ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Αναζήτηση στη Μουσιπαιδεία

Αθηναίος


Αντιγένης ο Αθηναίος
(5ος π.Χ. αι.): λυρικός ποιητής και χοροδιδάσκαλος. Έγραψε διθυράμβους και μάλλον εισηγήθηκε νέες μετρικές μορφές. Σε επίγραμμα, που αποτελεί το μόνο σωζόμενο "δείγμα" του ("Παλατινή Ανθολογία" [13,28] που αποδίδεται στον Βακχυλίδη ή τον Σιμωνίδη) απαθανατίζει τη μουσική νίκη του στα αθηναϊκά Διονύσια. Φαίνεται ότι σ' αυτούς τους αγώνες τον βραβευμένο διθύραμβό του συνόδευε ο περίφημος Αργείος αυλητής Αρίστων, ενώ ο Αντιγένης διηύθυνε την αντρική χορωδία που τον τραγούδησε.

Γνήσιππος
αρχαίος Αθηναίος κιθαρωδός, που έπαιζε και διάφορα άλλα μουσικά όργανα (ίσως και περισσότερα του ενός ταυτόχρονα).

Στρατόνικος
(περ. 4ος αι. π.Χ.)· Αθηναίος ποιητής και κιθαρωδός της εποχής του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σε αυτόν απέδιδε ο φιλόσοφος Φαινίας την εισαγωγή του διαγράμματος (βλ. λ.) και της πολυχορδίας (FHG ΙΙ, 298 και Αθήν. Η', 352C, 46): "Φαινίας δ' ο περιπατητικός εν δευτέρω περί ποιητών "Στρατόνικος, φησίν, ο Αθηναίος δοκεί την πολυχορδίαν εις την ψιλήν κιθάρισιν πρώτος εισενεγκείν και πρώτος των αρμονικών έλαβε και διάγραμμα συνεστήσατο"" (Ο Φαινίας, ο περιπατητικός [φιλόσοφος], στο δεύτερο βιβλίο του έργου του Περί Ποιητών λέει: "φαίνεται πως ο Στρατόνικος ο Αθηναίος υπήρξε ο πρώτος που εισήγαγε την πολυχορδία στην ψιλή κιθάριση [σόλο κιθάρας, βλ. λ. ψιλός] και ο πρώτος από τους αρμονικούς [τους θεωρητικούς της αρμονικής] που καθιέρωσε το διάγραμμα").
Καταδικάστηκε σε θάνατο από τον Νικοκλή, βασιλιά της Πάφου στην Κύπρο, γιατί τον σατίρισε.

Αρίγνωτος
επιφανής αρχαίος Αθηναίος κιθαρωδός (Αθήναιος Ε' 220), γιός του Αυτομένους και αδελφός του Αριφράδου. Χαρακτηρίζεται από τον Αριστοφάνη ως "Κιθαραοιδότατος, @ῳ χάρις ἐφέσπετο". Ο μέγιστος κωμωδιογράφος κάνει λογοπαίγνιο με το όνομά του, που σημαίνει "πασίγνωστος"("Σφήκες" 1275).

Ηγήσιππος
Αθηναίος ποιητής της Νέας Κωμωδίας, που ήκμασε γύρω στο 300 π.Χ.. Ο Αθήναιος διέσωσε μερικούς στίχους από τις κωμωδίες του Ηγήσιππου «Αδελφοί» και «Φιλέταιροι» (Ζ’ 279 και 290, Θ’ 405). Διασώζεται και έξοχο λυρικό του επίγραμμά, που το παραθέτουμε (σε μετάφραση Σίμου Μενάρδου): «Την ορφανή δέξου, Ηρακλή, ασπίδα τ’ Αρχιστράτου, στη σκαλισμένη να γερνώ στοά σου με τιμή, πάντα ν’ ακούω του ναού χορούς και τα τραγουδητά του· με φθάν’ η μάχη η στυγερή, μ’ αρκούν οι σκοτωμοί».

Θέσπις
Αθηναίος ποιητής και "μουσουργός" του 6ου π.Χ. αι., θεωρούμενος ως ο θεμελιωτής της αττικής τραγωδίας. Γεννήθηκε στο δήμο Ικαρίας (της Αιγηίδος φυλής) και εισήγαγε στη διονυσιακή λατρεία την "υπόκρισιν", δηλαδή την παρεμβολή μεταξύ των χορευτών (ή "δραματικών ορχηστών" που μετείχαν στις διονυσιακές τελετουργίες) ενός προσώπου που διηγόταν "εν μιμήσει" τα μυθικά γεγονότα. Η εξέλιξη του είδους έφερε το διάλογο του "υποκριτού" με τον "ηγέτη του χορού", διαμορφώνοντας την τραγωδία. Συγκεκριμένα, πολύ πριν την εποχή του Θέσπιδος, όταν (κατά τους ψαλλόμενους διθυράμβους γύρω από το βωμό του Διονύσου) ο χορός κουραζόταν, προκειμένου να ξεκουραστεί ("ὑπέρ τοῦ διαναπαύεσθαι τὸν χορόν": Διογένης Λαέρτιος βιβλ. ΙΙΙ, 56), κάποιος (αποκαλούμενος ελεός) ανέβαινε στο τραπέζι δίπλα στο βωμό και από 'κεί διελεγόταν προς τον χορό ή μάλλον παρενέβαλλε στα χορικά άσματα μονωδίες "εκ του προχείρου". Πρώτος ο Θέσπις (περί το 536 π.Χ.) όχι μόνο αντικατέστησε τις "εκ του προχείρου" μονωδίες με άλλες έτοιμες "εκ των προτέρων", αλλά ανέβασε στο τραπέζι "δασκαλεμένο" υποκριτή, που υποδυόταν πολλά πρόσωπα. Έτσι έγινε ο "Πατέρας του Θεάτρου". Επειδή το όνομά του δεν αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς της περιοπής ενός Ηρόδοτου, ενός Θουκιδίδη, ενός Ξενοφώντος ή του "παντεπόπτη" Αριστοτέλη, ορισμένοι υποστήριξαν πως "Θέσπις" δεν υπήρξε ποτέ και πως το όνομά του "εφευρέθηκε" από την ομηρική "θέσπιν ἀοιδήν" ("Οδυσσεια" Α') κι ακόμα, πως η Ικαρία έγινε πατρίδα του για να τον συνδέσουν με τον Ικάριο (τον μυθικό αμπελουργό που πρωτοδέχτηκε τον Διόνυσο-Βάκχο στην Αττική). Όμως όλοι αυτοί ξεχνούν ότι "περί Θέσπιδος" δεν μιλούν μόνο οι μεταγενέστεροι συγγραφείς της ελληνιστικής Εποχής, αλλά μνημονεύεται και από τον Αριστοφάνη ("Σφήκες" 1478)...Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι, θέλουμε δε θέλουμε, να δεχτούμε ότι ο μεγαλύτερος "θεατράνθρωπος" της Ιστορίας ήταν Αθηναίος, λεγόταν Θέσπις, και ο "Δεκάλογος" που ακολουθεί, θα μας δείξει τα ...πρωτοφανή καλλιτεχνικά του κατορθώματα: α) Ανακάλυψε το τραγικό είδος και δημιούργησε το τραγικό άσμα (Διοσκορίδης, Πλούταρχος, Κλήμης, Ευάνθιος), β) έγινε ο επινοητής του "προλόγου" και της "ρήσεως" (διεξοδικό επεισόδιο) γ) Έγραψε ή αυτοσχεδίασε τα έργα: "Ἆθλα Πελίου ἥ Φόρβας", "Ἱερεῖς", "Ἄλκηστις", "Πενθεύς", και "Ἠϊθεοι" (τα υπόλοιπα, κατά τον Αριστόξενο, θεωρούνται νόθα), δ) Επινόησε πρώτος τους "σατύρους" (Σούδα), ε) Χορογραφούσε ο ίδιος τα έργα του (Αθήναιος), στ) Καθιέρωσε τον "πρώτο Υποκριτή" (Διογένης Λαέρτιος), ζ) Έπαιζε ο ίδιος στα έργα του (Πάριο Χρονικό), η) Μακιγιάριζε το πρόσωπό του με φυσικές χρωστικές ουσίες και κατόπιν κατασκεύασε μάσκες από πανί, όντας ο εισηγητής του "προσωπείου" (Σούδα), θ) Κέρδισε την πρώτη του νίκη γύρω στα 536-534 (στις Διονυσιακές εορτές που είχε θεσπίσει ο Πεισίστρατος) και πήρε για βραβείο έναν τράγο (Πάριο Χρονικό, Σούδα), ι) Περιόδευε με το θίασό του ανά τους δήμους της Αττικής χρησιμοποιώντας αμάξια (το γνωστό "`Αρμα Θέσπιδος") και εγκαινιάζοντας τις "καλλιτεχνικές τουρνέ" (Οράτιος)... Όλα αυτά έγιναν φυσικά σε αρκετά παλιά εποχή, γιατί ο γέρο-Σόλων πρόλαβε να προσάψει στην "ανατέλλουσα" θεατρική τέχνη (που συμπορευόταν με την "καριέρα" του νεαρού Θέσπιδος) το ότι βασίζεται στο ψέμα (Πλούταρχος)...


Κριτίας
Ο εκ των «Τριάκοντα τυράννων» Αθηναίος πολιτικός, συγγραφέας, φιλόσοφος και λυρικός ποιητής (γιος του Καλλαίσχρου και μαθητής του Σωκράτη) έπαιζε αυλό με επίδοση τόσο λαμπρή, που παρομοιαζόταν με Θηβαίο!

Φρύνιχος
1. Αθηναίος τραγωδός και μουσικός (510-476 π.Χ.). Συνέβαλε στην εξέλιξη του κλασικού δράματος, υπήρξε όμως και ο συνθέτης χαριτωμένων μελωδιών που θαυμάζονταν πολύ (πρβ. Αριστοτ. Προβλ. XIX, 31)· Αριστοφ. Όρνιθες 749-751: "ένθεν ώσπερ η μέλιττα Φρύνιχος αμβροσίων μελέων απεβόσκετο καρπον αεί φέρων γλυκείαν ωδάν" (από εκεί ο Φρύνιχος σαν μέλισσα τρεφόταν από τον καρπό αμβρόσιων μελωδιών φέροντας πάντα γλυκιά ωδή).
Ο Φρύνιχος, όπως και ο σύγχρονός του Αισχύλος, απέφευγε το χρωματικό γένος. Πλούτ. (Περί μουσ. 1137Ε, 20): "δε θά'ταν άτοπο να υποστηρίξει κανείς ότι ο Αισχύλος ή ο Φρύνιχος απέφευγαν τη χρήση του χρωματικού γένους από άγνοια;".
Κατά τον Αριστείδη (Αθήν. Α', 22Α, 39), "οι παλαιοί ποιητές Θέσπις, Πρατίνας [Κρατίνος], Φρύνιχος ονομάζονταν ορχησταί, όχι μονάχα γιατί εφάρμοζαν την όρχηση του χορού στα δράματά τους αλλά και γιατί, εκτός από τη διδασκαλία των ποιητικών τους έργων, δίδασκαν και όρχηση σε εκείνους που ήθελαν".
Πρβ. Bergk PLG III, 561.- Aug. Nauck Trag. Gr. Fr. (Συμπλήρ. Bruno Snell, 1964), σσ. 720-725.
2. Αθηναίος κωμικός ποιητής του 5ου αι. π.Χ., σύγχρονος του Αριστοφάνη. Πρβ. Kock CAF I,370 κε.

Χοιρίλος
Ο Αθηναίος Χοιρίλος λοιπόν ήταν μαθητής του Θέσπιδος, του οποίου τις θεατρικές επινοήσεις τελειοποίησε. Πρωτοεμφανίστηκε σε δραματικό αγώνα το 524 π.Χ. και συναγωνίστηκε τον Αισχύλο, τον Πρατίνα, τον Φρύνιχο και τους λοιπούς δραματουργούς της εποχής. Αν μάλιστα πιστέψουμε τη [[Σούδα|[[Σούδα|Σούδα]]]], ότι συναγωνίστηκε και τον Σοφοκλή (ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε σε δραματικό αγώνα το 468 π.Χ.) θα οριοθετήσουμε τη θεατρική σταδιοδρομια του Χοιρίλου στις 6 περιπου δεκαετίες. Παρουσίασε 160 δράματα (από τα οποία είναι γνωστή μόνο η «Αλόπη» --Παυσανίας, «Αττικά» Ι) και κέρδισε 13 νίκες . Φαίνεται ότι διέπρεψε και στο σατυρικό δράμα (που εισήγαγε στην Αθήνα ο Πρατίνας) γιατί τον ονόμαζαν «βασιλέα ἐν σατύροις» (Φώτιος, ΙΙΙ-32). Διασωζόμενα αποσπάσματά του πρωτοεκδόθηκαν από τον Α. Nauck (Λειψία, 1856).

Αγαθοκλής
(τέλη του 6ου αι. π.Χ.)· Αθηναίος σοφιστής και μουσικός. Υπήρξε μαθητής στη μουσική του Πυθοκλείδη, δάσκαλος του Λαμπροκλή και, σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς, του Πινδάρου. Ανήκε στην Αθηναϊκή Σχολή του Πυθοκλείδη. Ο Πλάτων (Πρωτ. VΙΙΙ, 316Ε) αναφέρει τον Αγαθοκλή ως "μεγάλο σοφιστή" που, όπως ο Πυθοκλείδης και πολλοί άλλοι, από φόβο για το φθόνο των άλλων, χρησιμοποιούσαν τη μουσική ως πρόσχημα και παραπέτασμα ("μουσικήν δε Αγαθοκλής τε ο υμέτερος πρόσχημα εποιήσατο, μέγας ών σοφιστής, και Πυθοκλείδης ο Κείος και άλλοι πολλοί. Ούτοι πάντες, ώσπερ λέγω, φοβηθέντες τον φθόνον ταις τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν εχρήσαντο").

Αγάθων
(5ος αι. π.Χ.-περ. 400 π.Χ.)· Αθηναίος τραγικός και συνθέτης, γιος του Τεισαμενού· γενικά θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς δραματικούς ποιητές μετά τους τρεις μεγάλους τραγικούς. Σε αυτόν αποδιδόταν η εισαγωγή και ανάμειξη του "χρωματικού γένους" στην τραγωδία (Πλούτ. Συμποσιακά Γ', 1, 11-12: "πρώτον εις τραγωδίαν φασίν εμβαλείν και υπομίξαι χρωματικόν"). Το όνομά του δόθηκε σ' ένα είδος αύλησης ("αγαθώνειος αύλησις ή Αγάθωνος αύλησις"), η οποία, κατά τη Σούδα, ήταν μαλακή (απαλή) και ηδονική, ούτε χαλαρή, ούτε πικρή, αλλά συγκερασμένη και πάρα πολύ ευχάριστη ("Αγαθώνειος αύλησις· η μαλακή και εκλελυμένη· ή η μήτε χαλαρά, μήτε πικρά, αλλ' εύκρατος και ηδίστη"). Ο Αγάθων ήταν ο πρώτος που εισήγαγε στο δράμα τα λεγόμενα εμβόλιμα χορικά τραγούδια, τα οποία δεν είχαν άμεση σχέση με το κύριο θέμα του δράματος (Αριστοτ. Ποιητική 1456a, 18: "εμβόλιμα άδουσι πρώτου άρξαντος Αγάθωνος του τοιούτου"). Πολύ νέος πήρε μέρος στο δραματικό αγώνα των Ληναίων στην Αθήνα το 416 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Ήταν από τους κύριους συνδαιτυμόνες στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Υπήρξε πολύ δημοφιλής στην Αθήνα χάρη στα δραματικά του έργα και στην κοινωνικότητα του, την ευχάριστη συντροφιά του και την, κάπως θηλυπρεπή, ομορφιά του. Ο Αριστοφάνης τον σατιρίζει πικρά στις Θεσμοφοριάζουσες. Ο Αγάθων πέθανε πιθανόν το 401 ή 400 π.Χ. στη Μακεδονία, όπου είχε προσκληθεί κατά το 407 από το βασιλιά Αρχέλαο (413-399 π.Χ.). Μόνο λίγοι στίχοι του έχουν διασωθεί. Βλ. Bergk Anth. Lyr. 132· PLG ΙΙ, 268.

Αμοιβεύς
(3ος αι. π.Χ.)· γνωστός Αθηναίος κιθαρωδός. Ο Αριστέας στο βιβλίο του Περί κιθαρωδών λέει ότι ο Αμοιβεύς ζούσε στην Αθήνα· "κατοικώντας κοντά στο θέατρο και όταν έβγαινε να τραγουδήσει έπαιρνε για αμοιβή ένα αττικό τάλαντο την ημέρα" (Αθήν. ΙΔ', 623D, 17). Ο Πλούταρχος επίσης τον αναφέρει (Περί ηθικής αρετής 443Α, 4) λέγοντας ότι ο φιλόσοφος Ζήνων παρακινούσε τους μαθητές του να παρακολουθούν με προσοχή "το εμπνευσμένο παίξιμο και τραγούδι του Aμοιβέα", "για να μάθουμε καλά τι ευφωνία και μελωδία αποδίδουν έντερα και νεύρα, ξύλα και κόκαλα, όταν συμμετέχουν στο λόγο, την αναλογία και την τάξη".

Διοκλής
Αθηναίος μουσικός, άγνωστης εποχής, στον οποίο, κατά τη [[Σούδα]], αποδιδόταν η επινόηση μιας αρμονίας (σειράς από νότες) που παραγόταν από μια σειρά οστράκινων αγγείων, όταν τα χτυπούσαν με ένα μικρό ξύλινο ραβδί. Η Σούδα αποδίδει, κατά λάθος, την εφεύρεση αυτή στον κωμικό Διοκλή (5ος αι. π.Χ.).

Δράκων
(περ. τέλος 5ου / αρχές 4ου αι. π.Χ.)· Αθηναίος μουσικός, μαθητής του Δάμωνα. Αναφέρεται, και ως δάσκαλος του Πλάτωνα στη μουσική (Πλούτ. Περί μουσ. 1136F, 17). Τίποτε δεν είναι γνωστό για τη ζωή του.

Κηφισόδοτος
(4ος αι. π.Χ.)· Αθηναίος κιθαριστής· γεννήθηκε στις Αχαρνές Αττικής. Αναφέρεται στον Αθήναιο (Δ', 131Β, 7) ανάμεσα στους βιρτουόζους που προσκλήθηκαν στο υπερβολικό και ματαιόδοξο συμπόσιο, που οργάνωσε ο βασιλιάς της Θράκης Κότυς με την ευκαιρία των γάμων της κόρης του με τον Αθηναίο ρήτορα και στρατηγό Ιφικράτη. Καμιά άλλη λεπτομέρεια για τη ζωή του δεν είναι γνωστή, εκτός από το ότι ήταν μια εξέχουσα μορφή της Σχολής του Στρατόνικου. Βλ. Dinse Antig. Theb. 13· και λ. Αντιγενίδας.

Κινησίας
Αθηναίος συνθέτης διθυράμβων του 5ου αι π.Χ. Έζησε ανάμεσα στο 450 και 390· ο πατέρας του, Μέλης, ήταν κιθαρωδός. Ο Κινησίας θεωρούνταν ένας από τους χειρότερους μουσικούς και ποιητές της εποχής του. Εισήγαγε νέα χορευτικά σχήματα και ανάμεσα στις "καινοτομίες" του ήταν η κατάργηση του χορού στην κωμωδία, που κατόρθωσε να επιβάλει (το 400 π.Χ.) με απόφαση του δήμου· γι' αυτό ονομάστηκε χοροκτόνος από τον κωμικό Στράττι. Ειπώθηκε πως η ονομασία αυτή οφειλόταν στο ότι η μουσική του τραγουδιόταν δύσκολα (FHG II, 185, απόσπ. 272). Οι μελωδίες του δεν είχαν καλό γούστο και χάρη. Η Σούδα λέει: "ούτος επ' ασεβεία και παρανομία διετεθρύλητο" (ήταν διάσημος για την ασέβεια και την παρανομία του)· αληθινά, η αναίδειά του και η ανευλάβειά του προς τους θεούς ήταν τέτοια που, μαζί με φίλους, λέρωνε τα αγάλματα των θεών. Η κωμική του εμφάνιση (ήταν ψηλός, ξερακιανός και κουτσός) μαζί με τη γενική συμπεριφορά του και το ιδιότυπο μουσικό του στιλ έγιναν ο στόχος των κωμικών. Ο Φερεκράτης στην κωμωδία του Χείρων με το στόμα της Μουσικής -που προσωποποιημένη σε γυναίκα διαμαρτύρεται εναντίον των καινοτόμων της εποχής στη Δικαιοσύνη- τον αποκαλεί "ο κατάρατος Αττικός" και τον επικρίνει αυστηρά. Ο Αριστοφάνης τον χλευάζει επίσης (πιθανόν να πρόκειται για κάποιον άλλο Κινησία) στους Όρνιθες (1372-1374) και στους Βατράχους (153-154). Πέθανε σε μεγάλη φτώχεια και αθλιότητα.
Πρβ. Πλούτ. Κατά τι ένδοξοι Αθηναίοι V, 348Β. Βλ. Bergk PLG (Cinesias) III, 593-594, τρία μικρά αποσπάσματα· επίσης, Page PMG 398-399, απόσπ. 774-776.

Κόννος
Αθηναίος κιθαριστής του 5ου αι. π.Χ., δάσκαλος του Σωκράτη. Πλάτων (Ευθύδημος 272C)· ομιλεί ο Σωκράτης: "...ός εμέ διδάσκει έτι και νυν κιθαρίζειν" (...[τον Κόννο, το γιο του Μητρόβιου, τον κιθαριστή,] που με διδάσκει ακόμα να παίζω την κιθάρα)· "εμού τε καταγελώσι και τον Κόννον καλούσι γεροντοδιδάσκαλον" ([έτσι, όταν τα παιδιά, οι συμμαθητές μου, μας βλέπουν,] με περιγελούν και αποκαλούν τον Κόννο γεροντοδιδάσκαλο). Διαγωνίστηκε με επιτυχία στους Ολυμπιακούς. Έζησε σε πλήρη φτώχεια· γι' αυτό δημιουργήθηκε η έκφραση "Κόννου θρίον" (θρίον = φύλλο συκιάς), που ο Αριστοφάνης άλλαξε σε "Κόννου ψήφον" (= τίποτε, μηδενικό, ανάξιο λόγου). Ο Κόννος έχει ταυτιστεί με τον αυλητή Κοννά (U. v. Willamowitz-Moelendorf, Plato ΙΙ, Βερολίνο 1920, 2η εκδ., 139), που αναφέρει ο Αριστοφάνης (Ιππής 533-534: "αλλά γέρων ών περιέρρει, ώσπερ Κοννάς, στέφανον μεν έχων αύον" κτλ. (αλλά όντας γέροντας περιφέρεται, όπως ο Κοννάς, φέροντας στεφάνι από ξερά φύλλα κτλ.).

Λαμπροκλής
(αρχές 5ου αι. π.Χ.)· Αθηναίος διθυραμβικός ποιητής και μουσικός. Ανήκε στην Αθηναϊκή Σχολή και ήταν οπαδός του Αγαθοκλή. Ο Λαμπροκλής έγινε γνωστός από έναν Ύμνο στην Αθηνά, του οποίου σώθηκε η αρχή. Κατά τον φιλόσοφο Λύσι, 5ος αι. π.Χ. (Πλούτ. Περί μουσ. 1136D, 16), ο Λαμπροκλής ήταν ο πρώτος που επιβεβαίωσε ότι η μιξολυδική αρμονία, όπως υιοθετήθηκε από τους τραγικούς, ήταν το οκτάχορδο si - si (από την παραμέση ως την υπάτη υπατών) και όχι η σαπφική μιξολυδική (sol - sol), όπως όλοι πίστευαν. Πρβ. τα λ. Πυθοκλείδης και μιξολύδιος αρμονία. Μερικοί μελετητές πιστεύουν πως ο Λαμπροκλής και ο Λάμπρος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο (πρβ. Gev. Ι, 50). Στον Αθήναιο όμως μνημονεύονται δύο τελείως διαφορετικά πρόσωπα (ΙΑ', 491C, 80, για τον Λαμπροκλή, και Α', 20F, 37 και Β', 44D, 21, για τον Λάμπρο). Επίσης, στον Πλούταρχο (Περί μουσ. 1136D, 16, για τον Λαμπροκλή, και 1142Β, 31, για τον Λάμπρο). Βλ. Bergk Anth. Lyr. 272, PLG III, 554-556 δύο αποσπάσματα· και Page PMG 379-380, απόσπ. 735-736.

Λιμένιος
(πιθανώς, 2ος αι. π.Χ.)· Αθηναίος συνθέτης άγνωστης χρονολογίας, στον οποίο πολλοί μελετητές αποδίδουν τη σύνθεση του δεύτερου Δελφικού Ύμνου στον Απόλλωνα. Ηταν γιος του Τρωίνου (Th. Reinach La mus. gr. 183), αλλά τίποτε δεν είναι γνωστό για τη ζωή του.

Αμειψίας
(2ο μισό 5ου αι. π.Χ.): Αθηναίος κωμικός ποιητής σύγχρονος του Αριστοφάνη. Με αντίπαλο τον τελευταίο κέρδισε 2 φορές στα Διονύσια, το 423 (2η νίκη) και το 414 (1η), με τις κωμωδίες "Κόννος" και "Κωμασταί" αντίστοιχα. Φαίνεται ότι ο Αμειψίας έπαιρνε τα θέματά του από την επικαιρότητα και με τη μουσική του κολάκευε το πλήθος, όπως διαφαίνεται και από τα σωζόμενα αποσπάσματά του που όλο μιλούν για φαγητό και πιοτό...

Ανδροκλής
αρχαίος Αθηναίος κιθαρωδός, γιος του Φωκίωνα. Σε επιγραφές των Δελφών αναφέρεται ότι συμμετείχε στα Σωτήρια κατά τον 3ο π.Χ. αι.

