Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

χρησμωδός, εκείνος που έδινε (ή εκφωνούσε) ενα χρησμό, σε τραγούδι ή σε στίχο· τραγουδιστής χρησμών. Ο Απόλλων ονομαζόταν Λοξίας ο χρησμωδός, για τη διπλή σημασία των χρησμών του. Κατ' επέκταση, χρησμωδός ονομαζόταν και ο προφήτης.
χρησμωδία· η απάντηση ενός μαντείου που δινόταν σε τραγούδι ή σε στίχο. Ίδια σημασία είχε και η λέξη χρησμώδημα, που σήμαινε όμως, κυρίως, το χρησμό.
χρησμωδώ· δίνω (εκφωνώ) ενα χρησμό σε τραγούδι ή ποίηση· τραγουδώ ένα χρησμό.

http://www.musipedia.gr/
 
χρόα, και χροιά· η ιδιαίτερη διαίρεση των διαστημάτων σε κάθε γένος, η οποία καθόριζε την ποικιλία των διαστημάτων που σύνθεταν το γένος σε κάθε περίπτωση. Ο Αριστόξενος (Αρμ. ΙΙ, 50-52 Mb) αναγνωρίζει έξι χρόες και στα τρία γένη συνολικά· συγκεκριμένα, δύο στο διατονικό: (α) στο μαλακό και (β) στο σύντονο, μία στο εναρμόνιο και τρεις στο χρωματικό γένος: (α) στο μαλακό, (β) στο ημιόλιο και (γ) στο σύντονο ή τονιαίο. Περισσότερες λεπτομέρειες δίνονται για κάθε περίπτωση χωριστά (βλ. τα λ. διάτονον , εναρμόνιον και χρωματικόν ).
Κλεον. (Εισαγ. 6): "Χρόα δε εστι γένους ειδική διαίρεσις· χρόαι δε εισιν αι ρηταί και γνώριμοι έξ, αρμονίας μία, χρώματος τρεις, διατόνου δύο" (Χρόα είναι μια ειδική διαίρεση του γένους· και οι ορισμένες και γνωστές χρόες είναι έξι· μία στο εναρμόνιο, τρεις στο χρωματικό και δύο στο διατονικό). Ο Πτολεμαίος αναγνώριζε οκτώ χρόες: πέντε στο διατονικό, μία στο εναρμόνιο και δύο στο χρωματικό (πρβ. Πορφύρ. Comment, έκδ. I. During, σ. 157 και Παχυμ. στον Vincent Notices 422-423).
Η λέξη χροιά απαντά επίσης με τη σημασία του χρώματος τόνου, του τίμπρο. Ο Γαυδέντιος (Εισαγ. 2) δίνει τον ακόλουθο ορισμό: "χροιά δε εστι, καθ' ην διαφέροιεν (άν) αλλήλων οι κατά τον αυτόν τόπον ή χρόνον φαινόμενοι, σΐον η του λεγομένου μέλους φύσις εν φωνή και τα όμοια" (χροιά είναι [η ιδιότητα] με την οποία νότες [ήχοι] που εμφανίζονται [ακούονται] στην ίδια θέση [ύψος] ή χρόνο διαφέρουν ο ένας από τον άλλο, όπως η φωνητική φύση του μέλους και τα όμοια).

Βλ. Πλούτ. Περί μουσ. 1143Ε, 34

http://www.musipedia.gr/
 
χρόνος, στην ποίηση και τη μετρική , η διάρκεια, η ποσότητα (σε χρόνο) μιας συλλαβής. Στη μουσική, το βασικό στοιχείο του ρυθμού, το στοιχείο της μέτρησης. Κατά τον Βακχείο (Εισαγ. 23 Mb), οι χρόνοι ήταν τρεις:

(α) ο βραχύς· "ο ελάχιστος και εις μερισμούς μη πίπτων" (ο μικρότερος και αδιαίρετος)·

