Ἀγαπητὲ Δομέστικε,
στὴν ἀπάντησή μου πῆρα ὡς δεδομένο ὅτι τὸ «οἱ ἐξαιρέσεις ἐπιβεβαίωναν τὸν κανόνα» ἀναφέρεται καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ διάβαζαν ψαλτήρι (ἔκαναν ἰκανὴ προσευχὴ ἐν γένει), καὶ στὶς ἐνορίες ποὺ διαβαζόταν τὸ ἐνδιάτακτο Ψαλτήρι (ὁπότε τὸ μαθαίνανε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ οἱ τακτικὰ ἐκκλησιαζόμενοι ἄνθρωποι), καὶ ἀπὸ τὴν ἐνορία καὶ τὸν ἱερέα ἔπαιρναν παράδειγμα νὰ τὸ ἀναγινώσκουν σπίτι, ὅπως καὶ τὴν Ἱερὰ Σύνοψη καὶ τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιον.
Κατ' ἀρχὴν νὰ δοῦμε τὸ «ἰδανικό», καὶ ἂν ἀλλάζει σὺν τῷ χρόνῳ.
Εἶχα παλαιὰ τὴν ἀπορία: Γιατὶ οἱ περιοχὲς τοῦ Γεροντικοῦ, ἡ Νιτρία, ἡ Θηβαΐδα τῶν μεγάλων ἀσκητῶν Πατέρων, παρήκμασαν καὶ ἀλλοτριώθησαν, παρὰ τὴν τόση προσευχὴ τῶν τόσο πολλῶν καὶ Ἁγίων Πατέρων;
Τὴν ἀπάντηση τὴν πῆρα ἀπὸ τὸν
Ἅγιo τῶν ἡμερῶν μας Παΐσιο:
«Τὰ ἁπλὰ κτίρια καὶ τὰ ταπεινὰ ἀντικείμενα μεταφέρουν τοὺς μοναχοὺς νοερὰ στὶς σπηλιὲς καὶ στὰ ἀπέριττα Ἀσκητήρια τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, καὶ ἔτσι ὠφελοῦνται πνευματικά. Ἐνῶ τὰ κοσμικὰ θυμίζουν κόσμο καὶ κάνουν τοὺς μοναχοὺς κοσμικοὺς στὴν ψυχή.
Πρόσφατα ἔγιναν ἀνασκαφὲς καὶ βρέθηκαν στὴν Νιτρία [ξακουστὴ περιοχὴ ἀσκητῶν (4ος αἰ.), εὐρισκόμενη στὴν Αἴγυπτο] τὰ πρῶτα «Κελλία» τῶν μοναχῶν, τὰ ἀσκητικά. Στὴν συνέχεια βρέθηκαν τὰ λίγο μεταγενέστερα, ποὺ ἦταν λίγο κοσμικά, καὶ κατόπιν τὰ τελευταῖα ποὺ ἔμοιαζαν μὲ τὰ σαλόνια τῶν πλουσίων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, μὲ κάδρα καὶ ζωγραφιὲς στοὺς τοίχους κ.λπ., τὰ ὁποῖα ἔφεραν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ· τὰ λήστεψαν καὶ τὰ κατέστρεψαν οἱ κακοποιοί».
Τὰ ἴδια καὶ στὸ Βυζάντιο (*), στὶς ἑπτὰ Ἐκκλησίες, καὶ ἀλλοῦ.
Ἄρα ὑπάρχουν ἐποχὲς πνευματικὰ ἰδανικότερες ἄλλων ἐποχῶν.
Δὲν εἶναι ὅλες οἱ ἐποχὲς ἴδιες, ἀκόμη καὶ στὴν ἴδια εὐρύτερη περιοχή, ἀπὸ ἄποψη πνευματικοῦ ὕψους (κατὰ μέσον ὅρο).
Συνεπῶς ἀπέχει τῆς πραγματικότητος τό: «Καὶ τότε οἱ ἐξαιρέσεις ἐπιβεβαίωναν τὸν κανόνα.»,
διότι ὁ λόγος τῶν προσευχομένων καὶ πνευματικὰ ἀγωνιζομένων ἀνθρώπων πρὸς τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων (σὲ μιὰ περιοχή), δὲν εἶναι ὁ ἴδιος πάντοτε. Μεταβάλλεται σὲ μεγάλο βαθμό.
Καὶ στὴν Ἑλλάδα, ἡ ἐποχὴ τοῦ 1800 ἦταν πνευματικὰ ἰδανικότερη τῆς ἐποχῆς τοῦ 1900, καὶ κατὰ πολὺ ἰδανικότερη τῆς ἐποχῆς τοῦ 2000.
