07. «καλλιέρημα ὤφθης καὶ θῦμα ἅγιον» (απολυτίκιο αγίας Κυριακής)

Γιώργος Μ.

Γιώργος Μπάτζιος
Στο απολυτίκιο της αγίας Κυριακής υπάρχει η σπάνια λέξη καλλιέρημα που σημαίνει «καλό θύμα, κατάλληλο για τη θυσία» (ό,τι δηλ. και το θῦμα ἅγιον που ακολουθεί).

Καλλιέρημα ὤφθης καὶ θῦμα ἅγιον,
προσενεγκοῦσα τῷ Πλάστῃ τὴν καθαράν σου ψυχήν,
ἣν ἐδόξασε Χριστός, ὦ καρτερόψυχε.
Ὅθεν καὶ βρύει διὰ σοῦ,
τοῖς τιμῶσί σε πιστοῖς, τὰς χάριτας ὑπὲρ ψάμμον,
Κυριακὴ ἀθλοφόρε, ὡς ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος.


Παραθέτω το λήμμα του ρήματος καλλιερῶ από το Λεξικό του Παπύρου.

καλλιερῶ
Greek Monolingual

καλλιερῶ, -έω (AM)
παίρνω ευνοϊκά σημάδια κατά την τέλεση της θυσίας μου, η θυσία μου στον θεό αποβαίνει ευπρόσδεκτη
αρχ.
1. θυσιάζω με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκά σημεία («καλλιερήσαι ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν»)
2. (για θυσία) αποβαίνω ευνοϊκή, παρέχω καλά σημάδια («καλλιερησάντων τῶν ἱρῶν ἐπορεύοντο», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ιερώ (< ἱερός), πρβλ. δυσ-ιερώ].​
 

MTheodorakis

Παλαιό Μέλος
...αθληφόρε...
«Τὰ ἀπὸ τῶν εἰς ος εις σύνθεσιν ἐλθόντων, καὶ τῇ ἀποβολῇ

τοῦ σ τὴν σύνθεσιν ποιοῦντα διὰ τοῦ ο, καὶ ἢ διὰ μετρικὴν

χρεῖαν, ἢ δι’ εὐφωνίαν τοῦτο μετατιθέντων, εἰς η αὐτὸ μεθί-

στησιν· οἷον, νεογεννὴς, νεηγενής· ἐλαφοβόλος, ἐλαφηβόλος·

ἀθλοφόρος, ἀθληφόρος»

(Θεογνώστου (θ' αἰ.) Κανόνες (γραμματικοί), 567, ἔκδ. J.A. Cramer, Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecarum Oxoniensium, vol. 2. Oxford: Oxford University Press, 1835 (ἐπανέκδοση: Θεογνώστου Κανόνες, Amsterdam: Hakkert, 1963).
 
Top