(β) ο μακρός· "ο τούτου διπλάσιος"·

(γ) ο άλογος· "άλογος· ο του μεν βραχέος μακρύτερος, του δε μακρού ελάσσων υπάρχων· υπόσω δέ εστιν ελάσσων ή μείζων δια το λόγω δυσαπόδοτον, εξ αυτού του συμβεβηκότος άλογος εκλήθη" (εκείνος που είναι μακρότερος από τον βραχύ και μικρότερος από τον μακρό· και επειδή δεν είναι δυνατό να αποδειχτεί πόσο μικρότερος ή μακρότερος είναι, ονομάστηκε άλογος).
άλογος χρόνος, κατά τον Αριστόξενο , είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να νοηθεί και να εκφραστεί με κλάσματα [τμήματα] του πρώτου χρόνου. Πρώτος χρόνος είναι για τον Αριστόξενο ο βραχύς, ο ελάχιστος: "Πρώτος χρόνος είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να διαιρεθεί με κανένα ρυθμικό τρόπο και πάνω στον οποίο δεν μπορούν να τοποθετηθούν δύο ήχοι ούτε δύο συλλαβές ή δύο ορχηστικές κινήσεις, δηλ. η χρονική μονάδα· χρόνος δίσημος είναι ο χρόνος που περιέχει δύο φορές τον πρώτο, τη χρονική μονάδα. Χρόνος τρίσημος εκείνος που περιέχει τρεις φορές τον πρώτο· τετράσημος εκείνος που περιέχει τέσσερις φορές τον πρώτο· πεντάσημος πέντε φορές" (Αριστόξ. Ρυθμός 3, έκδ. Feussner· Ανών. Bell. 53, 1). Έτσι, ο πρώτος χρόνος είναι αδιαίρετος, (ασύνθετος, απλός)· όλοι οι άλλοι είναι σύνθετοι.
Ο χρόνος της παύσης λεγόταν χρόνος κενός· ο Αριστείδης (40-41 Mb, R.P.W.-I. 38-39) αναγνώριζε δύο χρόνους κενούς: το λείμμα, τη βραχεία ή απλή παύση, και την πρόσθεση (πρόσθεσις), τη μακρά παύση, διπλάσια της πρώτης. Το τέλος ενός τμήματος σημειωνόταν με το σημείο ¦:, που ονομαζόταν διαστολή
και σήμαινε μια διακοπή αόριστης διάρκειας.

Βλ. τα λ. παρασημαντική και ρυθμός

http://www.musipedia.gr/
 
χρωματικόν, γένος ή, απλώς, χρώμα· το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la.
Τα ονόματα των συστατικών φθόγγων του τετραχόρδου πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με τη γενική τους σειρά στο τετράχορδο (το διάστημα μεταξύ λιχανού

και μέσης θεωρείται απλό, όχι σύνθετο ή πήδημα τρίτης όπως θα λέγαμε σήμερα)· συγκρίνετε, στο ακόλουθο παράδειγμα, τα ονόματα των φθόγγων και στα δύο τετράχορδα, διατονικό και χρωματικό:

[...]

Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο.

Κατά τον Ανώνυμο (Bell. 57-59, 53): (α) το μαλακό είναι εκείνο το τετράχορδο στο οποίο το πυκνόν (όταν το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων [mi -fa - fa δί. στο παράδειγμα] είναι μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου [fa δί. - la]) είναι ίσο προς τρεις εναρμόνιες διέσεις μείον 1/12 του τόνου· δηλαδή, αφού ή εναρμόνια δίεση είναι 1/4 (δηλ. 3/12) του τόνου, το χρωματικό πυκνό θα είναι ίσο προς 3 x 1/4= 3/4 ή 9/12 μείον 1/12= 8/12 του τόνου. Έτσι, το μαλακό χρωματικό θα προχωρούσε με τον ακόλουθο τρόπο:

[,,,]

(β) το ημιόλιο είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι ίσο προς ένα ημιτόνιο και μια εναρμόνια δίεση, δηλαδή 1/2+1/4=3/4 = 9/12 του τόνου:

[...]

