Ο Γερμανός Αφθονίδης, περί έλξεων (1876):
''Τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ διακρίνει μιὰ ἰδιότητα ἡ ὁποία, ἀπὸ θεωρητικὴ ἄποψη, διέλαθε τῆς προσοχῆς τῶν μουσικοδιδασκάλων μας, μολονότι ἐφαρμόζεται ἐπὶ μονίμου βάσεως. ᾿Αναφέρομαι ἐδῶ σ᾿ ἕνα εἴδος ἕλξεως στὴν ὁποία ὑπόκειται ὁ τόνος. Κάθε ἦχος ἔχει αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε δεσπόζοντες φθόγγους, δύο ἢ τρεῖς. Αὐτοὶ παραμένουν σταθεροὶ καὶ οἱ ἴδιοι καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς μελωδίας, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄλλοι ὑπόκεινται σ᾿ αὐτὸ τὸ νόμο τῆς ἕλξεως σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἑπόμενος φθόγγος ἑλκύει τὸν προηγούμενό του καὶ τὸν μετακινεῖ ὑψηλότερα ἢ χαμηλότερα (κατὰ ἕνα τεταρτημόριο).
Αὐτὴ ἡ ἰδιότητα τῶν φθόγγων εἶναι τόσο προφανὴς γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἀκούει μὲ προσοχή, ὥστε μοῦ φαίνεται παράξενο ποὺ δὲν ἐνσωματώθηκε στὴ θεωρία ὡς οὐσιώδης προϋπόθεση τῆς τέχνης. ῾Ωστόσο, τὴν διαφύλαξε ἡ παράδοση καὶ εἶναι τόσο αἰσθητὴ στὴν ἀκοὴ ποὺ δὲν τὴν ἐκτελοῦν μόνο οἱ καλύτεροι μουσικοδιδάσκαλοι, ἀλλὰ ἀκόμα οἱ ἐρασιτέχνες. Αὐτὴ ἡ ἀκουστικὴ συνήθεια, τὴν ὁποία ἀποκτᾶ κανεὶς παιδιόθεν καὶ ποὺ τοῦ γίνεται δεύτερη φύση, ἀπωθεῖ τὸ ἀπότομο πέρασμα ἀπὸ ἕναν φθόγγο στὸν ἄλλον καὶ θεωρώντας τοὺς δεσπόζοντες φθόγγους ὡς σταθερὰ σημεῖα, χρησιμοποιεῖ τοὺς ὑπόλοιπους φθόγγους ὡς κινούμενες γέφυρες πάνω στὶς ὁποῖες ἡ μελωδία μεταβαίνει ἀπὸ τὸ ἕνα σημεῖο στὸ ἄλλο. ῾Η ἕλξη ἐκτελεῖται αὐθόρμητα, ἄκοπα καὶ φυσιολογικά, σχεδὸν ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ ψάλτη, καὶ προσδίδει στὴ μελωδίαν ἕνα εἴδος διακυμάνσεως ποὺ ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἰδιωματικοὺς χαρακτῆρες της''.
Μού φαίνεται πως αυτή η εύστοχη άποψη, κυρίως όσον αφορά στην ''αυθόρμητη, άκοπη και φυσιολογική έκτελεση, σχεδόν εν αγνοία του ψάλτη'', δεν ευνοεί την παρασήμανση των έλξεων, η οποία παρασήμανση μετατρέπει το αυθόρμητο, άκοπο και φυσιολογικό σε εξεζητημένο, το ακούσιο σε εκούσιο: τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος της παραφωνίας ἠ φαλσοφωνίας.