Αγαπητοί συνάδελφοι,
καταρχάς ευχαριστώ για τα ενδιαφέροντα σχόλιά σας! Δίνουν αν μη τι άλλο, τροφή για σκέψη και γόνιμο διάλογο. Σκοπός του παρόντος μηνύματος δεν είναι να πεισθεί κανείς για τίποτε. Ο καθένας έχει την άποψή του και είναι απολύτως σεβαστή. Απλώς, θα ήθελα να καταθέσω κάποιες βασικές σκέψεις, οι οποίες δύνανται να διαλευκάνουν το όλο ζήτημα και να συνεισφέρουν στη συζήτηση.
Εν προκειμένω, όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά και η υφή της ίδιας της σύνθεσης παραπέμπουν σε μορφολογικά και αισθητικά πρότυπα διάχυτα στο μουσικό περιβάλλον της Οθωμανικής Κων/λης του 19ου αιώνα. Έχουμε να κάνουμε με έναν συνθέτη ο οποίος προέρχεται από την Θράκη και δραστηριοποιείται συνθετικά μετά την αποχώρησή του από τα Πατριαρχεία. Αν και η συμβολή του στη δόμηση του κοινοτικού Πολίτικου ιδιώματος θα πρέπει να θεωρηθεί καθοριστική, η επίδρασή του στην Πατριαρχική επιτέλεση μάλλον ως ισχνή θα πρέπει να θεωρηθεί. Έως και σήμερα, δεν ψάλλεται ούτε ένα μάθημά του π.χ από την δημοφιλή σε άλλες περιοχές Μεγάλη του Εβδομάδα στο Φανάρι. Μόνο ο Δάσκαλός μου, πρώην ΑΠΜΧΕ κ. Λεωνίδας Αστέρης, ως κάτοχος σημαντικού μέρους των χειρογράφων του, έψαλε λιγοστά Δοξαστικά του ενιαυτού, τουλάχιστον κατά την μακρόχρονη περίοδο της παρουσίας μου δίπλα του στο Πατριαρχικό αναλόγιο. Το συνθετικό έργο του Ραιδεστηνού απηχεί την γενικότερη πνευματική και νεωτερική διεργασία στο πεδίο της μουσικής έκφρασης στον αστικό χώρο της Πόλης του 19ου αιώνα. Έτσι, φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με ανάλογες εκσυγχρονιστικές τάσεις που συναντώνται στις αντίστοιχες εθνοτικές-θρησκευτικές ομάδες της πολυπολιτισμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θέτοντας σε ένα ιστορικοποιημένο πλαίσιο την παρούσα ηχογράφηση, πιστεύω πως η γνώση και αξιοποίηση στοιχείων της κοσμικής μουσικής, όχι μόνο προβληματική δεν είναι αλλά και εξαιρετικά ωφέλιμη-ενδιαφέρουσα. Κάτι τέτοιο είναι σαφέστατο άλλωστε, όταν κανείς προσεγγίσει ιστορικό ηχητικό υλικό όχι μόνο Κων/τών ψαλτών με αναφορά σε κοινοτικά ιδιώματα (Στανίτσας, Μαγούρης), αλλά και αντίστοιχων της περιφέρειας, οι οποίοι αποτυπώνουν τοπικές ιδιωματικές αλλά και ιδιωπρόσωπες εκδοχές (Μανέας, Γεροθόδωρος, Σφήκας. Τσαμκιράνης, κ.ά). Η συλήβδην αναγωγή της όποιας εκτέλεσης φέρει έντεχνα-εκλεπτυσμένα τεχνικά και υφολογικά χαρακτηριστικά (διαποίκιλση, διαστηματική διατύπωση, εκφορά) σε αντίστοιχες Λόγιας Οθωμανικής μουσικής είναι προβληματική, ρηχή, επιπόλαιη, ανώριμη και πλημελής.
Ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της Εκκλησιαστικής μουσικής είναι ο προφορικός της χαρακτήρας. Παρά το γεγονός της αντίστοιχης λόγιας-εγγράμματής της πλευράς (σημειογραφικό σύστημα, θεωρητικές συγγραφές, συνθετικές φόρμες, επώνυμοι συνθέτες και κωδικογράφοι), έχουμε να κάνουμε με ένα προφορικό, και άρα ρευστό και πολοιπίκιλλο ερμηνευτικά μουσικό είδος. Αποτελεί γεγονός, πως η ιδρυματοποίηση της Εκκ/κής μουσικής στον Ελλαδικό χώρο έχει συμβάλει καθοριστικά στην ερμηνευτική ομογενοποίηση του υλικού, κυρίως εκ μέρους πολυπρόσωπων, αλλά σε πολλές περιπτώσεις απρόσωπων υφολογικά, χορωδιακών εκτελέσεων. Έτσι, συναντώνται αποδόσεις οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψιν τα ιδιαίτερα ιστορικά, μορφολογικά, προφορικά και ιδιωματικά των εκάστοτε συνθέσεων, με αποτέλεσμα να αποδίδεται ο Κουκουζέλης του 12ου αιώνα με τον ίδιο τρόπο που ψάλλεται ο Μπερεκέτης του 17ου ή ο Κωνσταντίνος του 19ου. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο στο σύγχρονο ρεπερτόριο του 20ού αιώνα, όπου συχνά παραθεωρείται η προφορική του διάσταση.
