Η πιθανότητα ανακάλυψης ενός κανόνα από τον οποίο προέρχονται οι παραπάνω ειρμοί θα ήταν για την υμνογραφία γεγονός ισάξιο με την ανάγνωση του δίσκου της Φαιστού. Ως τότε (και αν-ποτέ) ας θαυμάσουμε και ας ψάλουμε αυτό το υπέροχο ποίημα, στο οποίο το προσωπικό βίωμα (είτε είναι απευθείας του υμνωδού, είτε είναι του υμνωδού μέσω της φωνής ενός προφήτη, των παίδων, της κτίσης κ.λπ.) ξεχειλίζει με τρόπο που παρακάμπτει την αισθητική κανονικότητα των γνωστών μας ιεροπρεπών, θεολογικών κανόνων.
Αυτή η γόνιμη απόκλιση από την ποιητική νόρμα είχε επισημανθεί πολύ εμφατικά (θυμούνται οι παλαιότεροι) και για τα προσόμοια της Κυριακής του Τυφλού. Είναι το υπέροχο αποτέλεσμα που προκύπτει οταν ο ποιητής, που εχει μεν κοινό βίωμα αλλά όχι και κοινή ποιητική γλώσσα με τη νόρμα, προσπαθεί να εκφραστεί μέσω της δικής του και δημιουργεί μια απόκλιση ιδιαίτερα ποιητική για όποιον (όπως εμείς) έχει συνηθίσει να ακούει, να διαβάζει και να ψάλλει τη νόρμα.
Πώς αλλιώς μπορει να ερμηνευθεί η έκπληξη, αλλά και γλυκύτητα που αποπνέει μια φράση σαν και αυτή, όπου μιλάει η κτίση και λέει:
[...]
εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα
τὰ σεπτὰ Γενέθλια τοῦ λυτρωτοῦ μου
[...]