Γιώργος Μ.
Γιώργος Μπάτζιος
Όπως έγραψα και αλλού
1.
Ο κ. Μιχαλάκης με το πολύ χρήσιμο βίντεο περί τοποθετήσεως που μας ανέβασε πιστοποιεί άθελά του ότι δεν μπορούμε να μιλούμε για ελληνική φωνή εν τω ομιλείν η οποία πρέπει να είναι πρότυπο για την (ελληνική) φωνή εν τω ψάλλειν, πολύ απλά διότι διαφορετική είναι η φωνή όταν μιλάμε και διαφορετική όταν ψάλλουμε. Διότι η δική του φωνή, όταν μιλάει δεν είναι καθόλου «έρρινη» (κατά τον τρόπο βέβαια που εγώ αντιλαμβάνομαι το «έρρινο»). Θα έλεγα μάλιστα ότι για τη δική μου ακουστική αντίληψη έχει μια τόσο θαυμάσια ισορροπία, που χαίρεσαι πραγματικά να την ακούς. Έχει κάτι το ιεροπρεπές και σοβαρό, θα έλεγα μια ιεροπρεπή λεβεντιά.
Αυτό όμως το στοιχείο το βλέπω να χάνεται στην ψαλτική του. Διότι στην ψαλτική του δεν τοποθετείται απλώς η φωνή προς τον ουρανίσκο, αλλά ολόκληρη γενικώς η γλώσσα φαίνεται να ανεβαίνει ψηλά, αφενός κάνοντας τα φωνήεντα «σκληρά», αφετέρου φράζοντας περισσότερο από το σωστό τη δίοδο της φωνής προς τη ρινική κοιλότητα. (Δεν καταλαβαίνω επίσης εκείνο το πείραμα με το φράξιμο της μύτης: διότι «έρρινο», αν γνωρίζω καλά, σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που δείχνει το πείραμα: ότι δεν αξιοποιείται σωστά η ρινική κοιλότητα).
Συμπεραίνω ότι ενώ ο κ. Μιχαλάκης ορθότατα και θαυμάσια μας λέει πως «ο ψάλτης δύναται να φέρει την φωνήν πολύ έμπροσθεν και να γίνει έρρινος ή πολύ όπισθεν και να κουράσει τους μυς», εν τούτοις στην πράξη δεν το εφαρμόζει όπως το λέει. Δηλαδή στο ψάλσιμό του υπερισχύει το πρόσθιο στοιχείο, ειδικά μάλιστα στο φωνήεν –ι – (που ατυχώς είναι και το βασικό παράδειγμα φωνήεντος στη φράση από το «Αινείτε» που μας ψάλλει). Το –ι-, ως γνωστόν, είναι εντελώς ιδιαίτερος και δύσκολος φθόγγος, γιατί είναι ταυτόχρονα κλειστός και πρόσθιος. Παρατήρησα ότι ανάλογα με την κίνηση της γλώσσας δημιουργούνται στον κ. Μιχαλάκη μερικά γλυκά ι, αλλά τα σκληρά είναι που υπερισχύουν. Είναι «έντονα αρθρωμένα» (κάτι που προσωπικά δεν παρατηρώ σε κανέναν ψάλτη του πατριαρχείου, με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι ηχογραφήσεις του δεν είναι ηχητικά αλλοιωμένες).
Νομίζω, τέλος, ότι το παράδειγμα των ψαλτών του Πατριαρχείου οδηγεί στην αριστοτελική μεσότητα ως κανόνα για τα φωνήεντα της ψαλτικής: μεσαία φωνήεντα, όχι «έντονα» αρθρωμένα («έντονα» εννοώ ως προς τον τόπο και τον τρόπο άρθρωσής τους).
2.
Μερικές απορίες-ενστάσεις:
Α. Ο κ. Μιχαλάκης ως γιατρός (και δη επιστήμων της ιατρικής, όπως μαθαίνω) γνωρίζει τη σημασία της στατιστικής ανάλυσης για τα «διαχρονικά» πορίσματα (δηλ. πορίσματα από δεδομένα που αναφέρονται σε περισσότερες από μια σύγχρονες γενεές). Πώς μπορούμε χωρίς τέτοια δεδομένα να γνωρίζουμε ότι παλιά οι Έλληνες μιλούσαν έτσι όπως λέει και ότι αυτό απωλέσθη (κυρίως) στις δυο τελευταίες γενεές;
Β. Ποια είναι η τελική αντίθεση που εισηγείται; Ανάμεσα σε «δυτική» και «ελληνική» τοποθέτηση ή ανάμεσα σε «δυτική» και «ανατολική»; Υποθέτω το πρώτο. Αλλά αν η «ανατολική» τοποθέτηση είναι διαφορετική από την ελληνική, τότε μιλούμε για τρία είδη τοποθετήσεως; δυτική, ελληνική και ανατολική; Και αν ναι, τότε η ελληνική τι σημείο του φάσματος αντιπροσωπεύει ως προς τον βαθμό χρήσης της «μάσκας» (κατά τον τρόπο που προτείνει ο κ. Μιχαλάκης); Το άκρο ή το μέσο;
Γ. Πώς ο «δεκαπλάσιος» αριθμός των λαρυγγισμών που παράγει η προτεινόμενη τοποθέτηση είναι κριτήριο για την ορθότητά της, τη στιγμή που αυτοί ακριβώς ψέγονται στον Στανίτσα (ανάμεσα σε άλλα); (Για να είμαι δίκαιος, βέβαια, στο βίντεο η έμφαση του κ. Μιχαλάκη δεν είναι τόσο στον αριθμό, όσο στην ποιότητα των λαρυγγισμών).
Δ. (και σπουδαιότερο)
Η αντίθεση που δημιουργείται με τα δύο παραδείγματα που ψάλλει στο «Τοῦ λίθου σφραγισθέντος» είναι φαινομενικά πειστική, γιατί όντως το πλαδαρό ψάλσιμο του δευτέρου τροπαρίου τείνει προς το «μάγκικο» (συμφωνώ με αυτό).
ΟΜΩΣ: υπάρχουν πολλές άλλες τοποθετήσεις και φιλοσοφίες τοποθετήσεων που ΕΠΙΣΗΣ αντιτίθενται σε αυτό το πλαδαρό ψάλσιμο.
Ως παράδειγμα, και για να μη μιλώ αόριστα, θα προτείνω τρεις κατά τη γνώμη μου άριστες φωνές γνωστών ψαλτών του φόρουμ: Παύλος Χάρης, Δανιήλ Καραμπάσης, Χάρης Συμεωνίδης. Τους επιλέγω ως είδη φωνής, όχι ως ψάλτες αυτή τη στιγμή (αν και εκτιμώ ψαλτικά πολύ και τους τρεις).
Οι τρεις αυτοί ψάλτες έχουν φωνές που θεωρώ ότι ενώ είναι διαφορετικές στην τοποθέτηση, ωστόσο έχουν κοινή φιλοσοφία ως προς το τι είναι ΦΥΣΙΚΟΤΗΤΑ στην ψαλτική, και κυρίως ως προς τα παρακάτω:
Η διαφορά των τριών ψαλτών ποια είναι; Εκεί που πρέπει να είναι, δηλ. στην αξιοποίηση των τελικών παραμέτρων (π.χ. την τελική θέση που παίρνει η γλώσσα στο στόμα και γενικότερα το τελικό στήσιμο ολόκληρης της ανώτερης φωνητικής οδού, που οδηγεί τελικά και σε διαφορετική εστίαση της φωνής).
Έτσι, π.χ. ο Παύλος Χάρης ψάλλει με πιο χαμηλωμένο λάρυγγα, ο Δανιήλ Καραμπάσης με απόλυτη αλλά και πολύ προσεχτική έμφαση στη μάσκα, ο Χάρης Συμεωνίδης πιο ρινοφαρυγγικός αλλά με πολλή ισορροπία. Με μια μικρή γενίκευση: οι τρεις συγκροτούν μια διαβάθμιση από το βαθύτερο στο οξύτερο -με τον Δανιήλ να βρίσκεται στη μεσότητα - και οι τρεις όμως μου ακούγονται εξίσου ευχάριστα –και καθόλου γι' αυτό λιγότερο παραδοσιακά.
Τώρα, αυτό που λέω είναι ότι σχεδόν όλοι οι παραδοσιακοί ψάλτες του Πατριαρχείου, αν δεν κάνω λάθος, μοιράζονται τα βασικά χαρακτηριστικά και διαφέρουν στα δευτερεύοντα. Ακριβώς στα δευτερεύοντα είναι που δημιουργείται η προσωπική φωνή ως συστατικό του ύφους καθενός, ενώ στα βασικά είναι που διατηρείται το παραδοσιακό ήθος (πράγμα που βλέπω να συμβαίνει και με τους τρεις ψάλτες που προανέφερα).
