Ὁ ψάλτης (μοναχὸς ἢ λαϊκός, δὲν ἔχει σημασία),
ἐφόσον ψάλλει ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ, σεμνά, λιτά, αὐστηρά, κι ὄχι (κοσμικὰ) γιὰ τὴν τέρψι τοῦ λαοῦ καὶ τὴν αὐτοπροβολή, συναισθηματικά, μελοδραματικά· ἐφόσον θεωρεῖ ἑαυτὸν ὑπηρέτη τοῦ λόγου, τὸν ὁποῖον ἐπενδύει μὲ μουσικοὺς φθόγγους· ἐφόσον ψάλλει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ ἐκκλησάκι ἢ σὲ καθεδρικὸ ναό· ἐφόσον ἡ αὐτοσυνείδησί του ταυτίζεται μὲ τὴν συνείδησι τῆς ἐκκλησίας (ὡς κοινότητος)· ἐφόσον ἡ ψαλμωδία του εἶναι ἀπόρροια τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, κι ὄχι (κοσμικὰ) προϊὸν τοῦ ἔξω ἀνθρώπου,
τότε ὁ ψάλτης ψάλλει κοσμίως (καὶ ἀντίθετα, ὁ κοσμικὸς … ἀκοσμίως),
τότε ἡ μορφὴ (ὁ τρόπος) τῆς ψαλμωδίας δὲν εἶναι αὐτοσκοπὸς ἀλλὰ ὁμοιογενὴς μὲ τὴν οὐσία τῆς λατρείας.
Τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «(…) Ἀλαλάξατε γὰρ τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ. Ἀλλ’ οὐδὲ ἡμεῖς τὸν τοιοῦτον διακωλύομεν ἀλαλαγμόν, ἀλλὰ τὴν ἄσημον βοήν· οὐδὲ τὴν φωνὴν τῆς αἰνέσεως, ἀλλὰ τὴν φωνὴν τῆς ἀταξίας, τὰς πρὸς ἀλλήλους φιλονεικίας, τὰς εἰκῆ καὶ μάτην ἐπαιρομένας χεῖρας ἐν τῷ ἀέρι, τοὺς ἱππαζομένους πόδας, τὰ ἄκοσμα καὶ διακεκλασμένα ἤθη (…)» (PG 56,102).