Αντιφών
Αθηναίος δραματικός ποιητής και μουσικός του 2ου μ.Χ. αι., που νίκησε ως "ποιητὴς καινῆς τραγῳδίας" στα "Μουσεία" των Θεσπιών. (C.I.G. 1585).


Εύπολις
Αθηναίος κωμωδιογράφος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους (μαζί με τον Κρατίνο και τον Αριστοφάνη) της αρχαίας αττικής κωμωδίας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 449 π.Χ. Ο πατέρας του λεγόταν Σωσίπολις. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Εύπολις, νεαρότατος ακόμη, μόλις 17 ετών, έλαβε μέρος σε θεατρικούς αγώνες. Το 424 π.Χ. ο Εύπολις δίδαξε την κωμωδία του "Αίγες" στην οποία ασκούσε πολεμική στη νεωτερίζουσα μουσική. Ο κατσικόμορφος χορός του έδωσε την ευκαιρία για ευφάνταστες λεκτικές και κινητικές επινοήσεις.

Θεόδωρος
Αθηναίος από το δήμο Ερχιάς (ή Ερχείας), πατέρας του ρήτορα Ισοκράτη. Ήταν κατασκευαστής αυλών και είχε "θεράποντας αὐλοποιούς" (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς). Οι εχθροί του Ισοκράτη ανέφεραν ειρωνικά το επάγγελμα του πατέρα του για να τον μειώσουν. Οπωσδήποτε ο Θεόδωρος θα ήταν αρκετά ευκατάστατος· άλλωστε και χορηγίες ανέλαβε και τα παιδιά του μόρφωσε εξαιρετικά. Αργότερα όμως έχασε την περιουσία του (περί το 413 π.Χ.) και σχεδόν την ίδια εποχή πέθανε. Εκτός του Ισοκράτη, είχε ακόμα 3 γιούς (τους Θεόδωρο, Τελέσιππο και Διόμνηστο).

Καρκίνος
Αρχαίος Αθηναίος ποιητής και δάσκαλος ορχηστικής, σκωπτόμενος επανειλημμένα από τον Αριστοφάνη ("Νεφέλες", "Σφήκες", "Ειρήνη"). Σκώπτεται ιδιαίτερα και από τον Στρατόνικο. Είχε όπως φαίνεται 3 παιδιά, που τα είχε διδάξει να ασκούν το επάγγελμα του ορχηστή. Ο Τζέτζης (στα σχόλια του για τις "Νεφέλες") γράφει: "τοῦ Καρκίνου τρεῖς ἦσαν παῖδες, Ξενοκλῆς, Ξενότιμος, καὶ Δημότιμος. Ὧν ὁ μὲν Ξενοκλῆς τραγῳδιῶν ἦν ποιητὴς, οἱ δὲ ἀδελφοὶ ὑποκριταὶ τούτου ὀξυφωνότατοι". Ο Καρκίνος και οι γιοι του έγιναν αντικείμενο χλεύης από την αττική κωμωδία, λόγω μικρού αναστήματος, δυσμορφίας (και, γιατί όχι, αντιζηλίας...). Λέγεται ότι, εκτός των νέων ορχηστικών σχημάτων, χρησιμοποιούσαν στις παραστάσεις τους και εξεζητημένες μηχανές για να δημιουργούν εντύπωση. Ο αναφερόμενος από τον Αριστοτέλη (σε 2 χωρία της "Ποιητικής") τραγωδός Καρκίνος ήταν εγγονός του εδώ αναφερομενου (γιος του Ξενοκλή).

Κηδείδης
(5ος π.Χ. αι.). Αθηναίος διθυραμβοποιός, για τον οποίο ο Αριστοφάνης παρατηρεί ότι τα ποιήματά του διδάσκονταν στα αθηναϊκά σχολεία. Ο Φώτιος τον συγχέει με άλλο ομότεχνό του, ονομαζόμενο ίσως Κυδία (από την Ερμιόνη).

Κλήμης ο Αλεξανδρεύς
Αθηναίος εθνικός φιλόσοφος που έζησε στην Αλεξάνδρεια του 2ου π.Χ. αι. και έγινε κατηχητής της Σχολής της. Ασπάστηκε το Χριστιανισμό και ταξίδεψε ώς τις Ινδίες. Η πολυμάθεια και η αρετή του προσέλκυσαν πολλούς μαθητές (μεταξύ των οποίων και τον Ωριγένη). Ως ποιητής και μουσικός συνέθεσε ωδές και ύμνους που ανήκουν στα αρχαιότατα μνημεία της χριστιανικής τέχνης. Συνέγραψε 3 βιβλία με τίτλο «Παιδαγωγός». Υπεστήριζε ότι η ψαλμωδία πρέπει να μεταχειρίζεται κόσμια μουσική και να αποφεύγονται οι "ελιγμοί" της φωνής που ωθούν σε βίο έκλυτο και μαλθακό. Θεωρώντας το χρωματικό γένος πολύ ηδονικό για την ακοή, συμβούλεψε τους Χριστιανούς να αποφεύγουν τις χρωματικές μελωδίες, ακόμα και στην οικιακή άσκηση(!). Ο "ιερός" Κλήμης (που λεγόταν Τίτος Φλάβιος) πέθανε το 220. Στο σπουδαιότερο σύγγραμμα του, τους "Στρωματείς" (8 βιβλία σύμμεικτου περιεχομένου) υποστηρίζει ότι η φωνητική μουσική των Εβραίων έχει μέγιστη ομοιότητα προς το δώριο μέλος της Ελλ. Μουσικής (βιβλίο 6ο, Κεφ.2).(Βλ.αντιπροσωπευτικό κείμενό του στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ).

Κώταλος
Αρχαίος αυλητής και συνθέτης (Αθήναιος, Δ΄ 176).

Νικήρατος
Αθηναίος καλλιτέχνης του 5ου π.Χ. αι. Ήταν γιος του στρατηγού Νικία, από τον δήμο Κυδαντιδών. Διακρινόταν για τη μεγάλη του μόρφωση στις καλές τέχνες. Μπορούσε να συναγωνίζεται με τους αοιδούς στην από μνήμης απαγγελία όλων των ομηρικών ποιημάτων. Επίσης χειριζόταν εξαιρετικά τη λύρα. Το 410 π.Χ. χρημάτισε τριήραρχος. Τέλος, το 404 εκτελέστηκε από τους Τριάκοντα τυράννους (Ξενοφώντος "Συμπόσιο" Γ' 5, Δ' 6).

Παλαίφατος
Αρχαίος Αθηναίος αοιδός, "εποποιός" και μάντης. Γιος του Ακταίου και της Βιούς ή του Ιοκλή και της Μετάνειρας ("Σούδα" Β 807) Έγραψε "Κοσμογονία" σε διάφορα επιμέρους επεισόδια. Οι σύγχρονοί του τον θαύμαζαν και τον θεωρούσαν γιο του Ερμή ή του Απόλλωνα και της Μούσας Θάλειας.

Πάμφως
Πανάρχαιος Αθηναίος (ή εγκαταστημένος στην Αθήνα) υμνωδός, προγενέστερος του Ομήρου. Τον αναφέρει πολλές φορές ο Παυσανίας. Ήταν σύμφωνα με την παράδοση μαθητής του Λίνου και έγραψε θρηνητικό άσμα για την απώλεια του δασκάλου του. Από τους ύμνους του αναφέρονται: προς Δήμητρα (για τα Ελευσίνια Μυστήρια) και προς Δία, Ποσειδώνα, Αρτέμιδα, Χάριτες και προς Έρωτα.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Λάσος ο
Ερμιονεύς Έξοχος αρχαίος ποιητής διθυράμβων και μουσικός, ο μεγαλύτερος μεταρρυθμιστής του διθυράμβου μετά τον Αρίονα. Γεννήθηκε ([[Σούδα|Σούδα]]) κατά την 58η Ολυμπιάδα (558-555 π.Χ.). Κατά τη Σούδα επίσης, υπήρξε και ο πρώτος που έγραψε θεωρητικό μουσικό έργο, θεωρούμενος για τούτο ως ο ιδρυτής της μουσικής επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (VII, 6), όταν έμενε στην Αθήνα (στην Αυλή του Ιππάρχου) έγινε πρόξενος της εξορίας του Ονομάκριτου γιατί τον συνέλαβε "επ΄αυτοφώρω" να παρεμβάλει νόθο χρησμό στη χρησμολογική Συλλογή του Μουσαίου. Ο Αλεξανδρινός Ευφρόνιος (3ος π.Χ. αι.) θεωρεί τον Λάσο ως τον αρχαιότερο από τους χορικούς ποιητές. Τελειοποίησε (ή εφηύρε...) τον διθύραμβο (Πλούταρχος "περί Μουσικής" 26) και πέτυχε (...μέσω Ιππάρχου) ώστε το Πρόγραμμα των Διονυσιακών εορτών να περιλαμβάνει και αγώνες μεταξύ διθυραμβοποιών. Ο Αριστοφάνης ("Σφήκες", 1410) αναφέρει ότι την παλιά εποχή είχε διεξαχθεί αγώνας διθυράμβου μεταξύ του Λάσου και του λυρικού Σιμωνίδη. Επίσης, η παράδοση τον θέλει στην Αθήνα να διδάσκει μουσική τον Πίνδαρο (κάτι που δεν φαίνεται πιθανό, γιατί μετά τη πτώση των Πεισιστρατιδών ο Λάσος πρέπει να εγκατέλειψε την Αθήνα). Πάντως η φήμη αυτή αποδεικνύει ότι οι μουσικοί και ποιητικοί νεοτερισμοί του επηρέασαν τον Πίνδαρο. Έγραψε και 2 ύμνους: "Κένταυροι" και "Ὁ εἰς τὴν Ἐρμιόνι Δήμητρα ἄσιγμος ὕμνος" (ονομαζόταν έτσι, γιατί δεν περιείχε το "σίγμα", που κατ' αυτόν προκαλούσε τραχύτητες και κακοφωνίες). Ο Αθήναιος (624 C) διέσωσε τους 3 πρώτους στίχους αυτού του ύμνου, που πράγματι δεν περιέχουν το "σίγμα". «Δάματρα μέλπω Κόραν τε Κλυμένοι ἄλοχον, μελιβόαν ὓμνον ἀναγνέων Αἰολίδ΄ ἀνὰ βαρύβρομον ἁρμονίαν » (δηλαδή: «Τραγουδώ τη Δήμητρα και την Περσεφόνη τη σύζυγο του Πλούτωνα, αναπέμποντας προς αυτές γλυκόηχο ύμνο στη βαθύτονη αιολική αρμονία»). Διασώθηκαν ακόμα ορισμένοι στίχοι του Λάσου, που δημοσιεύθηκαν στη Συλλογή του Bergk (Λειψία 1878-82).

Χάριτες
Τα ιδανικότερα και ελκυστικότερα δημιουργήματα του Αρχαίου Ελλ. Πνεύματος· οι θεότητες, οι οποίες προσωποποιούσαν το χάρισμα που κάνει πρόσωπα και πράγματα να είναι θελκτικά, κι αν θυμηθούμε τον στίχο του Λα Φονταίν «La grâce plus belle encore que la beauté» («η χάρις ωραιότερη ακόμα κι απ’ την ομορφιά») θα αντιληφθούμε τη δύναμη αυτών των θεοτήτων, που δεν γινόταν εορτή στον Όλυμπο χωρίς να προσκληθούν! Η Ποίηση, η Ρητορική, η Μουσική, ο Χορός, κ.ο.κ. όφειλαν ασφαλώς τα θέλγητρά τους στις Χάριτες, που είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό τη σεμνότητα (την αντίπαλο κάθε υπερβολής). Έτσι ο Όμηρος αναφέρει ότι: «Στα συμπόσια, το πρώτο ποτήρι ανήκει στις Χάριτες, τις Ώρες και τον Διόνυσο. Το δεύτερο ποτήρι ανήκει στην Αφροδίτη, ενώ από το τρίτο ποτήρι παρουσιάζονται η Βία και η Έρις»(!). Ήταν φυσικά θεές «αρχιχορευταρούδες». Ο Ομηρικός ύμνος στην Άρτεμι παρουσιάζει τη θεά να μπαίνει στον Δελφικό ναό του Απόλλωνα «για να χορέψει μαζί με τις Μούσες και τις Χάριτες». Άλλος πάλι Ομηρικός ύμνος θεωρεί ότι, μόλις ο Απόλλωνας πρωτόπαιξε τη λύρα του στον Όλυμπο «ήταν πρώτες οι Χάριτες με τις ωραίες πλεξίδες που έστησαν χορό» (μαζί με τις Ώρες, την Αρμονία, τη Φοίβη και την Αφροδίτη). Στις αρχαιότερες παραστάσεις οι Χάριτες φορούν πάντοτε μακριά φορέματα (η συνήθεια να παριστάνονται οι Χάριτες γυμνές επικράτησε μόνο κατά την ελληνιστική Εποχή, ενώ λίγο προηγουμένως οι εικαστικοί καλλιτέχνες τις εμφάνιζαν με διαφανή πέπλα). Στα ανάγλυφα εικονίζονται κρατημένες από τα χέρια να κινούνται αριστεροστρόφως με χορευτικό βήμα (είπαμε «αρχιχορευταρούδες»...). Το αρχαιότερο ιερό των Χαρίτων βρισκόταν στον βοιωτικό Ορχομενό. Προς τιμήν τους γιορτάζονταν τα [[Χαριτήσια|Χαριτήσια]] (ή «Χαρίτεια» ή «Χαρίσια» ή «Χαριτείσια») με μουσικούς-ποιητικούς αγώνες και με νυχτερινούς χορούς. Ίχνη της λατρείας τους έχουν ανακαλυφθεί σε αρκετές πόλεις της Βοιωτίας, στην Αθήνα, την Πελοπόννησο και τα νησιά. Ο Απολλόδωρος διηγείται πως, όταν ο Μίνως ήταν στην Πάρο και πληροφορήθηκε τον θάνατο-δολοφονία του αγαπημένου του γιου Ανδρόγεω από τον Μαραθώνιο ταύρο (αυτός ήταν και ο λόγος που υποχρέωσε τους Αθηναίους σε φόρο αίματος στον Μινώταυρο), τελούσε θυσία στις Χάριτες. Με τη θλιβερή αναγγελία, ο πανίσχυρος βασιλιάς της Κρήτης απέσπασε συντετριμμένος το στεφάνι από το κεφάλι του και διέταξε τους αυλητές να σωπάσουν. Από τότε, σύμφωνα με την παράδοση, επικράτησε στην Πάρο το έθιμο να προσφέρουν θυσίες στις Χάριτες χωρίς στεφάνια και μουσική. Ενώ στον Ορχομενό (και στις περισσότερες των παραδόσεων) οι Χάριτες ήταν 3 (βλ. Χαριτήσια), στην Αθηνα και τη Σπάρτη ήταν 2: στη μεν Αθήνα η Αυξώ (θεότητα της ανάπτυξης) και η Ηγεμόνη (οδηγήτρα του χορού), στη δε Σπαρτη η Φαέννα και η Κλήτα (και οι 2, καταυγάζουσες θεότητες του φωτός). Ορισμένοι συγγραφείς προσμετρούν στις Χάριτες τόσο την Πειθώ (θεότητα του κατευνασμού δια της λογικής) όσο και τις 2 Ώρες: τη Θαλλώ και την Καρπώ (θεότητες της άνθησης και της καρποφορίας).

Αγάθων
(5ος αι. π.Χ.-περ. 400 π.Χ.)· Αθηναίος τραγικός και συνθέτης, γιος του Τεισαμενού· γενικά θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς δραματικούς ποιητές μετά τους τρεις μεγάλους τραγικούς. Σε αυτόν αποδιδόταν η εισαγωγή και ανάμειξη του "χρωματικού γένους" στην τραγωδία (Πλούτ. Συμποσιακά Γ', 1, 11-12: "πρώτον εις τραγωδίαν φασίν εμβαλείν και υπομίξαι χρωματικόν"). Το όνομά του δόθηκε σ' ένα είδος αύλησης ("αγαθώνειος αύλησις ή Αγάθωνος αύλησις"), η οποία, κατά τη Σούδα, ήταν μαλακή (απαλή) και ηδονική, ούτε χαλαρή, ούτε πικρή, αλλά συγκερασμένη και πάρα πολύ ευχάριστη ("Αγαθώνειος αύλησις· η μαλακή και εκλελυμένη· ή η μήτε χαλαρά, μήτε πικρά, αλλ' εύκρατος και ηδίστη"). Ο Αγάθων ήταν ο πρώτος που εισήγαγε στο δράμα τα λεγόμενα εμβόλιμα χορικά τραγούδια, τα οποία δεν είχαν άμεση σχέση με το κύριο θέμα του δράματος (Αριστοτ. Ποιητική 1456a, 18: "εμβόλιμα άδουσι πρώτου άρξαντος Αγάθωνος του τοιούτου"). Πολύ νέος πήρε μέρος στο δραματικό αγώνα των Ληναίων στην Αθήνα το 416 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Ήταν από τους κύριους συνδαιτυμόνες στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Υπήρξε πολύ δημοφιλής στην Αθήνα χάρη στα δραματικά του έργα και στην κοινωνικότητα του, την ευχάριστη συντροφιά του και την, κάπως θηλυπρεπή, ομορφιά του. Ο Αριστοφάνης τον σατιρίζει πικρά στις Θεσμοφοριάζουσες. Ο Αγάθων πέθανε πιθανόν το 401 ή 400 π.Χ. στη Μακεδονία, όπου είχε προσκληθεί κατά το 407 από το βασιλιά Αρχέλαο (413-399 π.Χ.). Μόνο λίγοι στίχοι του έχουν διασωθεί. Βλ. Bergk Anth. Lyr. 132· PLG ΙΙ, 268.

Αριστόξενος
(375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής. Γεννήθηκε στον Τάραντα (απ' όπου το επώνυμό του Ταραντίνος) και πέθανε στην Αθήνα. Υπήρξε η πιο σημαντική μορφή στο χώρο της θεωρίας της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα και άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση σ' αυτό τον τομέα· στους αρχαίους χρόνους ήταν γενικά γνωστός ως "ο Μουσικός". Κατά τη Σούδα, την κύρια πηγή πληροφοριών για τη ζωή του, ο Αριστόξενος έζησε, κατά και μετά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γύρω στην 111η Ολυμπιάδα (περ. 333 π.Χ.). Ο πατέρας του λεγόταν Μνησίας (γνωστός και ως Σπίνθαρος) και ήταν μουσικός από τον Τάραντα· αυτός υπήρξε και ο πρώτος δάσκαλός του στη μουσική. Συνέχισε τις σπουδές του με τον Λάμπρο τον Ερυθραίο στη Μαντινεία, όπου πέρασε ένα μέρος της νεότητάς του. Γύρισε κατόπι στην Ιταλία και σπούδασε με τον πυθαγόρειο φιλόσοφο Ξενόφιλο τον Χαλκιδέα, με τον οποίο συνδέθηκε με φιλία. Ταξίδεψε αργότερα στην Κόρινθο, όπου έμεινε για λίγο και συναντήθηκε με τον εξόριστο τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο. Τελικά έγινε μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, στην Αθήνα. Φαίνεται ότι κέρδισε μια σημαντική θέση ανάμεσα στους μαθητές του Αριστοτέλη και έλπιζε πως θα οριζόταν διάδοχος του. Όταν όμως ο Θεόφραστος ορίστηκε επικεφαλής του Λυκείου, ο Αριστόξενος, βαθιά απογοητευμένος, χρησιμοποίησε ασεβή γλώσσα, εναντίον του νεκρού Δασκάλου του (Σούδα: "εις ον [Αριστοτέλη], αποθανόντα ύβρισε, διότι κατέλιπε της σχολής Θεόφρατον, αυτού [Αριστοξένου] δόξαν μεγάλην εν τοις ακροαταίς του Αριστοτέλους έχοντος").
Ο Αριστόξενος υπήρξε πολυγραφότατος· τα βιβλία του, μουσικά, φιλοσοφικά, ιστορικά κτλ. φτάνουν, κατά τη Σούδα, τα 453: "συνετάξατο δε μουσικά τε και φιλόσοφα και ιστορίας και παντός είδους παιδείας· και αριθμούνται αυτού τα βιβλία εις υνγ'". Ανάμεσα στα βιβλία του τα ακόλουθα είναι μουσικά: 1. Αρμονικά στοιχεία, σε τρία βιβλία, από τα οποία διασώθηκε το μεγαλύτερο μέρος (βλ. πιο κάτω). 2. Ρυθμικά στοιχεία· ένα σημαντικό μέρος τους σώθηκε (βλ. πιο κάτω). 3. Περί μουσικής. 4. Περί μελοποιίας. 5. Περί τόνων. 6. Περί της μουσικής ακροάσεως. 7. Περί του πρώτου χρόνου. 8. Περί οργάνων ή Περί αυλών και οργάνων. 9. Περί αυλών τρήσεως. 10. Περί αυλητών. 11. Περί τραγικής ορχήσεως. 12. Ένα έργο απ' όπου προέρχεται το ρυθμικό απόσπασμα του Οξύρυγχου. Τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία έχουν χαθεί, άλλα γνωρίζουμε αποσπάσματά τους από τις συχνές αναφορές του Πλουτάρχου, του Αθήναιου, του Πορφυρίου και άλλων συγγραφέων. Πολύτιμες λεπτομέρειες των θεωρητικών του αρχών και της διδασκαλίας του βρίσκονται κυρίως στην Εισαγωγή του Κλεονείδη και στο βιβλίο του Αριστείδη Κοϊντιλιανού Περί μουσικής, και, μερικά στην Αρμονική Εισαγωγή του Γαυδέντιου και στην Εισαγωγή Τέχνης Μουσικής του Βακχείου του Γέροντα.
Τα Αρμονικά Στοιχεία ή Αρμονικών Στοιχείων βιβλία τρία έχουν εκδοθεί πολλές φορές. ο τίτλος αυτός συναντάται στα περισσότερα χειρόγραφα, αλλά καθώς υποστηρίζουν διάφοροι μελετητές δεν αφορά και τα τρία βιβλία. Το πρώτο ανήκει στις Αρχές (Αρχαί) και μόνο το δεύτερο και το τρίτο στα Στοιχεία, που είναι μεταγενέστερη εργασία του Αριστόξενου. 1. Πρώτη έκδοση των Αρμονικών Στοιχείων έγινε το 1542 από τον Αντώνιο Γκογκαβίνο σε λατινική μετάφραση χωρίς το ελληνικό κείμενο (Ant. Gogavino Graviensi, Aristoxeni musici antiquissimi, Βενετία 1542, σσ. 7-45). 2. Πρώτη έκδοση του ελληνικού κειμένου με σχόλια, μαζί με τον Νικόμαχο και τον Αλύπιο, από τον Ολλανδό φιλόλογο Ιωάννη Μεούρσιο (1579-1639): Johannes Meursius, Aristoxenus, Nicomachus, Alypius, auctores musici antiquissimi, Lugduni, έκδ. L. Elzevir, 1616· ο Αριστόξενος βρίσκεται στις σσ. 3-59 και οι Σημειώσεις στις σ. 125 κε. 3. Νέα επιμελημένη έκδοση του ελληνικού κειμένου με λατινική μετάφραση από τον Γερμανό ή Δανό ιστορικό της μουσικής Marc Meibom στην περίφημη έκδοσή του (Marcus Meibomius, Antiquae musicae auctores septem, graece et latine, Amsterdam 1652· ο Αριστόξενος στον πρώτο τόμο, σσ. 1-74). 4. Το ελληνικό κείμενο με γερμανική μετάφραση και ένα Συμπλήρωμα με τα Αποσπάσματα για το Ρυθμό εκδόθηκε από τον Παύλο Marquard το 1868 (Paulus Marquardius, De Aristoxeni Tarentini Elementis Harmonicis, Βερολίνο 1868, σσ. XXXVII-415. Παράρτημα με τα Ρυθμικά Στοιχεία, σσ. 409-415). 5. Γαλλική μετάφραση, χωρίς το ελληνικό κείμενο, από τον Κάρολο-Αιμίλιο Ruelle στα 1870 (Elements Harmoniques d'Aristoxene, traduits pour la premiere fois par Charles-Emile Ruelle, Παρίσι 1870). Η μετάφραση στηρίχτηκε στο ελληνικό κείμενο της έκδ. Meibom. 6. Το ελληνικό κείμενο με αγγλική μετάφραση, σημειώσεις, εισαγωγή και πίνακα των ελληνικών λέξεων από τον Henry S. Macran (Αριστόξενου Αρμονικά Στοιχεία, The Harmonics of Aristoxenus, Οξφόρδη 1902). 7. Μια τελευταία αξιόλογη έκδοση του ελληνικού κειμένου με Σχόλια, Μαρτυρίες (Testimonia) κτλ. από τη Rosetta da Rios (Aristoxeni Elementa Harmonica, Ρώμη 1954). Είναι γνωστά και έχουν σωθεί πολλά χειρόγραφα των Στοιχείων (βλ. Η. S. Macran, σσ. 90-91 και R. da Rios, σσ. 3-4).
Τα Ρυθμικά Στοιχεία δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στη Βενετία από τον Morelli το 1785. Κατόπι, με μια γερμανική μετάφραση από τον Feussner (Hanau, 1850), τον P. Marquard (1868· βλ. πιο πάνω, αρ. 4) και τον R. Westphal (Aristoxenus von Tarent, Melik und Rhythmik II, Λιψία 1893). Η πιο αυθεντική και πλήρης μελέτη για τον Αριστόξενο που έχει γίνει ως σήμερα είναι του Louis Laloy, Aristoxene de Tarente, disciple d'Aristote et la Musique de I'Antiquite, Παρίσι 1904, με ένα πολύτιμο Λεξιλόγιο (Lexique d'Aristoxene) στο τέλος. Βλ. επίσης FHG II, 269-292 διάφορα αποσπάσματα από τον Αριστόξενο (ιδιαίτερα στις σσ. 285-288, Musica Fragmenta).
Πρόσθετη βιβλιογραφία: W. L. Mahne, Diatribe de Aristoxeno philosopho, Amsterdam 1793. Ch. E. Ruelle, "Etude sur Aristoxene et son ecole", Rev. Arch. 14 (1858), σσ. 413-422, 528-555. R. Westphal, Aristoxenos von Tarent, Melik und Rhythmik des classischen Hellenentums, I-II, Λιψία 1883-1893. C. v. Jan, Realencyclopaedie, Pauly-Wissowa (1896), II, στήλη 1057 κ.ε. R. P. Winnington-Ingram, "Aristoxenus and the Intervals of Greek Music", Cl. Qu. 26 (1932), σσ. 195-208. Κ. Schlesinger, "Further Notes on Aristoxenus and Musical Intervals", Cl. Qu. 27 (1933), σσ. 88-96. Fritz Wehrli, Die Schule des Aristoteles, Aristoxenos, Heft II (a) Aristoxenos Texte, (β) Kommentar, Βασιλεία 1945.