Η εν λόγω εκτέλεση εντάσσεται στο πλαίσιο ενός επιστημονικού προγράμματος που μελετάει τις δικοινοτικές σχέσεις στο πλαίσιο της Οθωμανικής Κωνσταντινούπολης του 19ου αιώνα. Μεταξύ άλλων, μελετήθηκαν και έως τώρα άγνωστα αρχεία και πηγές αναφορικά με τη δράση προσώπων από τον χώρο της Εκκλ/κής μουσικής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Ραιδεστηνός. Αυτός είναι και ο λόγος όπου ενδεικτικά επιλέχθηκε η εκτέλεση του συγκεκριμένου μέλους. Ενός μη ενεργού μέλους, του οποίου η προσέγγιση απαιτεί γνώση του ευρύτερου ιστορικού υλικού, καθώς και των έως σήμερα αντίστοιχων εγχειρημάτων απόδοσής του. Σε κάθε περίπτωση μέσω της παρούσας εκτέλεσης κατατίθεται μία, ενδεχόμενη, και σε καμιά περίπτωση απόλυτη, ερμηνευτική προσέγγιση, η οποία μπορεί σε κάποιους να φανεί εύστοχη, ενδιαφέρουσα ή και όχι. Τα ζητήματα της αισθητικής τοποθέτησης, της πρόσληψης και επεξεργασίας εμπειριών, καθώς και εκείνο της συλλογικής-προσωπικής μνήμης παίζουν τεράστιο ρόλο στην όποια διαδικασία αξιολόγησης.
Αναφορικά με την εκφορά και την χρονική αγωγή: Η τοποθέτηση της φωνής, η οποία άστοχα κρίνεται ως ένρινη, είναι εκείνη όπου ως βασικό χώρο παραγωγής έχει την περιοχή της μάσκας και των ιγμορείων. Είναι η περιοχή που ανοίγει το δρόμο για τη χρήση των κρανιακών αντηχίων, τα οποία εξασφαλίζουν στη φωνή διάυγεια, εμβέλεια και πλούτο αρμονικών. Τα παραπάνω στοιχεία είναι απαραίτητα για την εκτέλεση σε ναούς χωρίς μικρόφωνα, η δε χρήση της ρινικής περιοχής γίνεται σποραδικά, σε περιπτώσεις ηχοχρωματικού εφέ, σε ορισμένες διαποικιλματικές περιπτώσεις. Η εν λόγω εκφορά είναι λογικό να ξενίζει από τη στιγμή που δυστυχώς στον ελλαδικό χώρο κυριαρχεί η λαρυγγόφωνη παραγωγή του ήχου, με αποτέλεσμα το όλο άκουσμα να χαρακτηρίζεται από έλλειψη πλούσιου σε αρμονικές ηχοχρώματος. Η κατά τους συναδέλφους "ένρινη" τοποθέτηση αποτελεί κοινό τόπο στην πλειονότητα των ιστορικών ηχογραφημάτων, και σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να ταυτιστεί με το τεχνικό ατόπημα της απόλυτης κατίσχυσης της ρινικής κοιλότητας έναντι των υπολοίπων χώρων της κρανιακής περιοχής.
Αναφορικά δε με την χρονική αγωγή, θα ήθελα να πω, πως συνειδητά επιλέχθηκε μια πιο αργή και αρκετά ευέλικτη ταχύτητα, χωρίς ωστόσο να διασπάται ο βαθύτερος ρυθμικός κορμός της σύνθεσης. Στην Εκκλ/κή μουσική, η ρυθμική εκφορά δεν είναι στατική, μετρονομική και ανέλικτη, αλλά ρευστή, μεταβαλλόμενη, "ασυγκέραστη" θα έλεγε κανείς, επιχειρώντας την αντίστοιχη αναγωγή που αφορά στη διαστηματική διατύπωση. Η αργή και ευέλικτη χρονική αγωγή αποτελεί άλλον έναν κοινό τόπο των παλιότερων εκτελέσεων Χερουβικών, αλλά και των πρόσφατων όπως π.χ του Λεωνίδα Αστέρη στα Χερουβικά του Κωνσταντίνου. Οι τελευταίες δε, θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν mutatis mutandis ως ερμηνευτικό παράλληλο, αναφορικά με την προσέγγιση ενός εξαιρετικά απαιτητικού, μη ενεργού μέλους του 19ου αιώνα.
Ο προφορικός χαρακτήρας της Εκκ/κής μουσικής είναι εκείνος που εκ των πραγμάτων παράγει την ερμηνευτική-αισθητική ποικιλομορφία που την χαρακτηρίζει, η οποία και αντιστέκεται σε οποιαδήποτε μορφή απόλυτης κανονικοποίησης-ομογενοποίησης, οποιουδήποτε στυλ και οποιασδήποτε Σχολής που ευαγγελίζεται την εκάστοτε ερμηνευτική Ορθοδοξία. Η ανάδειξη δε έως σήμερα ιδιωπρόσωπων προσεγγίσεων που να λαμβάνουν υπόψη το ιστορικό υλικό αλλά συγχρόνως να προτείνουν κάτι νέο, αποτελλεί τεράστια πρόκληση αλλά και τεκμήριο της ζώσας και όχι μουσειακής μορφής της Εκκλ/κής μουσικής.
Περιμένω με τεράστιο ενδιαφέρον από τους συναδέλφους να εκθέσουν τις δικές τους προτάσεις, μέσω εκτέλεσης του αντίστοιχου ή όποιου άλλου της εν λόγω εποχής μέλους, ώστε να συνεχίσουμε τον καρποφόρο διάλογο.
Με εκτίμηση
Νίκος Ανδρίκος
Επίκουρος Καθηγητής
Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων