Παντως ενας πιο "ταιριαστος" τιτλος της ομιλιας θα ηταν : "περι της αδιακοπης ελληνικης παραδοσεως", μιας και επι αυτου επιχειρηματολογει.
Αυτό είναι το μόνο βέβαιο, η Ελληνική παράδοση είναι όντως αδιάκοπη, αφού η Παράδοση γενικά είναι φαινόμενο δυναμικό, εξελισσόμενη μέσα στον κοινωνικό ιστό που ζει ο άνθρωπος, οπότε ο ομιλητής δεν λέει κάτι νέο. Στους Αμερικανούς όμως που δεν ξέρουν τι σημαίνει παράδοση, μπορεί να είχε αντίκτυπο εκείνη την εποχή. Σήμερα όλα αυτά είναι ξεπερασμένα, αφού όλοι γνωρίζουν πλέον ότι ο συγχωρεμένος δεν γνώριζε την Παράδοση, ούτε το Δημοτικό τραγούδι, ως λόγιος που ήταν και αστός. Για τον λόγο αυτό θέλησε να το μάθει και να το γνωρίσει. Με (ύποπτες) χορηγίες ξεκίνησε να συλλέγει δημοτικά τραγούδια από όλη την Ελλάδα, και πολύ καλά έκανε, αφού ήθελε να τα ερευνήσει (αυτό κάνουν οι λόγιοι, όπως οι Ντουκουντρέ, Περνότ, Λαμπελέτ, Μπω-Μποβύ, Φοριέλ, Χαξχάουζεν, αλλά και δικοί μας Δέσποινα Μαζαράκη, Δώρα Στράτου, Φοίβος Ανωγειανάκης, Κωνσταντίνος Ψάχος κ.ά.).
Εκεί που έκανε το μεγαλύτερο λάθος (όχι μόνο για μένα), ήταν που δεν πήγε ποτέ να πιάσει τον μεγαλύτερο τραγουδιστή που έχει βγάλει ποτέ το Ξηρόμερο, τον Τάκαρο Καρναβά να καταγράψει το μοναδικό και ανεπανάληπτο ύφος του που παραμένει αξεπέραστο στον αιώνα του αιώνος. Δεν πήγε να ηχογραφήσει τον απίστευτο Παπασιδέρη, τον μοναδικό Ρούκουνα, την μεγαλύτερη Ελληνίδα τραγουδίστρια Ρίτα (όχι βεβαίως την Σακελλαρίου), τον Νταλγκά που νταλγκαδιάζει τόσο όποιος τον ακούει. Θα παραθέσω κάποια ονόματα ακόμα μουσικών: Βασίλης Παναγιωτόπουλος – Σαλέας, Κίτσος Χαρισιάδης, Τάσος Χαλκιάς, Χαράλαμπος Μαργέλης, Βασίλης Σούκας, Πετρολούκας Χαλκιάς, Μάκης Μπέκος, Γιάννης Βασιλόπουλος, Βάιος Μαλλιάρας, Βαγγέλης Κοκκώνης (τυχαία η σειρά) που σε κανέναν ούτε νύξη δεν έκανε. Αντιθέτως μάλιστα, κατά τα λεγόμενα του κιθαριστή Κώστα Πίτσου: "
Το λαούτο το πήρα την εποχή που πήγα να παίξω στη ραδιοφωνία. Εγώ ήμουν κιθαρίστας αλλά στη ραδιοφωνία δεν έβαζαν κιθάρα στα δημοτικά. Μιλάμε για το ’67-’68, δεν υπήρχε ακόμα τηλεόραση […] Εκείνα τα χρόνια γινόντουσαν πολλές εκπομπές αλλά υπήρχε ένα καθεστώς περίεργο. Έλεγε ο Σίμωνας Καράς να φέρουμε τον τάδε γέρο από το τάδε χωριό να μας τραγουδήσει και θεωρούσαν ότι αυτό ήταν το «ορίτζιναλ» […] Κάτι άσχετα κλαρίνα, κάτι ξεκούρδιστα όργανα και λέγανε “αυτό είναι παραδοσιακό". Ακόμα και στον μεγαλύτερο τραγουδιστή της Κρήτης, τον Νίκο Ξυλούρη, είπε ότι δεν τραγουδάει καλά.
Εκτός όμως των ηχογραφήσεων που έκανε, κανέναν από τους γνησίους εκφραστές του δημοτικού τραγουδιού δεν κάλεσε στην επί 20ετίας ραδιοφωνική εκπομπή του για το δημοτικό τραγούδι (νομίζω λεγόταν Ελληνικοί Μουσικοί Αντίλαλοι). Είναι σοβαρά πράγματα αυτά για κάποιον που θέλει να λέγεται ερευνητής, διασώστης και διδάσκαλος της παράδοσης; Μάλλον το αντίθετο θα έλεγα.
Πολλοί τον λένε "δάσκαλο", άλλοι τον υβρίζουν, κάποιοι άλλοι δεν τον ξέρουν καν, άλλοι μελετάνε το έργο του, άλλοι είναι εντελώς αδιάφοροι.
Προσωπικά τοποθετούμαι σε αυτούς που δεν τον γνωρίζουν, ούτε προσωπικά, ούτε το έργο του, αλλά η όλη στάση και συμπεριφορά του Σίμωνα Καρά (άλλοι το γράφουν με 2 ρ, και κατά την γνώμη μου είναι πιο σωστό, ασχέτως αν ο συγχωρεμένος το έγραφε με 1. Είναι όπως ο γνωστός σε όλους μας μονονής Γιάνης) αποπνέει κάτι το σκοτεινό και μυστήριο, μια αντιπαλότητα ανάμεσα στο καλό και το κακό, το λόγιο και το λαϊκό, την γνώση με την εμπειρία, μια συνεχή πάλη ανάμεσα στην λογική και την παράνοια.
Μετά από όλα αυτά, χωρίς να τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο, έχω την εντύπωση ότι δεν έστεκε καλά στα μυαλά του, οπότε, εκ των πραγμάτων, δυσκολεύομαι να πάρω στα σοβαρά το έργο του και τις ομιλίες του.