Πῶς τὸ γνωρίζουμε; Καὶ ἀπὸ τὴν ἰστορία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Κατὰ μέσον ὅρο:
ὅταν παρηκμάζει ἡ πνευματικὴ ζωή, ἀτονεῖ ὁ ἐκκλησιασμός, ἡ προσευχή, τότε ἔχει αὐξηθεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ πνευματικὴ χλιαρότητα, καὶ τὸ ἀντίθετο.
Καὶ ἰδοὺ μιὰ ἄλλη ἀπόδειξη, ὅτι ὅλες οἱ ἐποχὲς δὲν εἶναι πνευματικὰ ἴδιες,
τὴν ὁποῖα βλέπουμε νὰ ἔχει πραγματοποιηθεῖ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας μετὰ ἀπὸ «μακρὰ διακοσίων χρόνων θεραπεία»:
«Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες-εἰρωνείες τοῦ ἐχθροῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀδ. Κοραῆ: «
Τί θέλεις, τί ζητεῖς, ἐρωτᾷ ἐκ Παρισίων, νὰ καταργήσωμεν τὰς ὑπὲρ τὰ χίλια ἔτη συνήθεις εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μακρὰς ἀκολουθίας; Οὔτε δυνατή, ἀποκρίνομαι, οὔτε φρόνιμος εἶναι ἡ τοιαύτη αἰφνίδιος κατάργησις.
Τῶν μακρῶν ψυχικῶν ἀρρωστημάτων (!) μακρὰ εἶναι καὶ ἡ θεραπεία»,»
Ὅτι δέ ἀναγινωσκόταν τὸ Ψαλτήριον σὲ ὅλες τὶς ἐνορίες τὸ βλέπουμε πάλι ἀπὸ τὸν ἴδιο (ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ κοροϊδέψει ἔφερε τὸ χειρότερο παράδειγμα):
«καὶ ἀλλοῦ λέει, «καυχᾶται (ἕνας ἐφημέριος) ὅτι εἰς ὅλην τὴν νῆσον δὲν εὑρίσκεται Παπᾶς
νὰ ἀναγινώσκῃ παρ’ αὐτὸν ἐγρηγορώτερα τὰ καθίσματα τοῦ ψαλτηρίου». Τὰ ἀνωτέρω ἐλήφθησαν ἐκ τοῦ ἄρθρου τοῦ ἀρχιμ. Δοσιθέου, «Τελετουργικὴ διάστασις τῆς ψαλτικῆς τέχνης· περὶ τυπικῆς εὐταξίας», Πρακτικὰ Α’ Πανελληνίου Συνεδρίου Ψαλτικῆς Τέχνης, Ἀθήνα 2000, σ. 190-191.» στό ΤΟΕ, σ. 53.
Καὶ ἄλλες μαρτυρίες.
Καὶ τὸ ΤΜΕ ὀμιλεῖ περὶ ἀναγνώσεως τοῦ Ψαλτηρίου, καὶ τὸ Ἱερατικὸν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καὶ ὄντως παλαιότερον ἀναγινωσκόταν σὲ ὅλες τὶς ἐνορίες.
Καὶ ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ῥωμανίδης λέει ὅτι
παλαιά, γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ κάποιος Ἐπίσκοπος ἔπρεπε νὰ ἀποδείξει ὅτι ἤξερε τὸ Ψαλτῆρι.
Καὶ ὅπως εἶπες,
παλαιὰ διαβάζανε τὸ Ψαλτήριον στὸν νεκρό σχεδὸν παντοῦ. Τώρα;
φιλικά,
Παναγιώτης
(*) Καὶ τὸ Βυζάντιο δὲν ἔπεσε στοὺς Φράγκους τό 1204, ἐπειδὴ χάσαμε τὴν μάχη τοῦ Ματζικέρτ, ὅπως λέει ἕνας σύγχρονος στρατηγός. Ἔπεσε ἀπὸ τὴν ἠθικὴ παρακμή, καὶ ἐπειδὴ εἴχαμε φύγει πολὺ μακρὰν τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τὰ καράβια τῶν Φράγκων φτάσανε ἔξω ἀπὸ τὰ τεῖχη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀντὶ οἱ στρατιώτες μας νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ζητοῦν τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Παναγίας (ὅπως τὸ εἶχαν κάνει τότε μὲ τοὺς Πέρσες-Ἀβάρους), ἔδειχναν ἀπὸ τὰ τεῖχη τοὺς πισινούς τους στοὺς Φράγκους (κατὰ μαρτυρία Φράγκου σταυροφόρου, τοῦ Roberto Di Clari στὸ χρονικό του ποὺ εἶχα διαβάσει).