Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

χοραύλης, ο αυλητής που συνόδευε το χορό με τον αυλό· θεατρικός αυλητής· ο αυλητής της χορευτικής ομάδας. Πλούτ. (Αντώνιος 24): "Αναξήνορες δε κιθαρωδοί και Ξούθοι χοραύλαι" (Αναξήνορες κιθαρωδοί και Ξούθοι χοραυλητές).

χοραυλώ· συνοδεύω το χορό [τη χορωδία] με τον αυλό. Στράβων (ΙΖ', 1, 11): "και ο ύστατος Αυλητής, ός χωρίς της άλλης ασέλγειας, χοραυλείν ήσκησε..." (και ο τελευταίος [Πτολεμαίος] ο Αυλητής, ο οποίος, εκτός από την άλλη ακολασία του, άσκησε και τη συνοδεία των χορών με τον αυλό).

http://www.musipedia.gr/
 
χορδή, γενικά, το έντερο· χορδή από έντερο, που τεντωμένη παράγει, ήχο. Επομένως, χορδή μουσικού οργάνου. Με αυτή τη σημασία απαντά στον Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (στ. 51): "επτά δε σύμφωνους οΐων ετανύσσατο χορδάς" (και τέντωσε επτά ταιριαστές [σύμφωνες] χορδές από έντερα προβάτου). Επίσης στην Οδύσσεια (φ 406-407): "ως ότ' ανήρ φόρμιγγος επιστάμενος και αοιδής ρηϊδέως ετάνυσσε νέω περί κόλλοπι χορδήν" (όπως όταν ένας πολύ επιδέξιος στη λύρα και στο τραγούδι εύκολα τεντώνει τη χορδή γύρω σ' ένα κόλλοπα [στριφτάρι]· μτφρ. Α. Τ. Murray). Ησύχ.: "χορδή· νευρά κιθάρας" (νευρα=χορδή, βλ. πιο κάτω). Με αυτή τη σημασία την αναφέρει, επίσης, ο Πολυδεύκης (IV, 62) στα μέρη των οργάνων.
Οι χορδές κατασκευάζονταν από έντερο ή τένοντα προβάτου ή κατσικιού: "χορδαίς οπταίς εριφείοις" (ψημένες χορδές από κατσίκια· Φερεκράτης , Πέρσαι: Kock CAF Ι, 182, απόσπ. 130). Ο Πλάτων ονομάζει τον αυλό πολυχορδότατο (που παράγει πολλές νότες). Αργότερα, η λέξη χρησιμοποιήθηκε και στην περίπτωση των φωνητικών χορδών (φωνητικαί χορδαί). Η λέξη νευρά χρησιμοποιούνταν συχνά για τη χορδή.
Ο κατασκευαστής χορδών λεγόταν χορδοποιός. Εκείνος που έστριβε τις χορδές (για να τις κουρδίσει) ονομαζόταν χορδοστρόφος· ήταν ακόμα και χορδοποιός και χορδιστής.