Αριστοτέλης
(384-322 π.Χ.)· γεννήθηκε στα Στάγιρα (ή Στάγειρα) της Χαλκιδικής και πέθανε στη Χαλκίδα της Ευβοίας. Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα στην Ακαδημία στην Αθήνα, όπου αργότερα και δίδαξε· έμεινε κοντά στον Πλάτωνα 20 χρόνια περίπου, ως το θάνατο του δασκάλου του το 347. Το 343, υστέρα από πρόσκληση του Φίλιππου, έγινε δάσκαλος του Αλέξανδρου. Γύρισε στην Αθήνα το 335 και ίδρυσε τη Σχολή του, το Λύκειον, που αργότερα ονομάστηκε Περίπατος. Το 323 αποσύρθηκε σε κτήμα του στη Χαλκίδα, όπου πέθανε ένα χρόνο αργότερα, το 322.

Μολονότι ο μεγάλος φιλόσοφος είχε πολύ καλή γνώση της θεωρίας και της πρακτικής της μουσικής, δεν έγραψε κανένα σύγγραμμα ειδικά για τη μουσική· αλλά πολύ συχνά αναφέρεται στη μουσική στα κείμενά του.
Όπως ο Πλάτων, υποστηρίζει την ηθική αξία της μουσικής και εξετάζει λεπτομερειακά τη σημασία της στην εκπαίδευση των νέων (Πολιτικά Η', 1339Α-1342Β, V, 3-VII, 11). Ο Αριστοτέλης αναλύει τρεις απόψεις για την αποστολή της μουσικής και το σκοπό για τον οποίο πρέπει να διδάσκεται στους νέους ("τίνος δει χάριν μετέχειν αυτής"): (α) "παιδιάς ένεκα και αναπαύσεως" (για ευχαρίστηση [ψυχαγωγία] και ανάπαυση). (β) "προς αρετήν τι τείνειν την μουσικήν... και το ήθος ποιόν τι ποιείν" (γιατί μπορεί να ασκήσει ευεργετική επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα). (γ) "προς διαγωγήν...και προς φρόνησιν" (γιατί μπορεί να συμβάλει στη διανοητική και αισθητική απόλαυση και καλλιέργεια). Ο Αριστοτέλης ακολουθεί την ίδια γραμμή σκέψης, όπως και ο Πλάτων, οι απόψεις του όμως είναι πιο φιλελεύθερες και λιγότερο αλύγιστες.
Στον Αριστοτέλη αποδίδονται τα Προβλήματα, η αυθεντικότητά τους όμως αμφισβητείται από πολλούς, που τα αποδίδουν σ' έναν "ψευδο-Αριστοτέλη". Οι περισσότεροι ωστόσο συμφωνούν ότι το υλικό των Προβλημάτων προέρχεται από τον Αριστοτέλη και τη Σχολή του. Τα Προβλήματα, που είναι σχετικά με τη μουσική (σε διαλογική μορφή), πραγματεύονται θέματα ακουστικής, συμφωνιών, φιλοσοφίας, μουσικής αισθητικής κτλ., και διαιρούνται σε δύο μεγάλα τμήματα: (α) Όσα περί φωνής (το μεγαλύτερο μέρος των Προβλ. ΧΙ) και (β) Όσα περί αρμονίαν (ολόκληρο το μέρος ΧΙΧ, Προβλ. 1-50). Τα Μουσικά Προβλήματα εκδόθηκαν με το ελληνικό κείμενο και γαλλική μετάφραση και σχόλια από τους F. A. Gevaert και J. C. Voolgraf (Les problemes musicaux d'Aristote, Γάνδη 1903) και είναι ταξινομημένα ανάλογα με το θέμα τους, "Acoustique", "Consonnances" κτλ. Ο Ch. Emile Ruelle δημοσίευσε προηγούμενα μια γαλλική μετάφραση (Problemes musicaux d'Aristote, Παρίσι 1891), με μια Εισαγωγή (σσ. 1-3), στην οποία υποστηρίζει την άποψη, ότι τα Μουσικά Προβλήματα είναι αυθεντικό, γνήσιο έργο του Αριστοτέλη· αναφέρεται στον κατάλογο των έργων του Αριστοτέλη από τον Διογένη Λαέρτιο, όπου συμπεριλαμβάνεται ένα βιβλίο Περί Προβλημάτων και στο γεγονός, όπως λέει, ότι ο ίδιος ο Αριστοτέλης συχνά αναφέρεται σ'αυτό. Μια πιο πρόσφατη έκδοση του ελληνικού κειμένου με ιταλική μετάφραση δημοσιεύτηκε από τον Geraldo Marenghi (Φλωρεντία 1957, σσ. 137). Μόνο τα Προβλήματα τα σχετικά με την αρμονία (ΧΙΧ, 1-50) περιλαμβάνονται και μεταφράζονται σ'αυτή την έκδοση (σσ. 26-83), μαζί με Σημειώσεις (σσ. 85-119), Βιβλιογραφία (σσ. 123-125) και ένα γλωσσάριο των μουσικών όρων που συναντώνται στο κείμενο (glossario dei termini musicali, ss. 127-133). Υπάρχουν ακόμα δύο αγγλικές μεταφράσεις· η μία του E. S. Forster (στον τόμο VII της οξφορδιανής μετάφρασης των έργων του Αριστοτέλη, Οξφόρδη 1927· Problemata XI, The Voice 898b-906a και XIX Music 917-923a). Η άλλη μετάφραση είναι του W. S. Hett, Λονδίνο 1936-7 (Aristotle: Problems, τόμ. Ι, σσ. 252-295, Προβλ. XI· τόμ. Ι, σσ. 378-415, Προβλ. ΧΙΧ σχετικά με την Αρμονία). Το ελληνικό κείμενο των Μουσικών Προβλημάτων περιλαμβάνεται στην έκδοση του C. v. Jan, Musici scriptores graeci (Λιψία 1895, σσ. 60-111) με τίτλο Ps-Aristotelis 'Problemata', Αριστοτέλους Προβλήματα. Ο C. v. Jan δημοσιεύει στην ίδια έκδοση μια εκλογή κειμένων του Αριστοτέλη για τη μουσική· σ' αυτά περιλαμβάνεται ολόκληρο το μέρος των Πολιτικών που ασχολείται με την ηθική σημασία της μουσικής στην εκπαίδευση, Η', 1339Α ως 1342Β (Musici scriptores graeci, σσ. 3-35, με τίτλο Aristotelis loci de musica). Βιβλιογραφία (εκτός από τα αναφερόμενα στο λήμμα):
Β. Fred. Bojesen, De Problematis Aristotelis, Hafniae 1836. C. Prantl, "Uber die Probleme des Aristoteles", Abhand. d. philos.-philol. Klasse d. Bayer. Akad. VI (1851), σσ. 339-377. Ε. Richter, De Aristotelis Problematis, Bonnae 1885. C.-Em. Ruelle, "Corrections anciennes et nouvelles dans le texte des Problemes d' Aristote", Revue de Philologie XV (1891), σσ. 168-174. C. Stumpf, "Die pseudo-aristotelischen Probleme uber Musik", Abhand. d. Berliner Akad. III (1896), σσ. 1-81. Ε. d' Eichthal et Th. Reinach, "Nouvelles observations sur les Problemes musicaux", REG XIII (1900), σσ. 18-44. Βλ. επίσης: Lukas Richter: Zur Wissenschaftslehre von der Musik bei Platon und Aristoteles, Βερολίνο 1961, σσ. ΧΙ, 202, 8ο.

Αριστοφάνης
(περ. 450-385 π.Χ.)· γεννήθηκε στον αθηναϊκό δήμο Κυδαθηναίων, αλλά η χρονολογία της γέννησής του δεν είναι σίγουρη. Ξέρουμε μόνο ότι το 427, πολύ νέος ακόμα, έγραψε την πρώτη του κωμωδία Δαιταλής (Συμποσιαστές), η οποία κέρδισε ένα δεύτερο βραβείο. Για την ιδιωτική του ζωή πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά· είναι πιθανό ότι πέρασε την παιδική του ηλικία στην εξοχή, γι' αυτό έτρεφε ιδιαίτερη στοργή για την αγροτική ζωή.

Από τις κωμωδίες του 11 σώζονται ολόκληρες: Αχαρνής (425), Ιππής (424), Νεφέλαι (423), Σφήκες (422), Ειρήνη (421), Όρνιθες (414), Λυσιστράτη (411), Θεσμοφοριάζουσαι (411), Βάτραχοι (405), Εκκλησιάζουσαι (392) και Πλούτος (388).
Τίποτε δυστυχώς δε σώθηκε από τη μουσική του και πρέπει να καταφεύγουμε στην πλούσια και πολύμορφη ρυθμοποιία του και στην ποιητική του γλώσσα, γεμάτη συχνά από σπινθηροβόλο πνεύμα, για να φανταστούμε πώς μπορούσε να είναι ο χαρακτήρας της μελοποιίας του. Ο Gevaert, σε μια ενθουσιώδη εκτίμηση των μουσικών ικανοτήτων του Αριστοφάνη (Aristophane musicien II, σ. 556), υποστηρίζει πως δείχνει μιαν ασύγκριτη ευχέρεια στην αφομοίωση της τεχνικής των προηγουμένων. Πολλές από τις υπάρχουσες φόρμες λυρικής σύνθεσης και παραδοσιακής μουσικής (όπως οι αρχιλόχειες επωδές, δημοτικά τραγούδια, ύμνοι, σκόλια, ορχηστικές στροφές κτλ.) συναντώνται στα έργα του και υπόκεινται σε μίμηση και επεξεργασία "με σπάνια τελειότητα". Πολλές λυρικές στροφές (με μουσική) δίδονται από τον Αριστοφάνη στο χορό ή κάποτε, επίσης, σε κύριους χαρακτήρες μόνο, ή σε λυρικό διάλογο με το χορό (πρβ. Κ. J. Dover, Aristophanic Comedy, Λονδίνο 1972, σ. 68). Για τον Gevaert και άλλους μελετητές η μεσαία περίοδος των κωμωδιών του, που περιλαμβάνει τους Όρνιθες και τους Βατράχους, αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα της τέχνης του. Οι Βάτραχοι, ιδιαίτερα, είναι ίσως η πλουσιότερη και μουσικότερη από όλες τις κωμωδίες του. Θα μπορούσαν να αναφερθούν ειδικά ο λυρικός διάλογος της πρώτης παρόδου ανάμεσα στον Διόνυσο και το χορό, και οι ωραίοι και εντυπωσιακοί τέσσερις ύμνοι (δεύτερη πάροδος) στον Διόνυσο, στην Παλλάδα Αθηνά, τη Δήμητρα και τον Ίακχο, με καλά υπολογισμένη αισθητική αντίθεση ανάμεσα στα ενθουσιαστικά και εύθυμα τραγούδια στον Διόνυσο και τον Ίακχο από τη μια, και στον εκφραστικό ύμνο στην Αθηνά και το αγροτικό τραγούδι στη Δήμητρα από την άλλη. Αλλά θά' πρεπε ακόμα να αναφερθούν τα ωραία λυρικά τραγούδια από τις Νεφέλες, "Αέναοι νεφέλαι", στ. 275-290 και "Παρθένοι ομβροφόροι", στ. 298-313 (πρβ. Dover, ό.π., σ. 71). Στις δύο τελευταίες κωμωδίες του το καθαρά μουσικό στοιχείο περιορίζεται σημαντικά, ενώ η όρχηση έγινε ο κύριος συντελεστής στα ιντερλούντια.
Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί ότι ο Αριστοφάνης ήταν ένας συντηρητικός μουσικός που πίστευε στη μουσική παράδοση. Συχνά χλευάζει και σατιρίζει τις καινοτομίες και τους μουσικούς της "πρωτοπορίας" του 5ου αιώνα. Επαινούσε θερμά τα μέλη του Σοφοκλή, αλλά έδειχνε αδικαιολόγητη εχθρότητα προς τη μουσική του Ευριπίδη. Ως λυρικός συνθέτης ήξερε πώς να συμβιβάζει τον ιδεαλισμό με το ρεαλισμό και οι κωμωδίες του αντανακλούν την ελληνική πραγματικότητα της εποχής του, τόσο στη ζωή όσο και στη μουσική.
Βλ. Ο. Schroeder, Aristophanes, Cantica, 2η εκδ. 1930, Τ.

Πυρρίχη
το πιο σημαντικό είδος (ή τάξη) πολεμικού χορού. Η πυρρίχη ήταν ένας μεγαλοπρεπής, γρήγορος, λαμπρός και εντυπωσιακός χορός· χορευόταν είτε από ένα πρόσωπο είτε από ένα ή περισσότερα ζεύγη χορευτών, που έφεραν πανοπλία (ασπίδα και δόρυ ή σπαθί) και μιμούνταν τις κινήσεις των πολεμιστών, σε επίθεση και σε άμυνα. Χορευόταν συνήθως στις δωρικές πολιτείες, κυρίως στη Λακωνία. Στη Σπάρτη χορευόταν από νέους, κατά την τελετή των Διόσκουρων (Κάστορα και Πολυδεύκη). Τον 6ο αιώνα π.Χ. εισάγεται και στην Αθήνα, στον εορτασμό των Παναθηναίων· στο χορό συμμετείχαν παιδιά, νέοι και άνδρες. Σε νεότερα χρόνια η πυρρίχη εκφυλίστηκε σε χορό των συμποσίων· ο Ξενοφών (Ανάβασις ς', 1 και 12) αναφέρει πως, κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, μια ορχηστρίδα με ελαφριά ασπίδα χόρευε την πυρρίχη με ανάλαφρο τρόπο. Στην εποχή του Αθήναιου (2ος-3ος αι. μ.Χ.), η πυρρίχη χορευόταν ακόμα στη Λακωνία, αλλά ως προγύμνασμα για τον πόλεμο· "Όλοι οι άρρενες στη Σπάρτη μαθαίνουν να χορεύουν την πυρρίχη από την ηλικία των πέντε ετών. Η πυρρίχη στην Αθήνα, επειδή έχει διονυσιακό χαρακτήρα, είναι πιο ήπια, γιατί οι χορευτές τώρα φέρουν θύρσους (ραβδιά καλαμιού με φύλλα κισσού και αμπέλου), αντί σπαθιά και λαμπάδες" (ΙΔ', 631Α, 29). Η ετυμολογία της λέξης πυρρίχη δεν έχει διασαφηνιστεί. Κατά τον Αριστόξενο (Αθήν. 630D), ο χορός αυτός ονομάστηκε πυρρίχη από έναν Λάκωνα (ή Κρητικό, κατά τον Πολυδεύκη, IV, 99) ήρωα ή χορευτή, ονομαζόμενο Πύρριχο· ο Αθήναιος προσθέτει πως κατά την εποχή του το όνομα Πύρριχος συνηθιζόταν ακόμα στη Λακωνία. Άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η λέξη παράγεται από τον Πύρρο, άλλο όνομα του Νεοπτόλεμου, γιου του Αχιλλέα, ο οποίος, σύμφωνα με μια παράδοση, υπήρξε ο πρώτος που χόρεψε την πυρρίχη, μετά τη νίκη του στη σύγκρουση με τον Ευρύπυλο, σύμμαχο των Τρώων. Σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση, το όνομα προήλθε από τη λέξη "πυρά" (νεκρική πυρά), γιατί ο Αχιλλέας χόρεψε πρώτα την πυρρίχη γύρω από την πυρά, πάνω στην οποία κάηκε η σορός του φίλου του Πάτροκλου (πρβ. Drachmann Schol. Pind. Carm. II, 52 (σημ.)· Αριστοτ. απόσπ. 519). Ο Πρόκλος (Χρηστομ.) αναφέρει πως "μερικοί αποδίδουν την επινόηση της πυρρίχης στους Κουρήτες· άλλοι στον Πύρρο, γιο του Αχιλλέα". Η πυρρίχη είχε σημαντικό παιδευτικό χαρακτήρα, και γι' αυτό δινόταν ιδιαίτερη προσοχή στα τραγούδια που συνόδευαν το χορό. Αθήν. (ό.π.): "τακτέον δ' επί της πυρρίχης τα κάλλιστα μέλη και τους όρθιους ρυθμούς" (στην πυρρίχη έπρεπε να γίνεται χρήση των πιο ωραίων μελωδιών και των εξυψωτικών ρυθμών). Η πυρρίχη συνοδευόταν από τραγούδια που τραγουδούσαν είτε οι χορευτές οι ίδιοι ή, συνηθέστερα, άλλοι εκτελεστές. πυρριχίζω· χορεύω την πυρρίχη.
Βλ. τα λ. υπόρχημα, τελεσιάς, χειρονομία.

Τεχνίται Διονύσου
καλλιτέχνες του Διόνυσου, που πολύ συχνά ονομάζονταν οι περί τον Διόνυσον τεχνίται ή Διονυσιακοί τεχνίται ή και απλώς οι τεχνίται. Οι τεχνίτες ήταν στην αρχή και για ένα μακρό διάστημα μόνο καλλιτέχνες θεάτρου, υποκριτές και μουσικοί (αυλητές, χορωδοί, χορευτές).1
Για τους Διονυσιακούς ωδούς βλ. Πλάτων Νόμοι Ζ', 812Β· και λ. ωδός.
Σκωπτικά πήραν το παρατσούκλι Διονυσοκόλακες·2 Αριστοτ. Ρητορ. (Γ', 2, 1405Α): "και οι μεν διονυσοκόλακες, αυτοί δε αυτούς τεχνίτας καλούσι" (και μερικοί τους αποκαλούν διονυσοκόλακες, ενώ εκείνοι ονομάζουν τους εαυτούς των καλλιτέχνες).
Από πολλούς αρχαίους συγγραφείς γίνεται αναφορά στους καλλιτέχνες του Διόνυσου· ο Δημοσθένης (Περί παραπρεσβείας II, 192, 401) τους ονομάζει απλά τεχνίτες: "Όταν ο Φίλιππος [ο Μακεδών] κατέκτησε την Όλυνθο, οργάνωσε μια γιορτή προς τιμή του Ολύμπιου Δία και, κατά τη θυσία και τη γιορτή, μάζεψε όλους τους καλλιτέχνες ["πάντας τους τεχνίτας"]... τους φιλοξένησε σε δείπνο και στεφάνωσε τους νικητές". Ο Πλούταρχος (Βίος Αράτου 53) λέει ότι στην επικήδεια πομπή του Άρατου: "μέλη δε ήδετο προς κιθάραν υπό των περί τον Διόνυσον τεχνιτών" (τραγούδια τραγουδήθηκαν από τους καλλιτέχνες του Διόνυσου)· και: "Και, μήν ορώμεν τους περί τον Διόνυσον τεχνίτας...".
Βλ. επίσης, Πολύβ. Ιστορίαι Ις', 21, 8· Αθήν. Ε', 212D και Θ', 407Β κτλ.
Ο Θεόπομπος αναφέρει ότι: η Αθήνα είναι γεμάτη από διονυσοκόλακες και ναύτες και λωποδύτες: "ο δυσμενέστατος Θεόπομπος ο φήσας συν άλλοις πλήρεις είναι τας Αθήνας Διονυσοκολάκων και ναυτών και λωποδυτών". Οι καλλιτέχνες του Διόνυσου, στην περίοδο της ακμής τους, θεωρούνταν προνομιούχα πρόσωπα· προστατευόμενοι και ευνοούμενοι βασιλιάδων και τυράννων, απαλλάσσονταν από τη στρατιωτική υπηρεσία, είχαν προσωπική ασυλία και συχνά αναλάμβαναν διπλωματικές αποστολές. Η ακμή τους συμπίπτει με την παρακμή της κλασικής τέχνης· η βαθμιαία εξασθένηση των βασικών ηθικοθρησκευτικών αρχών του κλασικού ιδεώδους ενθάρρυνε την ανάπτυξη του επαγγελματικού πνεύματος. Όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Gevaert (ΙΙ, 581): "από τη στιγμή που οι θεατρικές και μουσικές εκτελέσεις, από θρησκευτικές τελετές που τελούνταν κατά αραιά διαστήματα, έγιναν σκοπός καθημερινής απόλαυσης για το πλήθος, η άσκηση της τέχνης, που προηγουμένως ήταν θρησκεία, φυσικά μετατράπηκε σε εμπόριο". Η αντίληψη για το καλλιτεχνικό ιδεώδες έχει αλλάξει βαθιά· νέες αρχές σχετικά με την αποστολή του καλλιτέχνη άρχισαν να απλώνονται πλατιά. Το "μοντέρνο" πνεύμα σε ό,τι αφορά τη μουσική που επικρατούσε τον 3ο αι. π.Χ. και κατόπι είχε ως κύριο αντικείμενο της μουσικής εκπαίδευσης την κατάρτιση επιδέξιων καλλιτεχνών, τεχνικά καλά εξοπλισμένων, και με συνείδηση του επαγγέλματός τους και των κοινωνικοεπαγγελματικών τους δικαιωμάτων. Οι καλλιτέχνες του Διόνυσου, κύριοι εκπρόσωποι του νέου πνεύματος, οργανώθηκαν σε σωματεία (συνδικάτα, θα λέγαμε σήμερα), τα λεγόμενα κοινά ή σύνοδοι των περί τον Διόνυσον τεχνιτών, στις αρχές του 3ου αι. π.Χ.· αυτά τα κοινά σιγά σιγά εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το πιο φημισμένο από αυτά ήταν το Κοινόν των περί τον Διόνυσον τεχνιτών επ' Ιωνίας και Ελλησπόντου, κέντρο του οποίου ήταν η πόλη Τέως στην ιωνική ακτή της Μ. Ασίας. Το 150 π.Χ., εξαιτίας πολιτικών ερίδων ανάμεσα στους καλλιτέχνες και το λαό της Τέω, εξαναγκάστηκαν να μετακινηθούν στην Έφεσο· από εκεί οδηγήθηκαν από τον Άτταλο στη Μυόννησο· τελικά, εγκαταστάθηκαν στην πόλη Λέβεδο, πάνω σ' ένα νησάκι κοντά στην ίδια ακτή της Μ. Ασίας. Ο Στράβων (ΙΔ', 1, 29) αναφέρεται στο "κοινό" της Λεβέδου, που υπήρχε ακόμη κατά τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. Μέλη των "κοινών" ήταν καλλιτέχνες όλων των κατηγοριών: κιθαριστές, κιθαρωδοί, αυλητές, αυλωδοί, τραγουδιστές, συνθέτες ("μελογράφοι"), ηθοποιοί, ακόμα και ποιητές. Επικεφαλής του κοινού ήταν ο ιερέας του Διόνυσου, εκλεγόμενος κάθε χρόνο από τη Συνέλευση (πρβ. Αθήν. Ε', 27, 198C)· εκτός από τον ιερέα, υπήρχαν αρκετοί αξιωματούχοι, που όλοι εκλέγονταν δημοκρατικά. Υπήρχε επίσης ο ναός ("το τέμενος"), όπου τελούνταν τακτικά θυσίες, με σπονδές και μουσική (Αθήν. Ε', 49, 212Ε). Στο "κοινό" ήταν προσαρτημένο ένα είδος σχολής μουσικής και δράματος· σε μια επιγραφή που βρέθηκε στην Τέω αναγράφονται τα ονόματα σπουδαστών ή νικητών, καθώς και τα μαθήματα, χαραγμένα πάνω σε δύο στήλες (βλ. Corpus Iscriptionum Graecarum· έκδ. Aug. Boeckh, Βερολίνο 1843· ΙΙ, σσ. 674-675, αρ. 3088). Τα ονόματα είναι μάλλον κολοβωμένα, αλλά πάνω στη δεύτερη στήλη, μαζί με ονόματα εφήβων σπουδαστών ή αγωνιστών ("Νεωτέρας ηλικίας"), αναγράφονται τα ακόλουθα μουσικά μαθήματα:
στ. 6: ψαλμού (εκτέλεσης με γυμνά δάχτυλα έγχορδων οργάνων)· στ. 7: κιθαρισμού (εκτέλεσης κιθάρας)· στ. 8: κιθαρωδίας (εκτέλεσης τραγουδιού, με συνοδεία κιθάρας)· στ. 9: ρυθμογραφίας (σημειογραφίας των ρυθμών· ρυθμικής σύνθεσης)· στ. 12: μελογραφίας (μελωδικής σύνθεσης). Στους στ. 10 και 11 γίνεται αναφορά στην κωμωδία και τραγωδία, αντίστοιχα.
Από άλλες επιγραφές και μερικές φιλολογικές πηγές αντλούμε πληροφορίες για τις δραστηριότητες ή την ύπαρξη "κοινών", εγκαταστημένων σε άλλα κέντρα:
1. Αθήνα (Corpus Inscriptionum Atticarum II, 551, 552)·
2. Ισθμός και Νεμέα (των εν Ισθμω και Νεμέα τεχνιτών· Corpus Inscriptionum Graecarum, αρ. 1689, 3068· αυτή η τελευταία επιγραφή είναι πολύ εκτεταμένη και πληροφοριακή [ΙΙ, 660-665])·
3. Κύπρος (Corpus Inscriptionum Graecarum II, 458-459, αρ. 2619, 2620· δύο επιγραφές που ανακαλύφθηκαν η μία στην Αμμόχωστο, κοντά στη Σαλαμίνα, και η άλλη στα ερείπια της αρχαίας Πάφου, αντίστοιχα).
4. Θήβα, 5. Χίος, 6. Αλεξάνδρεια, 7. Πτολεμαΐδα, 8. Ν. Ιταλία κτλ.
Βιβλιογραφία: Otto Luders, Die dionysischen Kunstler, Βερολίνο 1873, σσ. 200 (συμπλ. 149-200)· μια αξιόλογη και πολύ ενημερωτική συμβολή στο θέμα. Βλ. επίσης Gev. II, σσ. 578-588, και P. Foucart, "Dionysiaci artifices" DAGR II, 1892, σσ. 246-249. Sir Arthur W. Picard-Cambridge, The Dramatic Festivals of Athens, 2η έκδ., αναθεωρ. από τους John Gould και D. Μ. Lewis Οξφόρδη 1968, κεφ. VII: "The Artists of Dionysus", σσ. 279-321.
Για περισσότερη βιβλιογραφία πάνω στο θέμα αυτό, βλ. σ. 336 του βιβλίου του Picard-Cambridge.
1. Διονυσιακοί αυληταί, Διονυσιακοί ωδοί. Ο Πολύβιος (Ιστορίαι Δ', 20, 8), μιλώντας για τη μουσική εκπαίδευση των νέων στους Αρκάδες, λέει πως τα παιδιά τους από τη νηπιακή ηλικία συνηθίζουν να τραγουδούν ύμνους και παιάνες ("οι παίδες εκ νηπίων άδειν εθίζονται"),... (§9) "και μετά από αυτό, αφού μάθουν τους νόμους του Φιλόξενου και του Τιμόθεου, χορεύουν 4με φιλότιμο ζήλο κάθε χρόνο στα θέατρα με συνοδεία των Διονυσιακών αυλητών" ("πολλή φιλοτιμία χορεύουσι κατ' ενιαυτόν τοις Διονυσιακοίς αυληταίς εν τοις θεάτροις").
2. Υποστηρίζεται ότι το παρατσούκλι διονυσοκόλακες αναφέρεται στους κόλακες του Διονυσίου Β', τυράννου των Συρακουσών (367-345 π.Χ.)· αλλά (καθώς παρατηρεί σωστά ο Ruelle) η χρήση από τον Αριστοτέλη του ενεστώτα "καλούσι" μας οδηγεί να πιστέψουμε πως μιλεί αποκλειστικά για τους καλλιτέχνες του Διόνυσου (πρβ. Ch.-Em. Ruelle, Aristote, Poetique et Rhetorique, Παρίσι 1882, σ. 297, σημ. 1). Ο Θεόφραστος αναφέρεται καθαρά στους κόλακες του τυράννου Διονυσίου, όταν λέει: γι' αυτό ονομάστηκαν Διονυσιοκόλακες ("διό κληθήναι Διονυσιοκόλακες"), (Αθήν. Γ, 435Ε, 47). Και ο Χάρης (Αθήν. IB', 538F) αποκαλεί τους κόλακες του Αλεξάνδρου, Αλεξανδροκόλακες: "οι πρότερον καλούμενοι Διονυσοκόλακες Αλεξανδροκόλακες εκλήθησαν..." (εκείνοι που πρωτύτερα λέγονταν Διονυσοκόλακες ονομάστηκαν [τώρα] Αλεξανδροκόλακες).