Εννοείται πως υπάρχουν κι άλλες φωνές θαυμάσιες εδώ μέσα, εγώ διάλεξα απλώς τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα. Αλλά θα υποκύψω στον πειρασμό να αναφέρω και μια ακόμα φωνή, αυτήν που ακούγεται στο συνημμένο ηχητικό (ανήκει στον Νικόλαο Δεσπότη, από μια πρόχειρη ηχογράφηση στο σπίτι του που μου έστειλε προχθές, απλώς για να με ρωτήσει κάτι). Και την αναφέρω ακριβώς επειδή είναι άγνωστη μάλλον στο φόρουμ, αλλά έχει πραγματικά μεγάλες αρετές.
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι μια επιδίωξη φωνητικής φυσικότητας σχετικά διαφορετική από την τοποθέτηση που ακούμε στις κάπως αλλοιωμένες ηχογραφήσεις του Ναυπλιώτη και πάντως αρκετά διαφορετική από τον εσφαλμένο (κατά την ταπεινή μου γνώμη) τρόπο που τις ερμηνεύει και εφαρμόζει ο κ. Μιχαλάκης, μπορεί να οδηγήσει σε άκουσμα που ενώ ευφραίνει δεν είναι διόλου αντιπαραδοσιακό.
Σε τι συμφωνώ με τον κ. Μιχαλάκη; Ότι το ερώτημα παραμένει: πώς θα εξαλείψουμε από την ψαλτική μας ψάλσιμο σαν αυτό του δεύτερου «Τοῦ λίθου σφραγισθέντος» που παραθέτει; Ψάλσιμο αυτοαναφορικό, πλαδαρό, απειθάρχητο και εν τέλει απρόσωπο – που όμως είναι αλήθεια ότι κερδίζει έδαφος στις μέρες μας, ακκιζόμενο μάλιστα ως «καλλιτεχνικό»;
Αυτό είναι ένα μεγάλο αίτημα της ψαλτικής μας και οφείλω να αναγνωρίσω τη συμβολή του κ. Μιχαλάκη στην προβολή του.
και ελπίζω να φανεί ότι τα παρακάτω στοχεύουν στην πρώτη.Κατά δεύτερον, κάνω ισχυρή διάκριση ανάμεσα στην καλόπιστη κριτική και την κριτική που στοχεύει στην προσωπική απαξίωση
1.
Ο κ. Μιχαλάκης με το πολύ χρήσιμο βίντεο περί τοποθετήσεως που μας ανέβασε πιστοποιεί άθελά του ότι δεν μπορούμε να μιλούμε για ελληνική φωνή εν τω ομιλείν η οποία πρέπει να είναι πρότυπο για την (ελληνική) φωνή εν τω ψάλλειν, πολύ απλά διότι διαφορετική είναι η φωνή όταν μιλάμε και διαφορετική όταν ψάλλουμε. Διότι η δική του φωνή, όταν μιλάει δεν είναι καθόλου «έρρινη» (κατά τον τρόπο βέβαια που εγώ αντιλαμβάνομαι το «έρρινο»). Θα έλεγα μάλιστα ότι για τη δική μου ακουστική αντίληψη έχει μια τόσο θαυμάσια ισορροπία, που χαίρεσαι πραγματικά να την ακούς. Έχει κάτι το ιεροπρεπές και σοβαρό, θα έλεγα μια ιεροπρεπή λεβεντιά.
Αυτό όμως το στοιχείο το βλέπω να χάνεται στην ψαλτική του. Διότι στην ψαλτική του δεν τοποθετείται απλώς η φωνή προς τον ουρανίσκο, αλλά ολόκληρη γενικώς η γλώσσα φαίνεται να ανεβαίνει ψηλά, αφενός κάνοντας τα φωνήεντα «σκληρά», αφετέρου φράζοντας περισσότερο από το σωστό τη δίοδο της φωνής προς τη ρινική κοιλότητα. (Δεν καταλαβαίνω επίσης εκείνο το πείραμα με το φράξιμο της μύτης: διότι «έρρινο», αν γνωρίζω καλά, σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που δείχνει το πείραμα: ότι δεν αξιοποιείται σωστά η ρινική κοιλότητα).