http://www.musipedia.gr/

~~~

χορδή : string of gut, Od. 21.407†.
Georg Autenrieth. A Homeric Dictionary for Schools and Colleges. New York. Harper and Brothers. 1891.
 
Last edited:
χορδοτόνος, και χορδοτόνιον μια μικρή πλάκα (σανίδα) στο κατώτερο μέρος του ηχείου της λύρας και κιθάρας , πάνω στην οποία οι χορδές στερεώνονταν με κόμπο. Ο Αρτέμων, μιλώντας για το όργανο τρίπους, λέει: "υπερθείς εκάστη [χώρα] πήχυν και κάτω προσαρμόσας χορδοτόνια" (επάνω από κάθε τόπο [θέση] στερέωσε ένα ζυγό και αποκάτω τα χορδοτόνια). Μαν. Βρυέννιος (Αρμον. 417): "η υπό τας χορδάς υποκείμενη σανίς χορδοτόνος ονομάζεται" (η ξύλινη πλάκα [σανίδα] που βρίσκεται κάτω από τις χορδές ονομάζεται χορδοτόνος).

Πρβ. Νικόμ. Εγχειρ. 6.

χορδότονον (το), αλλά και χορδότονος (ο)· ο κόλλαβος (κλειδί), με τον οποίο κουρδίζονταν οι χορδές. χορδοτόνος (ως επίθ.)· με κουρδισμένη χορδή (ή χορδές)· λ.χ. χορδοτόνος λύρα (Πλούτ. Περί αοργησίας 455D).

Βλ. λ. επιτόνιον.
Βατήρ

http://www.musipedia.gr/
 
χορεία, (α) είδος θρησκευτικού χορού που εκτελούσαν μπροστά στα ιερά, κατά την πομπή των Ελευσίνιων· γενικά, ένας χορικός [χορωδιακός] χορός· επίσης, κυκλικός χορός με τραγούδι· σήμαινε ακόμα και χορική εξάσκηση, εκγύμναση του χορού.
Πλάτων (Νόμοι Β', 654Α): "χορεία γε μην όρχησίς τε και ωδή το ξύνολόν εστι" (χορεία, βέβαια, είναι το σύνολο χορού και τραγουδιού), βλ. και 665Α. Και η Σούδα επίσης γράφει: "χορείαν, την μετά ωδής όρχησιν" (χορεία· όρχηση με τραγούδι).

(β) μια χορευτική μελωδία· Πρατίνας : "κισσοχαίτ' άναξ, άκουε ταν εμάν δώριον χορείαν" (κισσοστεφανωμένε θεέ, άκουσε τη δωρική μου χορεία [το τραγούδι μου στη δωρική αρμονία], στον Bergk PLG III, 559, απόσπ. 1, στ. 17).

http://www.musipedia.gr/
 
χορείος, (α) είδος αύλησης, σόλο αυλού. Με τη σημασία αυτή περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα.

Βλ. λ. αύλησις .

(β) χορείον (το)· τόπος χορού· ο τόπος όπου χόρευαν· χοροστάσι. Χορείον λεγόταν και ένα αύλημα, μια μελωδία για σόλο αυλού· αλλά και χοροδιδασκαλείο (Ήσ. : "χορείον διδασκαλείον και βωμός τις και αύλημα τι και μέρος τι χωρίου [πιθανόν, μέλος χορικό]"). Η Σούδα λέει: "η χόρευσις"· χορεία (τα)· "ευχαριστήριες προσφορές [ή θυσίες] για τη νίκη ενός χορού" (LSJ).
(γ) χορείος· ο γνωστός ποιητικός πους, τροχαίος ή τρίβραχυς.

Βλ. λ. πους .

http://www.musipedia.gr/
 
χορείος, (α) είδος αύλησης, σόλο αυλού. Με τη σημασία αυτή περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα.

Βλ. λ. αύλησις .

(β) χορείον (το)· τόπος χορού· ο τόπος όπου χόρευαν· χοροστάσι. Χορείον λεγόταν και ένα αύλημα, μια μελωδία για σόλο αυλού· αλλά και χοροδιδασκαλείο (Ήσ. : "χορείον διδασκαλείον και βωμός τις και αύλημα τι και μέρος τι χωρίου [πιθανόν, μέλος χορικό]"). Η Σούδα λέει: "η χόρευσις"· χορεία (τα)· "ευχαριστήριες προσφορές [ή θυσίες] για τη νίκη ενός χορού" (LSJ).