Τιμόθεος
ο Μιλήσιος (450-360 π.Χ.)· διάσημος μουσικός, συνθέτης διθυράμβων και κιθαρωδός από τη νήσο Μίλητο. Υπήρξε ένας από τους κυριότερους καινοτόμους στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής, ο τολμηρότερος της εποχής του. Στον Τιμόθεο αποδίδονταν: (1) η προσθήκη της 11ης χορδής (Excerpta ex Nicom. 4) και ίσως και της 12ης (Φερεκράτης Χείρων), (2) η αντικατάσταση του εναρμόνιου γένους από το χρωματικό, (3) η ανάπτυξη του φωνητικού σόλο (μονωδίας) και (4) το νέο κιθαρωδικό στιλ. Ο Τιμόθεος σπούδασε μουσική στην Αθήνα με τον Φρύνι και στην αρχή της σταδιοδρομίας του έλαβε μέρος, χωρίς επιτυχία, στους μουσικούς αγώνες της Αθήνας· ο Ευριπίδης, όμως, τον ενθάρρυνε και διαγωνίστηκε ξανά το 420 π.Χ., και αυτή τη φορά νίκησε το δάσκαλο του Φρύνι. Τη νίκη του γιόρτασε μ' ένα τραγούδι, από το οποίο έχουν διασωθεί μερικοί στίχοι. Οι καινοτομίες του προκάλεσαν ζωηρές διαμάχες όσο ζούσε αλλά και μετά το θάνατό του. Ο Φερεκράτης στην κωμωδία του Χείρων εμφανίζει τη Μουσική ως γυναίκα να παραπονιέται και να διαμαρτύρεται στη Δικαιοσύνη για την κακομεταχείριση που έχει υποστεί από τους καινοτόμους της εποχής Κινησία, Μελανιππίδη, Φρύνι και πάνω από όλους από τον Τιμόθεο, από τον οποίο λέει ότι της ήρθαν "τα περισσότερα κακά": "άπαντας οΰς λέγω παρελήλυθ', άδων εκτραπέλους μυρμηκιάς" ([ο κοκκινοτρίχης αυτός από τη Μίλητο, λέει η Μουσική,] ξεπέρασε όλους, τραγουδώντας πλήθος διεστραμμένες [εξωφρενικές, παράξενες] νότες)· και "απέδυσε κανέλυσε χορδαίς δώδεκα" (με απογύμνωσε και με έδεσε με τις δώδεκα χορδές του). Πρβ. Πλούτ. Περί μουσ. 1141F-1142A, 30· και λ. μυρμηκιά. Όταν ο Τιμόθεος διαγωνίστηκε στα Κάρνεια της Σπάρτης, ένας από τους εφόρους έκοψε με μαχαίρι τις χορδές του οργάνου του που ξεπερνούσαν τις κλασικές επτά· και αργότερα, ένα σπαρτιατικό δικαστήριο τον καταδίκασε σε εξορία. Παρά το συντηρητισμό των Σπαρτιατών, η φήμη του, ως ενός από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής του, απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Ο Αριστοτέλης τον εγκωμιάζει στα Μεταφυσικά (Α', 993Β) με αυτά τα λόγια: "αν ο Τιμόθεος δεν είχε υπάρξει, δεν θα είχαμε τόσες πολλές μελωδικές συνθέσεις" ("πολλήν μελοποιΐαν")· (βλ. όλο το κείμενο στο λ. Φρύνις· πρβ. Sachs Hist. σ. 131). Πολύ λίγα αποσπάσματα από την ποίηση του Τιμόθεου έχουν διασωθεί, από τον Κύκλωπα, τη Νιόβη, τον Ύμνο στην Αρτέμιδα, και ιδιαίτερα από τον περίφημο νόμο του Πέρσαι (223 στίχοι), που βρέθηκε το 1902 σ' έναν πάπυρο στο Αμπουκίρ της Αιγύπτου. Οι ακόλουθοι στίχοι ενός τραγουδιού του, που έχουν διασωθεί, εκφράζουν με λίγα λόγια το πιστεύω του:
Ουκ αείδω τα παλαιά καινά γαρ μάλα κρείσσω· νέος ο Ζευς βασιλεύει, το πάλαι δ' ήν Κρόνος άρχων. Απίτω Μούσα παλαιά Δεν τραγουδώ τα παλιά, τα νέα είναι πολύ ανώτερα· Τώρα βασιλεύει ο νέος Δίας, τον παλιό καιρό άρχοντας ήταν ο Κρόνος. Ας πάει μακριά η παλαιά Μούσα.
Ο Τιμόθεος πέθανε στην Αθήνα, σε ηλικία 90 ετών (το Πάριο Χρονικό, στ. 76, λέει 88 ετών).
Βλ. Bergk PLG III, 619-626 και Anth. Lyr. 295-297· επίσης Page PMG 399-418, αποσπ. 777-804.

Ωδείο
Κατά την Αρχαιότητα, ήταν το κτίριο που διεξάγονταν οι μουσικοί αγώνες. Ο Ησύχιος γράφει ότι ο τόπος αυτός "ἐν ᾧ οἱ ραψῳδοὶ καὶ οἱ κιθαρωδόὶ ἠγωνίζοντο " είχε σχήμα θεάτρου με οροφή για την ανάγκη της ακουστικής. Επομένως επρόκειτο για κανονικό θέατρο, με "ορχήστρα" για τους καλλιτέχνες και αμφιθεατρικό "κοίλον" για τους ακροατές. Από τα πολλά και διάφορα ωδεία που μνημονεύουν οι αρχαίοι συγγραφείς και που έχει φέρει σε φως η αρχαιολογική σκαπάνη (στην Αθήνα: τα ωδεία Περικλέους, Εννεακρούνου και Αγριππείον, το "Υπερώφιον θέατρον" της Κορίνθου, το ωδείο Πατρών, η "Σκιάς" της Σπάρτης, το ωδείο της Επιδαύρου, κ.λπ.), το σημαντικότερο ήταν το ωδείο Ηρώδου του Αττικού κάτω από την Ακρόπολη των Αθηνών, που σώζεται σε ικανοποιητικό βαθμό ώς σήμερα (αποκαλύφθηκε εντελώς στις ανασκαφές του 1848 και του 1857). Οικοδομήθηκε το 160 π.Χ. από τον πάμπλουτο φιλότεχνο Ηρώδη τον Αττικό για το θάνατο της δεύτερης συζύγου του Ρηγίλλης. Είχε ξύλινη στέγη από κέδρους και μπορούσε να χωρέσει 4772 ή 5438 θεατές ή ακροατές (Φιλόστρατος). Δεύτερο σε μέγεθος αρχαίο αθηναϊκό ωδείο ήταν εκείνο "του Περικλέους" (ιδρύθηκε το 445 π.Χ.). Ήταν κτίσμα πολύστυλο και πολύεδρο και είχε στέγη "περικλινή και κατάντη" (Πλούταρχος). Έφερε στη μέση βήμα (ή οκρίβαντα) για τους εκτελεστές. Χρησίμευε για τους ραψωδικούς και μουσικούς αγώνες των Παναθηναίων. Κατά καιρούς χρησίμευε ως αποθηκη σίτου, ως δικαστήριο για δίκες σίτου και ως στρατώνας. Το κτίσμα αυτό (που κατά τον Ψευδοδέκαρχο ήταν "το ωραιότερο του κόσμου") πυρπολήθηκε και καταστράφηκε επίτηδες από τον τύραννο Αριστίωνα το 86 π.Χ. (όταν ο Σύλλας πολιορκούσε την Αθήνα). Σώζονται τα θεμέλιά του.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Αλήτις
θηλ. του αλήτης. 1. Τραγούδι που το τραγουδούσαν πάνω σε κρεμαστή κούνια (αιώρα), καθώς κουνιόνταν. Πολυδ. (IV, 55): "Ήν δε και αλήτις άσμα ταις αιώραις προσαδόμενον". Πιστευόταν ότι ήταν τραγούδι της Ηριγόνης (βλ. σημ. πιο κάτω)· Αθήν. ΙΔ', 618Ε, 10: "υπήρχε επίσης ένα τραγούδι που το τραγουδούσαν στη γιορτή της αιώρας, στη μνήμη της Ηριγόνης, και λεγόταν αλήτις". 2. Αλήτις ονομαζόταν επίσης μια γιορτή στην Αθήνα. Ησ.: "Αλήτις, εορτή Αθήνησιν, η νυν Εώρα λεγομένη, και ημέρας όνομα, ως ο Πλάτων ο Κωμικός". Από αυτό φαίνεται πως έτσι (εώρα) ήταν και το όνομα της μέρας της γιορτής. Σημείωση: Ηριγόνη ήταν η κόρη του Αθηναίου ήρωα Ικάριου, στον οποίο δίδαξε ο Διόνυσος την καλλιέργεια των αμπελιών και την παραγωγή του κρασιού. Η Ηριγόνη γέννησε από τον Διόνυσο έναν γιό, τον Στάφυλο. Ο πατέρας της πρόσφερε από το κρασί του σε μερικούς βοσκούς, που μέθυσαν, και νομίζοντας πως τους δηλητηρίασε σκότωσαν τον Ικάριο. Η Ηριγόνη, με τη βοήθεια του κυνηγετικού σκυλιού του πατέρα της Μάιρα, βρήκε το πτώμα και απελπισμένη για το χαμό του πατέρα της κρεμάστηκε· πριν πεθάνει όμως καταράστηκε τις παρθένες της Αττικής να κρεμιούνται κι αυτές. Πραγματικά αυτό, κατά το μύθο, άρχισε να συμβαίνει, και οι Αθηναίοι ζήτησαν χρησμό από το μαντείο. Με τη συμβουλή του καθιέρωσαν γιορτή προς τιμήν της Ηριγόνης, κατά την οποία τα κορίτσια κρεμούσαν αιώρες και καθώς κουνιόνταν τραγουδούσαν το τραγούδι αλήτις. Βλ., ανάμεσα σε άλλα, Νόνν. Διον. 48, 34 κ.ε. Επίσης, Γεώργιος Κ. Σπυριδάκης, "Περί της κατά το έαρ αιώρας εις τον Ελληνικόν και τους λοιπούς λαούς της Χερσονήσου του Αίμου", Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, KB', 1969-1972, Αθήναι 1973, σσ. 113-130· με μια περίληψη στα γαλλικά, σσ. 131-134. Στη μελέτη αυτή, γίνεται αναφορά αρκετά λεπτομερειακή και στην "αιώρα" στην αρχαία Ελλάδα, σ. 121 κ.ε. (στη γαλλική περίληψη, σσ. 132-133).

Αμοιβεύς
(3ος αι. π.Χ.)· γνωστός Αθηναίος κιθαρωδός. Ο Αριστέας στο βιβλίο του Περί κιθαρωδών λέει ότι ο Αμοιβεύς ζούσε στην Αθήνα· "κατοικώντας κοντά στο θέατρο και όταν έβγαινε να τραγουδήσει έπαιρνε για αμοιβή ένα αττικό τάλαντο την ημέρα" (Αθήν. ΙΔ', 623D, 17). Ο Πλούταρχος επίσης τον αναφέρει (Περί ηθικής αρετής 443Α, 4) λέγοντας ότι ο φιλόσοφος Ζήνων παρακινούσε τους μαθητές του να παρακολουθούν με προσοχή "το εμπνευσμένο παίξιμο και τραγούδι του Aμοιβέα", "για να μάθουμε καλά τι ευφωνία και μελωδία αποδίδουν έντερα και νεύρα, ξύλα και κόκαλα, όταν συμμετέχουν στο λόγο, την αναλογία και την τάξη".

Ανακρέων
(563-478 π.Χ.)· λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στην πόλη Τέω (γι' αυτό και λεγόταν Τήιος), στην ιωνική ακτή της Μικράς Ασίας. Πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του· όταν η Τέως καταλήφθηκε από τους Πέρσες (545 π.Χ.), ο Ανακρέων εγκαταστάθηκε πρώτα στα Άβδηρα της Θράκης και αργότερα στη Σάμο στην αυλή του Πολυκράτη. Μετά τη δολοφονία του τυράννου αυτού (522) κατέφυγε στον Ίππαρχο, γιο του Πεισίστρατου, στην Aθήνα. Όταν δολοφονήθηκε και ο Ίππαρχος (514), ο Ανακρέων έφυγε από την ΑΘήνα, πιθανόν για τη Θεσσαλία· μετά την εποχή αυτή τίποτε σίγουρο δεν είναι γνωστό για το υπόλοιπο της ζωής του. Για τη μουσική του λίγα πράγματα ξέρουμε. Ο Κριτίας (Αθήν. ΙΓ, 600D,·74) αποκαλεί τον Ανακρέοντα "συμποσίων ερέθισμα, γυναικών ηπερόπευμα, αυλών αντίπαλον, φιλοβάρβιτον, ηδύν, άλυπον..." (γοητεία των συμποσίου, ξεμυάλισμα των γυναικών, αντίπαλο των αυλών, φίλο του [της] βαρβίτου, γλυκό, αμέριμνο [απαλλαγμένο από λύπες]...). Θεωρήθηκε ακόμα εφευρέτης του οργάνου βάρβιτος (πρβ. Νεάνθης ο ιστορικός, Αθήν. Δ', 175Ε, 77). Ο Ανακρέων ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τα ιωνικά μέτρα σε ανακλαστικό σχήμα (εναλλαγή ιωνικών με τροχαϊκές διποδίες)· βλ. πιο πάνω, λ. ανακρεόντειον μέτρον. Χρησιμοποίησε επίσης το γλυκώνειο σύστημα (τρεις γλυκώνειους στίχους με ένα φερεκράτειο στο τέλος). Βλ. τα λ. γλυκώνειος και φερεκράτειος (στίχος). Για τη συνοδεία των τραγουδιών του ουδέποτε χρησιμοποιούσε τον αυλό, αλλά προτιμούσε τη μάγαδι και την πήκτι· ένας από τους στίχους του, που διασώθηκε από τον Αθήναιο (ΙΔ', 635G, 37), είναι ο ακόλουθος: "Ψάλλω δ' είκοσι χορδαίσι μάγαδιν έχων, ω Λεύκασπι" (παίζω [με τα δάχτυλα, δηλ. χωρίς πλήκτρον] κρατώντας μάγαδι με είκοσι χορδές, ω Λεύκασπι). Στο ίδιο κείμενο του Αθήναιου (635D) ο συγγραφέας Ποσειδώνιος λέει ότι ο Ανακρέων χρησιμοποιούσε μόνο τρεις αρμονίες, τη δωρική, τη φρυγική και τη λυδική. Βλ. Bergk ΙΙΙ, 296-338. Page PMG σσ. 171-235,απόσπ. 346-505.

Δάμων
(5ος αι. π.Χ.)· φιλόσοφος και θεωρητικός. Γεννήθηκε στην Αθήνα (στο δήμο Όα) και έζησε γύρω στο 430 π.Χ. Ένας από τους πιο σημαντικούς θεωρητικούς της μουσικής της προ-αριστοξένειας εποχής. Υπήρξε μαθητής του σοφιστή Πρόδικου και του μουσικού Λαμπροκλή, δάσκαλος του μουσικού Δράκοντα και, καθώς λέγεται, του ίδιου του Περικλή. Κατά τον Διογένη Λαέρτιο (Β', 5, 19) υπήρξε και δάσκαλος του Σωκράτη στη μουσική. Ήταν εξαιρετικά και πλατιά καλλιεργημένος και χάρη στην έξοχη παιδεία του άσκησε μεγάλη επίδραση· ο Πλάτων τον αναφέρει με ξεχωριστή εκτίμηση και σεβασμό. Στην Πολιτεία (Δ', 424C) ο Δάμων αναφέρεται από τον Σωκράτη σε μια φράση που δείχνει βαθύ σεβασμό στις απόψεις του για την ηθική αξία της μουσικής: "ουδαμού γαρ κινούνται μουσικής τρόποι άνευ πολιτικών νόμων των μεγίστων, ως φησί τε Δάμων και εγώ πείθομαι" (γιατί πουθενά δε θα μπορούσαν οι τρόποι (τα στιλ) της μουσικής ν' αλλάξουν [να μετακινηθούν], χωρίς να κλονιστούν οι θεμελιώδεις νόμοι της πολιτείας, όπως λέει και ο Δάμων και το πιστεύω και εγώ). Το όνομα του Δάμωνα αναφέρεται από τον Πλάτωνα επίσης στον Λάχη (ΙΙΙ, 180D, όπου τον αποκαλεί "ανδρών χαριέστατον", XXVI, 197D, XXIX, 200Α). Οι απόψεις του Δάμωνα σχετικά με την εσώτερη σχέση της ψυχής προς τη μουσική (τραγούδι και χορό) εκφράζονται στον Αθήναιο (ΙΔ', 624C, 25). Φαίνεται ότι και ο Αριστείδης οφείλει πολλά στον Δάμωνα για τη διαμόρφωση των απόψεων του για την παιδευτική αξία της μουσικής· βλ. ειδικά στον Αριστείδη, II, 14, Mb 94, R.P.W.-I. 80, όπου αναφέρονται ο Δάμων και η Σχολή του. Ο Δάμων έγινε στενός φίλος του Περικλή, στον οποίο συνήθιζε να υποβάλλει τολμηρές πολιτικές εισηγήσεις· οι πολιτικές του αυτές δραστηριότητες κατέληξαν στο να εξοριστεί. Ο Κικέρων τον θεωρούσε τον πρώτο και πιο πρωτότυπο απ' όλους τους μουσικούς της προ-αριστοξένειας εποχής. Από τα γραπτά του Δάμωνα έχουν διασωθεί μόνο λίγα αποσπάσματα από το έργο του Αρεόπαγος, σχετικά με το ρυθμό και την ηθική αξία της μουσικής.
Βλ. Fr. Lasserre, Plutarque de la Musique, κεφ. 6-7, σσ. 53-95, "Damon a Athenes" και "La posterite de l'ethique damonienne". Ev. Moutsopoulos, La Musique dans l'oeuvre de Platon, 3o μέρος, κεφ. II, (α) "L'ere pre-damonienne", σσ. 175-185· (β) "L'ere damonienne et post-damonienne", σσ. 185-197.

Ερατοσθένης
(275-195/4 π.Χ.)· γεννήθηκε στην Κυρήνη και πέθανε στην Αλεξάνδρεια. Λόγιος και επιστήμονας μεγάλης φήμης, θεωρούμενος ο πιο πολυμαθής άνθρωπος των γραμμάτων και της επιστήμης της εποχής του στην Αλεξάνδρεια. Αφού σπούδασε πρώτα στην Αλεξάνδρεια και κατόπι στην Αθήνα, ξαναγύρισε και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αλεξάνδρεια, όπου έγινε διευθυντής της περίφημης Βιβλιοθήκης της. Υπήρξε ο πρώτος που επονομάστηκε φιλόλογος· από πολλούς ονομαζόταν ο Βήτα, δηλ. Δεύτερος σε κάθε θέμα γενικής γνώσης. Στα πολυάριθμα έργα του (φιλοσοφικά, γεωγραφικά, ιστορικά, μαθηματικά, αστρονομικά κτλ.) υπάρχουν πολλές αναφορές στη μουσική. Βιβλιογραφία: G. Bernhardy, Eratosthenes, Βερολίνο 1822. Γ. Παχυμέρης, Vincent, Notices, Παρίσι, 1847, σσ. 392-393. C. ν. Jan, Excerpta Neapolitana, σσ. 416-417· Mus. script. Gr., Λιψία 1895.

Ευριπίδης
(480;-406 π.Χ.)· γεννήθηκε στη Σαλαμίνα (η χρονολογία της γέννησής του δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη) και πέθανε στη Μακεδονία, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου. Κατά το Πάριο Χρονικό (έκδ. F. Jacoby, 50) γεννήθηκε "όταν ο Αισχύλος κέρδισε για πρώτη φορά στην τραγωδία", δηλαδή το 485 π.Χ. ("κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Φιλοκράτη"). Η Σούδα λέει ότι "γεννήθηκε την ημέρα που οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες" (στη Σαλαμίνα), δηλαδή το 480 π.Χ. Μια παλιά παράδοση, αρκετά διαδομένη, όπως φαίνεται, στην αρχαιότητα, και όχι ολότελα αστήρικτη, συνέδεε τους τρεις μεγάλους τραγικούς με τη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας· σύμφωνα με αυτήν, ο Αισχύλος εκείνη την ημέρα πολεμούσε εναντίον των Περσών στη Σαλαμίνα, ο Ευριπίδης γεννιόταν, και αμέσως κατόπι, ο Σοφοκλής, μόλις 16 χρόνων, τέθηκε επικεφαλής της πομπής κατά τους εορτασμούς της νίκης.

