1. Όταν είπε ο Ευάγγελος Σολδάτος ότι η ασυμμετρία είναι το παν στη μουσική μας, έγραψα:
Πολύ ενδιαφέροντα όλα. Απλώς δεν συμφωνώ με τη διατύπωση ότι "το άλογον και η ασυμμετρία είναι τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της μουσικής μας" - εκτός και το λες εμφατικά. Θα έλεγα απλώς ότι είναι εκ των "ων ουκ άνευ" της μουσικής μας.
Θα έλεγα ότι μόνο μέσα σε ένα δυνατό και εμπεδωμένο πλαίσιο συμμετρίας μπορεί να έχει κάποιο ρόλο η ασυμμετρία.
Τώρα θα το πω εγώ λίγο πιο εμφατικά: για μένα (στην παρούσα φάση της σκέψης μου) το σημαντικό δεν είναι η
ασυμμετρία, αλλά η
συμμετρία.
Θέλω όμως να ορίσω πώς εννοώ την
συμμετρία, για να μην υπάρχουν παρανοήσεις ως προς τις έννοιες. Η συμμετρία βρίσκεται εν τω βάθει και οφείλεται στην
τονιζόμενη ισοχρονία.
Τι εννοώ
ισοχρονία είναι κατανοητό, δεν είναι δικός μου όρος. Η ισοχρονία είναι η ισότητα της διάρκειας των χρονικών τεμαχίων ή μονάδων.
Εδώ πρέπει να πω τι εννοώ τεμάχιο, γιατί κάπου με ρώτησες Αντώνη. Ο όρος τεμάχιο είναι εμπειρικός, αλλά σκόπιμα τον χρησιμοποιώ εδώ πέρα (δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι σαν segment ή κάτι τέτοιο στο κείμενο που αναφέρεις, και που φυσικά αγνοούσα, εγώ πάντως το δανείζομαι από τη γλωσσολογία, όπου περιγράφεται η αντίθεση ανάμεσα στα τεμάχια του λόγου (π.χ. μορφήματα, λέξεις κ.π) και τα υπερτεμαχιακά στοιχεία που λειτουργούν σε επίπεδο ανώτερο των γλωσσικων τεμαχίων [π.χ. επιτονισμός]. Το τεμάχιο είναι η χρονική μονάδα «κατά την ερμηνεία», δηλ. για άλλον ερμηνευτή μπορεί να είναι ο απλός χρόνος, σε άλλον ένας δίσημος πόδας. Ο πιο ασφαλής τρόπος για να τον ξέρουμε είναι αν δούμε τον ίδιο πώς χτυπάει το χέρι του. Οι έμπειροι βέβαια το καταλαβαίνουν και μόνο ακούγοντας την ερμηνεία.
Τονιζόμενη σημαίνει ότι υπάρχει ανεπαίσθητη ένταση κατά την είσοδο (αυτά έχουν αναλυθεί πολύ από τον ΓΚΜ νομίζω). Έτσι τονίζεται η έναρξη του κάθε χρονικού τεμάχιου, άρα υπομνηματίζεται και η ισότητα των χρονικών τεμαχίων. Νομίζω ότι
το πιο βασικό και αναλλοίωτο χαρακτηριστικό ολων των πατριαρχικών ψαλτών είναι ακριβώς αυτή η τονιζόμενη ισοχρονία (αυτό είναι που συμβατικά ονόμασα, φαντάζομαι όπως κι άλλοι πολύ πριν απο μένα,
συμμετρικό χρόνο ή πιο απλά
συμμετρία).
2. Αν το δεις έτσι, τότε κάπως πάει να απαντηθεί το ερώτημα:
Σε τι ποσοστό αυτές <οι άνισες διαιρέσεις> υπάρχουν; Στο ίδιο ηχητικό [...] υπάρχουν ακόμη πολλά σημεία, ίσως περισσότερα, όπου υπάρχουν ισόχρονες-συμμετρικές διαιρέσεις των χρόνων.
Η απάντηση έρχεται βάσει του παραπάνω πλαισίου «συμμετρίας» ως εξής: μέσα σε ένα εμπεδωμένο πλαίσιο συμμετρίας τα δείγματα ή και οι τεχνικές ασυμμετρίας που δειγματικά μόνο περιέγραψα στα προηγούμενα ποστ αποκτούν ορισμένη αξία
ακόμα και αν η εμφάνισή τους δεν είναι συνεχής, ούτε συστηματική, ούτε καν συχνή. Ένας λόγος παραπάνω: αν αυτή ήταν συστηματική, αυτό θα συνιστούσε ένα νέο είδος συμμετρίας: θα μιλούσαμε για μια
αυτοαναιρούμενη α-συμμετρία...
Με λίγα λόγια: οι ελάχιστες
άνισες διαιρέσεις του Στανίτσα έχουν νόημα ακριβώς επειδή υπάρχουν οι πάμπολλες
ίσες διαιρέσεις.
