εμμελής, εκείνος που είναι σύμφωνος με τους νόμους του μέλους · μελωδικός.
εμμελής κίνησις = μελωδική κίνηση·
Αριστόξενος (Ι, 9, 10 Mb): "...το χωρίσαι την εμμελή κίνησιν της φωνής από των άλλων κινήσεων" (η διάκριση ανάμεσα στη μελωδική κίνηση της φωνής και στις άλλες κινήσεις)· εμμελές τετράχορδον , το μελωδικό
τετράχορδο.
Ο
Βακχείος ο Γέρων (Εισαγ. 69, C.v.J. 307, Mb 16) λέει ότι εμμελείς είναι οι φθόγγοι που χρησιμοποιούν οι τραγουδιστές και εκτελεστές πάνω σε όργανα ("εμμελείς [φθόγγοι], οις οι άδοντες χρώνται και οι δια των οργάνων ενεργούντες"). Ο
Πτολεμαίος (Ι, 4, I.D. 10, 24-25) δίνει τον ακόλουθο κανόνα: "είσί δε εμμελείς μεν όσοι συναπτόμενοι προς αλλήλους εύφοροι τυγχάνουσι προς ακοήν,
εκμελείς δε όσοι μη ουτως έχουσι" (εμμελείς είναι οι φθόγγοι που, όταν συνδεθούν μεταξύ τους, είναι εύκολα [ευχάριστα] δεκτοί από το αυτί [την ακοή] και εκμελείς το αντίθετο).
Εμμελείς φθόγγοι και διαστήματα ήταν, σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, οι ακόλουθοι: το
ημιτόνιο (16:15), ο
τόνος "μείζων" και "ελάσσων" (9:8 και 10:9, αντίστοιχα), η μεγάλη και μικρή τρίτη (5:4 και 6:5, αντίστοιχα)· πρβ. Ι, 7, I.D. 15, 15-16, Wallis III, 16. Επίσης,
Πορφύρ. Comment. Wallis 292 και Κλεον. Εισ. 13, C.v.J. 205, Mb 21.
εμμελές· η ιδιότητα του να είναι κάτι σε συμφωνία με τους νόμους που κυβερνούν το μέλος·
Αριστόξ. ΙΙ, 37, 2: "η περί το εμμελές τε και εκμελές τάξις" (η τάξη που αφορά το μελωδικό και το μη μελωδικό). Πρβ. λ.
ηρμοσμένος.
εμμελώς· με τρόπο που να συμφωνεί με τους νόμους του μέλους· μελωδικά.
Αθήν ΙΔ', 623C, 17: "Πάνυ εμμελέστατα" (πάρα πολύ μελωδικά).
http://www.musipedia.gr/