Από τη μουσική του Ευριπίδη διασώθηκαν δύο μικρά και κολοβωμένα αποσπάσματα: 1. Ένα μέρος από το πρώτο στάσιμο του Ορέστη (στ. 338 κέ.)· βρέθηκε το 1892 σ' έναν πάπυρο του Rainer και δημοσιεύτηκε στα Papyri Erzherzog Rainer το 1894. Μεταγράφηκε για πρώτη φορά στη νεότερη ευρωπαϊκή γραφή από τον Carl Wessely (Der Pap. Erzh. Rainer, τόμ. V, Βιέννη 1892). 2. Ένα απόσπασμα από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι, το οποίο ανακαλύφτηκε τον Δεκέμβριο του 1972 από τη μουσικολόγο Denise Jourdan-Hemmerlinger σ' έναν πάπυρο του Πανεπιστημίου του Leyden (αρ. 510) και δημοσιεύτηκε στα Comptes Rendus des Seances de l' annee 1973 (σ. 295) της Academie des Inscriptions et Belles-Lettres (Παρίσι).
Bλ. περισσότερες λεπτομέρειες και για τα δύο αυτά αποσπάσματα στο λ. λείψανα ελληνικής μουσικής (αρ. 1 και 15).
Αυτές οι αποσπασματικές και ατέλειωτες μελωδίες δεν μπορούν να μας δώσουν καμία ιδέα για τη μουσική του Ευριπίδη. Είναι, ωστόσο, γνωστό από αρχαίες πηγές ότι, παρά την άδικη εχθρότητα και τους χλευασμούς του Αριστοφάνη,1 η μουσική του είχε πολλούς θαυμαστές και πολλές από τις μελωδίες του έγιναν δημοφιλείς όσο ζούσε, αλλά και μετά το θάνατό του. Ο Πλούταρχος (Νικίας 29) διηγείται ότι μετά την καταστροφική εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Συρακουσών (415-413 π.Χ.) πολλοί Αθηναίοι σώθηκαν χάρη στον Ευριπίδη, η μουσική του οποίου είχε πολλούς θαυμαστές στη Σικελία· "άλλοι (Αθηναίοι) παλεύοντας να σωθούν, μετά τη μάχη, έπαιρναν τροφή και νερό τραγουδώντας μερικά από τα τραγούδια του" ("των μελών άσαντες"). Στον Λύσανδρο (15) πάλι, ο Πλούταρχος διηγείται ένα άλλο χαρακτηριστικό ανέκδοτο: σε μια σύσκεψη των συμμάχων για να συζητήσουν τους όρους της παράδόσης που θα επιβάλλονταν στην πολιορκημένη Αθήνα (404 π.Χ.), μερικοί από τους συμμάχους της Σπάρτης πρότειναν να πουληθούν οι Αθηναίοι ως σκλάβοι και η πόλη να κατεδαφιστεί και να καταστραφεί· "αλλά, κατόπι, όταν σ' ένα συμπόσιο των αρχηγών ένας από τη Φωκίδα τραγούδησε το πρώτο χορικό μέλος (πάροδο) από την Ηλέκτρα, που αρχίζει: "Αγαμέμνονος ώ Κόρα, ήλυθον, Ηλέκτρα...", συγκινήθηκαν κι ένιωσαν συμπόνια και τους φάνηκε πολύ σκληρή πράξη να καταστρέψουν μια τόσο φημισμένη πόλη, που γέννησε τέτοιους ανθρώπους". Ο Αξιόνικος, κωμικός ποιητής του 4ου αι. π.Χ., στην κωμωδία του Φιλευριπίδης (Αθήν. Δ', 175Β· Kock CAF ΙΙ, 412) λέει: "έχουν τόσο αρρωστημένο πάθος για τα λυρικά τραγούδια του Ευριπίδη, που οτιδήποτε άλλο στα μάτια τους φαίνεται σαν θρήνος ενός ισχνού πνευστού και μεγάλη ενόχληση". Μερικές από τις μελωδίες του επέζησαν και τραγουδιόνταν για αιώνες. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας (1ος αι. π.Χ.) είναι μάρτυρας· στο βιβλίο του Περί συνθέσεως ονομάτων (XI, Ακοαίς ηδέα τίνα) προβαίνει σε λεπτομερειακή μουσική ανάλυση της μελωδίας του Ευριπίδη, που τραγουδά η Ηλέκτρα προς το χορό στον Ορέστη ("Σίγα, σίγα, λευκόν ίχνος αρβύλης..."). Ο Ευριπίδης έγραψε 92 δράματα, από τα οποία 78 ήταν γνωστά στους Αλεξανδρινούς· από αυτά 19 έχουν διασωθεί πλήρη: Άλκηστις, Μήδεια, Ηρακλείδες, Ιππόλυτος, Εκάβη, Ικέτιδες, Ανδρομάχη, Ηρακλής Μαινόμενος, Τρωάδες, Ηλέκτρα, Ίων, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Ελένη, Φοίνισσαι, Ορέστης, Βάκχαι, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Κύκλωψ (σατυρικό δράμα) και Ρήσος (αυθεντικότητα αμφισβητούμενη). Έχουν διασωθεί πολλά αποσπάσματα από άλλα δράματά του. Κέρδισε πέντε φορές σε δραματικούς αγώνες, από τους οποίους τον ένα μεταθανάτια (Σούδα). Έχει συνθέσει επίσης μια ελεγεία για τον Νικία και τους Αθηναίους που χάθηκαν στον πόλεμο με τις Συρακούσες (413 π.Χ.) και ένα επινίκιο για τον Αλκιβιάδη.
Πρβ. Bergk Anth. Lyr. 130-131, δύο αποσπ. και το επινίκιο. Nauck TGF, 363-716, και Ο. Schroeder, Euripides, Cantica, 2η εκδ., Τ., 1928.
Σχετικά με τη μουσική του Ευριπίδη αναφέρουμε, ανάμεσα σε άλλα, τα ακόλουθα: F. Α. Gevaert, Histoire et theorie de la musique de l' antiquite, Γάνδη 1881, τόμ. II, ιδιαίτ. σσ. 214-240 και 538-550. Evanghelos Moutsopoulos, "Euripide et la philosophie de la musique", REG 85, 1962, σσ. 396-452.
1. Ο Αριστοφάνης συχνά αποκαλούσε χλευαστικά τις μελωδίες του Ευριπίδη επύλλια (επύλλιον, μικρό έπος, τραγουδάκι). Στην Ειρήνη (531-532) ο Αριστοφάνης κάνει μια σκόπιμη αντιδιαστολή ανάμεσα στις μελωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, ονομάζοντας τις πρώτες μέλη και τις δεύτερες επύλλια ("Σοφοκλέους μελών, κιχλών, επυλλίων Ευριπίδου"). Στους Αχαρνής (398-400) λέει με σκληρά κοροϊδευτικό τρόπο (μέσο του υπηρέτη του Ευριπίδη) ότι "το μυαλό του [του Ευριπίδη] είναι έξω συλλέγοντας [συρράπτοντας] τραγουδάκια (ξυλλέγων επύλλια), ενώ αυτός ο ίδιος είναι ξαπλωμένος κάτω με τα πόδια του πάνω και γράφει μια τραγωδία".



Ιόβακχος
ύμνος στον Βάκχο, που άρχιζε με τις λέξεις "Ιώ Βάκχε" (Ω! Βάκχε). Στον πληθυντικό (ιόβακχοι) σήμαινε τα μέλη μιας οργάνωσης στην Αθήνα, που ασκούσαν τη λατρεία του Διόνυσου με ποτό και τραγούδι (Δημ.). Ο ναός λεγόταν βακχείον και τα τραγούδια τους ιόβακχοι.


Καστοριών
ο Σολεύς· λυρικός ποιητής του 4ου αι. π.Χ. από τους Σόλους της Κύπρου. Έζησε στην Αθήνα επί άρχοντα Δημητρίου Φαληρέα (317-308 π.Χ;· βλ. Πάριο Χρονικό, έκδ. F. Jacoby, σ. 23, στ. 20).
Μερικά αποσπάσματα ποιημάτων του έχουν διασωθεί από τον Αθήναιο (Ι, 454F και IB', 542Ε)· ένα από αυτά απευθυνόταν στον Πάνα και ένα άλλο τραγουδιόταν από χορό (κατά την πομπή των Διονυσίων) προς τιμήν του Δημ. Φαληρέα, τον οποίον ο Καστορίων αποκαλεί ηλιόμορφο σε ομορφιά: "εξόχως δ' ευγενέτας ηλιόμορφος ζαθέοισ' άρχων σε τιμαίσι γεραίρειν" (ο άρχοντας, ευγενέστατος, ηλιόμορφος σε ομορφιά, σε γιορτάζει με θεϊκές τιμές).
Βλ. Bergk PLG III, 634-636· Diehl Anth. Lyr. Gr. 260-261· Page PMG 447, απόσπ. 845.

Λαμπροκλής
(αρχές 5ου αι. π.Χ.)· Αθηναίος διθυραμβικός ποιητής και μουσικός. Ανήκε στην Αθηναϊκή Σχολή και ήταν οπαδός του Αγαθοκλή. Ο Λαμπροκλής έγινε γνωστός από έναν Ύμνο στην Αθηνά, του οποίου σώθηκε η αρχή. Κατά τον φιλόσοφο Λύσι, 5ος αι. π.Χ. (Πλούτ. Περί μουσ. 1136D, 16), ο Λαμπροκλής ήταν ο πρώτος που επιβεβαίωσε ότι η μιξολυδική αρμονία, όπως υιοθετήθηκε από τους τραγικούς, ήταν το οκτάχορδο si - si (από την παραμέση ως την υπάτη υπατών) και όχι η σαπφική μιξολυδική (sol - sol), όπως όλοι πίστευαν. Πρβ. τα λ. Πυθοκλείδης και μιξολύδιος αρμονία. Μερικοί μελετητές πιστεύουν πως ο Λαμπροκλής και ο Λάμπρος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο (πρβ. Gev. Ι, 50). Στον Αθήναιο όμως μνημονεύονται δύο τελείως διαφορετικά πρόσωπα (ΙΑ', 491C, 80, για τον Λαμπροκλή, και Α', 20F, 37 και Β', 44D, 21, για τον Λάμπρο). Επίσης, στον Πλούταρχο (Περί μουσ. 1136D, 16, για τον Λαμπροκλή, και 1142Β, 31, για τον Λάμπρο). Βλ. Bergk Anth. Lyr. 272, PLG III, 554-556 δύο αποσπάσματα· και Page PMG 379-380, απόσπ. 735-736.

Πολυδεύκης
Ιούλιος· γραμματικός και λεξικογράφος του 2ου αι. μ.Χ., γενικά γνωστός ως Pollux. Γεννήθηκε στη Ναύκρατη της Αιγύπτου και σπούδασε με το ρήτορα Αδριανό, μαθητή του σοφιστή Ηρώδη του Αττικού, στην Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του, σε ηλικία 58 χρόνων. Αφού εξάσκησε το επάγγελμα του σοφιστή και του δασκάλου της ρητορικής, διορίστηκε (το 178 μ.Χ.) στην έδρα της ρητορικής από τον αυτοκράτορα Κόμμοδο (161-191). Το σπουδαιότερο έργο του είναι το Ονομαστικόν, ένα λεξικό που αποτελείται από δέκα βιβλία, στο οποίο περιέχονται γνώσεις για κάθε άποψη της ζωής· οι λέξεις (στην αττική διάλεκτο) δεν είναι ταξινομημένες κατά αλφαβητική σειρά, αλλά, ανάλογα με τα θέματα, τα βιβλία χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες και τάξεις. Το τέταρτο βιβλίο περιέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη μουσική, γεγονός που καθιστά το λεξικό αυτό σπουδαία πηγή για την αρχαία ελληνική μουσική, καθώς και για την όρχηση και το θέατρο· στην εγκυκλοπαίδεια αυτή συχνές είναι οι αναφορές στο Ονομαστικόν. Φαίνεται πως το σωζόμενο λεξικό είναι επιτομή ενός μεγαλύτερου έργου· η επιτομή αυτή σώθηκε από το μητροπολίτη Καισαρείας Αρέθα (850-935 μ.Χ.), ο οποίος είχε στην κατοχή του ένα αντίγραφο. Έχουν δημοσιευτεί πολλές εκδόσεις του Ονομαστικού (με τη μορφή αυτή)· ανάμεσα σε αυτές: πρώτη έκδοση από τον Α. P. Manutius (Βενετία 1502)· ακολούθησαν άλλες εκδόσεις: των R. Gualther - W. Seber (Φραγκφούρτη 1608), του Gulielmus Dindorfius (Λιψία 1824), του I. Bekker (Βερολίνο 1846), του Ε. Bethe (Λιψία, T., Lexicographi Graeci IX, 1900). Παρατίθενται χαρακτηριστικά κεφάλαια του τέταρτου βιβλίου, ικανά να δώσουν μια ιδέα των περιεχομένων και της δομής του Ονομαστικού: Κεφ. VII. Περί ασμάτων εθνικών· Περί μουσικής και των προσφόρων αυτή ονομάτων. Κεφ. VIII. Περί μουσικών οργάνων και μουσικών και των περί αυτά. Κεφ. IX. (α) Περί κρουομένων οργάνων (β) Περί οργάνων ευρεθέντων έθνεσιν· (γ) Περί μερών των κρουομένων οργάνων· (δ) Περί αρμονιών και νόμων (ε) Περί εμπνευστών οργάνων· (ζ) Περί αυλοποιού και της ύλης αυτού. Κεφ. Χ. (α) Είδη οργάνων· (β) Περί αρμονιών αυλητικών, μελών και νόμων Ολύμπου και λοιπών (γ) Περί διαφοράς αυτών· (δ) Περί αυλημάτων και μαθημάτων (ε) Περί των πέντε Πυθικών αγώνων. Κεφ. XI. Περί σάλπιγγος. Κεφ. XIII. Περί ορχηστού καί ορχήσεως. Κεφ. XIV. Περί ειδών ορχήσεως. Κεφ. XV. Περί χορού, χορευτών και των τοιούτων. Κεφ. XVI. Περί χορικών ασμάτων. Κεφ. XVII. Περί υποκριτών και υποκρίσεως.

Πολύειδος
ή Πολύϊδος (440/430-περ. 4ος αι. π.Χ.)· συνθέτης διθυράμβων από τη Σηλυβρία της Θράκης (από όπου και το επώνυμο του Σηλυβριανός). Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη, ο Πολύειδος ήταν ένας από τους διάσημους ("επισημότατοι") συνθέτες διθυράμβων της εποχής, μαζί με τον Φιλόξενο, τον Τιμόθεο και τον Τελέστη· ο Διόδωρος (ΙΔ', 46, 6) προσθέτει ότι ο Πολύειδος ήταν και ζωγράφος: "Πολύειδος, ός και ζωγραφικής και μουσικής είχεν εμπειρίαν". Διαγωνίστηκε και νίκησε στην Αθήνα ως συνθέτης διθυράμβων (Πάρ. Χρον. Ι, 68· και Αθήν. Η', 352Β). Στον Πλούταρχο (Περί μουσ. 1138Β, 21) τα έργα του αποκαλούνται μπαλώματα ("καττύματα"· βλ. λ. κάττυμα). Πολύ λίγα αποσπάσματα διασώθηκαν από την ποίησή του· Bergk PLG III, 632· FHG ΙΙ, 781· Page PMG 441, απόσπ. 837.

Σιμωνίδης
(556-468/7 π.Χ.)· λυρικός ποιητής και συνθέτης· γεννήθηκε στην πόλη Ιουλίδα (Ιουλίς) της Κέας, γι' αυτό και επονομαζόταν Κείος. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, τα τελευταία του όμως χρόνια στις Συρακούσες (και στον Ακράγαντα), όπου πέθανε σε ηλικία 88 χρόνων (Πάρ. Χρον. στ. 57: "και Σιμωνίδης ο ποιητής ετελεύτησεν βιούς έτη 88"). Ο Σιμωνίδης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας και ένας γόνιμος συνθέτης ύμνων, υπορχημάτων, εγκωμίων, παιάνων, ελεγείων, παρθενίων, θρήνων και επιγραμμάτων. Εφηύρε τον επίνικο και εισήγαγε το θρήνο στο χορικό τραγούδι. Η Σούδα αποδίδει σε αυτόν την προσθήκη της 8ης χορδής στη λύρα, την οποία ο Νικόμαχος αποδίδει στον Πυθαγόρα και ο Βοήθιος στον Λυκάονα της Σάμου. Κατά τη μακρά ζωή του τιμήθηκε πολύ και κέρδισε περισσότερα απο 55 βραβεία σε αγώνες.
Βλ. Bergk PLG III, 382-535, 250 αποσπάσματα και Anth. Lyr. 233-267, το κείμενο εγκωμίων, επίνικων, υπορχημάτων, θρήνων, ελεγείων, επιγραμμάτων. Επίσης, Page PMG, 237-323, αποσπ. 506-653.

Στησίχορος
(632-556 π.Χ.)· σύμφωνα με τη Σούδα, γεννήθηκε την 37η Ολυμπιάδα (632 π.Χ.) στην Ιμέρα (από όπου και η επωνυμία Ιμεραίος) και πέθανε την 57η Ολυμπιάδα (556 π.Χ.) στην Κατάνη. Λυρικός ποιητής και κιθαρωδός, στον οποίο αποδίδουν την επινόηση της φόρμας: στροφή-αντιστροφή-επωδός, που γενικά ονομαζόταν στησιχόρεια τριάδα. Το αρχικό του όνομα ήταν Τεισίας (ή Τισίας), αλλά ονομάστηκε Στησίχορος, γιατί πρώτος έστησε το χορό στην κιθαρωδία, δηλ. όρισε να στέκεται ακίνητος και να τραγουδά την επωδό μετά τη στροφή και την αντιστροφή (Σούδα: "ότι πρώτος κιθαρωδία χορόν έστηκε"). Η Σούδα στο βιογραφικό σημείωμα του Στησίχορου αναφέρει ότι, "αφού έψεξε την Ελένη της Τροίας, τυφλώθηκε· ύστερα από ένα όνειρο όμως ανακάλεσε, έγραψε ένα εγκώμιο για την Ελένη και ξαναβρήκε το φως του"· βλ. λ. παλινωδία.
Πρβ. Bergk PLG III, 205-234 και Anth. Lyr. 208-213· η παλινωδία, για την Ελένη στο Α, Β, σ. 210. Επίσης, Page PMG 94-141, αποσπ. 178-281.
Σημείωση: Στο Πάριο Χρονικό (στ. 50) αναφέρεται ότι ήρθε στην Ελλάδα το 485/ 484 π.Χ. ("άφ' ού Αισχύλος ο ποιητής τραγωδία πρώτον ενίκησε και Ευριπίδης ο ποιητής εγένετο και Στησίχορος ο ποιητής εις την Ελλάδα αφίκετο"). Αυτό δημιούργησε κάποια σύγχυση σχετικά με την εποχή του· διατυπώθηκε η υπόθεση ότι υπήρξαν διάφοροι ποιητές με το ίδιο όνομα (Wilamowitz) και ότι εκείνος που μνημονεύεται στο Πάριο Χρονικό ήταν ο τρίτος. Στον στ. 73 του Χρονικού αναφέρεται ότι ένας άλλος "Στησίχορος Ιμεραίος, ο δεύτερος, νίκησε στην Αθήνα" (γύρω στα 370/369 π.Χ.).

Συναυλία
καταρχήν η ταυτόχρονη εκτέλεση αυλητών· συμφωνία αυλητών. Πολυδ. (IV, 83): "Αθήνησι δε και συναυλία τις εκαλείτο συμφωνία τις αυλητών, εν Παναθηναίοις συναυλούντων" (στην Αθήνα συναυλία ονομαζόταν μια [σύμφωνη] εκτέλεση αυλητών, που έπαιζαν μαζί στα Παναθήναια). Ο Σήμος ο Δήλιος, στο πρώτο βιβλίο του έργου του Ιστορία της Δήλου (Αθήν. ΙΔ', 618Α, 9), ορίζει τη συναυλία ως ένα σύμφωνο αγώνα αυλού και ρυθμού, χωρίς λόγια από τον εκτελεστή. Αλλά ο όρος χρησιμοποιούνταν γενικά με τη σημασία: (α) ενός ντουέτου αυλών, δηλ. της ταυτόχρονης εκτέλεσης από δύο αυλητές. Η εκτέλεση με δίαυλο θεωρούνταν συναυλία· (β) ενός ντουέτου κιθάρας και αυλού ή εκτέλεσης δύο οργάνων, ενός αυλού και οποιουδήποτε άλλου οργάνου. Μια παραλλαγή αυτού του δεύτερου ήταν η έναυλος κιθάρισις (σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού). Στη δεύτερη περίπτωση, το έγχορδο όργανο, συνήθως κιθάρα, έπαιζε το κύριο μέρος, ενώ ο αυλός συνόδευε (ίσως με μια διακοσμητική γραμμή). Πρβ. ετεροφωνία. Φαίνεται ότι η συναυλία στην αρχική της μορφή είχε πολύ παλαιά καταγωγή και, κατά την παράδοση, εφευρέθηκε από τον Όλυμπο. Η συναυλία ως σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού εισάγεται από τη σχολή του Επίγονου. (Βλ. λ. έναυλος κιθάρισις.) Η λέξη σύναυλος σήμαινε σε συμφωνία με τον αυλό, αλλά επίσης σε συμφωνία με τη φωνή ή μ' ένα όργανο. Το ρήμα συναυλώ σήμαινε παίζω μαζί (σε συμφωνία) με αυλό· επίσης, συνοδεύω με αυλό. Στον Αθήναιο (ΙΔ', 617, 8) αναφέρεται με τη δεύτερη σημασία του: "Πρατίνας δε ο Φλιάσιος... αγανακτήσας επί τω τους αυλητάς μή συναυλείν τοις χοροίς, καθάπερ ήν πάτριον" (αλλά ο Πρατίνας ο Φλιάσιος... αγανάκτησε γιατί οι αυλητές δε συνόδευαν τους χορούς [χορωδίες], με τον παραδοσιακό τρόπο).
Βλ. τα λ. προσαύλημα και προσαύλησις.

Τελέστης
(420-345 π.Χ.)· συνθέτης διθυράμβων από τη Σελινούντα της Σικελίας (από όπου και η επωνυμία Σελινούντιος). Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη (ΙΔ', 46, 6), ανήκε σε μια ομάδα φημισμένων συνθετών διθυράμβων, όπως ο Φιλόξενος ο Κυθήριος, ο Τιμόθεος ο Μιλήσιος και ο Πολύειδος ("ήκμασαν δε κατά τούτον τον ενιαυτόν οι διασημότεροι διθυραμβοποιοί, Φιλόξενος Κυθήριος, Τιμόθεος Μιλήσιος, Τελέστης Σελινούντιος, Πολύειδος..."). Στα 402/401 π.Χ., πολύ νέος ακόμη, διαγωνίστηκε στην Αθήνα στο διθύραμβο και κέρδισε ένα βραβείο (Πάριο Χρονικό στ. 65). Στον Τελέστη αποδιδόταν μια αλλαγή στη ρυθμική σύνθεση του διθυράμβου· γι' αυτές τις αλλαγές και για την ανάμειξη στο ίδιο έργο διαφόρων αρμονιών και γενών ψέγεται από τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα και άλλους. Πέθανε στη Σικυώνα, όπου ο τύραννος Αρίστρατος έστησε μνημείο προς τιμή του. Διθύραμβοι του Τελέστη και του Φιλόξενου, μαζί με έργα των τριών μεγάλων τραγικών, ζητήθηκαν και στάλθηκαν για τις γιορτές που έγιναν στα Σούσα κατά το γάμο του Αλέξανδρου· για την αποστολή τους είχε φροντίσει ο Άρπαλος (πρβ. Πλούτ. Βίος Αλεξάνδρου 8). Ανάμεσα στα έργα του αναφέρονται η Αργώ και ο Ασκληπιός, από τα οποία διασώθηκαν μερικά αποσπάσματα.
Βλ. Bergk PLG ΙΙΙ, 627-631 και Anth. Lyr. 298-299.

Τυρταίος
(7ος αι. π.Χ.)· ελεγειακός ποιητής και μουσικός· ήταν γιος του Αρχέμβροτου και γεννήθηκε στην Αθήνα ή, σύμφωνα με μερικές πηγές, στην πόλη Άφιδνα της Λακωνίας. Η Σούδα τον αποκαλεί Λάκωνα ή Μιλήσιο και λέει πως ήταν σύγχρονος των επτά σοφών, ή ίσως παλαιότερος, και πως είχε ακμάσει κατά την 35η Ολυμπιάδα (γύρω στα 640 π.Χ.). Ακολουθώντας ένα δελφικό χρησμό, πήγε στη Σπάρτη κατά τον δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο (685-667 π.Χ.), και με τα εμβατήρια και τα πολεμικά του τραγούδια ενέπνευσε τέτοιο ενθουσιασμό στους Σπαρτιάτες, ώστε νίκησαν τους Μεσσήνιους. Μετά το νικηφόρο τέλος του πολέμου, ο Τυρταίος έγινε πολίτης της Σπάρτης, όπου θαυμάστηκε και τιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό· αποφασίστηκε μάλιστα οι ελεγείες του και τα πολεμικά του τραγούδια να τραγουδιούνται από τους Σπαρτιάτες την παραμονή κάθε εκστρατείας. Εχουν διασωθεί ορισμένα του ποιήματα· συγκεκριμένα: Ευνομία, Υποθήκαι και Εμβατήρια. Βλ. Bergk Anth. Lyr. 24-29 δεκατρείς ελεγείες σε κάπως εκτεταμένα αποσπάσματα· επίσης PLG II, 8-22, Ευνομία, Υποθήκαι, Εμβατήρια.

Χορηγός
ο αρχηγός του χορού, που αργότερα ονομαζόταν κορυφαίος. Στην Αθήνα, ο χορηγός ήταν επίσης το πρόσωπο που πλήρωνε τις δαπάνες της οργάνωσης του χορού και της δραματικής παράστασης. Αγέχορος ή ηγέχορος ήταν άλλοι όροι για το χορηγό· επίσης, χορηγέτης, ηγεμών (του χορού). Πλάτων (Νόμοι Β', 665Α): "Θεούς δε, έφαμεν, ελεούντας ημάς συγχορευτάς τε και χορηγούς ημίν δεδωκέναι τον τε Απόλλωνα και Μούσας, και δή και τρίτον, έφαμεν, ει μεμνήμεθα Διόνυσον" (όπως είπαμε, οι θεοί, από ευσπλαχνία, μας χάρισαν συγχορευτές και αρχηγούς χορού τον Απόλλωνα και τις Μούσες και, όπως είπαμε, έναν τρίτο, αν θυμούμαστε τον Διόνυσο). Ο Δημήτριος ο Βυζάντιος, στο τέταρτο βιβλίο του έργου του Περί ποιήσεεως, λέει: "εκάλουν δε και χορηγούς ούχ ώσπερ νυν τους μισθουμένους τους χορούς, αλλά τους καθηγουμένους του χορού, καθάπερ αυτό τούνομα σημαίνει" (και ονόμαζαν χορηγούς [αρχηγούς χορού] όχι, όπως σήμερα, εκείνους που μισθώνουν τους χορούς, αλλά τους αρχηγούς του χορού, όπως φανερώνει η ετυμολογία της λέξης) (Αθήν. ΙΔ', 633Α-Β, 33).
Βλ. επίσης λ. χοροστάτης.


