Εγώ πάλι πιστεύω ότι αυτό είναι απόλυτα λογικό και υπάρχει. Εικάζω λοιπόν ότι χρησιμοποιούμε διαφορετική ορολογία, αναφερόμενοι στο ίδιο φαινόμενο. Είναι λ.χ. φως φανάρι ότι οι Δανιηλαίοι, οι Θωμάδες, οι Καρεώτες, ανήκουν στην ίδια ενότητα ύφους, στο αγιορείτικο. Και πάλι είναι φως φανάρι ότι όλοι οι ψάλτες του πατριαρχείου ανήκουν στο πατριαρχικό. Ή ότι όλοι οι ψάλτες της Θεσσαλονίκης ανήκουν στο θεσσαλονικιώτικο ύφος. Και τα τρία είναι παραδοσιακά (το τελευταίο φυσικά νεώτερο), και τα τρία έχουν κοινά στοιχεία παραδοσιακής ψαλτικής, όπως αναφέρετε, όμως ταυτόχρονα και τα τρία αυτά έχουν ιδιάζοντα χαρακτηριστικά.
Δεν νομίζω: τα τρία παραπάνω "ύφη" που ανέφερα έχουν να κάνουν αποκλειστικά και μόνο με τον τρόπο. Το ότι οι ψάλτες κάποιου ύφους έχουν προτίμηση σε συγκεκριμένο ρεπερτόριο, είναι άλλο θέμα κι έχει να κάνει με την τοπική παράδοση και όχι με το ύφος (βλ. και στη συνέχεια τη διάκριση που κάνει ο π. Σεραφείμ Φαράσογλου). Για μένα ύφος είναι μόνο ο τρόπος και όχι το ρεπερτόριο. Αν δηλ. ακούσουμε Φιλανθίδη από έναν δυτικίζοντα ψάλτη, τι θα πούμε, ότι έχει αγιορείτικο ύφος;;
Βλέπω ότι, ενώ αρχικά κάνατε λόγο μόνο για "προσωπικές εκφάνσεις" στην ψαλτική, εδώ αναφέρετε και τις "τοπικές" αποχρώσεις, πράγμα που σημαίνει ότι αναγνωρίζετε και την ύπαρξη μιας ευρύτερης ψαλτικής τάσης, εκτός της προσωπικής φωνής του Α ή Β ψάλτη, αν ερμηνεύω σωστά τα λεγόμενά σας. Αυτό λοιπόν ακριβώς λέω κι εγώ. Απλώς, τις τοπικές αυτές αποχρώσεις εγώ τις ονομάζω ύφος. Η "απόχρωση" (ή "τοπική παράδοση" ονομαζόμενη ενίοτε, αν έχει να κάνει με ορισμένο τόπο) θεωρώ ότι είναι ειδικότερη έννοια του ύφους -καταχρηστικά βέβαια μπορεί να χρησιμοποιείται και ο όρος "ύφος" γι' αυτήν- κι έχει να κάνει με επιμέρους ομάδες, ανήκουσες όμως στο ίδιο ύφος (λ.χ. Δανιηλαίοι, Θωμάδες, Καρεώτες στο αγιορείτικο, ή Ναυπλιώτης/Πρίγγος σε αντιδιαστολή με τη μετά Στανίτσα εποχή στο πατριαρχικό -αυτή είναι και η αιτία που μερικοί καταλογίζουν "έλλειψη πατριαρχικού ύφους" στο Στανίτσα: για μένα δεν πρόκειται για έλλειψη, αλλά για άλλη παράδοση - απόχρωση του ίδιου ύφους, αφού ορισμένα στοιχεία, όπως η φωνητική εκφορά, άλλαξαν, ορισμένα όμως, όπως η ερμηνεία πολλών ποιοτικών σημαδιών, παρέμειναν τα ίδια).
Καταρχήν σε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που αποτελούν "κοινό κτήμα" των παραδοσιακών ψαλτών, παρατηρούμε και πάλι διαφορά από ύφος σε ύφος: τα ποιοτικά σημεία και τα ποικίλματα για παράδειγμα, δεν έχουν το ίδιο "στυλ" ερμηνείας σε έναν πατριαρχικό ψάλτη και σε έναν αγιορείτη, όσο κι αν πολλά από αυτά συμπίπτουν. Επίσης, εκτός από τα 2 πρόσθετα στοιχεία που αναφέρετε, υπάρχουν ενδεχομένως και άλλα. Στο αγιορείτικο ύφος λ.χ. παρατηρεί κανείς ΣΗΜΕΡΑ μια πιο ήπια εκφορά σε σχέση με τη μεγαλοπρέπεια του πατριαρχικού, καθώς και όχι τόσο "χτυπητό" ρυθμό κάποιες φορές. Οι Θεσσαλονικείς ψάλτες πάλι δεν θα κάνουν ίσως τόσα γυρίσματα που γίνονται στο Πατριαρχείο, αλλά θα δώσουν περισσότερο βάρος στο τονισμό.
Δεν ξέρω αν είναι σκόπιμο να αναλυθεί σε τόσο διεξοδικό βαθμό το ύφος. Ο π. Σεραφείμ Φαράσογλου στο βιβλίο του "Από την τάξη και ψαλμωδία στο πατριαρχικό ναό Κωνσταντινουπόλεως" γράφει ότι ο Πρίγγος, προκειμένου να δείξει ότι η μαθητεία στο ύφος απαιτεί την "διά ζώσης φωνής διδασκαλία", όπως γράφει και ο Βουδούρης,
"χρησιμοποιούσε την παρομοίωση μιας ξένης γλώσσας και της προφοράς της, που δε γράφεται και ούτε διαβάζεται, παρά μόνο με το ΑΥΤΙ αποκτάται".
Κι επειδή στο βιβλίο αυτό αναφέρονται πολύ ωραία πράγματα για το ύφος, παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα, χρήσιμο πιστεύω για τη συζήτηση που γίνεται: