευεργετημένος, γίνεται αντιπαθητικός''...
Από την χρόνια ενασχόλησή μου με την θεωρία και την πράξη της Βυζαντινής Μουσικής έχω συνάξει το εξής απίστευτο συμπέρασμα:
Η βυζαντινή μουσική παράδοση διεσώθη κατά την μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας κυρίως στην Κωνσταντινούπολη (στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο σε αρκετά μικρότερο βαθμό). Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ο πνευματικός βίος και πολιτισμός αναπτύσσεται σε μεγάλο βαθμό. Εξελίσσεται το δίκαιο, καλλιεργείται η φιλοσοφία και η (ορθόδοξη) θρησκευτική πνευματικότητα διά μέσου της Θεολογίας και της εκκλησιαστική λογοτεχνίας και υμνολογίας, η τέχνη ανθεί σε όλες της τις μορφές (αρχιτεκτονική, γλυπτική-μικρογλυπτική και μικροτεχνία, αγιογραφία). Φυσικά, η μουσική δεν αποτελεί εξαίρεση. Και αυτή παρουσιάζει αξιόλογη άνθηση, καλλιεργούμενη πάντοτε στα πλαίσια της παραδόσεως. Μετά την άλωση οι εστίες πολιτισμικής άνθησης περιορίζουν τον αριθμό τους. Η Κωνσταντινούπολη παραμένει -με τα προνόμια που εξασφαλίζει από την Πύλη- το πνευματικό και πολιτισμικό κέντρο του υπόδουλου ελληνισμού. Μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους (το ελληνικό έθνος ιστορεί παρουσία αιώνων) αρχίζει πάλι η αναθέρμανση του πνευματικού και πολιτισμικού βίου, αλλά μετ' εμποδίων. Η βυζαντινή μουσική παράδοση στην Κωνσταντινούπολη και όπου αλλού, εν τω μεταξύ, συνεχίζεται, φθάνοντας καταιδρωμένη μέχρι των ημερών μας. Συνεπώς, οι αείμνηστοι μεγάλοι τελευταίοι πρωτοψάλτες, λαμπαδάριοι, δομέστικοι του Πατριαρχείου και όποιοι άλλοι ανά τον ελληνικό χώρο παρέλαβαν την προγενέστερη μουσική παράδοση και την εισήγαγαν στα μαγνητόφωνα είναι ο ιστορικός μας γνώμονας (και τα ονόματα είναι πολλά).
Όμως, τίθεται τώρα εδώ ένα σημαντικότατο ζήτημα: ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΑΦΟΜΟΙΩΣΑΝ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥΣ. Η απάντηση είναι η εξής: Την αφομοίωσαν στον βαθμό που επέτρεπε στον καθένα το χάρισμά του από τον Θεό. Δεν θα αναφέρω εδώ ποιοι είχαν μεγαλύτερο ή μικρότερο χάρισμα. Γεγονός πραγματικό είναι το ότι όλοι εκτελούσαν πεταστή, βαρεία, ομαλόν, κεντήματα... αλλά ο καθένας αναλόγως με την φωνητική του δυνατότητα. Δίνω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός μοναχού του Αγίου Όρους με καταγωγή από την Μικρασία και ενός Πρωτοψάλτη του Πατριαρχείου με καταγωγή την Κωνσταντινούπολη: Δοσίθεος μοναχός και Θρασύβουλος Στανίτσας. Οι δύο ζουν και ψάλλουν την ίδια εποχή σε διαφορετικό μέρος. Ο καθένας εκτελεί την πεταστή αναλόγως με το χάρισμά του. Και επανέρχομαι. Το ίδιο έκαναν και οι Ναυπλιώτης, Πρίγγος, Θεοδοσόπουλος, Φιρφιρής, Καρακάσης, Περιστέρης, Τσαμκιράνης, Καράς, Πετρόχειλος, Στάικος κ.ά. Το ίδιο κάνουν και οι μεγάλης ηλικίας ζώντες μαθητές τους (τα ονόματα είναι πολλά και γνωστά). Το ίδιο κάνουμε και εμείς ως παραλαβείς της βυζαντινής μουσικής παράδοσης.
