Ο Ζαχαρίας ὁ Χανεντές
ὑπῆρξε κορυφαῖος μελοποιός καί
μία ἀπό τίς μεγαλύτερες μορφές τῆς Κλασικῆς ᾿Ανατολικῆς
Μουσικῆς. Οἱ Τοῦρκοι μελετητές θεωροῦν ὁμόφωνα ὅτι
ὑπῆρξε ὁ σημαντικότερος συνθέτης ἔργων γιά φωνή. Στόν
κώδικα Ξηροποτάμου 277, πρίν ἀπό μία σύνθεσή του, τόν
Καλοφωνικό Εἱρμό «Φρικτόν τό βῆμα σου», ἀναφέρεται
χαρακτηριστικά: «...τό δέ μέλος κυρίου Ζαχαρίου τοῦ
μουσικωτάτου τῆς Περσικῆς Τέχνης», ὑποδηλώνοντας
τή βαρύνουσα παρουσία τοῦ Ζαχαρία στήν ἐξωτερική
μουσική.
῾Η πιό ἄμεση μαρτυρία πού ἀφορᾶ στόν Ζαχαρία ἀπαντᾶται
στά χειρόγραφα Ξηροποτάμου 318 καί Βατοπεδίου 1427 (τό
1818, λίγα χρόνια μετά τό θάνατο τοῦ Ζαχαρία...). ᾿Εκεῖ,
ὁ ἱεροδιάκονος ᾿Αντιοχείας, Νικηφόρος Καντουνιάρης,
ἀνάμεσα στά βιογραφικά στοιχεῖα «ὅσων κατά καιρούς
ἤκμασαν στή μουσική» ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ζαχαρίας ὁ χανεντές
ἐν ἀρχῇ τοῦ ΙΖ’ αἰῶνος,
μαθητής πολλῶν,
ἀτελής δέ μείνας τῆς ἔσω μουσικῆς
εὐδοκίμησεν ὑπερβαλλόντως ἐν τῇ ἔξω».
῾Η μνεία αὐτή ἀποτελεῖ ἕνα σημεῖο ἀναφορᾶς στήν
περιδιάβαση τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ Ζαχαρία, μιᾶς καί
θίγει, ἔστωλακωνικά, τά ζητήματα πού θά μᾶς ἀπασχολήσουν
παρακάτω.
Πιστοποιεῖ τήν ἰδιότητα «χανεντές».
Τόν τοποθετεῖ χρονικά «ἐν ἀρχῇ τοῦ ΙΖ’ αἰῶνος»,
ἐννοώντας τόν δέκατο ὄγδοο αἰ
Μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὑπῆρξε «μαθητής πολλῶν» καί
προφανῶς ἐννοεῖ διδασκάλων τῆς ἐκκλησιαστικῆς
μουσικῆς.
῾Η φράση «ἀτελής δέ μείνας τῆς ἔσω μουσικῆς», δηλαδή
τῆς ἐκκλησιαστικῆς, θέλει μᾶλλον νά ὑπερτονίσει τήν
ἀντίθεση μέ τήν πρόταση πού ἀκολουθεῖ, βασιζόμενη,
σύν τοῖς ἄλλοις, καί στό μικρό σέ ἔκταση ἔργο του πού
ἀφορᾶ τή βυζαντινή μουσική, καί ὄχι νά μειώσει τήν
ἱκανότητά του ὡς μελοποιοῦ αὐτῆς.
Κλείνει μέ τή φράση «εὐδοκίμησεν ὑπερβαλλόντως
ἐν τῇ ἔξω», δηλαδή τήν κοσμική μουσική. ῾Η λέξη
«ὑπερβαλλόντως» καταδεικνύει τό μέγεθος καί τῆς
τέχνης τῶν συνθέσεων, ἀλλά καί τῆς φήμης πού τόν
περιέβαλλε.
