E
emakris
Guest
Μεταφέρω εδώ και συνεχίζω μια ωραία συζήτηση που είχαμε με τον κ. Συμεωνίδη.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι τα διαστήματα στην ψαλτική είναι ρευστά. Μεταβάλλονται συνεχώς ανάλογα με την πορεία του μέλους, αρκεί να παραμένουν σταθεροί κάποιοι εστώτες φθόγγοι. Συνεπώς δεν είναι παράξενο που αρκετοί νεώτεροι θεωρητικοί αντικατέστησαν τους λόγους της Επιτροπής για το διατονικό γένος με αυτούς των Διδύμου-Zarlino (9/8, 10/9, 16/15). Προφανώς διείδαν ότι δεν έχει και πολύ νόημα να προσπαθείς να βρεις την ακριβή θέση του Βου και του Ζω, οπότε αρκεί μια βασική κλίμακα που να ανταποκρίνεται σε κάποιες φυσικές αρχές. Ο Καραμάνης (ο οποίος πρέπει να είναι ιδιαίτερα οξυδερκής άνθρωπος, και όχι μόνο γι' αυτό) προχωράει ακόμα παραπέρα και λέει: "Άλλο η κλίμακα, άλλο η μελωδία. Μία είναι η κλίμακα, αυτή του πιάνου". Και δεν εννοεί βέβαια ότι πρέπει να υιοθετήσουμε τον ισομερή συγκερασμό των 12 ημιτονίων (μάλλον στο πυθαγόρειο κούρδισμα αναφέρεται), αλλά ότι η κλίμακα είναι ένα γενικό θεωρητικό σχήμα, που δεν έχει σκοπό να αποδώσει τις λεπτομέρειες του κάθε ήχου. Και αυτά από έναν παραδοσιακότατο ψάλτη.
Μήπως γι' αυτό δεν υπάρχει ούτε μία λεπτομερής αναφορά σε μεγέθη τονιαίων διαστημάτων της ψαλτικής πριν από τον 19o αιώνα; (Οι Βυζαντινοί φαίνεται ότι συζητούσαν περί διαστημάτων, αλλά σε σχέση με την αρχαία ελληνική μουσική θεωρία και όχι με την ψαλτική). Στη Δύση από πολύ νωρίς σκέπτονταν στην ψαλτική τους με τόνους και ημιτόνια, βασιζόμενοι στο πυθαγόρειο κούρδισμα, και προσπαθούσαν να προσδιορίσουν τη θέση των ημιτονίων στο μέλος, για να πετύχουν τη σωστή (τονικά) απόδοσή του (Odo του Cluny, 10ος αι., Guido d’Arezzo, 11ος αι.). Οι Βυζαντινοί είχαν ήδη τον τρόπο να προσδιορίζουν τη θέση τόνων και ημιτονίων με βάση το σύστημα των μαρτυριών. Ήξεραν λ.χ. ότι εάν ανέβουν από τον α΄ ήχο θα ψάλουν τόνο, εάν ανέβουν και άλλο, θα ψάλουν ημιτόνιο (και ας μην το ονόμαζαν έτσι). Είχαν εξάλλου το σύστημα τέλειον αμετάβολον των Αρχαίων (δύο οκτάβες, από τον κάτω Κε έως τον άνω Κε) ως ένα γενικό σχήμα αναφοράς, όπως το "πιάνο", που λέει ο Καραμάνης (ή τα 15 "καβάλλια" της μουσικής κατά τον Αγιοπολίτη). Το ακριβές μέγεθος του «ημιτονίου» ή του «τόνου» δεν τους απασχολούσε. Και δεν αισθάνονταν την ανάγκη να το περιγράψουν ακριβέστερα. Οι αόριστες αναφορές σε «ημίση και τρίτα» των φωνών, που έχουν μεγαλοποιηθεί από κάποιους, δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά ως «αποκλίσεις» από τα κανονικά διαστήματα.
Μα τότε οι αρχαίοι γιατί είχαν όλη αυτή την ποικιλία διαστημάτων στη θεωρία τους; Διότι οι αρχαίοι είχαν ανεπτυγμένη οργανική μουσική! Ως άκουσμα μπορεί αυτή η ποικιλία να κληροδοτήθηκε εν μέρει στη βυζαντινή μουσική, αλλά όχι ως οργανωμένο θεωρητικό σχήμα, με γένη, τετράχορδα, μήκη χορδής κλπ. Η σύνδεση όλων αυτών με την πράξη πρέπει να χάθηκε ανεπιστρεπτί το αργότερο από τον 4ο αιώνα.