(γ) Το σύντονο είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό αποτελείται από δύο ημιτόνια (mi - fa - fa δί.) και το υπόλοιπο είναι ένας και μισός τόνος (fa δί. - la):

[...]

Οι παραπάνω ορισμοί έχουν την προέλευσή τους στον Αριστόξενο (Αρμον. Στοιχ. II, 50-51 Mb), ο οποίος δίνει τους ακόλουθους ορισμούς: (α) το μαλακό χρωματικό είναι το τετράχορδο στο οποίο το πυκνό αποτελείται από δύο ελάχιστες χρωματικές διέσεις ("εκ δύο χρωματικών διέσεων ελαχίστων"), δηλαδή 4/12+4/12= 8/12, και το υπόλοιπο είναι ένα ημιτόνιο παρμένο τρεις φορές (δηλ. 1/2 x 3= 3/2 ή 18/12) συν μία χρωματική δίεση (4/12), δηλ. 18/12+4/12 = 22/12· Έτσι, το μαλακό χρωματικό του Αριστόξενου είναι το ίδιο με εκείνο του Ανώνυμου που δώσαμε παραπάνω (4/12+4/12+22/12)·

(β) Το ημιόλιο χρωματικό είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι μιάμιση φορά το εναρμόνιο πυκνό (1/4+1/4=1/2 = 6/12 εναρμ. πυκνό· πλέον το μισό του 3/12) δηλ. 6/12+3/12=9/12· Έτσι, τα δύο πρώτα διαστήματα του χρωματικού τετραχόρδου, αν ληφθούν ως πυκνό, θα είναι, κατά τον ’ριστόξενο, 9/12 του τόνου, ακοιβώς όπως και εκείνο του Ανώνυμου που αναφέρθηκε παραπάνω. Το υπόλοιπο του τετραχόρδου θα είναι 21/12, δηλ. συνολικά (4 1/2 /12) + (4 1/2 / 12) +21/12.
(γ) Το τονιαίο είναι το σύντονο του Ανώνυμου. Το σύντονο ορίζεται από τον Ανώνυμο (σ. 59) ως "εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι ένα ημιτόνιο". Αυτό είναι ένα φανερό λάθος, γιατί το πυκνό στο σύντονο είναι δύο ημιτόνια.
Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 7) ορίζει τις τρεις χρόες του χρωματικού τετραχόρδου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μολονότι η φρασεολογία διαφέρει ελαφρά.
Ο Αριστείδης (18 Mb, R.P.W.-I. 16) αναφέρει πως το χρώμα ονομάζεται έτσι, γιατί τεντώνεται με ημιτόνια ("το δι' ημιτονίων συντεινόμενον"). Ο Ανώνυμος (σσ. 30-31), από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει: "χρωμα δε, ήτοι παρά το τετράφθαι πως εκ του διατονικού, ή παρά το χρώζειν μεν αυτό τα άλλα συστήματα... έστι δε ήδιστόν τε και γοερώτατον" (το χρώμα ονομάζεται έτσι, γιατί απομακρύνεται κάπως από το διατονικό ή γιατί χρωματίζει τα άλλα συστήματα· ...και είναι γλυκύτατο και πολύ θρηνητικό).

http://www.musipedia.gr/
 
χωλίαμβος, χωλός (κουτσός) ίαμβος· στίχος που αποτελούνταν από ένα ιαμβικό τρίμετρο με ένα σπονδείο (ή τροχαίο) στον τελευταίο πόδα : U - U - U - U - U - - - ή U - U - U - U - U - - U. Επινοήθηκε από τον σατυρικό ποιητή Ιππώνακτα (6ος αι. π.Χ.). Ο χωλίαμβος ονομαζόταν και σκάζων (κουτσός, χωλαίνων).