῾Ο Ζαχαρίας γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί
ἀναφέρεται ὅτι κατοικοῦσε σέ ἕνα yali στά προάστια τοῦ
Βοσπόρου, ἀνάμεσα στό Μπεμπέκι καί στά Θεραπειά,ὅπου
μακριά ἀπό τό πλῆθος διῆγε μιά ἤρεμη καί μοναχική ζωή,
ἔχοντας διαρκή ἐνασχόλησή του τή μουσική. Στήν τουρκική
βιβλιογραφία ἀναφέρονται μέ πολλά ἐρωτηματικά ὡς
χρονολογίες γέννησης καί θανάτου τά ἔτη 1680 καί 1740 ἤ
1750 ἀντίστοιχα. ᾿Αξιολογώντας ὅμως ἔμμεσες πληροφορίες
γιά τό ζήτημα αὐτό ἀπό τίς πηγές, συνάγουμε τά ἑξῆς
δεδομένα:
῏Ηταν τραγουδιστής στό σεράι στά χρόνια τῶν σουλτάνων
᾿Αχμέτ Γ’ (1703-1730) καί Μαχμούτ Α’ (1730-1754)5. Αὐτό
σημαίνει ὅτι ἡ περίοδος δράσης του συμπίπτει μέ τήν ἐποχή
τοῦ Lale Devri. ῏Ηταν σύγχρονος τοῦ ∆ανιήλ Πρωτοψάλτη
(1740-1789)
τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε φίλος, μαθητής, ἀλλά καί
δάσκαλος. ῾Ο ∆ανιήλ τοῦ δίδασκε τήν ἐκκλησιαστική μουσική
καί ὁ Ζαχαρίας τήν κοσμική
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ζαχαρίας
πέθανε τουλάχιστον μετά τό 1760. Εἶναι ἀπίθανο νά τοῦ
δίδασκε ὁ ∆ανιήλ σέ ἡλικία μικρότερη τῶν εἴκοσι ἐτῶν ἕνα
μουσικό σύστημα πού ἀπαιτοῦσε περί τά δέκα χρόνια γιά
νά τό ἐμπεδώσεις. ῎Επειτα εἶναι λογικό νά θεωροῦμε ὅτι ὁ
Ζαχαρίας πρῶτα διδάχθηκε τήν ἐκκλησιαστική μουσική καί
ἐν συνεχείᾳ συνέθεσε ὅλα τά μαθήματα πού παρατίθενται
ἀναλυτικά στήν ἐργογραφία του. Συνδυάζοντας τίς ἑλληνικές
καί τουρκικές πηγές καί λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὅψιν τόν μέσο ὅρο
ζωῆς τῆς ἐποχῆς, θεωροῦμε πιθανότερο νά γεννήθηκε στίς
ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα καί νά πέθανε μετά τό 1760, κατά τά
τέλη τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰώνα. ῎Αν ἰσχύει δέ ἡ ἄποψη τοῦ
Κυριακοῦ Φιλοξένους γιά τήν πατρότητα τῆς Εὐτέρπης
ὡς πρός τή χρονολογία συγγραφῆς της (περί τά τέλη τοῦ 1790),
τότε ὁ Ζαχαρίας φαίνεται νά ἐκοιμήθη σέ βαθιά γεράματα...
Στά παραπάνω πρέπει νά προσθέσουμε ὅτι, ἐάν ὁ Ζαχαρίας
ζοῦσε πράγματι στά χρόνια 1680-1740, θά ἦταν λογικό νά
περιλαμβάνονταν συνθέσεις του στή συλλογή πού ἐκπόνησε
ὁ ∆ημήτριος Καντεμήρης (1673-1723) καί ὅπου σώζονται
περί τά 350 ἔργα συγχρόνων του ἀλλά καί παλαιοτέρων.