(Τώρα για να μην υποπέσουμε σε σχηματοποιήσεις: δεν προσπαθώ με όλα αυτά να πω οτι αυτή η ασυμμετρία είναι ένας μηχανισμός καλά ελεγχόμενος από συνειδητές παραμέτρους, ώστε να λειτουργεί με τον α ή β τρόπο, λες και υπάρχει ένας αόρατος «υπερχειριστής» στο βάθος και ορίζει πού θα μπει το κάθε τι. Λέω απεναντίας ότι λειτουργεί μάλλον απρόβλεπτα, ακανόνιστα και αυθόρμητα, ενίοτε σχεδόν «εική και ως έτυχε», αλλά μου φαίνεται, χωρίς να μπορώ να το τεκμηριώσω (άλλωστε τίποτα από όσα λέω δεν έχω τεκμηριώσει) ότι από ένα σημείο και μετά, ίσως λόγω του μιμητισμού, απέκτησε χαρακτηριστικά ύφους.
Η παρατήρηση στην οποία πασχίζω να καταλήξω είναι ότι σε ένα ψάλσιμο όπου δεν υπάρχει υπόστρωμα συμμετρίας τα ίδια στοιχεία θα περνούσαν απαρατήρητα ή θα είχαν άλλη εντελώς λειτουργία.
Η αντίθεση
συμμετρικός χρόνος, ασυμμετρική ροή γίνεται ένα εργαλείο παρατήρησης όπου σημασία έχει όχι η τιμή του κάθε σκέλους, αλλά η τελική τιμή του πηλίκου (συμμετρικός χρόνος / ασυμμετρική ροή).
Αν λοιπόν στην ίδια μουσική σύνθεση εκτελεσμένη από τον Περιστέρη ή από τον Ταλιαδώρο ή τον Παναγιωτίδη ή τον Αγγελόπουλο μετρήσεις τα ίδια παρεστιγμένα, τις ίδιες παύσεις, τα ίδια υφέν, δεν θα είναι όμως το ίδιο αποτέλεσμα, διότι δεν θα είναι ίδιος ο λογος
συμμετρίας / ασυμμετρίας. Στα δικά μου αυτιά η αντίθεση ανάμεσα στα δύο μεγέθη φτάνει στο μέγιστο της σε μια ομάδα ψαλτών του πατριαρχείου την οποία ανέφερα.
Το γενικό ερώτημα λοιπόν του Αντώνη αλλάζει μορφή: όχι
σε τι ποσοστό υπάρχουν αλλά
τι κάνουν στο ποσοστό που υπάρχουν.
3. Επίσης, η αντίθεση αυτή, ή αν θες το πηλίκο αυτό, είναι ένα εργαλείο για να περιγράψει κανείς αυτήν την τόσο άπιαστη και ακαθόριστη έννοια του
νευρώδους. Όλοι μιλούν γι' αυτό όταν αναφέρονται στο ύφος αυτο, αλλά όταν έρχεται η ώρα να το προσδιορίσουμε τα πράγματα είναι δύσκολα. Πιστεύω ότι μπορεί κάπως να προσεγγιστεί, όχι όμως και να οριστεί, πάνω στη βάση της αντίθεσης που περιέγραψα. Φυσικά, πρέπει να μπουν κι άλλα πράγματα για να καταλάβουμε το νευρώδες, π.χ. ο ιδιαίτερος τρόπος που «αρθρώνονται» οι αναλύσεις και η λειτουργία ενός χαρακτηριστού τρεμώδους βιμπράτο (κάτι που ο άρχ. Νεραντζής προσφυώς ονομάζει "διπλοπενιά").
Εδώ θα δεχόμουν πολύ ευχαρίστως την παρατήρηση ότι αυτά δεν απαντούν με την ίδια συχνότητα στον Ναυπλιώτη και τον Μιχαηλίδη. Αν πρέπει να πιστέψω τα αυτιά μου και όχι τον γενικευτικό όρο «πατριαρχικός», τότε ο Ναυπλιώτης και ο Μιχαηλίδης δεν έχουν στον ίδιο βαθμό το νευρώδες στοιχείο όσο οι άλλοι. Νομίζω ότι αυτό ξεκινάει από τον Πρίγγο και μετά. Αλλά δεν είναι θεμιτό να ορίσει κανείς το πατριαρχικό
μέσω του νευρώδους, καλύτερα να πει κανείς ποιοι πατριαρχικοί έχουν το νευρώδες και ποιοι όχι -ή όχι τόσο.
Πάντως η διαφορετική κατανομή του
νευρώδους μέσα στο πατριαρχικό ύφος, με είχε κάνει παλαιότερα να θεωρώ ότι υπάρχει σαφής τομή στο πατριαρχικό ύφος μετά τον Πρίγγο και μάλιστα χαρακτήριζα στον εαυτό μου το μετά Πρίγγον πατριαρχικό ύφος ως «
εγχρόνως, αλλ' ασυμμέτρως νευρώδες». Μετά μου φάνηκε καλύτερο το «
νευρωδώς, αλλ' ασυμμέτρως έγχρονον» και μετά, χωρίς αντίθεση, «
νευρωδώς και ασυμμέτρως έγχρονον». Τώρα μιλώ απλά και λιτά για «συμμετρικό χρόνο, ασυμμετρική ροή», αλλά δεν μπορώ να μη δεχτώ ότι το «πηλίκο» τους δεν είναι το ίδιο μεγάλο σε Ναυπλιώτη και Μιχαηλίδη όσο στους μετέπειτα.
Και συνεχίζω στο επόμενο μήνυμα με άλλα, ελάσσονα ερωτήματα.