χορήγημα· η δαπάνη για την οργάνωση ενός χορού. χορήγησις· η καταβολή των δαπανών για την οργάνωση ενός χορού. χορηγία· το λειτούργημα του χορηγού. χορηγείον· ο τόπος όπου τα μέλη των χορών συγκεντρώνονταν και ασκούνταν από το χορηγό. Φρύνιχος (Επιτομή, Σοφιστική Προπαρασκευή· έκδ. Ι. de Borries, I., 1911, σ. 126): "χορηγείον (Δημοσθ. XIX, 200), ο τόπος ένθα ο χορηγός τους τε χορούς και τους υπηρέτας συνάγων συνεκρότει" (χορηγείο [λεγόταν] ο τόπος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορούς [τα μέλη των χορών] και τους βοηθούς και κατάρτιζε [το χορό]).

Ωδείον
κτίριο στο οποίο γίνονταν μουσικές και άλλες εκτελέσεις και διαγωνισμοί. Ωδείον· οικοδόμημα στην Αθήνα που αναγέρθηκε από τον Περικλή. Κατά τον Ησύχιο, ωδείο ήταν: "τόπος εν ώ, πριν το θέατρον κατασκευασθή, οι ραψωδοί και οι κιθαρωδοί ηγωνίζοντο" (ένας τόπος όπου, πριν κτιστεί το θέατρο, διαγωνίζονταν οι ραψωδοί και οι κιθαρωδοί).

Αρμόνιος
σπουδαία μουσική προσωπικότητα του 2ου μ.Χ. αι., γιός του Σύρου γνωστικού αιρετικού [[Βαρδεσάνος|Βαρδεσάνου]]. Γεννήθηκε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας και μαθητεύοντας κοντά στον πατέρα του έγινε κάτοχος λαμπρής ελληνικής παιδείας. Έγραψε και συγχρόνως μελοποίησε ύμνους, που αν και θεωρήθηκαν "κακόδοξοι", επέδρασαν αποφασιστικά στο έργο του Εφραίμ και γενικά, στην "ορθόδοξη" εκκλ. υμνογραφία της εποχής του. Έτσι, θεωρείται ως ο πραγματικός πατέρας της φημισμένης συριακής υμνογραφίας. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν (και φυσικά περί αυτού πρόκειται) ότι ο [[Αρμόνιος]] δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να προσαρμόσει τους αρχαίους ελλ. μουσικούς νόμους στους χριστανικούς ύμνους (βλ. και "`Αρειος και αραιανίζουσα μουσική"). Πολλοί υποστηρίζουν ότι σπούδασε μουσική και φιλοσοφία στην Αθήνα. Του αποδίδεται η σύνθεση 150 ψαλμών, που όμως θεωρούνται από τον Εφραίμ ως ποιητικά έργα του [[Βαρδεσάνος|Βαρδεσάνου]]. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, ο άγιος Εφραίμ ιδιοποιήθηκε όχι μόνο τη μουσική, αλλά και τους μουσικούς χαρακτήρες του [[Αρμόνιος|Αρμόνιου]], μεταφέροντας την ελλ. μουσική στην ορθόδοξη χριστιανική υμνογραφία... (βλ. και Κ.Ν. Σάθα: "Ιστορικόν Δοκίμιον περί του Θεάτρου και της Μουσικής των Βυζαντινών", σελίδες 139,40,41). `Aλλωστε σ' αυτό συμφωνεί και ο Θεοδώρητος: "ὁ τοίνυν θεῖος Ἐφραίμ ....τοῖς μέτροις Ἁρμονίου ἐπιστήσας καὶ τοὶς ἐκείνου μέλεσι συμφώνους ὠδὰς τοὶς ἐκκλησιαστικοὶς δόγμασι παραθέμενος ἐς δεῦρο Σύρους παρέδωκε ψάλλειν". Ας δούμε όμως τί γράφει για τον Βαρδεσάνο και τον Αρμόνιο ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στην "Εκκλησιαστική Ιστορία" του (βιβλ. IX, κεφ. 16): "Ο μὲν τὴν ἐπώνυμον συνεστήσατο αἳρεσιν, ὁ δὲ παῖς ἀποχρώντως διὰ τῶν ἑλληνικῶν λόγων ἀχθεὶς μέτροις νόμων καὶ μουσικοῖς ῥυθμοῖς τὰς π α τ ρ ί ο υ ς ὑπῆγε φωνὰς καὶ κατὰ κύκλον ᾄδειν χοροῦ παρεδίδου ὃσα καὶ νῦν ἐξ ἐκείνου Σύροι ἔχοντες ψάλλουσι, πλὴν οὐκ αὐτὰ ὣσπερ ἐκεῖνος ἐξέθετο, μόνοις δὲ τοῖς μέλεσι χρώμενοι τῆς γὰρ πατρικῆς αἱρέσεως μετασχὼν καὶ ἐπίσης Ἓλλησι περὶ γενέσεως ψυχῆς καὶ φθορᾶς σώματος καὶ τῆς ἐσομένης παλιγγενεσίας δοξάζων, τοὶς ὑπὸ λύραν μέλεσι τὰς τοιαύτας δόξας ὑπέσπειρεν, οἷς οἱ πολλοὶ τῶν Σύρων κατακηλούμενοι ἠρέμα πως προσεθίζοντο τὰς τοιαύτας δόξας προσίεσθαι ὑπὸ τοῦ κάλλους τῶν ὀνομάτων καὶ τοῦ τῆς μελῳδίας ῥυθμοῦ"...

Αρχέστρατος
1) αρχαίος μουσικός που άκμασε μετά τον Αριστόξενο. Ίδρυσε μουσική Σχολή προσκείμενη μάλλον στους Πυθαγορείους (Δίδυμος, σε Πτολεμαίου "Αρμον." 211). Πιθανόν να ταυτίζεται προς τον ομώνυμο ποιητή των ελληνιστικών χρόνων. 2) δραματικός ποιητής και χοροδιδάσκαλος που άκμασε στην Αθήνα την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου (Πλούταρχος "Αριστ." 1).

Ασκληπίεια
έτσι ονομάζονταν οι γιορτές προς τιμήν του Ασκληπιού. Γίνονταν στην Αθήνα, την Κώ, την Πέργαμο, τη Λάμψακο, την Άγκυρα, την Κάρπαθο, τη Νίκαια, την Τύρο, τη Λαοδίκεια, τη Ροδιόπολη, τους Σόλους και αλλού. Όμως η επιφανέστερη από όλες τις αρχαίες σχετικές γιορτές ήταν τα πεντετηρικά Μεγάλα Ασκληπίεια στην Επίδαυρο, που διαρκούσαν 7 μέρες και τελούνταν "μετὰ ἐννέα ἡμέρας τῶν Ἰσθμίων", περιλαμβάνοντας εκτός από γυμνικούς και διάσημους μουσικούς αγώνες (Πλάτωνος "Ιων" 530α).
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Αναζήτηση στη Μουσιπαιδεία

Συρακούσες

Κύναιθος
Αρχαίος ραψωδός από τη Χίο. Το σχόλιο του Πινδάρου ("Νεμεόνικος" β' 1) τον θεωρεί ως πρώτο ραψωδό των Ομηρικών επών στις Συρακούσες κατά τα τέλη του 6ου π.Χ. αι. Όμως έγκυροι σχολιαστές αμφισβητούν το κατά πόσο οι φιλότεχνες Συρακούσες αγνοούσαν ώς τότε τον Όμηρο. Στον Κύναιθο επίσης αποδίδεται από ορισμένους (ασφαλώς λανθασμένα) ο Ύμνος προς τον Δήλιο Απόλλωνα.

Σιμωνίδης ο Κείος
(Ιουλίς της Κέω 556 π.Χ. - Συρακούσες 468 π.Χ.). Ήταν ο πολυγραφότατος των αρχαίων Ελλήνων μελοποιών και διέπρεψε σε όλα τα είδη της λυρικής δημιουργίας: ύμνους, θρήνους, παιάνες, υπορχήματα, διθύραμβους, παρθέν(ε)ια, σκόλια, εγκώμια, επινίκια. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε Αυλές τυράννων ή βασιλέων ελληνικών πόλεων (συνθέτοντας λυρικά έργα και εξαργυρώνοντας πανάκριβα --ως ονομαστός παραδόπιστος-- τις υπηρεσίες του...). Τα 9 τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε στις Συρακούσες, στην Αυλή του Ιέρωνα, όπου συναντήθηκε τόσο με τον Βακχυλίδη (που ήταν ανιψιός του) όσο και με τον μεγάλο Πίνδαρο (που ήταν ο κατ' εξοχήν ανταγωνιστής του). Καλλιέργησε με έξοχη τέχνη τη χορική ποίηση. Ο Πλάτων τον κατατάσσει στους 7 σοφούς και δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από κανέναν ούτε η ποιητική επιδεξιότητα ούτε η πολυμάθειά ούτε η αξία του. Διέπρεψε κυρίως στα υπορχήματα, απεικονίζοντας μοναδικά με ρυθμούς και λέξεις τις περιεχόμενες ιδέες, αλλά και κινήσεις! Για τούτο και καυχιόταν ότι ήξερε να μιμείται με τη φωνή τις υγρές κινήσεις των ποδιών... (Πλουταρχος "Συμπόσιον" ΙΧ.15, 2). Κέρδισε την 80ή νίκη του, όταν ήταν 80 ετών! (θυμίζουμε ότι κέρδισε τον Μαραθωνομάχο Αισχύλο στην ελεγεία για τους πολεμιστές του Μαραθώνα...). Τα περιφημότερα των ασμάτων του που έγιναν για ιδιώτες, ήταν τα επινίκια (θυμίζουμε επίσης τα πασίγνωστα επιγράμματά του στους τύμβους του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών καθώς και το ότι, δικοί του στίχοι τίμησαν τους τύμβους τόσο του Αρτεμισίου όσο και των Πλαταιών!...). Ήταν επίσης μεγαλοφυής στη σύνθεση θρήνων, γιατί είχε ίδιον "τὸ οἰκτίζεσθαι μὴ μεγαλοπρεπῶς, ὡς ὁ Πίνδαρος, ἀλλὰ παθητικῶς" (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς 420). Το μυστικό του ήταν να μιλάει με λίγα και απλά λόγια για τα ανεξήγητα και τα αιώνια...Ορισμένες μεταγενέστερες πηγές τού απέδωσαν την προσθήκη της 8ης χορδής στη λύρα. Όμως αυτό δεν πρέπει να ευσταθεί, γιατί η 8η χορδή (η «τονική» στην οκτάβα) αποτελεί μαθηματική συνέπεια και «κορωνίδα» του Πυθαγόρειου μουσικού συστήματος. Επομένως θεωρείται απίθανο να ανακάλυψε ο Πυθαγόρας τη θεμελιώδη αναγκαιότητα της 8ης χορδής και να μην την πρόσθεσε στη λύρα, ούτε αυτός ούτε οι μαθητές του... Τέλος, παραθέτουμε τα 2 γνωστότερα «επινίκια» επιγράμματά του Σιμωνίδη (σε Θερμοπύλες: «@Ω ξείν ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις....» και Μαραθώνα: «Ἑλλήνων προμαχούντων Αθηναῖοι Μαραθῶνι...») και επίγραμμά του στον τάφο ενός εργάτη (μεταφραστές: ο Γ. Κότζιουλας και στο τρίτο, ο Ηλ. Βουτιερίδης) : «Φέρε διαβάτη μήνυμα στους Λακεδαιμονίους πως σκοτωθήκαμε εδώ, πιστοί στο πρόσταγμά τους». «Πρόμαχοι Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνιο κάμπο των χρυσοστόλιστων Περσών τσακίσαν τα φουσάτα». «ΆAνθρωπε, δεν αντικρύζεις τον τάφο του Κροίσου, μα ενός άντρα που δούλεψε με τα χέρια του· μικρό το μνήμα, μα εμένα μου φτάνει».

Αγγελική
Η Αγγελική ήταν είδος παντομιμικού χορού που εκτελούσαν κατά τη διάρκεια των συμποσίων στις Συρακούσες. Αθήν.(ΙΔ', 629Ε, 27): "και την αγγελικήν δε πάροινον ηκρίβουν ορχησιν" (και [οι Συρακούσιοι] τελειοποίησαν έναν άλλο χορό, την αγγελικήν, που χορευόταν σε συμπόσια). Ο Πολυδεύκης (Ονομ. IV, 103) λέει ότι ο χορός αυτός μιμούνταν αγγελικά σχήματα (μορφές) ("το δε αγγελικόν εμιμείτο σχήματα αγγέλων" [αγγελιοφόρων]).


Ευριπίδης
(480;-406 π.Χ.)· γεννήθηκε στη Σαλαμίνα (η χρονολογία της γέννησής του δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη) και πέθανε στη Μακεδονία, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου. Κατά το Πάριο Χρονικό (έκδ. F. Jacoby, 50) γεννήθηκε "όταν ο Αισχύλος κέρδισε για πρώτη φορά στην τραγωδία", δηλαδή το 485 π.Χ. ("κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Φιλοκράτη"). Η Σούδα λέει ότι "γεννήθηκε την ημέρα που οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες" (στη Σαλαμίνα), δηλαδή το 480 π.Χ. Μια παλιά παράδοση, αρκετά διαδομένη, όπως φαίνεται, στην αρχαιότητα, και όχι ολότελα αστήρικτη, συνέδεε τους τρεις μεγάλους τραγικούς με τη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας· σύμφωνα με αυτήν, ο Αισχύλος εκείνη την ημέρα πολεμούσε εναντίον των Περσών στη Σαλαμίνα, ο Ευριπίδης γεννιόταν, και αμέσως κατόπι, ο Σοφοκλής, μόλις 16 χρόνων, τέθηκε επικεφαλής της πομπής κατά τους εορτασμούς της νίκης.

Από τη μουσική του Ευριπίδη διασώθηκαν δύο μικρά και κολοβωμένα αποσπάσματα: 1. Ένα μέρος από το πρώτο στάσιμο του Ορέστη (στ. 338 κέ.)· βρέθηκε το 1892 σ' έναν πάπυρο του Rainer και δημοσιεύτηκε στα Papyri Erzherzog Rainer το 1894. Μεταγράφηκε για πρώτη φορά στη νεότερη ευρωπαϊκή γραφή από τον Carl Wessely (Der Pap. Erzh. Rainer, τόμ. V, Βιέννη 1892). 2. Ένα απόσπασμα από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι, το οποίο ανακαλύφτηκε τον Δεκέμβριο του 1972 από τη μουσικολόγο Denise Jourdan-Hemmerlinger σ' έναν πάπυρο του Πανεπιστημίου του Leyden (αρ. 510) και δημοσιεύτηκε στα Comptes Rendus des Seances de l' annee 1973 (σ. 295) της Academie des Inscriptions et Belles-Lettres (Παρίσι).
Bλ. περισσότερες λεπτομέρειες και για τα δύο αυτά αποσπάσματα στο λ. λείψανα ελληνικής μουσικής (αρ. 1 και 15).
Αυτές οι αποσπασματικές και ατέλειωτες μελωδίες δεν μπορούν να μας δώσουν καμία ιδέα για τη μουσική του Ευριπίδη. Είναι, ωστόσο, γνωστό από αρχαίες πηγές ότι, παρά την άδικη εχθρότητα και τους χλευασμούς του Αριστοφάνη,1 η μουσική του είχε πολλούς θαυμαστές και πολλές από τις μελωδίες του έγιναν δημοφιλείς όσο ζούσε, αλλά και μετά το θάνατό του. Ο Πλούταρχος (Νικίας 29) διηγείται ότι μετά την καταστροφική εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Συρακουσών (415-413 π.Χ.) πολλοί Αθηναίοι σώθηκαν χάρη στον Ευριπίδη, η μουσική του οποίου είχε πολλούς θαυμαστές στη Σικελία· "άλλοι (Αθηναίοι) παλεύοντας να σωθούν, μετά τη μάχη, έπαιρναν τροφή και νερό τραγουδώντας μερικά από τα τραγούδια του" ("των μελών άσαντες"). Στον Λύσανδρο (15) πάλι, ο Πλούταρχος διηγείται ένα άλλο χαρακτηριστικό ανέκδοτο: σε μια σύσκεψη των συμμάχων για να συζητήσουν τους όρους της παράδόσης που θα επιβάλλονταν στην πολιορκημένη Αθήνα (404 π.Χ.), μερικοί από τους συμμάχους της Σπάρτης πρότειναν να πουληθούν οι Αθηναίοι ως σκλάβοι και η πόλη να κατεδαφιστεί και να καταστραφεί· "αλλά, κατόπι, όταν σ' ένα συμπόσιο των αρχηγών ένας από τη Φωκίδα τραγούδησε το πρώτο χορικό μέλος (πάροδο) από την Ηλέκτρα, που αρχίζει: "Αγαμέμνονος ώ Κόρα, ήλυθον, Ηλέκτρα...", συγκινήθηκαν κι ένιωσαν συμπόνια και τους φάνηκε πολύ σκληρή πράξη να καταστρέψουν μια τόσο φημισμένη πόλη, που γέννησε τέτοιους ανθρώπους". Ο Αξιόνικος, κωμικός ποιητής του 4ου αι. π.Χ., στην κωμωδία του Φιλευριπίδης (Αθήν. Δ', 175Β· Kock CAF ΙΙ, 412) λέει: "έχουν τόσο αρρωστημένο πάθος για τα λυρικά τραγούδια του Ευριπίδη, που οτιδήποτε άλλο στα μάτια τους φαίνεται σαν θρήνος ενός ισχνού πνευστού και μεγάλη ενόχληση". Μερικές από τις μελωδίες του επέζησαν και τραγουδιόνταν για αιώνες. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας (1ος αι. π.Χ.) είναι μάρτυρας· στο βιβλίο του Περί συνθέσεως ονομάτων (XI, Ακοαίς ηδέα τίνα) προβαίνει σε λεπτομερειακή μουσική ανάλυση της μελωδίας του Ευριπίδη, που τραγουδά η Ηλέκτρα προς το χορό στον Ορέστη ("Σίγα, σίγα, λευκόν ίχνος αρβύλης..."). Ο Ευριπίδης έγραψε 92 δράματα, από τα οποία 78 ήταν γνωστά στους Αλεξανδρινούς· από αυτά 19 έχουν διασωθεί πλήρη: Άλκηστις, Μήδεια, Ηρακλείδες, Ιππόλυτος, Εκάβη, Ικέτιδες, Ανδρομάχη, Ηρακλής Μαινόμενος, Τρωάδες, Ηλέκτρα, Ίων, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Ελένη, Φοίνισσαι, Ορέστης, Βάκχαι, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Κύκλωψ (σατυρικό δράμα) και Ρήσος (αυθεντικότητα αμφισβητούμενη). Έχουν διασωθεί πολλά αποσπάσματα από άλλα δράματά του. Κέρδισε πέντε φορές σε δραματικούς αγώνες, από τους οποίους τον ένα μεταθανάτια (Σούδα). Έχει συνθέσει επίσης μια ελεγεία για τον Νικία και τους Αθηναίους που χάθηκαν στον πόλεμο με τις Συρακούσες (413 π.Χ.) και ένα επινίκιο για τον Αλκιβιάδη.
Πρβ. Bergk Anth. Lyr. 130-131, δύο αποσπ. και το επινίκιο. Nauck TGF, 363-716, και Ο. Schroeder, Euripides, Cantica, 2η εκδ., Τ., 1928.
Σχετικά με τη μουσική του Ευριπίδη αναφέρουμε, ανάμεσα σε άλλα, τα ακόλουθα: F. Α. Gevaert, Histoire et theorie de la musique de l' antiquite, Γάνδη 1881, τόμ. II, ιδιαίτ. σσ. 214-240 και 538-550. Evanghelos Moutsopoulos, "Euripide et la philosophie de la musique", REG 85, 1962, σσ. 396-452.
1. Ο Αριστοφάνης συχνά αποκαλούσε χλευαστικά τις μελωδίες του Ευριπίδη επύλλια (επύλλιον, μικρό έπος, τραγουδάκι). Στην Ειρήνη (531-532) ο Αριστοφάνης κάνει μια σκόπιμη αντιδιαστολή ανάμεσα στις μελωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, ονομάζοντας τις πρώτες μέλη και τις δεύτερες επύλλια ("Σοφοκλέους μελών, κιχλών, επυλλίων Ευριπίδου"). Στους Αχαρνής (398-400) λέει με σκληρά κοροϊδευτικό τρόπο (μέσο του υπηρέτη του Ευριπίδη) ότι "το μυαλό του [του Ευριπίδη] είναι έξω συλλέγοντας [συρράπτοντας] τραγουδάκια (ξυλλέγων επύλλια), ενώ αυτός ο ίδιος είναι ξαπλωμένος κάτω με τα πόδια του πάνω και γράφει μια τραγωδία".


Σαπφώ
(περ. 630-570 π.Χ.)· το όνομά της στην αιολική διάλεκτο ήταν Ψάπφα ή Ψαπφώ. Γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου και έζησε στη Μυτιλήνη. Εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει για λίγο καιρό το νησί και να ζήσει στις Συρακούσες· το Πάριο Χρονικό (στ. 36) τοποθετεί τη μετάβασή της στη Σικελία γύρω στα 603-602 π.Χ.: "άφ' οδ Σαπφώ εκ Μυτιλήνης εις Σικελίαν έπλευσε, φυγούσα... άρχοντος Αθήνησιν μεν Κριτίου του προτέρου" (603/602). Ξαναγύρισε στην πατρίδα της γύρω στα 590 π.Χ. Η μεγαλύτερη λυρική ποιήτρια της αρχαίας Ελλάδας, που επονομάστηκε Δεκάτη Μούσα, ή Θνητή Μούσα και Θηλυκός Όμηρος, υπήρξε και περίφημη μουσικός· η ποίηση και η μουσική ήταν αξεχώριστα συνυφασμένες στη φύση της. Κατά τον Αριστόξενο (Πλούτ. Περί Moυσ. 1136C-D, 16), στη Σαπφώ αποδιδόταν η επινόηση της μιξολυδικής αρμονίας (βλ. λ. Πυθοκλείδης)· κατά τη Σούδα, ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε το πλήκτρο στην κιθάρα. Συνέθεσε ύμνους, επιθαλάμια, επιγράμματα κτλ. Ο θάνατος της έχει συνδεθεί με διάφορους μύθους· σύμφωνα με τον πιο διαδεδομένο, η Σαπφώ, απογοητευμένη από τόν άτυχο έρωτά της για έναν ωραίο νέο, τον Φάωνα, αυτοκτόνησε πέφτοντας στή θάλασσα από το ακρωτήριο Λευκάτας, στή Λευκάδα. Ο τάφος της όμως λέγεται πώς βρισκόταν στη Μυτιλήνη.
Βιβλιογραφία:
Βλ. Bergk PLG III, 83-140 και Anth. Lyr. 193-208. Ε. Lobel, The Fragments of the Lyrical Poems of Sapho (Σαπφούς Μέλη), Οξφόρδη 1925. Ε. Lobel - D. L. Page, Poetarum Lesbiorum Fragmenta, Οξφόρδη 1955. D. L. Pago, Sappho and Alcaeus, Οξφόρδη 1959.

Σιμωνίδης
(556-468/7 π.Χ.)· λυρικός ποιητής και συνθέτης· γεννήθηκε στην πόλη Ιουλίδα (Ιουλίς) της Κέας, γι' αυτό και επονομαζόταν Κείος. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, τα τελευταία του όμως χρόνια στις Συρακούσες (και στον Ακράγαντα), όπου πέθανε σε ηλικία 88 χρόνων (Πάρ. Χρον. στ. 57: "και Σιμωνίδης ο ποιητής ετελεύτησεν βιούς έτη 88"). Ο Σιμωνίδης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας και ένας γόνιμος συνθέτης ύμνων, υπορχημάτων, εγκωμίων, παιάνων, ελεγείων, παρθενίων, θρήνων και επιγραμμάτων. Εφηύρε τον επίνικο και εισήγαγε το θρήνο στο χορικό τραγούδι. Η Σούδα αποδίδει σε αυτόν την προσθήκη της 8ης χορδής στη λύρα, την οποία ο Νικόμαχος αποδίδει στον Πυθαγόρα και ο Βοήθιος στον Λυκάονα της Σάμου. Κατά τη μακρά ζωή του τιμήθηκε πολύ και κέρδισε περισσότερα απο 55 βραβεία σε αγώνες.
Βλ. Bergk PLG III, 382-535, 250 αποσπάσματα και Anth. Lyr. 233-267, το κείμενο εγκωμίων, επίνικων, υπορχημάτων, θρήνων, ελεγείων, επιγραμμάτων. Επίσης, Page PMG, 237-323, αποσπ. 506-653.

Επίχαρμος
(530-440 π.Χ.). Γιος του Πυθαγόρειου αυλητή Θύρσου. Ο δημιουργός της σικελικής κωμωδίας γεννήθηκε στην Κω (ή στις Συρακούσες) και έγραψε περίπου 50 έργα, από τα οποία σώζονται 37 τίτλοι και μερικά αποσπάσματα. Εικάζεται ότι σ' αυτά τα έργα, παρ' ότι όλα συνοδεύονταν από μουσική και ορισμένα χρησιμοποιούσαν 3 υποκριτές, απουσίαζε παντελώς ο χορός.

Θεοδωρίδας
(3ος π.Χ. αι.). Ο γνωστός ποιητής από τις Συρακούσες με τα 18 διασωζόμενα λογιότατα επιγράμματα στην Παλατινή Ανθολογία, είχε γράψει (κατά τον Αθήναιο) και 2 διθυράμβους με τίτλους "Κένταυροι" και "Εις τον Έρωτα".