῾Ο Ζαχαρίας προερχόταν ἀπό πολύ εὔπορη οἰκογένεια
πού ἀσχολεῖτο μέ τό ἐμπόριο τῆς γούνας. Στά διάφορα
χειρόγραφα περιοδικά τῆς ἐποχῆς τόν συναντοῦμε καί μέ
τό ὄνομα kurcu πού σημαίνει «ὁ γουναράς». Αὐτό ἀποτελεῖ
ἔνδειξη ὅτι εἷλκε τήν καταγωγή του ἀπό τήν Καστοριά ἤ τή
Σιάτιστα, μιᾶς καί στήν ἐποχή του τό ἐπάγγελμα πρόδιδε
συχνά καί τόν τόπο προέλευσης.
Τό ἐσνάφιον τῶν γουναράδων, στό ὁποῖο θά ἀνῆκε καί ὁ
Ζαχαρίας ὡς γουναράς, ἦταν ἀπό τά πλουσιότερα καί τά
ἰσχυρότερα καί τή διοίκησή του τήν εἶχαν πάντα Ρωμηοί, οἱ
ὁποίοι βοηθοῦσαν συχνά τά διάφορα ἱδρύματα τοῦ γένους.
᾿Επί παραδείγματι, ἐκτός ἀπό τήν οἰκοδόμηση τοῦ ναοῦ τοῦ
῾Αγιοταφικοῦ Μετοχίου (τό 1640 ὁ πρῶτος καί τό 1728 ὁ
μέχρι σήμερα σωζόμενος), τό ἐσνάφιον τῶν γουναράδων
εἶχε στηρίξει οἰκονομικά πλῆθος ἐκκλησιῶν καί ῾Ι. Μονῶν.
Μάλιστα, ἄν κάποιο μοναστήρι ἤ ἄλλο ἱερό καθίδρυμα
ἀντιμετώπιζε οἰκονομικά προβλήματα, τό Οἰκουμενικό
Πατριαρχεῖο ἀνέθετε τήν οἰκονομική διαχείρισή του στό
ἐσνάφιο τῶν γουναράδων
Στά περιοδικά τῆς ἐποχῆς του ἀναφέρεται καί ὡς «Mir
Jemil». Αὐτό ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά παρανοήσεις ἀπό μερίδα
Τούρκων μελετητῶν πού συνήγαγαν τό συμπέρασμα ὅτι στό
τέλος τῆς ζωῆς του ἔγινε μουσουλμάνος
Αὐτή ἡ ἄποψη δέν
εὐσταθεῖ. ᾿Αφενός διότι ἡ σημασία τῶν λέξεων «Mir Jemil»
εἶναι «θεσπέσιος κύριος» πού παραπέμπει περισσότερο σέ
τίτλο τιμῆς ἤ σέ παρατσούκλι, γεγονός πολύ συνηθισμένο
ἐκείνη τήν ἐποχή. ᾿Αφετέρου, διότι στίς ἑλληνικές πηγές
ἀναφέρεται πάνταὡς Ζαχαρίας μέ ἤ χωρίς τόν τίτλο Χανεντές
καί εἶναι ἀπίθανο νά εἶχε γίνει μουσουλμάνος χωρίς αὐτό
νά σχολιαζόταν ἀπό ὅσους ἀναφέρθηκαν στό πρόσωπό
του (ἱεροδιάκονος ᾿Αντιοχείας Νικηφόρος Καντουνιάρης,
Χρύσανθος Μαδύτου Μητροπολίτης ∆υρραχίου, Κυριακός
Φιλοξένης, Γεώργιος Ι’ Παπαδόπουλος), ἀπό τούς γραφεῖς
τῶν κωδίκων ὅπου καί σώζονται ἔργα του (ἀναφέρουμε
τούς ἤδη γνωστούς: ∆αμασκηνός ᾿Αγραφορενδινιώτης,
᾿Αθανάσιος δομέστικος, ᾿Ανδρέας ἱερέας ἐκ Χίου, Πέτρος
