Αγαπητοί συνάδελφοι επιτρέψατέ μου μια παρέμβαση στο θέμα από μια άλλη οπτική γωνία.
Το πρώτο και ουσιώδες ζήτημα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας είναι πως βλέπουμε την "Εκκλησία", ώστε να προσδιορίσουμε τι είδους σχέση θα αναπτύξουμε μαζί της. Πιο συγκεκριμένα: Βλέπουμε την "Εκκλησία" ως την οντολογική παρουσία του Χριστού μέσα στον κόσμο, δηλ. θεωρεί έκαστος ημών ότι δια της ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος και της συμμετοχής στα Μυστήρια αποτελεί αυτός ο ίδιος οντολογικά (όχι συμβολικά) μέλος του σώματος του Χριστού; Ο απ. Παύλος είναι κατηγορηματικός για αυτήν την αλήθεια στον περί πορνείας λόγο (Α Κορ. στ, 12-20-Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής του Ασώτου), όπου αναφέρει ρητά ότι ο χριστιανός που πορνεύει αμαρτάνει στο ίδιο το σώμα του Κύριου. Εάν λοιπόν θεωρούμε εαυτούς οντολογικά μέλη του σώματος του Χριστού και ο Κύριος "οὐ γάρ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν Του λύτρον" (όπως ψάλλουμε τη Μ. Τέταρτη στο συγκλονιστικό "Μυσταγωγῶν σου Κύριε,.."), προκύπτει ότι η μόνη σχέση που μπορούμε να έχουμε στους κόλπους της "Εκκλησίας" είναι η διακονία, η οποία στην ορθόδοξη διδασκαλία και υμνολογία είναι άρρηκτα δεμένη με την θυσιαστική προσφορά (δοῦναι τήν ψυχήν) .
Οποιαδήποτε εκτροπή μας από την οντολογική διάσταση του Μυστηρίου της Εκκλησίας, την υποβιβάζει σε επίπεδο οργανισμού, εταιρείας ή άλλου ανθρώπινου κατασκευάσματος και καθιστά φυσική την αναζήτηση εταιρικής σχέσης μέσω επαγγελματικής κατοχύρωσης που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την θυσιαστική προσφορά. Αυτό θεωρώ ότι πρέπει να το προσέξει ιδιαίτερα και ο συνδικαλιστικός φορέας των ιεροψαλτών εάν θέλει η ψαλμωδία να διατηρηθεί στη συνείδηση των πιστών ως διακονία και όχι επάγγελμα, κάτι που δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό απηχείται στη συνείδηση του λαού για το διακόνημα του ιερέως.
Εάν συμφωνήσουμε στα παραπάνω εγείρεται επιτακτικά το δεύτερο ζήτημα: είναι παντελώς ασυμβίβαστη η έννοια της διακονίας με την απολαβή υλικής αμοιβής; Χρησιμοποιώντας ως οδηγό και πάλι την Αγ. Γραφή, βλέπουμε ότι στην Π.Δ ο ίδιος ο Κύριος όρισε οι Λεβίτες από τους οποίους προερχόταν το ιερατικό γένος και στους οποίους είχε ανατεθεί η διακονία της λατρείας του Θεού, να απολαμβάνουν το 1/10 των αγαθών των υπολοίπων φυλών (Αριθμοί, ιη΄) αλλά και τις προσφορές των θυσιών. Ωστόσο, ήταν η μόνη φυλή που δεν είχε δικαιώματα ακίνητης ιδιοκτησίας σε μια εποχή που η κατοχή γης ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το βιοπορισμό και ζούσαν διεσπαρμένοι μεταξύ των υπολοίπων φυλών. Κατά τον ερμηνευτή της Π.Δ Ν. Π. Βασιλειάδη, η τάξη που όρισε ο Κύριος στην Π.Δ είναι πλήρης συμβολισμών: επειδή η διακονία του θυσιαστηρίου ήταν συνεχής οι διάκονοι της λατρείας του Θεού έπρεπε να υπηρετούν αμέριμνοι, να μην είναι προσκολλημένοι στα γήινα, να έχουν την προσοχή στραμμένη στον ουρανό και να διατηρούν την ελπίδα της συντηρήσεως τους από το Θεό. Η διασπορά τους ανάμεσα στις φυλές είχε σκοπό να λειτουργούν ως θεματοφύλακες της πίστης, να εξυπηρετούν τις λατρευτικές ανάγκες του λαού και να αναπτύσσεται κοινωνία αγάπης, εφόσον ζούσαν ως "φιλοξενούμενοι" των υπολοίπων φυλών.