Σώφρων
(μέσα 5ου π.Χ. αι.). Δραματογράφος από τις Συρακούσες, συνεχιστής του Επίχαρμου και του Φόρμη. Έγραφε σε δωρική διάλεκτο και ποιητική πρόζα κι ήταν ο πρώτος, λένε, που επινόησε τους μίμους (μιμοδράματα). Ο Πλάτων ήταν αυτός που τον έκανε γνωστό στη "μητροπολιτική" Ελλάδα και αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο στους Θεόκριτο και Ηρώνδα. Σώζονται μόνο οι τίτλοι ορισμένων έργων του: "Ψαράς", "Προξενήτρα", "Πεθερά", "Μοδίστρες", "Οι γυναίκες που παρακολουθούνε τα Ίσθμια", "Οι γυναίκες που λένε πως θα βγάλουν το φεγγάρι", κ.λπ.

Φιλόξενος o Eυλυτίδου
(Κύθηρα 435/434 - Έφεσος 380/379 π.Χ.). Ονομαστός αρχαίος διθυραμβοποιός. Όταν οι Αθηναίοι κατέλαβαν τα Κύθηρα (423 π.χ.) ή όταν οι Λακεδαιμόνιοι τα ανακατέλαβαν, αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε δούλος: "Δούλωνα τὸν μουσικὸν Φιλόξενον, ἐπειδὴ δοῦλος ἔλεγον ὁ Φιλόξενος, ἦν δὲ τὸ γένος Κυθήριος" ([[Αθήναιος|Αθήναιος]]). Αρχικά τον αγόρασε κάποιος Αγεσύλας, που σε λίγο πέθανε και τότε ο Φιλόξενος στάθηκε τυχερός, γιατί τον αγόρασε ο Μελανιππίδης (που τον δίδαξε ποίηση και μουσική). Αφού έμεινε αρκετό καιρό κοντά του και έμαθε καλά την τέχνη, πήγε στις Συρακούσες και εγκαταστάθηκε στην Αυλή του Διονυσίου Α'. Αλλά εκεί, κρίνοντας με παρρησία τα ανόητα δράματα που συνέθετε ο τύραννος, τον εξόργιζε και έτσι κατέληξε κατάδικος στα λατομεία. Κατά καιρούς ο τύραννος τον ανακαλούσε από τα απάνθρωπα καταναγκαστικά έργα και του ζητούσε τη γνώμη του γιά τα καινούργια έργα, που στο μεταξύ είχε γράψει. Εκείνος τότε, αντί άλλης απάντησης, στρεφόταν προς τον δεσμοφύλακά του, λέγοντας "Άντε, πάμε πίσω!..." («Ἄπαγέ με εἰς τὰς λατομίας»). Όμως ο Διονύσιος επέμενε κι όταν μετά από μια νέα ακρόαση, εισέπραξε για τη νέα τραγωδία του τη μονολεκτική κρίση του Φιλόξενου -"Οικτρά" (λέξη που εξέφραζε τη χείριστη γνώμη του μεγάλου διθυραμβοποιού για το έργο) κολακεύτηκε πολύ, γιατί νόμισε ότι η τραγωδία του πέτυχε το σκοπό της (δηλαδή να διεγείρει τον οίκτο των θεατών...). Έτσι άφησε ελεύθερο τον καλλιτέχνη, που εγκαταστάθηκε στον Τάραντα και κατόπιν στην Κόρινθο. Ο Φιλόξενος συνέθεσε 24 διθυράμβους (Σούδα) οι οποίοι, παρά τα σκώμματα του Αριστοφάνη ("Πλούτος" 290) φημίστηκαν σε όλη την Ελλάδα, και επί Πολύβιου (IV, 20) τραγουδιόνταν στα θέατρα της Αρκαδίας. Όταν μάλιστα ο Αλέξανδρος που ήταν στην Ασία ζήτησε από τον Άρπαλο να του στείλει σπουδαία βιβλία για ανάγνωση, αυτός, μαζί με τα έργα των τριών μεγάλων τραγικών, του έστειλε και διθυράμβους του Φιλόξενου!... Από τους 24 διθυράμβους του (που θαυμάζονταν για την ευτραπελία, τη σαφήνεια της γλώσσας και τη μελωδική σύνθεση της μουσικής τους έκφρασης) περιφημότερος ήταν ο "Κύκλωψ" (με θέμα τον έρωτα των Κυκλώπων προς την Γαλάτεια). Άλλες πηγές υπογραμμίζουν την ποικιλία και την πρωτοτυπία των μελωδιών του, επιμένοντας στους έντονους χρωματισμούς και τις αρμονικές "μετατροπίες" που χρησιμοποιούσε (γι’ αυτό και τον χαρακτηρίζουν "λαϊκιστή"). Δυστυχώς από τα έργα του περισώθηκαν μόνο τίτλοι και ελάχιστα αποσπάσματα ("Μυσοί", "Σύροι", "Φαέθων", κ.λπ.). Ο [[Αθήναιος|Αθήναιος]] γράφει για τον Φιλόξενο (ΧΙV, 643): "Ήταν πράγματι θεός μεταξύ των ανθρώπων, γιατί κατανόησε την αληθινή μουσική".

Χιτώνια
(τα) Αρχαιοελληνική γιορτή του αττικού Δήμου Χιτώνη προς τιμήν της Αρτέμιδος Χιτωνίας (της εικονιζόμενης με κοντό κυνηγητικό χιτώνιο). Χιτώνια γιορτάζονταν επίσης στη μυκηναϊκή Σπάρτη, αλλά και στις Συρακούσες (όπου, κατά τον Αθήναιο, συνοδεύονταν από ιδιότυπο χορό και μουσική: «παρά δὲ Συρακοσίοις καὶ χιτωνίας Ἀρτέμιδος ὄρχησίς τις ἐστιν ἴδιος και αὔλησις»). Άλλοι πάλι μεταγενέστεροι συγγραφείς θεωρούν ότι η Άρτεμις Χιτωνία ήταν επίκλητη της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, προς τιμήν της οποίας διοργανώνονταν ανά τετραετία στη Βραυρώνα Αττικής λαμπρές γιορτές και αγώνες ραψωδών με αντικείμενο την «Ιλιάδα» ([[Ησύχιος|Ησύχιος]]) οι οποίοι απετέλεσαν πρότυπο των αντίστοιχων αγώνων που καθιέρωσε στα [[Παναθήναια|Παναθήναια]] ο Πεισίστρατος. Επίσης, οι εκεί ανασκαφές απεκάλυψαν μικρούς πήλινους κρατήρες του 5ου π.Χ. αι., στους οποίους εικονίζονται κοπέλες με κοντό χιτώνα να χορεύουν (προφανώς προς τιμήν της Αρτέμιδος).
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Syracuse Archaeological Site

http://www.historvius.com/syracuse-archaeological-site-1016/

Thomas A. Pallen
Theatre History
Austin Peay State University

Dance and Ancient Drama: The Connection Between Siracusa and Hellerau



Sophocles' Women of Trachis (Siracusa, 1933)

Perhaps the greatest challenge involved in modern productions of Greek drama centers on the chorus, especially in regard to the question of music and movement. In 1914, the producers of Aeschylus' Agamemnon at Siracusa, Sicily, entrusted the difficult problem of choreography to members of the Geneva School of Jaques-Dalcroze. Emile Jaques-Dalcroze had first opened a school or laboratory of dance at Hellerau, near Dresden, where he developed and taught the form of movement called Eurythmics. Although best known to modern theatre historians through its connection with Adolphe Appia, the Hellerau school and Eurythmics quickly developed an international fame. This presentation explores the connection between Eurythmics and the productions of ancient drama at Siracusa, an alliance that continued in cycles presented in 1927, 1930, 1933, 1936, 1939, 1948, 1950, and 1952. During these years, three choreographers of the Dalcroze school worked at Siracusa: Valerie Kratina, Jia Ruskaja, and Rosalie Chaldek. In 1990, the latter received an Eschilo d'Oro, the highest award presented by the Istituto Nazionale del Dramma Antico, which sponsors the Siracusa productions. In addition to written documentation, slides of still photographs of the work of these choreographers will serve as a basis for this presentation.
To top of this page
To "Crossing the Stages" Home Page

http://homepage.usask.ca/~jrp638/abstracts/pallen.html
 

Attachments

  • siracusa.JPG
    26.4 KB · Views: 2

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Αναζήτηση στη Μουσιπαιδεία

Αγέλαος
ο Τεγεάτης (6ος αι. π.Χ.)· κιθαριστής από την Τεγέα. Στέφθηκε νικητής στους 8ους Πυθικούς Αγώνες (558 π.Χ.) ως κιθαριστής, όταν, κατά τον Παυσανία (Χ, 7, 7), η κιθαριστική (σόλο κιθάρας) είχε εισαχθεί για πρώτη φορά στα Πύθια. Βλ. το κείμενο του Παυσανία στο λ. κιθάρισις-κιθαριστική.

Κλονάς
αυλητής και συνθέτης του 7ου αι. π.Χ. Γεννήθηκε στην Τεγέα της Αρκαδίας (γι' αυτό και το επώνυμό του Τεγεάτης), αλλά οι Βοιωτοί υποστήριζαν πως γεννήθηκε στη Θήβα. Έζησε αμέσως μετά τον Τέρπανδρο, του οποίου την εφεύρεση του κιθαρωδικού νόμου ακολούθησε με την καθιέρωση του αυλωδικού νόμου (Ηρακλ. Ποντ. στον Πλούτ. Περί μουσ. 1132C, 3, 1133Α, 5). Εισήγαγε επίσης τα προσόδια και εφεύρε δύο αυλωδικούς νόμους, τον απόθετο και το σχοινίωνα βλ. λ. αυλωδία. Ο Κλονάς συνέθεσε ελεγείες και επικά τραγούδια.

Ανύτη Τεγεάτισσα. Ονομαστή λυρική ποιήτρια από την Τεγέα της Αρκαδίας. Έζησε πριν από το 300 π.Χ. Δημιούργησε ποιητική «σχολή» --την «πελοποννησιακή»-- και την μιμήθηκαν αρκετοί κατοπινοί ομότεχνοί της. Παραθέτουμε δείγμα της τέχνης της (σε μετάφραση Σίμου Μενάρδου) «Του Βάκχου δες περήφανο τον τράγο τον προκέρα τηρώντας τ’ άσπρα γένια του, το μάτι πώς σφαλά, καμαρωτός γιατί συχνά στα βράχ’ η Νύμφη πέρα τα μάγουλα του χάδεψε με χέρια ροδαλά»
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Ιμαίος
δημοτικό τραγούδι των μυλωνάδων. Ο ιμαίος αναφέρεται στον Αθήναιο (ΙΔ', 618, 10), ανάμεσα σε άλλα δημοτικά τραγούδια, με αυτά τα λόγια: "ιμαίος, η επιμύλιος καλούμενη [ωδή], ήν περί τους αλέτους ήδον" (ιμαίος, το λεγόμενο επιμύλιο τραγούδι, που το τραγουδούσαν κατά το άλεσμα [με τις μυλόπετρες]). Επίσης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (Αθήν. ΙΔ', 619Β, 10) γράφει: "ιμαίος, ωδή μυλωθρών" (ίμαιος, τραγούδι των μυλωνάδων). Ο Πλούταρχος (Επτά Σοφών Συμπόσιον 157D-E, 14) έχει διασώσει τους στίχους ενός ρεφραίν από ένα χαριτωμένο τραγούδι της Μυτιλήνης, της εποχής του Αλκαίου και της Σαπφώς:
"Άλει, μύλα, άλει και γαρ Πίττακος αλεί μεγάλας Μυτιλάνας βασιλεύων". (Άλεθε, μύλε, άλεθε, γιατί κι ο Πιττακός αλέθει, της μεγάλης Μυτιλήνης ο κυβερνήτης).
Ο Πιττακός, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας (7ος/6ος· αι. π.Χ.), υπήρξε κυβερνήτης (αισυμνήτης, εκλεγμένος άρχων) της Μυτιλήνης για δέκα χρόνια.
Σημείωση: ιμαίος ονομάστηκε από τη λέξη ιμαλίς, η οποία, καθώς εξηγείται στον Αθήναιο (ΙΔ', 618D, 10), στους Δωριείς σήμαινε το "νόστο" και τα "επίμετρα των αλέτων" ("νόστος", το προϊόν του αλέσματος).

Αγήνωρ
ο Μυτιληναίος (περ. 4ος αι. π.Χ.)· πολύ γνωστός μουσικός της εποχής του. Ήταν από τους συνεχιστές της διδασκαλίας του Λάσου και σύγχρονος του περίφημου ρήτορα Ισοκράτη (436-338 π.Χ.). Η μουσική σχολή του αναφέρεται από τον Αριστόξενο (Αρμ. II, Mb 36, 35 ως 37, 1.)· μαζί με τη σχολή του Πυθαγόρα του Ζακύνθιου, και από τον Πορφύριο (Wallis ΙΙΙ, 189). Στους μαθητές του περιλαμβάνονταν και οι εγγονοί του Ισοκράτη, ο οποίος, από εκτίμηση στη διδασκαλία του μουσικού, έκανε έκκληση, σε μια ειδική επιστολή του προς τους άρχοντες της Μυτιλήνης, να επιτρέψουν την επιστροφή του στην πατρίδα από την εξορία ("Τοις Μυτιληναίων Άρχουσιν").

Τοῖς Μυτιληναίων ἄρχουσιν

οἱ παῖδες οἱ Ἀφαρέως, ὑιδεῖς δ᾽ ἐμοί, παιδευθέντες ὑπ᾽ Ἀγήνορος τὰ περὶ τὴν μουσικήν, ἐδεήθησάν μου γράμματα πέμψαι πρὸς ὑμᾶς, ὅπως ἄν, ἐπειδὴ καὶ τῶν ἄλλων τινὰς κατηγάγετε φυγάδων, καὶ τοῦτον καταδέξησθε καὶ τὸν πατέρα καὶ τοὺς ἀδελφούς. λέγοντος δέ μου πρὸς αὐτοὺς ὅτι δέδοικα μὴ λίαν ἄτοπος εἶναι δόξω καὶ περίεργος, ζητῶν εὑρίσκεσθαι τηλικαῦτα τὸ μέγεθος παρ᾽ ἀνδρῶν οἷς οὐδὲ πώποτε πρότερον οὔτε διελέχθην οὔτε συνήθης ἐγενόμην, ἀκούσαντες ταῦτα πολὺ μᾶλλον ἐλιπάρουν. [2] ὡς δ᾽ οὐδὲν αὐτοῖς ἀπέβαινεν ὧν ἤλπιζον, ἅπασιν ἦσαν καταφανεῖς ἀηδῶς διακείμενοι καὶ χαλεπῶς φέροντες. ὁρῶν δ᾽ αὐτοὺς λυπουμένους μᾶλλον τοῦ προσήκοντος, τελευτῶν ὑπεσχόμην γράψειν τὴν ἐπιστολὴν καὶ πέμψειν ὑμῖν. ὑπὲρ μὲν οὖν τοῦ μὴ δικαίως ἂν δοκεῖν μωρὸς εἶναι μηδ᾽ ὀχληρὸς ταῦτ᾽ ἔχω λέγειν. [3]
ἡγοῦμαι δὲ καλῶς ὑμᾶς βεβουλεῦσθαι καὶ διαλλαττομένους τοῖς πολίταις τοῖς ὑμετέροις, καὶ πειρωμένους τοὺς μὲν φεύγοντας ὀλίγους ποιεῖν, τοὺς δὲ συμπολιτευομένους πολλούς, καὶ μιμουμένους τὰ περὶ τὴν στάσιν τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν. μάλιστα δ᾽ ἄν τις ὑμᾶς ἐπαινέσειεν ὅτι τοῖς κατιοῦσιν ἀποδίδοτε τὴν οὐσίαν: ἐπιδείκνυσθε γὰρ καὶ ποιεῖτε πᾶσι φανερὸν ὡς οὐ τῶν κτημάτων ἐπιθυμήσαντες τῶν ἀλλοτρίων, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τῆς πόλεως δείσαντες ἐποιήσασθε τὴν ἐκβολὴν αὐτῶν. [4] οὐ μὴν ἀλλ᾽ εἰ καὶ μηδὲν ὑμῖν ἔδοξε τούτων μηδὲ προσεδέχεσθε μηδένα τῶν φυγάδων, τούτους γε νομίζω συμφέρειν ὑμῖν κατάγειν. αἰσχρὸν γὰρ τὴν μὲν πόλιν ὑμῶν ὑπὸ πάντων ὁμολογεῖσθαι μουσικωτάτην εἶναι καὶ τοὺς ὀνομαστοτάτους ἐν αὐτῇ παρ᾽ ὑμῖν τυγχάνειν γεγονότας, τὸν δὲ προέχοντα τῶν νῦν ὄντων περὶ τὴν ἱστορίαν τῆς παιδείας ταύτης φεύγειν ἐκ τῆς τοιαύτης πόλεως, καὶ τοὺς μὲν ἄλλους Ἕλληνας τοὺς διαφέροντας περί τι τῶν καλῶν ἐπιτηδευμάτων, κἂν μηδὲν προσήκωσι, ποιεῖσθαι πολίτας, ὑμᾶς δὲ τοὺς εὐδοκιμοῦντάς τε παρὰ τοῖς ἄλλοις καὶ μετασχόντας τῆς αὐτῆς φύσεως περιορᾶν παρ᾽ ἑτέροις μετοικοῦντας. [5] θαυμάζω δ᾽ ὅσαι τῶν πόλεων μειζόνων δωρεῶν ἀξιοῦσι τοὺς ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσι κατορθοῦντας μᾶλλον ἢ τοὺς τῇ φρονήσει καὶ τῇ φιλοπονίᾳ τι τῶν χρησίμων εὑρίσκοντας, καὶ μὴ συνορῶσιν ὅτι πεφύκασιν αἱ μὲν περὶ τὴν ῥώμην καὶ τὸ τάχος δυνάμεις συναποθνῄσκειν τοῖς σώμασιν, αἱ δ᾽ ἐπιστῆμαι παραμένειν ἅπαντα τὸν χρόνον ὠφελοῦσαι τοὺς χρωμένους αὐταῖς. [6] ὧν ἐνθυμουμένους χρὴ τοὺς νοῦν ἔχοντας περὶ πλείστου μὲν ποιεῖσθαι τοὺς καλῶς καὶ δικαίως τῆς αὑτῶν πόλεως ἐπιστατοῦντας, δευτέρους δὲ τοὺς τιμὴν καὶ δόξαν αὐτῇ καλὴν συμβαλέσθαι δυναμένους: ἅπαντες γὰρ ὥσπερ δείγματι τοῖς τοιούτοις χρώμενοι καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς συμπολιτευομένους ὁμοίους εἶναι τούτοις νομίζουσιν. [7]

ἴσως οὖν εἴποι τις ἂν ὅτι προσήκει τοὺς εὑρέσθαι τι βουλομένους μὴ τὸ πρᾶγμα μόνον ἐπαινεῖν ἀλλὰ καὶ σφᾶς αὐτοὺς ἐπιδεικνύναι δικαίως ἂν τυγχάνοντας, περὶ ὧν ποιοῦνται τοὺς λόγους. ἔχει δ᾽ οὕτως. ἐγὼ τοῦ μὲν πολιτεύεσθαι καὶ ῥητορεύειν ἀπέστην: οὔτε γὰρ φωνὴν ἔσχον ἱκανὴν οὔτε τόλμαν: οὐ μὴν παντάπασιν ἄχρηστος ἔφυν οὐδ᾽ ἀδόκιμος, ἀλλὰ τοῖς τε λέγειν προῃρημένοις ἀγαθόν τι περὶ ὑμῶν καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων φανείην ἂν καὶ σύμβουλος καὶ συναγωνιστὴς γεγενημένος, αὐτός τε πλείους λόγους πεποιημένος ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς αὐτονομίας τῆς τῶν Ἑλλήνων ἢ σύμπαντες οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες. [8] ὑπὲρ ὧν ὑμεῖς ἄν μοι δικαίως πλείστην ἔχοιτε χάριν: μάλιστα γὰρ ἐπιθυμοῦντες διατελεῖτε τῆς τοιαύτης καταστάσεως. οἶμαι δ᾽ ἄν, εἰ Κόνων μὲν καὶ Τιμόθεος ἐτύγχανον ζῶντες, Διόφαντος δ᾽ ἧκεν ἐκ τῆς Ἀσίας, πολλὴν ἂν αὐτοὺς ποιήσασθαι σπουδήν, εὑρέσθαι με βουλομένους ὧν τυγχάνω δεόμενος. περὶ ὧν οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι δεῖ πλείω λέγειν: οὐδεὶς γὰρ ὑμῶν οὕτως ἐστὶ νέος οὐδ᾽ ἐπιλήσμων, ὅστις οὐκ οἶδε τὰς ἐκείνων εὐεργεσίας. [9]

οὕτω δ᾽ ἄν μοι δοκεῖτε κάλλιστα βουλεύσασθαι περὶ τούτων, εἰ σκέψαισθε, τίς ἐστιν ὁ δεόμενος καὶ ὑπὲρ ποίων τινῶν ἀνθρώπων. εὑρήσετε γὰρ ἐμὲ μὲν οἰκειότατα κεχρημένον τοῖς μεγίστων ἀγαθῶν αἰτίοις γεγενημένοις ὑμῖν τε καὶ τοῖς ἄλλοις, ὑπὲρ ὧν δὲ δέομαι τοιούτους ὄντας, οἵους τοὺς μὲν πρεσβυτέρους καὶ τοὺς περὶ τὴν πολιτείαν ὄντας μὴ λυπεῖν, τοῖς δὲ νεωτέροις διατριβὴν παρέχειν ἡδεῖαν καὶ χρησίμην καὶ πρέπουσαν τοῖς τηλικούτοις. [10]

μὴ θαυμάζετε δ᾽ εἰ προθυμότερον καὶ διὰ μακροτέρων γέγραφα τὴν ἐπιστολήν: βούλομαι γὰρ ἀμφότερα, τοῖς τε παισὶν ἡμῶν χαρίσασθαι καὶ ποιῆσαι φανερὸν αὐτοῖς ὅτι, κἂν μὴ δημηγορῶσι μηδὲ στρατηγῶσιν ἀλλὰ μόνον μιμῶνται τὸν τρόπον τὸν ἐμόν, οὐκ ἠμελημένως διάξουσιν ἐν τοῖς Ἕλλησιν. ἓν ἔτι λοιπόν: ἂν ἄρα δόξῃ τι τούτων ὑμῖν πράττειν, Ἀγήνορί τε δηλώσατε καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ὅτι μέρος τι καὶ δι᾽ ἐμὲ τυγχάνουσιν ὧν ἐπεθύμουν.

Isocrates. Isocrates with an English Translation in three volumes, by George Norlin, Ph.D., LL.D. Cambridge, MA, Harvard University Press; London, William Heinemann Ltd. 1980

http://webcache.googleusercontent.c...+Τοῖς+Μυτιληναίων+ἀρχοῦσιν&cd=1&hl=el&ct=clnk

Σαπφώ
(περ. 630-570 π.Χ.)· το όνομά της στην αιολική διάλεκτο ήταν Ψάπφα ή Ψαπφώ. Γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου και έζησε στη Μυτιλήνη. Εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει για λίγο καιρό το νησί και να ζήσει στις Συρακούσες· το Πάριο Χρονικό (στ. 36) τοποθετεί τη μετάβασή της στη Σικελία γύρω στα 603-602 π.Χ.: "άφ' οδ Σαπφώ εκ Μυτιλήνης εις Σικελίαν έπλευσε, φυγούσα... άρχοντος Αθήνησιν μεν Κριτίου του προτέρου" (603/602). Ξαναγύρισε στην πατρίδα της γύρω στα 590 π.Χ. Η μεγαλύτερη λυρική ποιήτρια της αρχαίας Ελλάδας, που επονομάστηκε Δεκάτη Μούσα, ή Θνητή Μούσα και Θηλυκός Όμηρος, υπήρξε και περίφημη μουσικός· η ποίηση και η μουσική ήταν αξεχώριστα συνυφασμένες στη φύση της. Κατά τον Αριστόξενο (Πλούτ. Περί Moυσ. 1136C-D, 16), στη Σαπφώ αποδιδόταν η επινόηση της μιξολυδικής αρμονίας (βλ. λ. Πυθοκλείδης)· κατά τη Σούδα, ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε το πλήκτρο στην κιθάρα. Συνέθεσε ύμνους, επιθαλάμια, επιγράμματα κτλ. Ο θάνατος της έχει συνδεθεί με διάφορους μύθους· σύμφωνα με τον πιο διαδεδομένο, η Σαπφώ, απογοητευμένη από τόν άτυχο έρωτά της για έναν ωραίο νέο, τον Φάωνα, αυτοκτόνησε πέφτοντας στή θάλασσα από το ακρωτήριο Λευκάτας, στή Λευκάδα. Ο τάφος της όμως λέγεται πώς βρισκόταν στη Μυτιλήνη.
Βιβλιογραφία:
Βλ. Bergk PLG III, 83-140 και Anth. Lyr. 193-208. Ε. Lobel, The Fragments of the Lyrical Poems of Sapho (Σαπφούς Μέλη), Οξφόρδη 1925. Ε. Lobel - D. L. Page, Poetarum Lesbiorum Fragmenta, Οξφόρδη 1955. D. L. Pago, Sappho and Alcaeus, Οξφόρδη 1959.

Αρχύτας ο Αρμονικός
μουσικός από τη Μυτιλήνη, άγνωστης εποχής, αναφερόμενος από τον Αθήναιο (ΙΓ', 600F) ως ένας από τους αρμονικούς· έγραψε ένα βιβλίο για τη μουσική, στο οποίο υποστήριζε ότι ο Αλκμάν ήταν ο πιο σημαντικός ποιητής ερωτικών τραγουδιών. Ο Διογ. Λαέρτιος (XVIII, 4, 82) διηγείται γι' αυτόν τον Αρχύτα ότι, όταν σ' ένα διαγωνισμό τον κατηγόρησαν πως δεν ακουγόταν, απάντησε: "το οργανό μου θα μιλήσει για μένα και θα νικήσει". Βλ. Hesychius Milesius, FHG IV, 159.