Λαμπαδάριος ὁ Πελοποννήσιος, ∆ιονύσιος ῾Ιερομόναχος,
Μπαλάσιος Βλήττης, ᾿Ωλενίτης, ἀλλά καί ἄλλους ἄγνωστους
πρός τό παρόν γραφεῖς), ἀπό αὐτούς πού συνδέθηκαν μέ τό
ἔργο του (∆ανιήλ Πρωτοψάλτης, ᾿Αναστάσιος Ραψανιώτης)
καί ἀπό τούς πρωτοψάλτες πού περιέλαβαν συνθέσεις του στίς
συλλογές τους (Θεόδωρος Φωκαεύς, Σταυράκης Βυζάντιος
καί Ζωγράφος Κέιβελης). Καί μάλιστα σέ μία περίοδο ὅπου
τό θρήσκευμα ἦταν ταυτόσημο μέ τήν ἐθνική ταυτότητα καί
τήν ἔννοια τοῦ «γένους». ᾿Εξάλλου τό μέγεθος, ἡ ἀξία καί
ἡ γεωγραφική διάδοση τῶν ἐκκλησιαστικῶν του συνθέσεων
μαρτυροῦν μία προσωπικότητα πού ἔχει βιωματική σχέση μέ
τή ψαλτική τέχνη καί τή λατρευτική της παράδοση καί ὄχι
ἁπλῶς αἰσθητικές ἀναζητήσεις.
᾿Εκτός ἀπό τόν τίτλο τοῦ Χανεντέ καί ἀπό τό ἔργο του
καταλαβαίνουμε ὅτι ἦταν ἐξαιρετικός τραγουδιστής
῾Ωστόσο, ὅπως σημειώνει καί ὁ Παπαδόπουλος, ἀλλά καί
ὅπως διασώζει ἡ παράδοση, «οὐδέποτε ἐπαγγέλετο τόν
ἱεροψάλτη». Κατά μία ἐκδοχή, δέ, ἔπαιζε καί ταμπούρ
ὑπῆρξε κορυφαῖος μελοποιός καί
μία ἀπό τίς μεγαλύτερες μορφές τῆς Κλασικῆς ᾿Ανατολικῆς
Μουσικῆς. Οἱ Τοῦρκοι μελετητές θεωροῦν ὁμόφωνα ὅτι
ὑπῆρξε ὁ σημαντικότερος συνθέτης ἔργων γιά φωνή. Στόν
κώδικα Ξηροποτάμου 277, πρίν ἀπό μία σύνθεσή του, τόν
Καλοφωνικό Εἱρμό «Φρικτόν τό βῆμα σου», ἀναφέρεται
χαρακτηριστικά: «...τό δέ μέλος κυρίου Ζαχαρίου τοῦ
μουσικωτάτου τῆς Περσικῆς Τέχνης», ὑποδηλώνοντας
τή βαρύνουσα παρουσία τοῦ Ζαχαρία στήν ἐξωτερική
μουσική.
῾Η πιό ἄμεση μαρτυρία πού ἀφορᾶ στόν Ζαχαρία ἀπαντᾶται
στά χειρόγραφα Ξηροποτάμου 318 καί Βατοπεδίου 1427 (τό
1818, λίγα χρόνια μετά τό θάνατο τοῦ Ζαχαρία...). ᾿Εκεῖ,
ὁ ἱεροδιάκονος ᾿Αντιοχείας, Νικηφόρος Καντουνιάρης,
ἀνάμεσα στά βιογραφικά στοιχεῖα «ὅσων κατά καιρούς
ἤκμασαν στή μουσική» ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ζαχαρίας ὁ χανεντές
ἐν ἀρχῇ τοῦ ΙΖ’ αἰῶνος,
μαθητής πολλῶν,
ἀτελής δέ μείνας τῆς ἔσω μουσικῆς
εὐδοκίμησεν ὑπερβαλλόντως ἐν τῇ ἔξω».
