Θα δώσω μια διαφορετική απάντηση στην (μάλλον ρητορική) ερώτηση του TimGabe ακολουθώντας προσωπικές απόψεις που έχω ξαναεκφράσει στο παρελθόν.
Κάθε ορθογραφικό σύστημα έχει μια εγγενή αλογία: έχει κανόνες που οφείλουν να ισχύουν πάντα, αλλά η ίδια η λογική των κανόνων δεν ισχύει πάντα. Άλλο το σύστημα, άλλο η εφαρμογή του συστήματος.
Παράδειγμα: το ορθογραφικό σύστημα μιας γλώσσας με μακρά ιστορία (π.χ. η Ελληνική) έχει σαφείς κανόνες, αυτοί όμως ακολουθούν τη μορφή που είχε η γλώσσα κάποτε, όχι τώρα (ιστορική ορθογραφία). Σήμερα δεν υπάρχει (στην Κοινή νέα ελληνκή) καμία προσωδία. Η ορθογραφία (π.χ. το γιατί γράφουμε κάπου «η» ή «ι» ή «υ») έχει μόνο ιστορική εξήγηση.
Έτσι και η ορθογραφία της βυζαντινής μουσικής: έχει συνταχθεί γμε βάση την αναμενόμενη ροή της μουσικής, όχι όμως και την (εκάστοτε) ροή του λόγου. Παράδειγμα: η ροή της μουσικής εξ ορισμού προβλέπει ότι η τελευταία από συνεχείς αναβάσεις είναι τονιζόμενη σε σχέση με τις προηγούμενες αναβάσεις (ειδικά όταν ακολουθούν καταβάσεις). Εδώ όμως, στα παραδείγματα του TimGabe το κείμενο έχει άλλο τονισμό.
Νομίζω ότι η αποδοχή αυτής της «αλογίας» στην ορθογραφία της μουσικής, έχει δύο θετικά:
α) θα μας κάνει να αποφεύγουμε εσφαλμένες εφαρμογές της θεωρίας (π.χ. να τονίζουμε τα ψηφιστά παντού, τη στιγμή που απλώς αυτός ο κανόνας δεν μπορεί να ισχύει παντού). Το ίδιο ισχύει με τις πεταστές, τα αντικενώματα, τις βαρείες κ.ο.κ. Είναι ισοπεδωτική ψαλτική το να ερμηνεύονται παντού το ίδιο.
β) θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι η γραφή είναι υστερογενές επίπεδο της μουσικής. Δεν μπορεί να ερμηνεύουμε την ψαλτική έκφραση βάσει της γραφής, διότι η γραφή αποτυπώνει την έκφραση (και αυτό μάλιστα χονδρικά). Ένα ψηφιστό, μια πεταστή, ένα αντικένωμα παρουσιάζει μια μέση έκφραση ενός φθόγγου βάσει του προφορικού ακούσματος το οποίο καταγράφει. Στην πραγματικότητα δεν «τονίζουμε» το ψηφιστό, μάλλον το ψηφιστό σημαίνει (υπενθυμίζει) κάποιον αναμενόμενο τονισμό που έχουμε ακουστικά προσοικειωθεί. Δηλαδή, η γραφή έχει για τη μουσική την ίδια λειτουργία που έχει και για τη γλώσσα: είναι το μέσο αποτύπωσης, όχι η ουσία.
Αυτή η παραδοχή έχει κι άλλες δύο πολύ σημαντικές συνέπειες κατά τη γνώμη μου.
α) δεν μπορούμε να αποφαινόμαστε για ειδοποιά στοιχεία της μουσικής (π.χ. ρυθμός) βάσει των δευτερευόντων (γραφή). Σε αυτό διαφωνώ με τον Ευάγγελο.
β) η μετροφωνία δεν είναι μόνο το άνευ έκφρασης αναγνωστικό ψάλσιμο. Είναι και το ψάλσιμο στο οποίο γίνεται ξερή εφαρμογή των σημείων έκφρασης, χωρίς να προϋπάρχει η ακουστική αντίληψη που μπορεί να τα υποστηρίξει. Εν ολίγοις, μετροφωνία είναι κάθε ψαλτική ερμηνεία που γίνεται με προϋποθέσεις γραπτότητας.
ΥΓ Μια λογική ένσταση: και τι θα πούμε στον σπουδαστή για την ποιότητα των σημαδοφώνων; Νομίζω ότι θα του πούμε πως αυτό που περιγράφουμε είναι ο «κανονικός» τους τρόπος έκφρασης βάσει της μουσικής ροής και ότι καλό είναι να τα ερμηνεύει ακολουθώντας αυτό το «κανονικό». Αλλά ότι απαιτείται πολλή τριβή με ακούσματα, για να μπορέσει να καταλάβει ακριβώς πώς πρέπει να ερμηνεύει το κάθε τι σε κάθε περίσταση και ο στόχος της ψαλτικής παιδείας είναι να φτάσει κάποτε σε αυτό το επίπεδο.