http://www.musipedia.gr/
 
ψάλλω, (α) γενική σημασία: εγγίζω, τραβώ με τα δάχτυλα (Αισχ. Πέρσαι 1062): "ψάλλ' έθειραν" (τράβα τα μαλλιά σου)· τραβώ και αφήνω να ηχήσει (Ευριπ. Βάκχαι 783-784): "...και τόξων χερί ψάλλουσι νευράς" (και τραβούν με το χέρι τις χορδές των τόξων).
Στη μουσική, ο όρος ψάλλω σήμαινε παίζω ένα έγχορδο όργανο με γυμνά δάχτυλα, χωρίς πλήκτρο . Αθήν. (Δ', 183D, 81): "Επίγονος... κατά χείρα δίχα πλήκτρου έψαλλε" (ο Επίγονος ... έπαιζε με γυμνά δάχτυλα [τραβούσε τις χορδές]).
Τα έγχορδα που παίζονταν απευθείας με τα δάχτυλα λέγονταν ψαλτικά και επιψαλλόμενα (βλ. λ. έγχορδα ). Η χορδή που παιζόταν με αυτό τον τρόπο λεγόταν ψαλλομένη (τραβηγμένη με τα δάχτυλα).

(β) Ο όρος ψάλλω σε νεότερα χρόνια χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας .

Σημείωση: Από το ρήμα ψάλλω προήλθαν διάφοροι όροι: ψαλμός , ψαλτήρ ή ψάλτης, ψάλτιγξ , ψαλτήριον (βλ. αντίστοιχα λ.)· επίσης, αντίψαλμος , επιψαλμός κτλ.

ψαλμωδία· βλ. λ. ψαλμός .

http://www.musipedia.gr/
 
ψαλμός, θέση σε παλμική δόνηση μιας χορδής (εγχόρδου οργάνου) απευθείας με τα δάχτυλα· επίσης, ψαλμός λεγόταν και ο ήχος που παραγόταν με αυτό τον τρόπο.
Σε κατοπινά χρόνια, ένα τραγούδι (τραγούδισμα) με συνοδεία εγχόρδου οργάνου.

ψαλμωδία· τραγούδισμα με συνοδεία κιθάρας.

http://www.musipedia.gr/
 
ψαλτήρ, και ψάλτης· κιθαριστής που έπαιζε απευθείας με τα δάχτυλα (χωρίς να χρησιμοποιεί πλήκτρο). Πρβ. Ησύχιο.
ψάλτρια (η)· Σέξτος Εμπειρ. (Προς μουσικούς VI, 1): "τας ψαλτρίας μουσικάς" ([περιγράφουμε] τις κιθαρίστριες ως μουσικούς).

http://www.musipedia.gr/
 
ψαλτήριον, γενικός όρος για τα έγχορδα όργανα που παίζονταν απευθείας με τα δάχτυλα, χωρίς τη βοήθεια πλήκτρου . Σε αυτή την κατηγορία ανήκε το επιγόνειον , η μάγαδις, η πήκτις, το σιμίκιον , η σαμβύκη , ο νάβλας και το τρίγωνον (βλ. τα αντίστοιχα λ.).
Αλλά η λέξη ψαλτήριο απαντά πολύ συχνά με τη σημασία ενός ειδικού οργάνου. Πολυδ. (IV, 59): "...χέλυς, ψαλτήριον, τρίγωνα..." κτλ.
Αθήν. (Δ', 183C, 81): "το δε ψαλτήριον, ως φησιν Ιόβας, Αλέξανδρος ο Κυθήριος συνεπλήρωσε χορδαίς" (το ψαλτήριο, καθώς λέει ο Ιόβας, τελειοποιήθηκε από τον Αλέξανδρο τον Κυθήριο με την προσθήκη περισσότερων χορδών). Φαίνεται ότι τα όργανα της οικογένειας του ψαλτηρίου, ιδιαίτερα εκείνα που είχαν πολλές χορδές, δε διέφεραν ουσιαστικά μεταξύ τους, γι' αυτό και μερικοί τα συνέχεαν· ο Απολλόδωρος (Αθήν. ΙΔ', 636F, 40) λέει ότι: "ο νυν, φησί, ημείς λέγομεν ψαλτήριον, τούτ' είναι μάγαδιν" (ό,τι εμείς καλούμε τώρα ψαλτήριο ήταν η μάγαδις).