(γ) χορείος· ο γνωστός ποιητικός πους, τροχαίος ή τρίβραχυς.

Βλ. λ. πους .

http://www.musipedia.gr/
 
χορεύς, μέλος του χορού, τραγουδιστής ή χορευτής. Ησύχ.: "χορεύς, μελωδεί· βακχεύς, ορχείται".

χόρευσις· όρχηση
(Σούδα στο λ. χορεία). Πίνδαρος (Παιάν 6, 9): "ορφανόν ανδρών χορεύσιος ήλθον" (Br. Snell Pind. Carm,. T., 1964, σ. 27).
χορευτής· κυρίως, χορικός χορευτής· μέλος του χορού στο δράμα.
χορεύω· χορεύω με συνοδεία τραγουδιού (ή οργανικής μουσικής)· παίρνω μέρος σ' ένα χορό, σε χορευτική ομάδα· γιορτάζω ή τιμώ με χορική όρχηση· κινούμαι σε κύκλο, σε κυκλική κίνηση.

http://www.musipedia.gr/
 
χορηγός, ο αρχηγός του χορού, που αργότερα ονομαζόταν κορυφαίος .
Στην Αθήνα, ο χορηγός ήταν επίσης το πρόσωπο που πλήρωνε τις δαπάνες της οργάνωσης του χορού και της δραματικής παράστασης. Αγέχορος ή ηγέχορος ήταν άλλοι όροι για το χορηγό· επίσης, χορηγέτης, ηγεμών
(του χορού). Πλάτων (Νόμοι Β', 665Α): "Θεούς δε, έφαμεν, ελεούντας ημάς συγχορευτάς τε και χορηγούς ημίν δεδωκέναι τον τε Απόλλωνα και Μούσας, και δή και τρίτον, έφαμεν, ει μεμνήμεθα Διόνυσον" (όπως είπαμε, οι θεοί, από ευσπλαχνία, μας χάρισαν συγχορευτές και αρχηγούς χορού τον Απόλλωνα και τις Μούσες και, όπως είπαμε, έναν τρίτο, αν θυμούμαστε τον Διόνυσο).
Ο Δημήτριος ο Βυζάντιος, στο τέταρτο βιβλίο του έργου του Περί ποιήσεεως, λέει: "εκάλουν δε και χορηγούς ούχ ώσπερ νυν τους μισθουμένους τους χορούς, αλλά τους καθηγουμένους του χορού, καθάπερ αυτό τούνομα σημαίνει" (και ονόμαζαν χορηγούς [αρχηγούς χορού] όχι, όπως σήμερα, εκείνους που μισθώνουν τους χορούς, αλλά τους αρχηγούς του χορού, όπως φανερώνει η ετυμολογία της λέξης) (Αθήν. ΙΔ', 633Α-Β, 33).

Βλ. επίσης λ. χοροστάτης .

χορήγημα· η δαπάνη για την οργάνωση ενός χορού.
χορήγησις· η καταβολή των δαπανών για την οργάνωση ενός χορού.
χορηγία· το λειτούργημα του χορηγού.
χορηγείον· ο τόπος όπου τα μέλη των χορών συγκεντρώνονταν και ασκούνταν από το χορηγό. Φρύνιχος
(Επιτομή, Σοφιστική Προπαρασκευή· έκδ. Ι. de Borries, I., 1911, σ. 126): "χορηγείον (Δημοσθ. XIX, 200), ο τόπος ένθα ο χορηγός τους τε χορούς και τους υπηρέτας συνάγων συνεκρότει" (χορηγείο [λεγόταν] ο τόπος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορούς [τα μέλη των χορών] και τους βοηθούς και κατάρτιζε [το χορό]).

http://www.musipedia.gr/
 
χορικός, χορικόν μέλος· χορικό τραγούδι. Ως είδος σύνθεσης προήλθε από την αρχαία όρχηση. Κατά την όρχηση, οι αρχαίοι συνήθιζαν να εκφράζουν τα αισθήματά τους πρώτα με αναφωνήσεις, υστέρα με ολόκληρες φράσεις και κατόπι με τραγούδια. Το χορικό τραγούδι αναπτύχθηκε στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών προς τιμήν διαφόρων θεών και περιλάμβανε και κάποια μιμική όρχηση. Έγινε και παρέμεινε ένα βασικό στοιχείο του διθυράμβου και του δράματος.
