Στο πρώτο σκέλος, το "σιγής' αποδιδεται σε 2 εννοιες, στα "ανεκφραστα" και στη "ταπεινωση", κατι δεν κολλαει εκει.Ό,τι ανωτέρω ο ποιητής ωνόμασεν «απόρρητον βουλήν», κατωτέρω ονομάζει, εν πληθυντικώ αριθμώ, «σιγής δεόμενα», ήτοι ανέκφραστα, ανερμήνευτα, μυστηριώδη πράγματα. Η Παναγία λοιπόν επίστευσεν απολύτως εις τα απερινόητα μυστήρια, τα οποία εις αυτήν και δι’ αυτής επετέλεσεν ο Θεός, και τοιουτοτρόπως απέβη η προσωποποίησις της τελείας πίστεως εις πράγματα τα οποία γίνονται δεκτά όχι με συζητήσεις και ερεύνας της ταλαιπώρου ανθρωπίνης λογικής, αλλά με ταπείνωσιν και σιγήν. Την ακράδαντον πίστιν της Παναγίας εις όσα θαυμαστά και παράδοξα της είπεν ο Θεός δια του Αγγέλου , επήνεσε και η «πλησθείσα Πνεύματος Αγίου» συγγενής της Ελισάβετ, η οποία είπεν εις αυτήν: «Μακαρία η π ι σ τ ε ύ σ α σ α ότι έσται τελείωσις της λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου» (Λουκ. α’ , 45). – Άλλη ερμηνεία θα ήτο η εξής: Η Παναγία είνε δι’ ημάς η διαπίστωσις, η βεβαίωσις η απόδειξις των πραγμάτων που γίνονται δεκτά με σιγήν, με ταπείνωσιν, με υποταγήν. Βλέποντες δηλαδή τα όσα θαυμαστά έγιναν εις αυτήν, αποκτώμεν βεβαιότητα περί της αληθείας και των άλλων θαυμαστών και υπέρ νουν και έκφρασιν πραγμάτων της Θρησκείας μας.