http://www.musipedia.gr/
 
Ψελλός, Μιχαήλ (Νικομήδεια 1018-Κωνσταντινούπολη 1079 μ.Χ.)· Βυζαντινός συγγραφέας, φιλόσοφος, θεωρητικός και ένας από τους ευρυμαθέστερους ανθρώπους του Βυζαντίου. Περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα (το κοσμικό του όν
 
Last edited:
Ψελλός, Μιχαήλ (Νικομήδεια 1018-Κωνσταντινούπολη 1079 μ.Χ.)· Βυζαντινός συγγραφέας, φιλόσοφος, θεωρητικός και ένας από τους ευρυμαθέστερους ανθρώπους του Βυζαντίου. Περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα (το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος) και υπήρξε καθηγητής της φιλοσοφίας στην Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης· έγινε Γραμματεύς της Πολιτείας και πρώτος υπουργός την εποχή του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Ζ'. Παρά τις πολιτικές ασχολίες του, συνέγραψε πολλά βιβλία, θεολογικά, φιλοσοφικά, ιατρικά, μαθηματικά κτλ. Ανάμεσα στα φιλοσοφικά του έργα σημαντική θέση έχει το Υπόμνημα εις την του Πλάτωνος Ψυχογονίαν, που δημοσίευσε ο Α. J. Η. Vincent στο βιβλίο του Notices sur divers manuscrits grecs relatifs a la musique (1847), σ. 316 κέ. ’λλο έργο του για τη μουσική περιλαμβάνεται και στην πραγματεία του για τις τέσσερις μαθηματικές επιστήμες: Του σοφωτάτου Ψελλού, σύνταγμα ευσύνοπτόν εις τας τέσσερας μαθηματικάς επιστήμας, Αριθμητικήν, Μουσικήν, Γεωμετρίαν και Αστρονομίαν· το ελληνικό κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στη Βενετία, το 1532· δεύτερη έκδοση έγινε στο Παρίσι, το 1545. Το μέρος που αναφέρεται στη μουσική έχει τίτλο "Μουσικής Σύνοψις ηκριβωμένη" (σσ. 20-27 της παρισινής έκδοσης) και περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για τη θεωρία της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Λατινική μετάφρασή της δημοσιεύτηκε το 1557.
Το έργο του Ψελλού αποτελεί μια από τις κύριες γέφυρες που ενώνουν την αρχαία ελληνική παράδοση με τα νεότερα χρόνια.

http://analogion.com/forum/showthread.php?p=95340&highlight=%D8%E5%EB%EB%FC%F2#post95340

http://www.musipedia.gr/
 
ψιθύρα, κρουστό όργανο λιβυκής προέλευσης, σε σχήμα τετραγώνου. Πολυδ. (IV, 60): "η ψιθύρα [ήταν] λιβυκή εφεύρεση και, κυρίως, εφεύρεση των τρωγλοδυτών· το σχήμα της ήταν τετράγωνο. Μερικοί πιστεύουν πως η ψιθύρα και ο άσκαρος ήταν το ίδιο όργανο".

http://www.musipedia.gr/
 
ψιλός, (επίθ.)· γενική σημασία: γυμνός, άτριχος κτλ.

Στην ποίηση:
ψιλός λόγος· πρόζα, χωρίς στίχους.
ψιλαί λέξεις· λόγια που δεν τραγουδιούνται, ομιλίες.