Χορικά τραγούδια ήταν τα εμβατήρια , τα παρθένεια, τα υπορχήματα , οι παιάνες κτλ.χορικόν (ούσ.)· το χορικό μέρος στο δράμα (βλ. τα λ. πάροδος, στάσιμον , επιπάροδος , εξόδιον).
χορικός αυλός· συχνά στον πληθυντικό: οι αυλοί που χρησιμοποιούνταν στους διθυράμβους. Πολυδ. (IV, 81): "οι δε χορικοί διθυράμβοις προσηύλουν" (οι χορικοί αυλοί συνόδευαν τους διθυράμβους).
χορικαι ωδαί· χορικά τραγούδια, ιδιαίτερα τα χορικά στο αρχαίο δράμα.
χορική μούσα· χορωδιακή μούσα.

http://www.musipedia.gr/
 
χοροδιδάσκαλος, δάσκαλος του χορού· έκγυμναστής χορού· εκείνος που γύμναζε και προετοίμαζε το χορό για τη δραματική παράσταση. Στην αρχή, η εκγύμναση του χορού ήταν ευθύνη του ίδιου του δραματουργού. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Ευριπίδης αντιλήφθηκε ένα μέλος του χορού να περιγελά· στράφηκε τότε και του είπε με θυμό: "αν δεν ήσουν αναίσθητος και ανίδεος [αμαθής], δε θα γελούσες, όταν εγώ τραγουδούσα στη μιξολυδική
αρμονία".

Πρβ. Πλούτ. Περί του ακούειν 46Β, 15.

http://www.musipedia.gr/
 
χοροκάλη, πιθανόν λανθασμένη έκφραση για το "χορώ καλή" (LSJ και Δημ.). Ησύχ.: "καλώς χορεύουσα". Ομ. Ιλ. ΙΙ 180: "τον τίκτε χορώ καλή Πολυμήλη, Φύλαντος θυγάτηρ" (τον γέννησε [τον Εύδωρο] η ωραία στο χορό Πολυμήλη, κόρη του Φύλαντα).

http://www.musipedia.gr/
 
χοροκιθαρεύς, και χοροκιθαριστής· κιθαριστής που συνόδευε (ή έπαιζε με) το χορό.
χοροκιθαρίζω· συνοδεύω το χορό με την κιθάρα (ή παίζω κιθάρα στο χορό). Ο Τράγκυλλος ο Σουητώνιος (Δομιτιανός 4, 4) γράφει: "citharaoedos, chorocitharistae et psilocitharistae".

http://www.musipedia.gr/
 
χορός, (α) σύνολο ρυθμικών κινήσεων του σώματος, των χεριών και των ποδιών. ’Αλλος όρος για την όρχηση·

(β) σύνολο τραγουδιστών και χορευτών ο χορός στο αρχαίο δράμα·

(γ) ο τόπος όπου γινόταν ή όρχηση, ιδιαίτερα στον Όμηρο· Ομ. Οδ. θ 260: "λείηναν δε χορόν, καλόν δ' εύρυναν αγώνα" (ισοπέδωσαν [έκαναν λείο] το μέρος για το χορό [το χοροστάσι] και πλάτυναν καλά το χώρο).
Στη Σπάρτη η αγορά λεγόταν χορός, γιατί οι νέοι συνήθιζαν να χορεύουν εκεί τις γυμνοπαιδίες . Παυσ. (Γ', 11, 9): "Σπαρτιάταις δέ επί της αγοράς Πυθαέως τέ εστιν Απόλλωνος και Αρτέμιδος και Λητούς αγάλματα· χορός δέ ούτος ο τόπος καλείται πας, ότι εν ταις γυμνοπαιδίαις... οι έφηβοι χορούς ιστάσι τώ Απόλλωνι" (στην αγορά τους οι Σπαρτιάτες έχουν αγάλματα του Πυθέα Απόλλωνα, της Αρτέμιδας και της Λητώς. Όλος αυτός ο τόπος ονομάζεται χορός, γιατί κατά τις γυμνοπαιδίες... οι έφηβοι εκτελούν χορούς προς τιμήν του Απόλλωνα).

http://www.musipedia.gr/