Για τους ίδιους λόγους το "δικαίωμα" της συντηρήσεως από την εκκλησία, ανανεώνεται στην Κ.Δ ήδη από τους αποστολικούς χρόνους για τους διακόνους της εξάπλωσης του ευαγγελίου και θεμελιώνεται θεολογικά στις επιστολές του Απ. Παύλου (Α Κορ. θ΄ 4-11, 13, Α Τιμ. ε΄17-18). Ωστόσο, ο μέγας Παύλος, γνωρίζοντας τους κινδύνους παρερμήνευσης και εκμετάλλευσης των λόγων του, για να εξαλείψει κάθε αφορμή κατηγορίας προς χάριν του ευαγγελίου, δεν διστάζει να απαρνηθεί του "δικαιώματος" της συντηρήσεως από την Εκκλησία (Α Κορ.θ΄12,15, Β Κορ. ια΄7-12, Πρ.κ΄33-35, Φιλ.δ΄15 ) εξυψώνοντας τη διακονία στο θυσιαστικό πρότυπο του Κυρίου. Σκοπός του μεγάλου αποστόλου είναι να διδάξει αφενός του πιστούς ότι η αδάπανος ευλάβεια δεν έχει θέση στην Εκκλησία του Χριστού (το αποκάλυψε και ο ίδιος Κύριος που επαίνεσε το δίλεπτο της χήρας, Λκ. κα', 1-4) και αφετέρου τους διακόνους του ευαγγελίου ότι θα πρέπει να λειτουργούν ως πρότυπα αυταπαρνήσεως.
Στην ορθόδοξη εκκλησία το "δικαίωμα" της συντηρήσεως από την Εκκλησία από άποψη προσφοράς τόσο της Λεβιτικής παράδοσης (διακονία θυσιαστηρίου) όσο και των αποστολικών χρόνων (διακονία ποιμαντικής), θεωρώ ότι αρμόζει κατεξοχήν στους ιερείς. Έτσι, ορισμένοι συνάδελφοι που επιχειρούν ένα συμψηφισμό του διακονήματος ιερέα και ψάλτη, πιστεύω ότι δεν έχουν δίκιο. Ωστόσο, ειδικά για τη μισθοδοσία του ιερού κλήρου από το Κράτος και όχι από την Εκκλησία, παρόλο που δεν ανήκω σε αυτούς που σκανδαλίζονται, πιστεύω ότι αποτελεί μεγάλη παρεκτροπή από την ορθόδοξη θεώρηση της οντολογικής διάστασης της Εκκλησίας. Μπορεί η Εκκλησία ως στοργική μάνα να πρόσφερε στο απελευθερωμένο νεοελληνικό κράτος άνω του 90% της περιουσίας της με αντίτιμο τη μισθοδοσία του κλήρου, θέμα για το οποίο ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος έχει γράψει βιβλίο 239 σελίδων (δυστυχώς ούτε ο γράφων το έχει διαβάσει), όμως άθελα του ο κλήρος συναίνεσε με την ταύτιση της Εκκλησίας που είναι κοινωνία προσώπων εν Χριστώ με το απρόσωπο Κράτος που αναπτύσσει σχέσεις εργοδότη-υπαλλήλου με τους πολίτες του. Έτσι, βαθμιαία το ύψιστο διακόνημα του ιερέα κατέπεσε στις συνειδήσεις πολλών "πιστών" αλλά δυστυχώς και κληρικών ως επάγγελμα.
