Όπως διαπίστωσα στις προηγούμενες συζητήσεις, αρκετοί αναφερόμαστε σε αυτόν τον όρο αξιολογικά αλλά οι περισσότεροι έχουμε μάλλον μία θολή εικόνα περί αυτού ενώ το πρώτο πράγμα το οποίο ίσως έρχεται στο μυαλό των περισσότερων είναι η ελλιπής εκτέλεση των χαρακτήρων ποιότητος.
Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω με βάση κυρίως την εμπειρική μου γνώση να ψηλαφήσω το φαινόμενο και να καταδείξω την πολυπαραγοντική φύση του ως ενός συνόλου πραγμάτων τα οποία στερούν από την ψαλτική ερμηνεία την καλλιτεχνική πληρότητα. Συγκεκριμένα, θα σταθούμε στον Ρυθμό (Χρόνο), στα διαστήματα και τις έλξεις των Ήχων και αυτά σε συνδυασμό με την έλλειψη δεσίματος των χαρακτήρων ιδίως όταν υπάρχει επέκταση συλλαβής (το λεγόμενο legato) ενώ θα δούμε πώς όλα αυτά μαζί και ξεχωριστά επιδρούν στο να γίνεται μία ερμηνεία «μετροφωνική».
Ο τρόπος μέτρησης του χρόνου στην Ψαλτική τέχνη είναι ίσως ένα από τα στοιχεία τα οποία έχουν παραγνωρισθεί σε σημείο ώστε να υπάρχει ένα απόλυτο χάος και να ερχόμαστε σε επαφή με ρυθμικά τερατουργήματα. Επίσης, να πούμε ότι ο Ρυθμός γεννά ψαλτικό ύφος, δεν είναι απλώς ένα τεχνικό στοιχείο όπως ίσως νομίζεται. Από το άκαμπτο και πομπώδες ύφος του απλού ρυθμού με τις συνεχείς θέσεις και άρσεις, στο εμβατηριακό και «ρομποτικό» ύφος του ίδιου ρυθμού με την προσθήκη απλώς τρίσημων και τετράσημων εξαιρέσεων, στο ύφος χωρίς στην ουσία ρυθμό ο οποίος καταργείται από την υπερίσχυση συνεχών «τιναγμάτων» της φωνής, ασκόπων αναλύσεων χάριν επίδειξης οι οποίες καταργούν εντελώς την έννοια του ρυθμού και καταντούν το μέλος ένα χαοτικό και άχρονο κυμάτισμα της φωνής, αυτά είναι τα ρυθμικά τερατουργήματα τα οποία κατά κόρον συναντούμε και συνιστούν μετροφωνία. Αντ’ αυτών προκρίνω τον Τονικό ρυθμό, αυτόν ο οποίος εσφαλμένα χαρακτηρίζεται «συνεπτυγμένος» και τρομάζει πολλούς καθώς τούς φέρνει στο μυαλό εξαιρετικά πολύπλοκα ρυθμικά σχήματα βάσει των οποίων είναι αδύνατον στην ψαλτική πράξη να γίνει η μέτρηση του χρόνου. Το μυστικό εδώ είναι το δέσιμο των φθόγγων, το λεγόμενο legato. Όταν οι φθόγγοι είναι δεμένοι, βγαίνει αβίαστα ο συνεπτυγμένος ρυθμός χωρίς να χρειάζεται κάποιος να μετρά με πολύπλοκα σχήματα. Ομιλούμε περί αβίαστης κίνησης της φωνής όπου οι ισχυρές θέσεις έχουν έναν δυναμικό τονισμό και οι υπόλοιποι φθόγγοι είναι ομαδοποιημένοι και δεν εκτελούνται με μεμονωμένη χρονική μέτρηση αλλά ως σύνολο, όπως δηλαδή λειτουργεί και η φυσική ομιλία της ελληνικής γλώσσας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακριβώς το μέλος να ρέει αβίαστα, το οποίο είναι και εντέλει το ζητούμενο.
Σχετικά με το θέμα των διαστημάτων των Ήχων και των Έλξεων αυτών, πέραν του προφανούς ότι η ερμηνεία με τα συγκερασμένα διαστήματα της Δυτικής Μουσικής είναι ένα είδος μετροφωνίας, εδώ υπάρχει και το ζήτημα των έλξεων, ένας παράγοντας της Ψαλτικής ο οποίος έχει δεχθεί μεγάλη κακοποίηση εξαιτίας παρανοήσεων ένθεν κακείθεν. Πρώτον, η έλλειψη των έλξεων (glissando κατά τους Δυτικούς) συνιστά σαφώς μετροφωνία και συνήθως συνοδεύει εκτελέσεις με συγκερασμένα διαστήματα. Όταν πάλι έχουμε λάθος εκτέλεσή τους, το πρόβλημα είναι ότι εδώ υπεισέρχονται οι έννοιες του ρυθμού και το legato όπως προαναφέραμε. Έλξεις χωρίς δεμένους φθόγγους –πράγμα το οποίο συσχετίζεται και με λάθος Ρυθμό– δημιουργούν την αίσθηση μίας κακόηχης παραφωνίας καθώς η εκτέλεση αυτή κάνει τις έλξεις να μην φαίνονται ως μία φυσική κίνηση της φωνής, αλλά ως βεβιασμένες διέσεις και υφέσεις οι οποίες δεν είναι καθόλου ευχάριστες στο αυτί του ακροατή. Αυτό συμβαίνει διότι η μετάβαση από τον φυσικό φθόγγο στον ελκόμενο κατά την ανάβαση ή κατάβαση δεν γίνεται φυσικά και αβίαστα αλλά με πίεση και με προσπάθεια να επιτευχθεί η έλξη, ενώ στην ουσία πρόκειται για μία φυσική κίνηση της φωνής. Παρατηρούμε δηλαδή ότι και σε αυτόν τον τομέα η μέτρηση του χρόνου καθώς και το δέσιμο των φθόγγων παίζουν καίριο ρόλο στην ποιότητα και το ύφος των έλξεων.