Συμπεραίνω ότι ενώ ο κ. Μιχαλάκης ορθότατα και θαυμάσια μας λέει πως «ο ψάλτης δύναται να φέρει την φωνήν πολύ έμπροσθεν και να γίνει έρρινος ή πολύ όπισθεν και να κουράσει τους μυς», εν τούτοις στην πράξη δεν το εφαρμόζει όπως το λέει. Δηλαδή στο ψάλσιμό του υπερισχύει το πρόσθιο στοιχείο, ειδικά μάλιστα στο φωνήεν –ι – (που ατυχώς είναι και το βασικό παράδειγμα φωνήεντος στη φράση από το «Αινείτε» που μας ψάλλει). Το –ι-, ως γνωστόν, είναι εντελώς ιδιαίτερος και δύσκολος φθόγγος, γιατί είναι ταυτόχρονα κλειστός και πρόσθιος. Παρατήρησα ότι ανάλογα με την κίνηση της γλώσσας δημιουργούνται στον κ. Μιχαλάκη μερικά γλυκά ι, αλλά τα σκληρά είναι που υπερισχύουν. Είναι «έντονα αρθρωμένα» (κάτι που προσωπικά δεν παρατηρώ σε κανέναν ψάλτη του πατριαρχείου, με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι ηχογραφήσεις του δεν είναι ηχητικά αλλοιωμένες).
Νομίζω, τέλος, ότι το παράδειγμα των ψαλτών του Πατριαρχείου οδηγεί στην αριστοτελική μεσότητα ως κανόνα για τα φωνήεντα της ψαλτικής: μεσαία φωνήεντα, όχι «έντονα» αρθρωμένα («έντονα» εννοώ ως προς τον τόπο και τον τρόπο άρθρωσής τους).
2.
Μερικές απορίες-ενστάσεις:
Α. Ο κ. Μιχαλάκης ως γιατρός (και δη επιστήμων της ιατρικής, όπως μαθαίνω) γνωρίζει τη σημασία της στατιστικής ανάλυσης για τα «διαχρονικά» πορίσματα (δηλ. πορίσματα από δεδομένα που αναφέρονται σε περισσότερες από μια σύγχρονες γενεές). Πώς μπορούμε χωρίς τέτοια δεδομένα να γνωρίζουμε ότι παλιά οι Έλληνες μιλούσαν έτσι όπως λέει και ότι αυτό απωλέσθη (κυρίως) στις δυο τελευταίες γενεές;
Β. Ποια είναι η τελική αντίθεση που εισηγείται; Ανάμεσα σε «δυτική» και «ελληνική» τοποθέτηση ή ανάμεσα σε «δυτική» και «ανατολική»; Υποθέτω το πρώτο. Αλλά αν η «ανατολική» τοποθέτηση είναι διαφορετική από την ελληνική, τότε μιλούμε για τρία είδη τοποθετήσεως; δυτική, ελληνική και ανατολική; Και αν ναι, τότε η ελληνική τι σημείο του φάσματος αντιπροσωπεύει ως προς τον βαθμό χρήσης της «μάσκας» (κατά τον τρόπο που προτείνει ο κ. Μιχαλάκης); Το άκρο ή το μέσο;
Γ. Πώς ο «δεκαπλάσιος» αριθμός των λαρυγγισμών που παράγει η προτεινόμενη τοποθέτηση είναι κριτήριο για την ορθότητά της, τη στιγμή που αυτοί ακριβώς ψέγονται στον Στανίτσα (ανάμεσα σε άλλα); (Για να είμαι δίκαιος, βέβαια, στο βίντεο η έμφαση του κ. Μιχαλάκη δεν είναι τόσο στον αριθμό, όσο στην ποιότητα των λαρυγγισμών).
Δ. (και σπουδαιότερο)
Η αντίθεση που δημιουργείται με τα δύο παραδείγματα που ψάλλει στο «Τοῦ λίθου σφραγισθέντος» είναι φαινομενικά πειστική, γιατί όντως το πλαδαρό ψάλσιμο του δευτέρου τροπαρίου τείνει προς το «μάγκικο» (συμφωνώ με αυτό).
ΟΜΩΣ: υπάρχουν πολλές άλλες τοποθετήσεις και φιλοσοφίες τοποθετήσεων που ΕΠΙΣΗΣ αντιτίθενται σε αυτό το πλαδαρό ψάλσιμο.
Ως παράδειγμα, και για να μη μιλώ αόριστα, θα προτείνω τρεις κατά τη γνώμη μου άριστες φωνές γνωστών ψαλτών του φόρουμ: Παύλος Χάρης, Δανιήλ Καραμπάσης, Χάρης Συμεωνίδης. Τους επιλέγω ως είδη φωνής, όχι ως ψάλτες αυτή τη στιγμή (αν και εκτιμώ ψαλτικά πολύ και τους τρεις).