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις ο ιεροψάλτης κατά τη γνώμη μου για να διακονεί με θυσιαστικό πνεύμα θα πρέπει:
Α. Να ευχαριστεί το Θεό για το "τάλαντο" της φωνής που του έδωσε και να μην καυχιέται κατά τη αποστολική παραγγελία: τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών; (Α Κορ. δ΄, 7)
Β. Να αξιοποιήσει το υπόψη "τάλαντο" υπηρετώντας την Εκκλησία, γιατί σύμφωνα με την παραβολή των ταλάντων (Μτθ. κε, 14-30) θα του ζητηθεί λόγος εάν δεν το πράξει.
Γ. Εάν μπορεί να ψάλλει ανιδιοτελώς να το πράττει, δοξάζοντας το Θεό που τον αξίωσε να βρίσκεται σε κατάσταση να μην βαρύνει την Εκκλησία. (Ιδιαίτερη προσοχή στην αποφυγή του Φαρισαϊκού: εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων )
Δ. Εάν βρίσκεται σε ανάγκη να δέχεται την "ευλογία" της Εκκλησίας (δηλ. έμμισθη ανταπόδοση), χωρίς όμως ιδιαίτερες απαιτήσεις και εκβιαστικά διλλήματα
Ε. Να μην εξαρτά το βιοπορισμό του αποκλειστικά από την "Εκκλησία" γιατί ενέχει ο κίνδυνος η σχέση του με την Εκκλησία από κοινωνία αγάπης και αλληλοπροσφοράς να μεταβληθεί σε σχέση εργοδότη και υπαλλήλου.
Τι θεωρώ ότι πρέπει να κάνει η Εκκλησία προς τον Ιεροψάλτη:
Α. Να τον σέβεται και να αναγνωρίζει την προσφορά του.
Β. Να τον βοηθάει και να καλύπτει τουλάχιστον τα λειτουργικά έξοδα για την εκτέλεση του διακονήματός του ή και να φροντίζει για την επιμόρφωσή του σε θέματα ψαλτικής.
Γ. Σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη, να τον ενισχύει υλικά και ηθικά, όπως εξάλλου οφείλει να κάνει για όλα τα μέλη της, πολύ περισσότερο δε για τους ανθρώπους που πιστά και ταπεινά τη διακονούν.
Συγχωρέστε την πολυλογία μου, αλλά το θέμα Εκκλησία και Διακονία το θεωρώ πολύ σοβαρό εάν αναλογιστούμε δύο φοβερά περιστατικά της Κ.Δ. με τα οποία και θα κλείσω. Ο Κύριος στα ευαγγέλια παρουσιάζεται ως αξεπέραστο υπόδειγμα ανεξικακίας και πραότητας. Όμως, σε μια μόνο περίπτωση εξεδήλωσε την οργή Του με τρόπο που ξενίζει ακόμα και τους πιστούς: όταν είδε να καπηλεύεται η λατρεία του Θεού στο Ναό του Σολομώντος και η πίστη να γίνεται αντικείμενο προς εκμετάλλευση (Μτ.κα΄12-13, Μκ ια΄15-19, Λκ ιθ 45-48). Το δεύτερο περιστατικό αφορά την παραδειγματική τιμωρία με ακαριαίο θάνατο του ζεύγους Ανανία και Σαπφείρης (Πρ. ε΄1-11) που ομοίως προσπάθησαν να ξεγελάσουν και να εκμεταλλευτούν την πρώτη Εκκλησία. Και τα δύο περιστατικά φανερώνουν πόσο ανηλεής θα είναι η κρίση για όσους δεν αντιλαμβάνονται το Μυστήριο της Εκκλησίας και προσπαθήσουν να την εκμεταλλευτούν, καθώς και τι φοβερό κριτήριο περιμένει πρώτα τους ιερείς (για αυτό θα πρέπει να είμαστε και επιεικείς απέναντι στον κλήρο) και έπειτα όλους τους υπόλοιπους που τη διακονούν.