῾Η μνεία αὐτή ἀποτελεῖ ἕνα σημεῖο ἀναφορᾶς στήν
περιδιάβαση τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ Ζαχαρία, μιᾶς καί
θίγει, ἔστωλακωνικά, τά ζητήματα πού θά μᾶς ἀπασχολήσουν
παρακάτω.
Πιστοποιεῖ τήν ἰδιότητα «χανεντές».
Τόν τοποθετεῖ χρονικά «ἐν ἀρχῇ τοῦ ΙΖ’ αἰῶνος»,
ἐννοώντας τόν δέκατο ὄγδοο αἰ
Μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὑπῆρξε «μαθητής πολλῶν» καί
προφανῶς ἐννοεῖ διδασκάλων τῆς ἐκκλησιαστικῆς
μουσικῆς.
῾Η φράση «ἀτελής δέ μείνας τῆς ἔσω μουσικῆς», δηλαδή
τῆς ἐκκλησιαστικῆς, θέλει μᾶλλον νά ὑπερτονίσει τήν
ἀντίθεση μέ τήν πρόταση πού ἀκολουθεῖ, βασιζόμενη,
σύν τοῖς ἄλλοις, καί στό μικρό σέ ἔκταση ἔργο του πού
ἀφορᾶ τή βυζαντινή μουσική, καί ὄχι νά μειώσει τήν
ἱκανότητά του ὡς μελοποιοῦ αὐτῆς.
Κλείνει μέ τή φράση «εὐδοκίμησεν ὑπερβαλλόντως
ἐν τῇ ἔξω», δηλαδή τήν κοσμική μουσική. ῾Η λέξη
«ὑπερβαλλόντως» καταδεικνύει τό μέγεθος καί τῆς
τέχνης τῶν συνθέσεων, ἀλλά καί τῆς φήμης πού τόν
περιέβαλλε.
῾Ο Ζαχαρίας γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί
ἀναφέρεται ὅτι κατοικοῦσε σέ ἕνα yali στά προάστια τοῦ
Βοσπόρου, ἀνάμεσα στό Μπεμπέκι καί στά Θεραπειά,ὅπου
μακριά ἀπό τό πλῆθος διῆγε μιά ἤρεμη καί μοναχική ζωή,
ἔχοντας διαρκή ἐνασχόλησή του τή μουσική. Στήν τουρκική
βιβλιογραφία ἀναφέρονται μέ πολλά ἐρωτηματικά ὡς
χρονολογίες γέννησης καί θανάτου τά ἔτη 1680 καί 1740 ἤ
1750 ἀντίστοιχα. ᾿Αξιολογώντας ὅμως ἔμμεσες πληροφορίες
γιά τό ζήτημα αὐτό ἀπό τίς πηγές, συνάγουμε τά ἑξῆς
δεδομένα:
῏Ηταν τραγουδιστής στό σεράι στά χρόνια τῶν σουλτάνων
᾿Αχμέτ Γ’ (1703-1730) καί Μαχμούτ Α’ (1730-1754)5. Αὐτό
σημαίνει ὅτι ἡ περίοδος δράσης του συμπίπτει μέ τήν ἐποχή
τοῦ Lale Devri. ῏Ηταν σύγχρονος τοῦ ∆ανιήλ Πρωτοψάλτη
(1740-1789)
τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε φίλος, μαθητής, ἀλλά καί
δάσκαλος. ῾Ο ∆ανιήλ τοῦ δίδασκε τήν ἐκκλησιαστική μουσική
καί ὁ Ζαχαρίας τήν κοσμική
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ζαχαρίας