Όχι: Δεν έχει καμία σχέση το φωνητικό χάρισμα του Νεραντζή με του Αγγελόπουλου. Όμως, και οι δύο μεταφέρουν την παράδοση όπως την άκουσαν και την αποδίδουν ο καθένας με το χάρισμά του. Το ίδιο ισχύει και με δύο υποτιθέμενους μαθητές τους, οι οποίοι δεν θα αναπαραγάγουν με μαθηματική ακρίβεια το ύφος των διδασκάλων τους, αλλά αμφότεροι ενδέχεται να γίνουν σπουδαιότεροι από αυτούς αν έχουν μεγαλύτερο χάρισμα από τον Θεό.
Το συμπέρασμα, αγαπητοί φίλοι, είναι ότι δεν υπάρχουν ''σχολές'' στον χώρο της Εκκλησιαστικής Μουσικής. Ανέκαθεν υπήρχαν και θα πάντοτε θα υπάρχουν δ ι α φ ο ρ έ ς στην εκτέλεση και ποιοτική απόδοση των τονιαίων διαστημάτων και των χαρακτήρων ποιότητος. Ωστόσο, άπασες έχουν την δική τους ιστορική καταγωγή και παράδοση, με το εκάστοτε φωνητικό χάρισμα να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Κάθε φορά η επόμενη γενεά προσαρμόζεται σε εκείνα τα στοιχεία που μπορεί να αφομοιώσει καλύτερα. Και τι συμβαίνει σήμερα; Μάχονται αδίκως και ανοήτως διάφορες πλευρές που αποτελούν όλοι μαζί την παράδοση. Ενώ, αν στραφούμε στον ύψιστο σκοπό που υπηρετεί -ή τουλάχιστον πρέπει να υπηρετεί- η θεία τέχνη, που δεν είναι άλλος από την θέωση του ανθρώπου, ξεχνάται το ότι ο υπέροχος ύμνος ''Επί σοι χαίρει, κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις, αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος, ηγιασμένε ναέ και παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, εξ ης Θεός εσαρκώθη και παιδίον γέγονεν ο προ αιώνων υπάρχων Θεός ημών'' είναι μελοποιημένος σε Α' εκ του Κε. Ο επίγειος σκοπός του ανθρώπου είναι η θέωση και η ένωση με τον Θεό διά μέσου της Μεταλήψεως των Αχράντων Μυστηρίων. Οι περισσότεροι ιεροψάλτες δεν Κοινωνούν. Αυτό δεν είναι λυπηρό φαινόμενο; Πώς θα υποβοηθήσουν το χριστεπώνυμο πλήρωμα στην επίτευξη του σκοπού για τον οποίο έρχεται στην εκκλησία, όταν οι ίδιοι ηχούν ''ως κύμβαλα αλλαλάζοντα'' και δεν ψάλλουν προσευχόμενοι; Αν υποθέσουμε εντελώς ρητορικά ότι στην θέση του άδειου δεσποτικού θρόνου καθόταν κατά την διάρχεια της Θ. Λειτουργίας ο Χριστός ως Μέγας Αρχιερεύς, θα τολμούσε κανείς από εμάς να ψάλλει όπως ψάλλει; Μήπως η ρητορική υπόθεση δεν είναι ρητορική και ισχύει στην πραγματικότητα; Όλοι αύριο ας κοιτάξουμε την εικόνα του Δεσπότου Χριστού στον δεσποτικό θρόνο πριν ανέβουμε στο αναλόγιό μας. Το αξίωμά μας είναι ευεργεσία από τον Θεό και η ευεργεσία επιβάλλει χρέος ανάλογο του μεγέθους της... Ο Στρ. Μυριβίλης γράφει σε ένα έργο του: ''Σαν αρχίσει και σηκώνει κεφάλι ο ευεργετημένος, γίνεται αντιπαθητικός''...