Το συμπέρασμα από αυτές τις εμπειρικές παρατηρήσεις είναι ότι το μετροφωνικώς ψάλλειν στην ουσία είναι ένα πολύπλευρο φαινόμενο το οποίο συσχετίζεται με τον λάθος Ρυθμό, την έλλειψη legato και την έλλειψη ή τη λάθος εκτέλεση των έλξεων. Το πόσοι χαρακτήρες ποιότητος θα εκτελεσθούν είναι μάλλον ένα δευτερεύον ζήτημα το οποίο επίσης άπτεται μάλλον του χρόνου αλλά και της έλλειψης δεσίματος των φθόγγων. Οι πολλοί χαρακτήρες ποιότητες «διαλύουν» το μέλος και στην ουσία δημιουργούν ένα άλλο είδος μετροφωνίας διά του πληθωρισμού των αναλύσεων καθώς δεν γίνεται τεχνικά να είναι δεμένοι οι φθόγγοι ενώ η έλλειψή τους σχετίζεται πάλι με έλλειψη δεσίματος των φθόγγων και ως εκ τούτου με λάθος μέτρηση του χρόνου. Η «μετροφωνία» τελικά είναι μία μεγάλη ομπρέλα εσφαλμένων νοοτροπιών περί το ψάλλειν οι οποίες συνδυαζόμενες γεννούν άχρωμες και κακότεχνες ερμηνείες.
Αγαπητέ Πέτρο, χαίρε.
Οι τοποθετήσεις σου είναι εξαιρετικές και θέτουν το πράγμα σε μια ορθή βάση. Πρόκειται για μια καθαρή ματιά στην Ψαλτική. Ευχαριστώ και συγχαίρω.
Πάντως, αν μου επιτρέπει το forum, προτιμώ όλα αυτά να τα περιγράφουμε με τον όρο, που πολύ ορθά χρησιμοποιούσε ο μακαριστός Σίμων Καράς (αν δεν κάνω λάθος),
Ξηροφωνία, εννοώντας το γυμνό και ξερό ψάλσιμο, για χάρη της πιστότητας, τάχα, στη σημειογραφία. Η πρακτική της Ξηροφωνίας απηχούσε δυτικές μουσικές αντιλήψεις και νοοτροπίες, όπως όλοι γνωρίζουμε και κατανοούμε, καιαμάλλον τείνει να περιορισθή... Δεν θα επεκταθώ.
Προσωπικώς, τον όρο
Μετροφωνία στη Νέα Μέθοδο τον μεταχειρίζομαι στους αρχαρίους μαθητές μου, όταν τους ζητώ να κάνουν αναγνώριση των σημαδιών και της πορείας της Παραλλαγής. Για να γίνω σαφής: Μελετάει ο μαθητής και λέγει:
- Βλέπω Πεταστή και Υψηλή· ἡ Π. +1 φωνή (αν θέλω να το "χοντρύνω", Ποσοτικός Χαρακτήρας Αναβάσεως, εκ των Σωμάτων), η Υ. +4 φ (Ποσοτικός Χαρακτήρας Αναβάσεως, εκ των Πνευμάτων), και επειδή η Υ. είναι δεξιά, υποτάσσει το σώμα (την Π.), άρα θα ανεβώ +4· ήμουν στον Νη και θα πάω στον Δι. [και ούτω καθ' εξής...]
Έτσι, δλδ, ο μαθητής
μετράει τις φωνές...
Στη συνέχεια, επαναλαμβάνουμε χωρίς την αναγνώριση των σημαδίων, μόνο αναγνωρίζοντας (όχι ψάλλοντας) την εξέλιξη των φωνών. Π.χ. Δ, Γ, Γ, Δ, Κ, Δ, Δ κ.λπ.
Έπειτα, ζητώ το ίδιο πράγμα ρυθμικά (χωρίς ψάλσιμο), αυτό που λέμε στην ευρωπαϊκή, Ρυθμική Ανάγνωση.
Όοοολα τα παραπάνω παρακάμπτονται, εννοείται (ή περιορίζονται σε μία μόνο φορά), όταν ο μαθητής είναι ξύπνιος και σβέλτος. [Το αντίθετο του διδασκάλου του, δλδ..., αχαχαααα....]
Σας ασπάζομαι εν Κυρίω!
Με συγχωρείτε...