Πρίν από 40 περίπου χρόνια, σε κάποιον Ναό όπου υπηρετούσα σαν Πρωτοψάλτης, αρχίσαμε ( Ο Παπάς και οι Ψάλτες ) κεφάτοι τον Όρθρο.
Στο θυμίαμα της "Τιμιωτέρας", περνώντας ο Παπάς δίπλα από το Αναλόγιό μου, μου είπε γελώντας : Άντε και σήμερα σκίζουμε ομαδικώς.
Η Ακολουθία προχώρησε και άρχισα το Χερουβικό. Τριάδι και ο Παπάς άφαντος ( δεν βγήκε να θυμιάσει ). Τον Τρισάγιον ύμνον και πουθενά ο Παπάς. Όταν άρχισα το "Μέριμναν", έκανα νόημα στον Αριστερό, να πάει μέσα, να δεί τι γίνεται. Εν τω μεταξύ εγώ τελείωσα με το " Ως τον Βασιλέα κ.λ.π." και ανήσυχος πλέον, κατεβαίνω και μπαίνω στο Ιερό, όπου βλέπω τον Παπά ξάπλα σ' ένα καναπέ λιπόθυμο και τον Αριστερό μου, να προσπαθεί να τον συνεφέρει. Παρά τις προσπάθειές μας, δεν καταφέραμε να τον επαναφέρουμε, οπότε γνωρίζοντας το τι επιβάλλει η Τάξις, στέλνω τον Νεοκόρο σε έναν όμορο Ναό, να φέρει επειγόντως έναν Παπά, βάζω τον Αριστερό να ψάλλει Πολυέλεο μέχρι να έρθει ο Παπάς, κι εγώ με την βοήθεια ενός Επιτρόπου έβαλα τον Παπά στο αυτοκίνητό μου ( ήμουν ο μοναδικός που διέθετε εκείνη την ημέρα ) και τον πήγαμε στο Νοσοκομείο. Ο καημένος ήταν διαβητικός και εκείνη την ημέρα, παίρνοντας μεγαλύτερη δόση ινσουλίνης, έπαθε υπογλυκαιμία. Αυτό βέβαια δεντο γνωρίζαμε κανένας μέσα στον Ναό. Αυτά για τους Ιερείς.