πέθανε τουλάχιστον μετά τό 1760. Εἶναι ἀπίθανο νά τοῦ
δίδασκε ὁ ∆ανιήλ σέ ἡλικία μικρότερη τῶν εἴκοσι ἐτῶν ἕνα
μουσικό σύστημα πού ἀπαιτοῦσε περί τά δέκα χρόνια γιά
νά τό ἐμπεδώσεις. ῎Επειτα εἶναι λογικό νά θεωροῦμε ὅτι ὁ
Ζαχαρίας πρῶτα διδάχθηκε τήν ἐκκλησιαστική μουσική καί
ἐν συνεχείᾳ συνέθεσε ὅλα τά μαθήματα πού παρατίθενται
ἀναλυτικά στήν ἐργογραφία του. Συνδυάζοντας τίς ἑλληνικές
καί τουρκικές πηγές καί λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὅψιν τόν μέσο ὅρο
ζωῆς τῆς ἐποχῆς, θεωροῦμε πιθανότερο νά γεννήθηκε στίς
ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα καί νά πέθανε μετά τό 1760, κατά τά
τέλη τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰώνα. ῎Αν ἰσχύει δέ ἡ ἄποψη τοῦ
Κυριακοῦ Φιλοξένους γιά τήν πατρότητα τῆς Εὐτέρπης
ὡς πρός τή χρονολογία συγγραφῆς της (περί τά τέλη τοῦ 1790),
τότε ὁ Ζαχαρίας φαίνεται νά ἐκοιμήθη σέ βαθιά γεράματα...
Στά παραπάνω πρέπει νά προσθέσουμε ὅτι, ἐάν ὁ Ζαχαρίας
ζοῦσε πράγματι στά χρόνια 1680-1740, θά ἦταν λογικό νά
περιλαμβάνονταν συνθέσεις του στή συλλογή πού ἐκπόνησε
ὁ ∆ημήτριος Καντεμήρης (1673-1723) καί ὅπου σώζονται
περί τά 350 ἔργα συγχρόνων του ἀλλά καί παλαιοτέρων.
῾Ο Ζαχαρίας προερχόταν ἀπό πολύ εὔπορη οἰκογένεια
πού ἀσχολεῖτο μέ τό ἐμπόριο τῆς γούνας. Στά διάφορα
χειρόγραφα περιοδικά τῆς ἐποχῆς τόν συναντοῦμε καί μέ
τό ὄνομα kurcu πού σημαίνει «ὁ γουναράς». Αὐτό ἀποτελεῖ
ἔνδειξη ὅτι εἷλκε τήν καταγωγή του ἀπό τήν Καστοριά ἤ τή
Σιάτιστα, μιᾶς καί στήν ἐποχή του τό ἐπάγγελμα πρόδιδε
συχνά καί τόν τόπο προέλευσης.
Τό ἐσνάφιον τῶν γουναράδων, στό ὁποῖο θά ἀνῆκε καί ὁ
Ζαχαρίας ὡς γουναράς, ἦταν ἀπό τά πλουσιότερα καί τά
ἰσχυρότερα καί τή διοίκησή του τήν εἶχαν πάντα Ρωμηοί, οἱ
ὁποίοι βοηθοῦσαν συχνά τά διάφορα ἱδρύματα τοῦ γένους.
᾿Επί παραδείγματι, ἐκτός ἀπό τήν οἰκοδόμηση τοῦ ναοῦ τοῦ
῾Αγιοταφικοῦ Μετοχίου (τό 1640 ὁ πρῶτος καί τό 1728 ὁ
μέχρι σήμερα σωζόμενος), τό ἐσνάφιον τῶν γουναράδων
εἶχε στηρίξει οἰκονομικά πλῆθος ἐκκλησιῶν καί ῾Ι. Μονῶν.
