επιγόνειον,
έγχορδο όργανο της οικογένειας του
ψαλτηρίου , που παιζόταν δηλαδή απευθείας με τα δάχτυλα χωρίς τη βοήθεια
πλήκτρου . Είχε 40 χορδές και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα "
πολύχορδα " όργανα της αρχαίας Ελλάδας. Δεν είναι ακριβώς γνωστό ποια ήταν η εκτασή του, πόσες νότες έδινε και ποιος ήταν ο χαρακτήρας του. Αν το επιγόνειο κουρδιζόταν είτε
διατονικά είτε
χρωματικά (κατά ημιτόνια), η εκτασή του θα ξεπερνούσε τις πέντε οκτάβες στην πρώτη περίπτωση ή τις τρεις στη δεύτερη (κατά
ημιτόνια)· δηλ. πέρα από την έκταση που ήταν σε εφαρμογή, κατά τη μαρτυρία του
Αριστόξενου (Αρμ. Ι, 20 Mb): "...το μεγαλύτερο
σύμφωνο διάστημα είναι δύο οκτάβες και μία πέμπτη, γιατί δε φτάνουμε σε έκταση τις τρεις οκτάβες". Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι οι χορδές του επιγόνειου ήταν κατά ζεύγη, όπως στη
μάγαδι· έτσι, οι
φθόγγοι θα ήταν πραγματικά είκοσι.
Άλλοι, όπως ο Gevaert (ΙΙ, σ. 247), έχουν τη γνώμη ότι στο επιγόνειο θα γινόταν χρήση διαστημάτων μικρότερων από το ημιτόνιο. Ως προς το χαρακτήρα του μερικοί νομίζουν πως θα ήταν ένα όργανο σαν την
άρπα, τοποθετημένο όμως οριζόντια, όπως το βιεννέζικο τσίτερ [zither] (Th. Rein. La mus. gr. σ. 126).
Σύμφωνα με αρχαίες πηγές το επιγόνειο εφευρέθηκε από τον
Επίγονο , από τον οποίο πήρε και το όνομά του. Ο Κ. Sachs (Hist. of Mus. Instr. 137) προτείνει μιαν άλλη ετυμολογία για το επιγόνειο: από το επί + γόνυ. Υποθέτει ότι το επιγόνειο (και το
σιμίκιον επίσης) μπορεί να ήταν επίπεδο τσίτερ (zither, σε σχήμα τραπεζίου), που το τοποθετούσε ο εκτελεστής στα γόνατά του.
Ο
Αθήναιος (Δ', 183C-D, 81) γράφει τα ακόλουθα σχετικά με το επιγόνειο: "Ο Ιόβας αναφέρει επίσης το
λυροφοίνικα και το επιγόνειο, το οποίο, μετασχηματισμένο σήμερα σ' ένα όρθιο
ψαλτήριο, διατηρεί ακόμα το όνομα του εφευρέτη του". Βλ. επίσης,
Πολυδ. (IV, 59), που ορίζει τις χορδές του σε 40.
http://www.musipedia.gr/