Φρύνις
γεννήθηκε στη Μυτιλήνη (από όπου και η επωνυμία Μυτιληναίος) το 475 π.Χ. περίπου. Κατά τη Σούδα, άρχισε τη σταδιοδρομία του ως αυλωδός, γρήγορα όμως στράφηκε προς την κιθάρα, με την καθοδήγηση του φημισμένου κιθαριστή ("ευδόκιμος κιθαριστής") Αριστοκλείδη: "παραλαβών δε [Αριστοκλείδης] Φρύνιν αυλωδούντα, κιθαρίζειν εδίδαξεν". Το 446 π.Χ. διαγωνίστηκε στα Παναθήναια στην κιθαρωδία και κέρδισε πρώτο βραβείο. Ο Φρύνις θεωρείται ο αρχηγός της σχολής των καινοτόμων του 5ου-4ου αι. π.Χ. στην Ελλάδα. Χρησιμοποίησε την εννεάχορδη κιθάρα και πολύ διακοσμητικό και μετατροπικό στιλ στη μελοποιία. Συνέβαλε ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του κιθαρωδικού νόμου και τον μετέτρεψε σε κάτι παρόμοιο με "άρια κοντσέρτου". Όταν κάποτε πήγε στη Σπάρτη, ένας έφορος έκοψε δύο χορδές από την εννεάχορδη κιθάρα του, γιατί ξεπερνούσαν τις παραδοσιακές επτά, λέγοντας ότι δε θα του επιτρεπόταν να διαφθείρει τη μουσική. Παρόμοιο επεισόδιο συνέβη αργότερα στον Τιμόθεο. Σε ώριμη ηλικία, το στιλ του έγινε πιο συντηρητικό· έτσι, η Μουσική, στην κωμωδία του Φερεκράτη Χείρων (βλ. τα λ. Κινησίας, Μελανιππίδης, Τιμόθεος), τον συγχωρεί, "γιατί, παρόλο που έσφαλε, μετάνιωσε κατόπι". Αν και είχε επικριθεί πολύ από τους κωμικούς ποιητές για τις καινοτομίες του, είχε μεγάλη εκτίμηση από άλλους. Ο Αριστοτέλης, στα Μεταφυσικά του (Α', 993Β), γράφει: "αν δεν υπήρχε ο Τιμόθεος δε θα είχαμε τόσες πολλές μελωδικές συνθέσεις, και αν δεν υπήρχε ο Φρύνις δε θα είχε υπάρξει και ο Τιμόθεος". Απο τα έργα του δεν έχει διασωθεί τίποτε.

Κριναγόρας
Αρχαίος λυρικός ποιητής-επιγραμματοποιός από τη Μυτιλήνη. Γεννήηκε στις αρχές του 1ου π.Χ. αι. και διετέλεσε πρεσβευτής της γενέτειράς του στη Ρώμη. Έτσι γνώρισε αυτοκράτορες και άλλους ισχυρούς του Ρωμαϊκού Κράτους, που τους εξύμνησε δεόντως αποκτώντας μεγάλη καλλιτεχνική φήμη. Παραθέτουμε νεκρικό του επίγραμμα (σε μετάφραση Σίμου Μενάρδου) : «Ώς και το μισοφέγγαρο, που φέγγει βράδυ βράδυ σκοτίστη και νυχτόσβησε με θλίψη του κρυφή, γιατ’ είδε τη συνώνυμη Σελήνη μεσ στον Άδη χλωμή να δύνει κι άπνοη στη χώρα τη ζοφή. Σαν άλλοτε την προίκισε με λάμψη της, σκοτάδι τώρα η Σελήνη σκόρπισε στης κόρης την ταφή».
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ἄστερες μὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν
ἂψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος,
ὄπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπηι
γᾶν ...
ἀργυρία
 

Attachments

  • Thermi Lesvos.jpg
    257.9 KB · Views: 0

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Αρχαία λιμενικά κατάλοιπα της Μυτιλήνης.
 

Attachments

  • μιτ.jpg
    7.5 KB · Views: 11
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Αθήναιος
(2ος/3ος αι. μ.Χ.)· γραμματικός και σοφιστής. Γεννήθηκε στη Ναύκρατι της Αιγύπτου και έζησε ανάμεσα στο 160 και 230 μ.Χ. Το κύριο έργο του είναι οι Δειπνοσοφισταί, γραμμένο πιθανόν μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κόμμοδου (180-192 μ.Χ.), που διακωμωδείται στο 12ο βιβλίο του (537). Το μνημειώδες αυτό έργο αποτελείται από 15 βιβλία, μερικά από τα οποία όμως δεν έχουν ολότελα διασωθεί· μέρη των βιβλίων Α', Β', Γ', ΙΔ' και ΙΕ' έχουν χαθεί. Τα βιβλία Α', Δ', ΙΔ' και ΙΕ' περιέχουν σημαντικές πληροφορίες για την αρχαία ελληνική μουσική· ιδιαίτερα τα βιβλία Δ' (από το 174Α ως το 185) και ΙΔ' (616Ε-639) περιέχουν πληροφορίες για μουσικά όργανα (Δ') και για χορούς, για διάφορα επαγγέλματα, για ωδές, γένη, αρμονίες κτλ. (ΙΔ'). Πολύ από το μουσικό υλικό των Δειπνοσοφιστών προέρχεται από τον Ηρακλείδη τον Ποντικό, τον Δούρι, τον Αριστόξενο και πολλές άλλες, πιο παλιές πηγές. Η πρώτη έκδοση έγινε με την επίβλεψη του διάσημου Κρητικού φιλολόγου Μάρκου Μουσούρου (βλ. λ. Ησύχιος) στη Βενετία το 1514 από τον κώδικα Marcianus gr. 447. Έκτοτε έχουν γίνει πολλές εκδόσεις του ελληνικού κειμένου και μεταφράσεις (ορισμένων μερών ή ολόκληρου του έργου) σε διάφορες γλώσσες· ανάμεσα σ' αυτές η έκδοση του ελληνικού κειμένου από τον G. Kaibel (Teubner, Λιψία 1887-1890) και με αγγλική μετάφραση από τον καθηγητή Ch. Β. Gullick (Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Cambridge Mass. 1927-1941), στην Κλασική Βιβλιοθήκη Loeb.

Πολυδεύκης Ιούλιος
Σοφιστής και γραμματικός του 2ου μ.Χ. αι., από την Ναύκρατι της Αιγύπτου. Πήγε στη Ρώμη (επί αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου) και ανέλαβε (μαζί με άλλους σοφούς) την εκπαίδευση του Κόμμοδου, με τη βασιλική εύνοια του οποίου ανέλαβε αργότερα (το 178 μ.Χ.) την έδρα της ρητορικής στην Αθήνα. Έμεινε σ’ αυτή τη θέση ώς τον θάνατό του (πέθανε 58 ετών). Το σπουδαιότερο έργο του ήταν το "Ονομαστικόν", ένα Λεξικό 10 βιβλίων που δανειζόταν την περισσότερη ύλη του από προηγούμενες αξιόλογες εργασίες αυτού του τύπου (του Δίδυμου, του Τρύφωνα, του Πάμφιλου, του Σουητώνιου, κ.ά.) καθώς και από το "Ονομαστικόν" του Γοργία. Δυστυχώς το πολυτιμότατο αυτό σύγγραμμα διασώθηκε σε επιτομή (που έχει γίνει προ του 9ου αι.) κι έτσι πολλές μαρτυρίες και παραπομπές του δεν έφτασαν σε μας. Αντίγραφο αυτής της επιτομής είχε ο Βυζαντινός λόγιος Αρέθας (που έγινε αρχιεπίσκοπος Πατρών το 907). Από το αρχετύπο του Αρέθα προήλθαν όλα τα αντίγραφα του "Ονομαστικού", με Α΄ έκδοση εκείνη του Άλδου Μανούτιου (Βενετία 1502). Πάντως στο 4ο βιβλίο, ο Πολυδεύκης, έχοντας για οδηγό τη "Θεατρική Ιστορία" του Ιόβα (Ιούβα) αναφέρεται στα της μουσικής, του θεάτρου, των μουσικών οργάνων, κ.λπ., δίνοντάς μας πλήθος διαφωτιστικές πληροφορίες. Η [[Σούδα|Σούδα]] αποδίδει στον Πολυδεύκη την πατρότητα και άλλων συγγραμμάτων, μεταξύ των οποίων και του: "Σαλπιγκτὴς ἤ ἀγὼν μουσικός".
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
''Ο Φαραώ Άμασις (Amasis, 570-526 π.Χ.), θα επαινεθεί ιδιαίτερα από τις ελληνικές πηγές της εποχής (βλ. Ηρόδοτος, Β΄ 169-182), λόγω των σημαντικών προνομίων που παραχώρησε στην ελληνική παροικία που είχε κέντρο την πόλη του δυτικού Δέλτα Ναύκρατι, στα νοτιοδυτικά της Σάϊδος.''
 

Attachments

  • lower_egypt.JPG
    26.7 KB · Views: 0

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Ίαμβος
(α) σατιρικό, πειραχτικό τραγούδι. Οι ίαμβοι αυτοσχεδιάζονταν σε μια τελετή προς τιμή της Δήμητρας. Λέγεται πως αυτή η συνήθεια προήλθε από την Ιάμβη, κόρη του Πάνα και της Ηχώς και θεραπαινίδα της Μετάνειρας, γυναίκας του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού· η Ιάμβη διασκέδασε με τα αστεία της τη Δήμητρα σε μια επίσκεψη της θεάς στη Μετάνειρα, στην Ελευσίνα. Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο, όταν η Δήμητρα, εξοργισμένη και απελπισμένη για την απαγωγή της κόρης της Περσεφόνης ήρθε στην Ελευσίνα και κάθισε πανω στη λεγόμενη αγέλαστη πέτρα ("αγέλαστος πέτρα"), η Ιάμβη την ψυχαγώγησε με τα αστεία της και την έφερε σε εύθυμη διάθεση. (Πρόκλ. Χρηστομ. Β, R. Westphal Script. Metr. Gr. 242). Ο Σήμος ο Δήλιος στο βιβλίο του Περί παιάνων (Αθήν. ΙΔ', 622Β, 16) λέει ότι οι ίαμβοι ήταν μασκοφόροι μίμοι, που παλαιότερα ονομάζονταν αυτοκάβδαλοι, και τα τραγούδια τους ονομάστηκαν επίσης ίαμβοι ("ύστερον δε ίαμβοι ωνομάσθησαν αυτοί τε [οι αυτοκάβδαλοι] και τα ποιήματα αυτών"). Ο τραγουδιστής των ιάμβων λεγόταν ιαμβιστής. Το ρήμα ιαμβίζω σήμαινε εκτελώ ίαμβους, άλλα και χλευάζω, σκώπτω ("και γαρ το ιαμβίζειν κατά τινα γλώσσαν λοιδορείν έλεγον": R. Westphal, ό.π. 242).
(β) ίαμβος ήταν κυρίως ο όρος για τον γνωστό μετρικό πόδα (U -). Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 38 Mb) λέει ότι "ο ίαμβος ονομάστηκε έτσι από το ρήμα ιαμβίζω, που σημαίνει σκώπτω, για την ανομοιότητα των μερών του". ιαμβικόν μέτρον· μέτρο αποτελούμενο από ίαμβους.
(γ) ίαμβοι και δάκτυλοι· κατά τον Στράβωνα (Θ', 3, 10) ήταν το τέταρτο μέρος του κιθαριστήριου πυθικού νόμου (βλ. λ. πυθικός νόμος), τμήμα που περιείχε τον θριαμβευτικό ύμνο για τη νίκη του θεού Απόλλωνα·

Αισχύλος
(525-456 π.Χ.)· γεννήθηκε στην Ελευσίνα και πέθανε στη Γέλα της Σικελίας. Από τη μουσική του μεγάλου αυτού τραγικού δυστυχώς τίποτε δεν έχει διασωθεί. Γνωρίζουμε από αρχαίες πηγές ότι το μουσικό του ύφος (στιλ) ήταν απλό, αυστηρό και μεγαλόπρεπο· η μελωδική του γλώσσα ήταν διαποτισμένη με δυνατό λυρικό παλμό, αλλά ήταν καθαρή, απέριττη και διατονική, αποφεύγοντας προσεχτικά το χρωματικό γένος (πρβ. Πλούτ. Περί μουσ. 1137Ε, 20· βλ. επίσης λ. Φρύνιχος). Η μουσική στα δραματικά του έργα συγκεντρώνεται κυρίως στα χορικά μέρη· η χορική του μουσική, καθώς και η μουσική του Φρύνιχου, αντιπροσωπεύουν, για τον Αριστόξενο, τα "πραγματικά πρότυπα" δραματικής μουσικής. Ο λυρισμός του ωστόσο δεν περιορίζεται στα χορικά μέρη· απλώνεται παντού, σε όλο το δράμα.

Ο Αισχύλος έγραψε, κατά τη Σούδα, 90 δράματα· 79 είναι γνωστά με τον τίτλο τους. Επτά από αυτά έχουν, καθώς είναι γνωστό, διασωθεί: Πέρσαι, Επτά επί Θήβας, Ικέτιδες, Προμηθεύς Δεσμώτης και η τριλογία Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες). Σώθηκαν ολόκληρα, αλλά η μουσική τους παραμένει άγνωστη σ' εμάς. Πρέπει να καταφύγουμε στη ρυθμοποιία και την ποιητική γλώσσα, συχνά υπέρλαμπρη, υψιπετή και μεγαλόπνευστη, για να φανταστούμε ποιος μπορεί να ήταν ο χαρακτήρας της μελοποιίας του. Πραγματικά, διάφοροι μελετητές προσπάθησαν, μέσα από τη ρυθμική σύσταση των έργων του, να φέρουν σε φως τα μυστικά του αισχύλειου μέλους. Τέτοιες ποιητικές δημιουργίες ασύγκριτης λυρικής ομορφιάς, όπως ο "κομμός" του Ξέρξη και του χορού στους Πέρσες ή στις Χοηφόρες ανάμεσα στην Ηλέκτρα, τον Ορέστη και το χορό, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη γνώμη μερικών μελετητών ότι, "μολονότι αυτά τα δημιουργήματα της μουσικής ιδιοφυίας της αρχαίας Ελλάδας επιζούν μονάχα με τον ένα από τους δύο συντελεστές τους, τη ρυθμοποιία, μας φαίνονται σαν αισθητικές δημιουργίες, οι οποίες, με την εκφραστική τους δύναμη, στέκονται ισάξια κοντά στα μελωδικά αριστουργήματα του 19ου αι." (Gev. ΙΙ, 529, γιά την Ορέστεια). Ο Αισχύλος, μια ρωμαλέα μεγαλοφυία με επιβλητικό ποιητικό ανάστημα, υψηλής έμπνευσης, "γεμάτος από θεούς",1· δημιουργός νέων και μεγάλων λόγων,2· δημιουργός του ευρωπαϊκού δράματος,3· διακρίθηκε επίσης και ως μελωδικός συνθέτης. Μαζί με τα μέλη του δημιούργησε νέα σχήματα στην όρχηση και τα δίδασκε με προσωπικό ενδιαφέρον στο χορό. Έχει συνθέσει επίσης ελεγείες, και μάλιστα διαγωνίστηκε στην ελεγεία με τον Σιμωνίδη. Στέφθηκε νικητής δεκατρείς φορές σε δραματικούς αγώνες (κατά τη Σούδα, είκοσι οκτώ). Βλ. (α) Bergk Anth. Lyr. 124, τέσσερα αποσπάσματα από ελεγείες· (β) Nauck TGF 3-128, διάφορα αποσπάσματα από χαμένα έργα του· (γ) Ο. Schroeder, Αισχύλος, Cantica, β' εκδ., Τ. 1916. Σχετικά με τη ρυθμοποιία και τη μουσική του Αισχύλου μπορεί κανείς να συμβουλευτεί και τα ακόλουθα:. J. Η. Heinrich Schmidt, Die Kunstformen der griechischen Poesie -Die Eurhythmie in den Chorgesangen der Griechen, Λιψία 1868· βλ. ιδιαίτερα Text und Schemata στα "Χορικά" του Αισχύλου, σσ. 146-381. F. Α. Gevaert, Histoire et theorie de la musique de l'antiquite, II, Γάνδη 1881, σσ. 522-531. Evanghelos Moutsopoulos, "Une philosophie de la musique chez Eschyle", REG 72, 1959, σσ. 18-56. 1. "Plein des dieux", P. Girard, Les tragiques grecs, Παρίσι 1914, σ. XII. 2. "He built great words into towers"· Gilbert Murray, Aeschylus, the Creator of Tragedy, Oxford University Press, 1962, σ. 32. 3. J. T. Sheppard, Aeschylus and Sophocles, their Work and Influence, Νέα Υόρκη 1963, σ. 5

Μουσαίος
1. μυθικός ποιητής-μουσικός και αοιδός που έζησε στην Αττική· σύμφωνα με τον Αριστόξενο, καταγόταν από τη Θράκη ή την Ελευσίνα (FHG II, 23, απόσπ. 1). Σύμφωνα με ορισμένους μύθους, ήταν γιος του Εύμολπου, ενώ κατά τη Σούδα ήταν πατέρας του Εύμολπου. Ο Διογένης ο Λαέρτιος, που υποστηρίζει πως ήταν γιος του Εύμολπου, λέει ότι ο Μουσαίος "έγραψε μια "Θεογονία", όπου θεωρούσε και υποστήριζε πως όλα τα πράγματα προχωρούν από ενότητα σε ενότητα και αναλύονται πάλι σε ενότητα" (Α', Προοίμιον 3).
Ο Μουσαίος πέθανε στο Φάληρο και στον τάφο του υπήρχε το επίγραμμα:
Μουσαίος, στον αγαπητό του πατέρα Εύμολπο, Κοίτεται εδώ στο φαληρικό έδαφος θαμμένος.
Ο Μουσαίος θεωρείται σύγχρονος του Ορφέα και αναφέρεται ως μαθητής ή διδάσκαλός του. Ο μυθογράφος Ηρόδοτος Ηρακλειώτης (περ. 400 π.Χ.), έγραψε "την ιστορία του Ορφέα και του Μουσαίου" (πρβ. Φώτ. 80, 61 Α). Στον Μουσαίο, εκτός από τη "Θεογονία", αποδίδονταν ποιήματα θρησκευτικού χαρακτήρα, διάφοροι ύμνοι, ακόμα και χρησμοί.
2. Η Σούδα αναφέρει έναν άλλο Μουσαίο, τον Θηβαίο, γιο του Θάμυρι, που ήταν συνθέτης τραγουδιών (μελοποιός) πολύ πριν από τον Τρωικό πόλεμο.

Ίακχος
(και Ιάοκχος, Ίαχ(χ)ος). Κεντρικός θεός των Ελευσινίων Μυστηρίων που ταυτίζεται με τον Διόνυσο (ως η κατ' εξοχήν μυστική του υπόσταση). Το όνομά του διαμορφώθηκε από την ηχοποιητική λέξη Ἰαχή (την τελετουργική κραυγή των Μυστηρίων) και είναι συγγενικό προς την επίκληση του Διονύσου ως Βάκχου. Αλλά και ο ύμνος που τραγουδούσαν οι μυημένοι στην πομπή προς Ελευσίνα λεγόταν επίσης ἴακχος, όπως και ο θεός ([[Σούδα|Σούδα]]: "Ἰαχήματα, ᾠδαὶ Διονυσιακαί ").

Πολυκάων
Μυθικός βασιλιάς της Ανδανίας (αρχαία Μεσσηνία) επί της εποχής του οποίου εισήχθησαν στη χώρα του (από την Ελευσίνα ή τη Φλύα της Αττικής) οι οργανωμένες μυστικές τελετές, με φορέα τον ήρωα Καύκωνα (Παυσανίας). Η μύηση και οι τελετές που τη συνόδευαν απαγορεύτηκαν μετά τον Β΄ Μεσσηνιακό Πόλεμο (7ος π.Χ. αι.;) από τους νικητές Σπαρτιάτες, για να ξαναθεσπιστούν επί ηγεμονίας των Θηβαίων (369/68 π.Χ.). Σε λίθινη επιγραφή, που βρέθηκε το 1858 στη θέση Καμάρες, βρίσκουμε λεπτομέρειες για την αναδιοργάνωση των μυστηρίων της Ανδανίας (που πραγματοποιήθηκε το 91 π.Χ). Τότε, στο τελετουργικό μέρος της μύησης η μουσική έπαιζε σημαντικό πλέον ρόλο και εκτός από θρησκευτικές παραστάσεις με θρησκευτικά θέματα, είχαν διοργανωθεί μουσικοί Αγώνες και χοροί.

Τράτα
Κύκλιος χορός στα 2/4, που χορεύεται στα Μέγαρα, την Ελευσίνα και τη Σαλαμίνα. Πήρε την ονομασία του από τον ρυθμικό βηματισμό των ψαράδων που σύρουν τα δίχτυα της τράτας. Είναι χορός αρχαιότατος, όπως συνάγεται από γραφή αρχαίου τάφου στο Ρούβο της Απουλίας. Χορεύεται απο γυναίκες, με αρχική θέση την προσοχή και τα χέρια κρατημένα χιαστί από μπροστά. Η έτσι σχηματιζόμενη αλυσίδα κινείται ρυθμικά μπρός και πίσω εναλλακτικά, με λοξούς λικνιστικούς βηματισμούς. Η «τράτα» χορεύεται συνήθως στα πανηγύρια της εποχής του τρύγου (ιδίως στα Μέγαρα και κατά την τρίτη Ημέρα του Πάσχα).

Χορεία
(α) είδος θρησκευτικού χορού που εκτελούσαν μπροστά στα ιερά, κατά την πομπή των Ελευσίνιων· γενικά, ένας χορικός [χορωδιακός] χορός· επίσης, κυκλικός χορός με τραγούδι· σήμαινε ακόμα και χορική εξάσκηση, εκγύμναση του χορού. Πλάτων (Νόμοι Β', 654Α): "χορεία γε μην όρχησίς τε και ωδή το ξύνολόν εστι" (χορεία, βέβαια, είναι το σύνολο χορού και τραγουδιού), βλ. και 665Α. Και η Σούδα επίσης γράφει: "χορείαν, την μετά ωδής όρχησιν" (χορεία· όρχηση με τραγούδι).
(β) μια χορευτική μελωδία· Πρατίνας: "κισσοχαίτ' άναξ, άκουε ταν εμάν δώριον χορείαν" (κισσοστεφανωμένε θεέ, άκουσε τη δωρική μου χορεία [το τραγούδι μου στη δωρική αρμονία], στον Bergk PLG III, 559, απόσπ. 1, στ. 17).

Ιεροφάντης
έτσι ονομαζόταν στην αρχαία ελληνική θρησκεία ο ιερέας, ο "φαίνων τὰ ἱερά", που εξηγούσε δηλαδή στους μύστες τα ιερά και τα όσια. Ο τίτλος αποδιδόταν ιδαίτερα στον αρχιερέα των Ελευσινίων Μυστηρίων, που καταγόταν από το γένος των Ευμολπίδων, ήταν ισόβιος, αρτιμελής, άγαμος και καλλίφωνος. Διηύθυνε τα Μυστήρια βοηθούμενος από κήρυκες και επιμελητές. Στα καθήκοντά του ανήκαν: η κήρυξη της "εκεχειρίας", η ορκωμοσία των μυημένων, η διεύθυνση όλων των τελετών και το αρχικό τραγούδισμα όλων των ιερών ωδών.

Πομπή
πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία. Τελετή των Μεγάλων Διονυσίων, αλλά και άλλων μεγάλων αρχαίων εορτασμών ([[Παναθήναια|Παναθήναια]], κ.λπ.). Στο «Εποχικό Δράμα» (θρησκευτικές ιεροτελεστίες ανδρικών και μαιναδικών θιάσων, που πιστευόταν ότι βοηθούν τη μετάβαση από τον χειμώνα στην άνοιξη ή τον ερχομό της καινούργιας χρονιάς) αποτελούσε την αρχή της αλληλουχίας «πομπή-αγών-κώμος» και κατά τον Π. Λεκατσά («Διόνυσος») ορίζεται ως ιεροπομπική πορεία μιας ομάδας (θίασος, πανηγυριστές, Χορός) προς τον συγκεκριμένο τόπο που θα διεξαχθεί ο «αγών». Ο όρος «πομπή» χαρακτήριζε επίσης, αφ’ ενός την 6η ημέρα των Ελευσινίων Μυστηρίων (που ήταν γνωστή και ως «Ίακχος») αφ’ ετέρου τα «Δελφίνια» (γιορτές πολλών παραλιακών αρχαιοελληνικών πόλεων προς τιμήν του Δελφινίου Απόλλωνα). Σε όλες τις πομπές όλων των εποχών ώς τις μέρες μας, η μουσική έχει παίξει σημαντικό ρόλο, υποβάλλοντας ή ενισχύοντας το εκάστοτε συναισθηματικό κλίμα.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Το Καλλίχορον φρέαρ (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ, σελίδα 936)
 

Attachments

  • eleysina_kalixoro.jpg
    6.8 KB · Views: 13
  • agelastos_petra.jpg
    10 KB · Views: 17
  • 099_tif.jpg
    18.6 KB · Views: 13
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Τοπογραφικό διάγραμμα που απεικονίζει την σύνδεση Αθηνών-Ελευσίνος μέσω της Ιεράς Οδού.
 

Attachments

  • 292.jpg
    19.1 KB · Views: 14
  • 293_b.jpg
    13.6 KB · Views: 13
Last edited:
Top