~~~~~~~~

χορός : dancing-place, Il. 18.590, Od. 12.318; thendance, Il. 16.180.
Georg Autenrieth. A Homeric Dictionary for Schools and Colleges. New York. Harper and Brothers. 1891.
 
Last edited:
χοροστάτης, εκείνος που σχημάτιζε το χορό· που συγκέντρωνε τα μέλη ενός χορού (βλ. λ. χορολέκτης ). Επίσης, αρχηγός, ηγέτης χορού (βλ. λ. χορηγός
). Ησύχ. "χοροστατών· χορού κατάρχων" (χοροστατών· αρχηγός χορού). Το ρ. χοροστατώ σήμαινε ηγούμαι του χορού, σχηματίζω το χορό, εκλέγω τα μέλη του.
χοροστασία· σχηματισμός ενός χορού· επίσης, η εκτέλεση της όρχησης, επομένως όρχηση, χορός. Ησύχ.: "χοροστασία· χορός".
χοροστάς (η)· συνήθως στον πληθυντικό, χοροστάδες· γιορτές που εκτελούνταν με χορικούς χορούς (LSJ, Δημ.).
χοροψάλτρια· η κιθαρίστρια που συνόδευε το χορό, παίζοντας χωρίς πλήκτρο.

Βλ. λ. [URL="http://analogion.com/forum/showthread.php?p=95335&highlight=%F8%DC%EB%EB%F9#post95335"]ψάλλω[/URL].

http://www.musipedia.gr/
 
χορωδία, χορικό τραγούδι (και εκτέλεση χορικού τραγουδιού). Ο Πλάτων (Νόμοι ς', 764D-E) κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στη μονωδία και στη χορωδία, προτείνοντας πως άλλοι κριτές πρέπει να οριστούν για εκείνους που διαγωνίζονταν σε μονωδία και άλλοι για εκείνους που διαγωνίζονταν σε χορωδία· βλ. το κείμενο στο λ. μονωδία .
Το ρήμα χορωδώ, τραγουδώ ως μέλος ενός χορού, εμφανίζεται σε νεότερα χρόνια· Δίων Κάσσιος 61, 19 (LSJ, Δημ.).

http://www.musipedia.gr/
 
χρεών αποκοπή, είδος χορού που περιλαμβάνεται σ' ένα κατάλογο κωμικών [γελοίων] χορών στον Αθήναιο (ΙΔ', 629F, 27)· καμιά πληροφορία δε δίνεται ως προς τα σχήματα (φιγούρες) και τον τρόπο της εκτέλεσής του. Ο Cobet και ο Bapp υποθέτουν ότι η έκφραση είναι "κρεών αποκλοπή"· η έκφραση αυτή έχει κάποια σχέση με ένα χορό που αναφέρει ο Πολυδεύκης (IV, 105): "μιμητικήν δε εκάλουν δι' ής εμιμούντο τους επί κλοπή των εώλων μερών [κρεών] αλισκομένους" (ονόμαζαν μιμητική όρχηση εκείνη κατά την οποία μιμούνταν αυτούς που συλλαμβάνονταν γιατί είχαν κλέψει μπαγιάτικα κρέατα).

http://www.musipedia.gr/
 
χρήσις, κατά τον Αριστείδη Κοϊντιλιανό , ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας , κατά το οποίο η μελωδία συμπληρωνόταν ή τελειοποιούνταν "χρήσις δέ, η ποιά της μελωδίας απεργασία. Ταύτης δε πάλιν είδη τρία, αγωγή, πεττεία, πλοκή" (χρήση είναι μια συμπλήρωση [τελειοποίηση] της μελωδίας. Και αυτής πάλι υπήρχαν τρία είδη, η αγωγή, η πεττεία και η πλοκή).

http://www.musipedia.gr/
 
Back
Top