χρωματικόν,
γένος ή, απλώς, χρώμα· το
γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la.
Τα ονόματα των συστατικών φθόγγων του τετραχόρδου πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με τη γενική τους σειρά στο τετράχορδο (το διάστημα μεταξύ λιχανού
και μέσης θεωρείται απλό, όχι σύνθετο ή πήδημα τρίτης όπως θα λέγαμε σήμερα)· συγκρίνετε, στο ακόλουθο παράδειγμα, τα ονόματα των φθόγγων και στα δύο τετράχορδα, διατονικό και χρωματικό:
[...]
Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο.
Κατά τον
Ανώνυμο (Bell. 57-59, 53): (α) το μαλακό είναι εκείνο το τετράχορδο στο οποίο το πυκνόν (όταν το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων [mi -fa - fa δί. στο παράδειγμα] είναι μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου [fa δί. - la]) είναι ίσο προς τρεις εναρμόνιες διέσεις μείον 1/12 του τόνου· δηλαδή, αφού ή εναρμόνια δίεση είναι 1/4 (δηλ. 3/12) του τόνου, το χρωματικό πυκνό θα είναι ίσο προς 3 x 1/4= 3/4 ή 9/12 μείον 1/12= 8/12 του τόνου. Έτσι, το μαλακό χρωματικό θα προχωρούσε με τον ακόλουθο τρόπο:
[,,,]
(β) το ημιόλιο είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι ίσο προς ένα ημιτόνιο και μια εναρμόνια δίεση, δηλαδή 1/2+1/4=3/4 = 9/12 του τόνου:
[...]
(γ) Το σύντονο είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό αποτελείται από δύο ημιτόνια (mi - fa - fa δί.) και το υπόλοιπο είναι ένας και μισός τόνος (fa δί. - la):
[...]
Οι παραπάνω ορισμοί έχουν την προέλευσή τους στον
Αριστόξενο (Αρμον. Στοιχ. II, 50-51 Mb), ο οποίος δίνει τους ακόλουθους ορισμούς: (α) το μαλακό χρωματικό είναι το τετράχορδο στο οποίο το πυκνό αποτελείται από δύο ελάχιστες χρωματικές διέσεις ("εκ δύο χρωματικών διέσεων ελαχίστων"), δηλαδή 4/12+4/12= 8/12, και το υπόλοιπο είναι ένα ημιτόνιο παρμένο τρεις φορές (δηλ. 1/2 x 3= 3/2 ή 18/12) συν μία χρωματική δίεση (4/12), δηλ. 18/12+4/12 = 22/12· Έτσι, το μαλακό χρωματικό του Αριστόξενου είναι το ίδιο με εκείνο του Ανώνυμου που δώσαμε παραπάνω (4/12+4/12+22/12)·
(β) Το ημιόλιο χρωματικό είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι μιάμιση φορά το εναρμόνιο πυκνό (1/4+1/4=1/2 = 6/12 εναρμ. πυκνό· πλέον το μισό του 3/12) δηλ. 6/12+3/12=9/12· Έτσι, τα δύο πρώτα διαστήματα του χρωματικού τετραχόρδου, αν ληφθούν ως πυκνό, θα είναι, κατά τον ’ριστόξενο, 9/12 του τόνου, ακοιβώς όπως και εκείνο του Ανώνυμου που αναφέρθηκε παραπάνω. Το υπόλοιπο του τετραχόρδου θα είναι 21/12, δηλ. συνολικά (4 1/2 /12) + (4 1/2 / 12) +21/12.
(γ) Το τονιαίο είναι το σύντονο του Ανώνυμου. Το σύντονο ορίζεται από τον Ανώνυμο (σ. 59) ως "εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι ένα ημιτόνιο". Αυτό είναι ένα φανερό λάθος, γιατί το πυκνό στο σύντονο είναι δύο ημιτόνια.
Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 7) ορίζει τις τρεις χρόες του χρωματικού τετραχόρδου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μολονότι η φρασεολογία διαφέρει ελαφρά.
Ο Αριστείδης (18 Mb, R.P.W.-I. 16) αναφέρει πως το χρώμα ονομάζεται έτσι, γιατί τεντώνεται με ημιτόνια ("το δι' ημιτονίων συντεινόμενον"). Ο Ανώνυμος (σσ. 30-31), από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει: "χρωμα δε, ήτοι παρά το τετράφθαι πως εκ του διατονικού, ή παρά το χρώζειν μεν αυτό τα άλλα συστήματα... έστι δε ήδιστόν τε και γοερώτατον" (το χρώμα ονομάζεται έτσι, γιατί απομακρύνεται κάπως από το διατονικό ή γιατί χρωματίζει τα άλλα συστήματα· ...και είναι γλυκύτατο και πολύ θρηνητικό).
http://www.musipedia.gr/