Στη μουσική:

ψιλή αύλησις· σόλο αυλού.
ψιλός αυλητής· αυλητής που παίζει μόνος, σολίστ.
ψιλή κιθάρισις· σόλο κιθάρας.
ψιλόν μέλος· οργανική μελωδία, χωρίς λόγια.
ψιλόν μέρος· σόλο.
ψιλόν όργανον· η ανθρώπινη φωνή. Ανών. (Bell. 28, 17): "ψιλά δε, όργανον μεν κύριον το του ανθρώπου, δι' ου μελωδούμεν" (ψιλά· το κύριο όργανο του ανθρώπου με το οποίο τραγουδούμε).
ψιλή όρχησις· όρχηση (χορός) χωρίς μουσική συνοδεία.
ψιλή φωνή· ο απλός ήχος της ανθρώπινης φωνής σε αντιδιαστολή προς τον μελωδικό [τραγουδιστό] τόνο.
κρούω τας χορδάς ψιλαίς χερσίν· χτυπώ τις χορδές με γυμνά χέρια [δάχτυλα], χωρίς πλήκτρο.
ψιλοκιθαριστική· η τέχνη της εκτέλεσης στην κιθάρα (σόλο, χωρίς τραγούδι).
ψιλοκιθαριστής· σόλο κιθαριστής· σολίστ κιθάρας. Ο Πλάτων (Νόμοι Β', 669Ε) επέκρινε την ψιλή κιθάριση και την ψιλή αυληση, το χωρισμό, όπως λέει, του ρυθμού και της μελωδίας από τα λόγια· "είναι αδύνατο να καταλάβεις τί θέλουν να εκφράσουν ο ρυθμός και η αρμονία, χωρίς λόγια".

Βλ. λ. άμουσος .

Σημείωση: Ο Α. J. Η. Vincent δημοσίευσε μια ενδιαφέρουσα μελέτη για τη λέξη ψιλός (Sur le mot ψιλός) στις Notices του, τόμ. XVI, μέρος ΙΙ, σσ. 112-118, σημ. D, Παρίσι 1847. Αρκετό υλικό του λήμματος "ψιλός" στην Εγκυκλοπαίδεια του Σ. Μιχαηλίδη έχει αντληθεί από αυτή τη μελέτη.

http://www.musipedia.gr/
 
ψόφος, θόρυβος, άναρθρος ήχος· απλός ήχος. Κάποτε, όμως απαντά και με τη σημασία του οργανικού [μουσικού] ήχου· Ευριπίδης (Κύκλωψ 443): "ήδιον ψόφον κιθάρας" (γλυκύτερο τόνο [ήχο] της κιθάρας). Ο όρος αυτός απαντά συχνά στον Πτολεμαίο και στον Πορφύριο . Πρβ. Αριστοτ. (Προβλ. XI, 6):"ο δε ψόφος αήρ εστιν ωθούμενος από αέρος" (ο ήχος είναι αέρας πιεζόμενος από αέρα [φύσημα]).

http://www.musipedia.gr/
 
ωδείον, κτίριο στο οποίο γίνονταν μουσικές και άλλες εκτελέσεις και διαγωνισμοί.
Ωδείον· οικοδόμημα στην Αθήνα που αναγέρθηκε από τον Περικλή. Κατά τον Ησύχιο , ωδείο ήταν: "τόπος εν ώ, πριν το θέατρον κατασκευασθή, οι ραψωδοί και οι κιθαρωδοί ηγωνίζοντο" (ένας τόπος όπου, πριν κτιστεί το θέατρο, διαγωνίζονταν οι ραψωδοί και οι κιθαρωδοί ).

http://www.musipedia.gr/
 
ωδός, (συναίρ. του αοιδός)· τραγουδιστής. Ηρακλείδης Ποντικός (Περί Πολιτειών 6): "Λακεδαιμόνιοι τον Λέσβιον ωδόν [Τέρπανδρον] ετίμησαν" (οι Λακεδαιμόνιοι τίμησαν τον Λέσβιο αοιδό [Τέρπανδρο]).
Πλάτων (Νόμοι Ζ', 812Β): "τους του Διονύσου εξηκοντούτας ωδούς" (οι εξηντάρηδες τραγουδιστές [αοιδοί] του Διόνυσου).

Πρβ. και Κλήμ. Αλεξ. Προτρεπτικός 1, 2.

http://www.musipedia.gr/
 
Back
Top