Από την άλλη μεριά είναι κατανοητή και η προσπάθεια του Χρυσάνθου για επανασύνδεση με την αρχαιότητα, αλλά και της Επιτροπής για μια ακριβή καταγραφή της προφορικής παράδοσης ως προς τα διαστήματα, καθότι υπήρχε τότε η εντύπωση πως η παράδοση κινδύνευε να χαθεί. Το θέμα είναι τι κάνουμε σήμερα. Είμαστε ώριμοι να δούμε τα πράγματα στην αληθινή τους διάσταση; Νομίζω πως όχι. Εξάλλου μεσολάβησαν και άλλοι θεωρητικοί μετά την Επιτροπή, που συσκότισαν την κατάσταση ακόμη περισσότερο, στο όνομα μιας δήθεν επιστροφής στο Βυζάντιο.
Όλα αυτά βέβαια, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε ακρότητες, όπως το να παραδεχόμαστε ελλιπή τετράχορδα (και αυτό το έχουμε δει πρόσφατα). Ακόμα και εάν ο Α ψάλτης αποδίδει ένα βασικό τετράχορδο του ήχου στα 28 αντί στα 30, δεν σημαίνει ότι πρέπει να το κάνουμε κανόνα. Σε αυτή την περίπτωση καταλύουμε τα πάντα και χάνεται όλη η ομορφιά της συνέχειας από την Αρχαιότητα έως σήμερα σε κάποια βασικά, τουλάχιστον, πράγματα.
Μήπως ήλθε όμως η ώρα (ή έστω πλησιάζει) να καταρριφθεί ένα μεγάλο ταμπού, θα έλεγα, της μουσικής μας; Βλέπουμε, πως στη φωνητική αυτή τέχνη, συχνά κάποια διαστήματα είναι "μπαλαντέρ". Δεν είναι ακριβώς 24 το Ζω-ΠΑ του Στανίτσα: μπορεί να είναι 23 ή και 22,5 αλλά όταν έλθει η ώρα το φέρνει πάνω στα εναρμόνια, χωρίς να φανεί πως αλλάζει λίγο τα διαστήματα. Το ίδιο κάνει και στον Πα-Γα, δεν το λέει 18, αλλά παραπάνω ίσως κοντά στο 20. Κι όμως το κάνει να ακούγεται Α' ήχος.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι τα διαστήματα στην ψαλτική είναι ρευστά. Μεταβάλλονται συνεχώς ανάλογα με την πορεία του μέλους, αρκεί να παραμένουν σταθεροί κάποιοι εστώτες φθόγγοι. Συνεπώς δεν είναι παράξενο που αρκετοί νεώτεροι θεωρητικοί αντικατέστησαν τους λόγους της Επιτροπής για το διατονικό γένος με αυτούς των Διδύμου-Zarlino (9/8, 10/9, 16/15). Προφανώς διείδαν ότι δεν έχει και πολύ νόημα να προσπαθείς να βρεις την ακριβή θέση του Βου και του Ζω, οπότε αρκεί μια βασική κλίμακα που να ανταποκρίνεται σε κάποιες φυσικές αρχές. Ο Καραμάνης (ο οποίος πρέπει να είναι ιδιαίτερα οξυδερκής άνθρωπος, και όχι μόνο γι' αυτό) προχωράει ακόμα παραπέρα και λέει: "Άλλο η κλίμακα, άλλο η μελωδία. Μία είναι η κλίμακα, αυτή του πιάνου". Και δεν εννοεί βέβαια ότι πρέπει να υιοθετήσουμε τον ισομερή συγκερασμό των 12 ημιτονίων (μάλλον στο πυθαγόρειο κούρδισμα αναφέρεται), αλλά ότι η κλίμακα είναι ένα γενικό θεωρητικό σχήμα, που δεν έχει σκοπό να αποδώσει τις λεπτομέρειες του κάθε ήχου. Και αυτά από έναν παραδοσιακότατο ψάλτη.