Οι τρεις αυτοί ψάλτες έχουν φωνές που θεωρώ ότι ενώ είναι διαφορετικές στην τοποθέτηση, ωστόσο έχουν κοινή φιλοσοφία ως προς το τι είναι ΦΥΣΙΚΟΤΗΤΑ στην ψαλτική, και κυρίως ως προς τα παρακάτω:
- α) σχετικά μεσαίο, και πάντως όχι υπερβολικά πρόσθιο, άνοιγμα του στόματος,
- β) ισορροπημένα και όχι έντονα αρθρωμένα φωνήεντα,
- γ) ισχυρότατη συγκράτηση της φωνής από το διάφραγμα,
- δ) εντελώς ανοιχτές δίοδοι προς τη μύτη και τα ιγμόρια
Η διαφορά των τριών ψαλτών ποια είναι; Εκεί που πρέπει να είναι, δηλ. στην αξιοποίηση των τελικών παραμέτρων (π.χ. την τελική θέση που παίρνει η γλώσσα στο στόμα και γενικότερα το τελικό στήσιμο ολόκληρης της ανώτερης φωνητικής οδού, που οδηγεί τελικά και σε διαφορετική εστίαση της φωνής).
Έτσι, π.χ. ο Παύλος Χάρης ψάλλει με πιο χαμηλωμένο λάρυγγα, ο Δανιήλ Καραμπάσης με απόλυτη αλλά και πολύ προσεχτική έμφαση στη μάσκα, ο Χάρης Συμεωνίδης πιο ρινοφαρυγγικός αλλά με πολλή ισορροπία. Με μια μικρή γενίκευση: οι τρεις συγκροτούν μια διαβάθμιση από το βαθύτερο στο οξύτερο -με τον Δανιήλ να βρίσκεται στη μεσότητα - και οι τρεις όμως μου ακούγονται εξίσου ευχάριστα –και καθόλου γι' αυτό λιγότερο παραδοσιακά.
Τώρα, αυτό που λέω είναι ότι σχεδόν όλοι οι παραδοσιακοί ψάλτες του Πατριαρχείου, αν δεν κάνω λάθος, μοιράζονται τα βασικά χαρακτηριστικά και διαφέρουν στα δευτερεύοντα. Ακριβώς στα δευτερεύοντα είναι που δημιουργείται η προσωπική φωνή ως συστατικό του ύφους καθενός, ενώ στα βασικά είναι που διατηρείται το παραδοσιακό ήθος (πράγμα που βλέπω να συμβαίνει και με τους τρεις ψάλτες που προανέφερα).
Εννοείται πως υπάρχουν κι άλλες φωνές θαυμάσιες εδώ μέσα, εγώ διάλεξα απλώς τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα. Αλλά θα υποκύψω στον πειρασμό να αναφέρω και μια ακόμα φωνή, αυτήν που ακούγεται στο συνημμένο ηχητικό (ανήκει στον Νικόλαο Δεσπότη, από μια πρόχειρη ηχογράφηση στο σπίτι του που μου έστειλε προχθές, απλώς για να με ρωτήσει κάτι). Και την αναφέρω ακριβώς επειδή είναι άγνωστη μάλλον στο φόρουμ, αλλά έχει πραγματικά μεγάλες αρετές.
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι μια επιδίωξη φωνητικής φυσικότητας σχετικά διαφορετική από την τοποθέτηση που ακούμε στις κάπως αλλοιωμένες ηχογραφήσεις του Ναυπλιώτη και πάντως αρκετά διαφορετική από τον εσφαλμένο (κατά την ταπεινή μου γνώμη) τρόπο που τις ερμηνεύει και εφαρμόζει ο κ. Μιχαλάκης, μπορεί να οδηγήσει σε άκουσμα που ενώ ευφραίνει δεν είναι διόλου αντιπαραδοσιακό.
Σε τι συμφωνώ με τον κ. Μιχαλάκη; Ότι το ερώτημα παραμένει: πώς θα εξαλείψουμε από την ψαλτική μας ψάλσιμο σαν αυτό του δεύτερου «Τοῦ λίθου σφραγισθέντος» που παραθέτει; Ψάλσιμο αυτοαναφορικό, πλαδαρό, απειθάρχητο και εν τέλει απρόσωπο – που όμως είναι αλήθεια ότι κερδίζει έδαφος στις μέρες μας, ακκιζόμενο μάλιστα ως «καλλιτεχνικό»;
Αυτό είναι ένα μεγάλο αίτημα της ψαλτικής μας και οφείλω να αναγνωρίσω τη συμβολή του κ. Μιχαλάκη στην προβολή του.