Γιώργος Μ.
Γιώργος Μπάτζιος
Μερικές παρατηρήσεις από την ως τώρα συζήτηση.
Αποδεικνύεται κάτι που άλλωστε ήταν αναμενόμενο: ότι η ψαλτική κοινότητα δεν ήταν έτοιμη για μια τέτοια παρέμβαση. Αυτό φυσικά δεν είναι επιχείρημα εναντίον της απόφασης. Η Μητέρα Εκκλησία πολλές φορές πρέπει να παρεμβαίνει δραστικά, όταν το κρίνει (και συμφωνώ με τον κ. Γιαννόπουλο ότι είναι επικίνδυνο να κρίνουμε τα κίνητρά της).
Αλλά αυτός ο χαρακτήρας του "κατεπείγοντος" σε συνδυασμό με την έλλειψη ετοιμότητας έχει ήδη ευδιάκριτα αρνητικά αποτελέσματα: στο δημόσιο διάλογο, στις ψυχές μας, σύντομα ίσως και στα αναλόγια. Όπως τόνισα και σε άλλο σημείο, κάθε επείγουσα χειρουργική επέμβαση συνεπάγεται οδύνες, επιπλοκές, παρενέργειες, ίσως και προσβολή ζωτικών ιστών.
Το πρόβλημα δεν είναι κατά τη γνώμη μου οι "παλινωδίες" που εντοπίζονται (βλ. το μήνυμα του Κ. Βαγενά), γιατί αυτές μπορεί εύκολα να αρθούν με μια διαφορετική ανάγνωση. Σε μια τέτοια ανάγνωση βοηθούν οι φιλότιμες προσπάθειες του κ. Μακρή να δείχνει την ουσία της απόφασης (αρκεί αυτές να πείθουν, κάτι που δεν δείχνουν να κάνουν, πρωτίστως τους ίδιους που θεωρούν τους εαυτούς τους ωφελημένους).
Πού έγκειται το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου; Στο ότι ενώ η εκκλησία έρχεται να απαντήσει σε ένα αίτημα πρωτίστως εκκλησιαστικό, ωστόσο οι εκκλησιαστικές προϋποθέσεις της ίδιας της κοινότητας δεν το αφήνουν να λειτουργήσει έτσι.
Η απόφαση αυτή μας βρίσκει σε ένα κλίμα αντιπαράθεσης και χωρίς καθόλου καλή προδιάθεση- και είναι η αλήθεια ότι μέσα από το Ψαλτολόγιο η αντιπαράθεση βρήκε για πρώτη φορά τόσο πρόσφορο δημόσιο χώρο να αναπτυχθεί. Έτσι, αντί να μας βοηθήσει η απόφαση να δούμε πώς θα προχωρήσουμε απο δω και πέρα, μοιραία αξιοποιείται ως όπλο από την "παραδοσιακή" πλευρά (εννοείται, από εκείνη τη μερίδα της "παραδοσιακής" πλευράς που λειτουργούσε και λειτουργεί μαχητικά). Το ύφος του "δικαιωμένου" (άλλοτε τιμητή, άλλοτε επιτροπεύοντος, άλλοτε αστυνομεύοντος) είναι ήδη εμφανές σε ορισμένες μακροσκελείς τοποθετήσεις (κι ας τονίζεται ενίοτε ότι δεν υπάρχει ρεβανσισμός).
Αυτό αναδεικνύει κατά τη γνώμη μου το βαθύ, εκκλησιαστικό πρωτίστως πρόβλημα που βρίσκεται πίσω από τη λεγόμενη μουσικολογική διαμάχη, το οποίο είναι στην πραγματικότητα διττό, κι ας βλέπαμε μέχρι τώρα μόνο τη μία πλευρά του (την αυθαίρετη απόκλιση της Σχολής Καρά από τα παραδεδομένα). Υπάρχει και η άλλη πλευρά, λανθάνουσα, αλλά όχι λιγότερο επικριτέα: ότι και οι "καθ΄ ημάς", πίσω από το πρόσχημα της παράδοσης, ταυτίσαμε αυτό που εκπροσωπούμε με την αλήθεια της εκκλησίας και αυτοαναγορευθήκαμε υπερασπιστές της (η λέξη "υπέρμαχοι" είναι χαρακτηριστική ως προς αυτό).
Το αποτέλεσμα είναι ότι τώρα που η εκκλησία έρχεται να πάρει θέση, τη βλέπουμε ως προσωπική δικαίωση - αν όχι ως οφειλόμενη έκφραση ευαρέσκειας προς τις μακρόχρονες προσπάθειές μας. Αυτό αναμενόμενο είναι να διεγείρει τα αμυντικά αντανακλαστικά της άλλης πλευράς - και δη ανθρώπων (βλ. Γ. Αρβανίτης) που δεν έχουν κανένα λόγο να λειτουργούν ως απολογητές κανενός (και υπό άλλες συνθήκες ίσως δεν θα το έκαναν). Από αυτή την άποψη τολμώ να πω ότι το σημαντικότερο που, προς το παρόν, κομίζει κατά τη γνώμη μου η απόφαση της Μ.τ.Χ.Ε. είναι ότι εκφράζοντας για πρώτη φορά τόσο ρητά τη θέση της, εξουδετερώνει την εκκλησιαστική αστοχία όσων έως τώρα μιλούσαμε εξ ονόματός της μέσω αυτοαναγόρευσης. Κι αυτό μητρική πρόνοια είναι. Αλλά αυτό, δυστυχώς, δεν προφυλάσσει την απόφαση ούτε απο την παρερμηνεία, ούτε από την καπηλεία.
Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι αν και το Πατριαρχείο έκανε κάτι που όφειλε να κάνει, ωστόσο, η έλλειψη ετοιμότητας, ή καλύτερα η εκκλησιαστική ανεπάρκεια της ψαλτικής μας κοινότητας (εννοείται ότι η περιγραφή είναι κατ' ανάγκη γενικευτική -σίγουρα περιλαμβάνει εμένα-, άρα όποιος δεν ανήκει σε αυτό ας θεωρήσει τον εαυτό του εξαιρούμενο) έχει ως αποτέλεσμα η απόφαση, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από όσα ήθελε να λύσει.
Τι θα βοηθούσε προς την σωστή κατεύθυνση κατά τη γνώμη μου;
Φοβάμαι, πάντως πως ακόμα και αν το μουσικολογικό σκέλος του θέματος αργά ή γρήγορα λυθεί, το εκκλησιαστικό του σκέλος θα διαιωνίζεται, αλλάζοντας ενδεχομένως μορφές, όσο ορισμένοι από εμάς ιδιοποιούμαστε τη Μητέρα Εκκλησία, όπως και την Εκκλησία γενικά.
Αποδεικνύεται κάτι που άλλωστε ήταν αναμενόμενο: ότι η ψαλτική κοινότητα δεν ήταν έτοιμη για μια τέτοια παρέμβαση. Αυτό φυσικά δεν είναι επιχείρημα εναντίον της απόφασης. Η Μητέρα Εκκλησία πολλές φορές πρέπει να παρεμβαίνει δραστικά, όταν το κρίνει (και συμφωνώ με τον κ. Γιαννόπουλο ότι είναι επικίνδυνο να κρίνουμε τα κίνητρά της).
Αλλά αυτός ο χαρακτήρας του "κατεπείγοντος" σε συνδυασμό με την έλλειψη ετοιμότητας έχει ήδη ευδιάκριτα αρνητικά αποτελέσματα: στο δημόσιο διάλογο, στις ψυχές μας, σύντομα ίσως και στα αναλόγια. Όπως τόνισα και σε άλλο σημείο, κάθε επείγουσα χειρουργική επέμβαση συνεπάγεται οδύνες, επιπλοκές, παρενέργειες, ίσως και προσβολή ζωτικών ιστών.
Το πρόβλημα δεν είναι κατά τη γνώμη μου οι "παλινωδίες" που εντοπίζονται (βλ. το μήνυμα του Κ. Βαγενά), γιατί αυτές μπορεί εύκολα να αρθούν με μια διαφορετική ανάγνωση. Σε μια τέτοια ανάγνωση βοηθούν οι φιλότιμες προσπάθειες του κ. Μακρή να δείχνει την ουσία της απόφασης (αρκεί αυτές να πείθουν, κάτι που δεν δείχνουν να κάνουν, πρωτίστως τους ίδιους που θεωρούν τους εαυτούς τους ωφελημένους).
Πού έγκειται το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου; Στο ότι ενώ η εκκλησία έρχεται να απαντήσει σε ένα αίτημα πρωτίστως εκκλησιαστικό, ωστόσο οι εκκλησιαστικές προϋποθέσεις της ίδιας της κοινότητας δεν το αφήνουν να λειτουργήσει έτσι.
Η απόφαση αυτή μας βρίσκει σε ένα κλίμα αντιπαράθεσης και χωρίς καθόλου καλή προδιάθεση- και είναι η αλήθεια ότι μέσα από το Ψαλτολόγιο η αντιπαράθεση βρήκε για πρώτη φορά τόσο πρόσφορο δημόσιο χώρο να αναπτυχθεί. Έτσι, αντί να μας βοηθήσει η απόφαση να δούμε πώς θα προχωρήσουμε απο δω και πέρα, μοιραία αξιοποιείται ως όπλο από την "παραδοσιακή" πλευρά (εννοείται, από εκείνη τη μερίδα της "παραδοσιακής" πλευράς που λειτουργούσε και λειτουργεί μαχητικά). Το ύφος του "δικαιωμένου" (άλλοτε τιμητή, άλλοτε επιτροπεύοντος, άλλοτε αστυνομεύοντος) είναι ήδη εμφανές σε ορισμένες μακροσκελείς τοποθετήσεις (κι ας τονίζεται ενίοτε ότι δεν υπάρχει ρεβανσισμός).