Μήπως γι' αυτό δεν υπάρχει ούτε μία λεπτομερής αναφορά σε μεγέθη τονιαίων διαστημάτων της ψαλτικής πριν από τον 19o αιώνα; (Οι Βυζαντινοί φαίνεται ότι συζητούσαν περί διαστημάτων, αλλά σε σχέση με την αρχαία ελληνική μουσική θεωρία και όχι με την ψαλτική). Στη Δύση από πολύ νωρίς σκέπτονταν στην ψαλτική τους με τόνους και ημιτόνια, βασιζόμενοι στο πυθαγόρειο κούρδισμα, και προσπαθούσαν να προσδιορίσουν τη θέση των ημιτονίων στο μέλος, για να πετύχουν τη σωστή (τονικά) απόδοσή του (Odo του Cluny, 10ος αι., Guido d’Arezzo, 11ος αι.). Οι Βυζαντινοί είχαν ήδη τον τρόπο να προσδιορίζουν τη θέση τόνων και ημιτονίων με βάση το σύστημα των μαρτυριών. Ήξεραν λ.χ. ότι εάν ανέβουν από τον α΄ ήχο θα ψάλουν τόνο, εάν ανέβουν και άλλο, θα ψάλουν ημιτόνιο (και ας μην το ονόμαζαν έτσι). Είχαν εξάλλου το σύστημα τέλειον αμετάβολον των Αρχαίων (δύο οκτάβες, από τον κάτω Κε έως τον άνω Κε) ως ένα γενικό σχήμα αναφοράς, όπως το "πιάνο", που λέει ο Καραμάνης (ή τα 15 "καβάλλια" της μουσικής κατά τον Αγιοπολίτη). Το ακριβές μέγεθος του «ημιτονίου» ή του «τόνου» δεν τους απασχολούσε. Και δεν αισθάνονταν την ανάγκη να το περιγράψουν ακριβέστερα. Οι αόριστες αναφορές σε «ημίση και τρίτα» των φωνών, που έχουν μεγαλοποιηθεί από κάποιους, δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά ως «αποκλίσεις» από τα κανονικά διαστήματα.
Μα τότε οι αρχαίοι γιατί είχαν όλη αυτή την ποικιλία διαστημάτων στη θεωρία τους; Διότι οι αρχαίοι είχαν ανεπτυγμένη οργανική μουσική! Ως άκουσμα μπορεί αυτή η ποικιλία να κληροδοτήθηκε εν μέρει στη βυζαντινή μουσική, αλλά όχι ως οργανωμένο θεωρητικό σχήμα, με γένη, τετράχορδα, μήκη χορδής κλπ. Η σύνδεση όλων αυτών με την πράξη πρέπει να χάθηκε ανεπιστρεπτί το αργότερο από τον 4ο αιώνα.
Από την άλλη μεριά είναι κατανοητή και η προσπάθεια του Χρυσάνθου για επανασύνδεση με την αρχαιότητα, αλλά και της Επιτροπής για μια ακριβή καταγραφή της προφορικής παράδοσης ως προς τα διαστήματα, καθότι υπήρχε τότε η εντύπωση πως η παράδοση κινδύνευε να χαθεί. Το θέμα είναι τι κάνουμε σήμερα. Είμαστε ώριμοι να δούμε τα πράγματα στην αληθινή τους διάσταση; Νομίζω πως όχι. Εξάλλου μεσολάβησαν και άλλοι θεωρητικοί μετά την Επιτροπή, που συσκότισαν την κατάσταση ακόμη περισσότερο, στο όνομα μιας δήθεν επιστροφής στο Βυζάντιο.
Όλα αυτά βέβαια, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε ακρότητες, όπως το να παραδεχόμαστε ελλιπή τετράχορδα (και αυτό το έχουμε δει πρόσφατα). Ακόμα και εάν ο Α ψάλτης αποδίδει ένα βασικό τετράχορδο του ήχου στα 28 αντί στα 30, δεν σημαίνει ότι πρέπει να το κάνουμε κανόνα. Σε αυτή την περίπτωση καταλύουμε τα πάντα και χάνεται όλη η ομορφιά της συνέχειας από την Αρχαιότητα έως σήμερα σε κάποια βασικά, τουλάχιστον, πράγματα.