Στο ναό μας ένας ιερέας σάρωσε εδώ και χρόνια το παλιό εγκόλπιο, το έκανε έγχρωμη εκτύπωση σε δύο αντίτυπα, τα έδεσε και μας άφησε από ένα σε κάθε αναλόγιο. Αυτό χρησιμοποιούμε. Το δικαιολόγησε ότι είναι το καλύτερο από τα εγκόλπια. Αν και μου φάνηκε αρχικά υπερβολική η ενέργειά του, πλέον τον δικαιολογώ. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να αλλάξουμε συνήθειες, να παραγκωνίσουμε αυτά που ίσχυαν μέχρι σήμερα και να τα αντικαταστήσουμε με άλλα. Αφού λίγο-πολύ έχουμε ψάξει το τυπικό και ξέρουμε τι και τι λέμε.
Ζητώ εκ των προτέρων να με συγχωρήσετε γιατί δεν έχω κανένα εγκόλπιο στο σπίτι και τα λέω από μνήμης. Για το ζήτημα των Αντιφώνων, υπάρχει το ωραιότατο και παραδοσιακότατο βιβλίο που λέγεται «Ωρολόγιον». Εκεί, λοιπόν, ορίζονται οι στίχοι των καθημερινών, όντως όπως τους έχει το νέο εγκόλπιο. Όχι όμως 100% έτσι. Στους στίχους του «Σώσον ημάς» (γ' αντίφωνο στο Ωρολόγιο και στο νέο εγκόλπιο, β' στο παλαιό εγκόλπιο), οι στίχοι είναι πάλι τρεις. Ο δεύτερος, όμως, του Ωρολογίου στο νέο εγκόλπιο χωρίζεται στο δεύτερο και τον τρίτο και απουσιάζει ο κανονικός τρίτος. Με ενόχλησε αφάνταστα όταν πήγα να το ψάλλω και δεν το έβρισκα διότι γνωρίζω πως είναι παλαιά τάξη προερχόμενη από το Ωρολόγιο. Θαρρώ πως και στο πρώτο Αντίφωνο έχουν διαφοροποίηση οι στίχοι.
Για την επαναφορά του β' αντιφώνου στις καθημερινές, σας καταθέτω προσωπική μαρτυρία ότι το ψάλλαμε από το Ωρολόγιο με το δάσκαλό μου κ. Μιλτιάδη Παππά στις Λειτουργίες των Σαββάτων, σε ήχο β'. Όταν πήγα να το ψάλλω σε μια ακολουθία στην ενορία μου και ως γ' να πω το «Σώσον ημάς», εκτός του ότι με διέκοψε ο ιερέας ψάλλοντας το Απολυτίκιο, μου έκανε μετά παρατήρηση ότι το μπέρδεψα και δεν κατάλαβα τι λέει το Ωρολόγιον. Κάθισα και σκέφτηκα: Ποιος ο λόγος να αλλάξεις βίαια μια καθιερωμένη παράδοση, έστω κι αν αυτή έχει μεταβληθεί από την αρχική της μορφή; Γιατί, αν επιβίωνε η ψαλμώδηση του αρχαίου β' αντιφώνου στα μέσα του 20ου αιώνα, δεν θα περνούσε και στο εγκόλπιο; Σκέφτηκα πως, και η τάξη που καθιερώθηκε πλέον τις Κυριακές, και η τάξη των αντιφώνων των εορτών, αυτό ακριβώς πρεσβεύουν: ως α' αντίφωνο το «Ταις πρεσβείαις», ως β' το «Σώσον ημάς» και ως γ' το Απολυτίκιο. Τα πράγματα αλλάζουν ομαλά και με το χρόνο, όχι βίαια. Ακόμη, ο δάσκαλός μου μου είπε πως το «Πρεσβείαις των Αγίων σου» το άκουσε σε ήχο β' στο Πατριαρχείο. Όλοι αυτοί που το ψάλλουν κατά την παραγγελία του Ωρολογίου και του Εγκολπίου σε πλ. α', το άκουσαν από κάπου;
Άλλη μια παρατήρηση. Στο παλαιό εγκόλπιο είχε τρεις στίχους από τα τυπικά με την ένδειξη ότι καθιερώθηκε να ψάλλονται αυτοί τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές αντί των Τυπικών. Οι τέταρτοι στίχοι πώς προέκυψαν; Και γιατί οι τρεις πρώτοι να μην είναι ίδιοι με τους παλιούς ώστε αυτός που θέλει ψάλλει τρεις να μην αλλάξει την τάξη του; Στο Γεωργιάδη δεν ανοίγαμε εγκόλπιο, Ωρολόγιο ανοίγαμε, όπου ο δάσκαλος είχε σημειωμένους τους στίχους από τα Τυπικά με σταυρό. Ήταν αυτοί οι στίχοι που είχε και το παλαιό εγκόλπιο. Μπορεί να φαίνεται χαζό το ερώτημά μου και άνευ ουσίας, όμως παντού σχεδόν ψάλλουν τους τρεις πρώτους στίχους, οι οποίοι έχουν πλέον αλλάξει...