Αυτό αναδεικνύει κατά τη γνώμη μου το βαθύ, εκκλησιαστικό πρωτίστως πρόβλημα που βρίσκεται πίσω από τη λεγόμενη μουσικολογική διαμάχη, το οποίο είναι στην πραγματικότητα διττό, κι ας βλέπαμε μέχρι τώρα μόνο τη μία πλευρά του (την αυθαίρετη απόκλιση της Σχολής Καρά από τα παραδεδομένα). Υπάρχει και η άλλη πλευρά, λανθάνουσα, αλλά όχι λιγότερο επικριτέα: ότι και οι "καθ΄ ημάς", πίσω από το πρόσχημα της παράδοσης, ταυτίσαμε αυτό που εκπροσωπούμε με την αλήθεια της εκκλησίας και αυτοαναγορευθήκαμε υπερασπιστές της (η λέξη "υπέρμαχοι" είναι χαρακτηριστική ως προς αυτό).
Το αποτέλεσμα είναι ότι τώρα που η εκκλησία έρχεται να πάρει θέση, τη βλέπουμε ως προσωπική δικαίωση - αν όχι ως οφειλόμενη έκφραση ευαρέσκειας προς τις μακρόχρονες προσπάθειές μας. Αυτό αναμενόμενο είναι να διεγείρει τα αμυντικά αντανακλαστικά της άλλης πλευράς - και δη ανθρώπων (βλ. Γ. Αρβανίτης) που δεν έχουν κανένα λόγο να λειτουργούν ως απολογητές κανενός (και υπό άλλες συνθήκες ίσως δεν θα το έκαναν). Από αυτή την άποψη τολμώ να πω ότι το σημαντικότερο που, προς το παρόν, κομίζει κατά τη γνώμη μου η απόφαση της Μ.τ.Χ.Ε. είναι ότι εκφράζοντας για πρώτη φορά τόσο ρητά τη θέση της, εξουδετερώνει την εκκλησιαστική αστοχία όσων έως τώρα μιλούσαμε εξ ονόματός της μέσω αυτοαναγόρευσης. Κι αυτό μητρική πρόνοια είναι. Αλλά αυτό, δυστυχώς, δεν προφυλάσσει την απόφαση ούτε απο την παρερμηνεία, ούτε από την καπηλεία.
Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι αν και το Πατριαρχείο έκανε κάτι που όφειλε να κάνει, ωστόσο, η έλλειψη ετοιμότητας, ή καλύτερα η εκκλησιαστική ανεπάρκεια της ψαλτικής μας κοινότητας (εννοείται ότι η περιγραφή είναι κατ' ανάγκη γενικευτική -σίγουρα περιλαμβάνει εμένα-, άρα όποιος δεν ανήκει σε αυτό ας θεωρήσει τον εαυτό του εξαιρούμενο) έχει ως αποτέλεσμα η απόφαση, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από όσα ήθελε να λύσει.
Τι θα βοηθούσε προς την σωστή κατεύθυνση κατά τη γνώμη μου;
- αν πάψει στις δημόσιες τοποθετήσεις η υφέρπουσα (ας την πω υφέρπουσα) ρητορική της όψιμης "δικαίωσης" από τη μία και της απάντησης μέσω εντοπισμού παλινωδιών και υποβολιμαίων επιλογών από την άλλη
- αν στο διάλογο υπερισχύσουν νηφάλιες φωνές ειδημόνων έναντι της πολεμικής στάσης και του δικολαβισμού, που συμπτώματα του προσωπικά ήδη παρατηρώ
- αν αναζητηθεί μια οδός "ήπιας προσαρμογής" με την οποία θα μπορέσει να συζητηθεί α) τι ακριβώς σημαίνει η απόφαση σε σχέση με την ήδη υπάρχουσα κατάσταση στα αναλόγια, β) πώς μπορεί να γίνει συμβατή με ένα μεγάλο μέρος της ήδη παγιωμένης ψαλτικής, γ) πώς μπορεί να αφήσει χώρο για αξιοποίηση των όποιων ερευνητικών ή άλλων θετικών στοιχείων της μουσικολογικής προσέγγισης που κάπως γενικευτικά αποδοκιμάζει.
Φοβάμαι, πάντως πως ακόμα και αν το μουσικολογικό σκέλος του θέματος αργά ή γρήγορα λυθεί, το εκκλησιαστικό του σκέλος θα διαιωνίζεται, αλλάζοντας ενδεχομένως μορφές, όσο ορισμένοι από εμάς ιδιοποιούμαστε τη Μητέρα Εκκλησία, όπως και την Εκκλησία γενικά.