Μάλιστα, ἄν κάποιο μοναστήρι ἤ ἄλλο ἱερό καθίδρυμα
ἀντιμετώπιζε οἰκονομικά προβλήματα, τό Οἰκουμενικό
Πατριαρχεῖο ἀνέθετε τήν οἰκονομική διαχείρισή του στό
ἐσνάφιο τῶν γουναράδων
Στά περιοδικά τῆς ἐποχῆς του ἀναφέρεται καί ὡς «Mir
Jemil». Αὐτό ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά παρανοήσεις ἀπό μερίδα
Τούρκων μελετητῶν πού συνήγαγαν τό συμπέρασμα ὅτι στό
τέλος τῆς ζωῆς του ἔγινε μουσουλμάνος
Αὐτή ἡ ἄποψη δέν
εὐσταθεῖ. ᾿Αφενός διότι ἡ σημασία τῶν λέξεων «Mir Jemil»
εἶναι «θεσπέσιος κύριος» πού παραπέμπει περισσότερο σέ
τίτλο τιμῆς ἤ σέ παρατσούκλι, γεγονός πολύ συνηθισμένο
ἐκείνη τήν ἐποχή. ᾿Αφετέρου, διότι στίς ἑλληνικές πηγές
ἀναφέρεται πάνταὡς Ζαχαρίας μέ ἤ χωρίς τόν τίτλο Χανεντές
καί εἶναι ἀπίθανο νά εἶχε γίνει μουσουλμάνος χωρίς αὐτό
νά σχολιαζόταν ἀπό ὅσους ἀναφέρθηκαν στό πρόσωπό
του (ἱεροδιάκονος ᾿Αντιοχείας Νικηφόρος Καντουνιάρης,
Χρύσανθος Μαδύτου Μητροπολίτης ∆υρραχίου, Κυριακός
Φιλοξένης, Γεώργιος Ι’ Παπαδόπουλος), ἀπό τούς γραφεῖς
τῶν κωδίκων ὅπου καί σώζονται ἔργα του (ἀναφέρουμε
τούς ἤδη γνωστούς: ∆αμασκηνός ᾿Αγραφορενδινιώτης,
᾿Αθανάσιος δομέστικος, ᾿Ανδρέας ἱερέας ἐκ Χίου, Πέτρος
Λαμπαδάριος ὁ Πελοποννήσιος, ∆ιονύσιος ῾Ιερομόναχος,
Μπαλάσιος Βλήττης, ᾿Ωλενίτης, ἀλλά καί ἄλλους ἄγνωστους
πρός τό παρόν γραφεῖς), ἀπό αὐτούς πού συνδέθηκαν μέ τό
ἔργο του (∆ανιήλ Πρωτοψάλτης, ᾿Αναστάσιος Ραψανιώτης)
καί ἀπό τούς πρωτοψάλτες πού περιέλαβαν συνθέσεις του στίς
συλλογές τους (Θεόδωρος Φωκαεύς, Σταυράκης Βυζάντιος
καί Ζωγράφος Κέιβελης). Καί μάλιστα σέ μία περίοδο ὅπου
τό θρήσκευμα ἦταν ταυτόσημο μέ τήν ἐθνική ταυτότητα καί
τήν ἔννοια τοῦ «γένους». ᾿Εξάλλου τό μέγεθος, ἡ ἀξία καί
ἡ γεωγραφική διάδοση τῶν ἐκκλησιαστικῶν του συνθέσεων
μαρτυροῦν μία προσωπικότητα πού ἔχει βιωματική σχέση μέ
τή ψαλτική τέχνη καί τή λατρευτική της παράδοση καί ὄχι
ἁπλῶς αἰσθητικές ἀναζητήσεις.
᾿Εκτός ἀπό τόν τίτλο τοῦ Χανεντέ καί ἀπό τό ἔργο του
καταλαβαίνουμε ὅτι ἦταν ἐξαιρετικός τραγουδιστής
῾Ωστόσο, ὅπως σημειώνει καί ὁ Παπαδόπουλος, ἀλλά καί
ὅπως διασώζει ἡ παράδοση, «οὐδέποτε ἐπαγγέλετο τόν
ἱεροψάλτη». Κατά μία ἐκδοχή, δέ, ἔπαιζε καί ταμπούρ