Πάλι από μνήμης, σαν απόκριση στο «και πάντων και πασών», το παλαιό προέβλεπε τρεις εναλλακτικές: «Κύριε ελέησον», «και πάντων και πασών» ή κάτι άλλο που δε θυμάμαι. Το καινούριο όρισε το «και πάντων και πασών», το οποίο ναι μεν συμφωνεί με αυτά που έχουμε συνηθίσει να ακούμε στις ενορίες, όμως ούτε στο Φανάρι, ούτε στο Άγ. Όρος λέγεται, όπου τηρούν τις παραδεδομένες σε αυτούς τάξεις.
Γενικότερα, πέρα από κάποιες προσθήκες που θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελούν στροφή προς την αρχαιότερη παράδοση, πιστεύω πως διαπνέεται από διάθεση αλλαγής της καθιερωμένης τάξης. Και δεν το κάνει πάντα με στοιχεία που επιβιώνουν στην προφορική παράδοση, πχ πριν την οπισθάμβωνο ευχή να αποκρίνεται ο ψάλτης απλώς 3 «Κύριε ελέησον» όπως κάνουν στο Φανάρι και προβλέπει και ο Βιολάκης, αλλά με στοιχεία ξεχασμένα από χρόνια ή κατασκευασμένα στο να επαναφέρουν τις αρχαίες τάξεις (νομίζω πως σε στίχους αντιφώνων, για παράδειγμα, έχει γίνει κάτι τέτοιο). Αν πρέπει να γίνει επαναφορά, ας γίνει σωστά, με τα στοιχεία που επιβιώνουν στην παράδοση. Για παράδειγμα, προβλέπεται το «Πληρωθήτω». Στο Άγ. Όρος που επιβιώνει (και όχι αναβιώνει) το μέλος, το λένε χύμα, σχεδόν μουρμουριστά. Δεν αναφέρομαι στις σύγχρονες μελοποιήσεις σε β' ή, χειρότερα, σε πλ. α', αλλά στην παλαιότερη αγιορείτικη πράξη. Μια τέτοια ένδειξη, πως λέγεται χύμα, θα απέτρεπε τους αυτοσχεδιασμούς ή τις καινοτόμες σύγχρονες μελωδίες του. Δε θα ήταν κάτι άσχετο, και στο «Του δείπνου σου» η ένδειξη «χύμα» δεν υπάρχει; Στο παλιό τουλάχιστον, γιατί στο νέο απουσιάζει το μέλος από τη θέση εκείνη, καίτοι αποτελεί παράδοση, έστω και νεότερη κατά κάποιους. Προσωπικά ακολουθώ και σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις αυτά που παρέλαβα από τους δασκάλους μου, αυστηρότατους τηρητές της πατριαρχικής τάξεως.
Τέλος, είναι γενικά πολύ δύσχρηστο σε σχέση με την απλή διάταξη του παλιού. Ίσως να έχει περισσότερη ύλη, δεν το έχω ψάξει σε βάθος. Σε Όρθρο Σαββάτου, πάντως, είχα στο ψαλτήρι αυτό και της Σιμωνόπετρας. Ε, καθ' όλη την Τιμιωτέρα έψαχνα απεγνωσμένα και στα δύο τα Εξαποστειλάρια του Σαββάτου. Δεν κατάφερα να τα βρω και πήγα στο αριστερό αναλόγιο να πάρω το παλιό, και μάλιστα την προηγούμενη έκδοσή του, αυτή με τα ψείρες γράμματα, όπου το βρήκα αμέσως. Είχε πολύ απλούστερη διάταξη. Το κράτησα μέχρι το τέλος της ακολουθίας. Νομίζω, παρεμπιπτώντως, πως έχουν μεταξύ τους και μια διαφοροποίηση στο στίχο των τροπαρίων του κανόνος του Σαββάτου, αλλά ξαναλέω ότι δεν τα έχω μπροστά μου για να το επαληθεύσω.
Αυτά είναι κάποιες λίγες παρατηρήσεις από μνήμης. Υπάρχουν και άλλες πάμπολλες διαφορές και δεν καταλαβαίνω αν είναι σκόπιμο να αλλάξουμε την καθιερωμένη τάξη για να τις ενσωματώσουμε στη λατρεία. Στο ερώτημα «ποιο περιγράφει πιστότερα τη ζώσα παράδοση», πιστεύω πως απάντηση αποτελεί μόνο το παλιό εγκόλπιο, όχι επειδή μονοπωλώντας για πολλά χρόνια την έχει εν μέρει καθορίσει, αλλά διότι κατέγραψε τα της εποχής του χωρίς διάθεση εισαγωγής - επαναφοράς στοιχείων από έρευνα.