Αναγνωστήριο, Ευρετήριο, Αποδελτίωση

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
(Αριστοτ. Ποιητ. 1452Β, 12, 9): "κομμός δε θρήνος κοινός χορού και από σκηνής" (κομμός, είναι ο κοινός θρήνος του χορού και όσων είναι στη σκηνή). Ο κομμός ονομαζόταν και κομματικόν μέλος.

http://www.musipedia.gr/wiki/Κομμός
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Συμφωνία
και σύμφωνος· (α) συμφωνία· το ταίριασμα δύο φθόγγων, συμφωνία (με την έννοια όχι της συνήχησης, αλλά της καλής αρμονικής σχέσης μεταξύ δύο φθόγγων). Σύμφωνος· αυτός που είναι σε συμφωνία (ταιριάζει αρμονικά) με άλλο. Οι συμφωνίες που αναγνώριζαν οι Έλληνες ήταν η καθαρή τετάρτη, η καθαρή πέμπτη, η ογδόη (δια πασών), η διπλή ογδόη, η τετάρτη και πέμπτη σύνθετες με την ογδόη (δις δια τεσσάρων, δις δια πέντε) και με τη διπλή ογδόη (τρις δια τεσσάρων, τρις δια πέντε). Οι Πυθαγορικοί θεωρούσαν σύμφωνα εκείνα τα διαστήματα που εκφράζονταν με τους απλούστερους λόγους, δηλ. την ογδόη (2:1), την πέμπτη (3:2), την τετάρτη (4:3), τη σύνθετη πέμπτη (3:1), τη διπλή ογδόη (4:1) και τη σύνθετη τετάρτη (8:3). Ο Πτολεμαίος διακρίνει τους ομόφωνους (ταυτοφωνία, ογδόη, διπλή ογδόη) από τους άλλους σύμφωνους (την πέμπτη και την τετάρτη και τις σύνθετες πέμπτη και τετάρτη)· στην πρώτη θέση τοποθετεί τους ομόφωνους και μετά από αυτούς τους σύμφωνους, οι οποίοι είναι οι πλησιέστεροι προς τους ομόφωνους (Πτολεμ. Αρμον. Ι, 7· επίσης, Πορφύρ. Comment, έκδ. I.D., σ. 118, Wallis III, σ. 292). Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 5) δίνει τον ακόλουθο ορισμό της συμφωνίας: "έστι δε συμφωνία μεν κράσις δύο φθόγγων οξυτέρου και βαρύτερου" (συμφωνία είναι η ανάμειξη δύο φθόγγων, από τους οποίους ο ένας είναι ψηλότερος και ο άλλος χαμηλότερος). Ο Πορφύριος μνημονεύει, τον ορισμό του Αιλιανού (από το έργο του Τίμαιος): "Συμφωνία είναι σύμπτωση και ανάμειξη ("επί το αυτό πτώσις και κράσις") δύο φθόγγων διαφορετικών ως προς την οξύτητα και τη βαρύτητα", δηλ. διαφορετικών στο ύψος. Προσθέτει πως ο Πτολεμαίος δεχόταν έξι συμφωνίες (αυτές που λέει ομοφωνίες), ενώ άλλοι θεωρητικοί, όπως ο Αριστόξενος, ο Διονύσιος και ο Ερατοσθένης, δέχονταν οκτώ. Ο Γαυδέντιος δεχόταν εξι. Ο Νικόμαχος (Εγχειρ. 12) υποστηρίζει ότι σύμφωνα συστήματα (=που προέρχονται από την ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων) είναι εκείνα των οποίων οι συστατικοί φθόγγοι, όταν παιχθούν μαζί ("άμα κρουσθέντες"), αναμειγνύονται ο ένας με τον άλλο με τέτοιο τρόπο, ώστε δίνουν την εντύπωση ενός μόνο ήχου ("ενοειδή φωνήν") (πρβ. Αριστείδης Περί μουσ. 12 Mb και Γαυδ. Εισαγ. 8). Ο Αριστοτέλης (Προβλ. XIX, 38) υποστηρίζει πως "ο λόγος για τον οποίο απολαμβάνουμε τη συμφωνία είναι το ότι είναι ανάμειξη αντιθέτων [φθόγγων] που έχουν σχέση ο ένας με τον άλλο"· και στα Μουσικά Προβλήματα XIX, 35, λέει ότι η ογδόη είναι η πιο ωραία συμφωνία. Οι συμφωνίες διαιρούνταν σε απλές και σύνθετες. Απλές ήταν, κατά τους αρχαίους συγγραφείς ("τους παλαιούς"), η τετάρτη και η πέμπτη. Σύνθετες θεωρούνταν όλες οι άλλες, επειδή ήταν σύνθετες από απλές συμφωνίες. Κατά τον Πορφύριο, ο Θράσυλος περιλάμβανε και την ογδόη στις απλές συμφωνίες.
(β) Ο όρος συμφωνία απαντά, επίσης, και με τη σημασία ενός συνόλου οργάνων· συμφωνία ήταν και το όνομα ενός κρουστού οργάνου (είδος μικρού ταμπουρίνου). Ο Πολύβιος (Αθήν. ΙΔ', 615D, 4) αναφέρει: "ορχησταί δύο εισήγοντο μετά συμφωνίας εις την ορχήστραν" (δύο χορευτές έμπαιναν στην ορχήστρα με ταμπουρίνα [κατ' άλλους "καστανιέτες"]).

http://www.musipedia.gr/wiki/Συμφωνία
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Σύριγξ
σύριγγα του Πάνα· φλογέρα του βοσκού. Ο ήχος παράγεται από φύσημα κατευθείαν μέσα στην οπή, που έχει ανοιχτεί στο επάνω άκρο, χωρίς την παρεμβολή γλωσσίδας. Συρίζω (και συρίττω) σήμαινε παίζω τη σύριγγα· επίσης, παράγω έναν συρίζοντα ήχο. Το όνομα της σύριγγας εμφανίζεται στην Ιλιάδα και στον Ύμνο στον Ερμή 512- Ίλ. Κ 13: "αυλών συριγγών τ' ένοπήν" ([ο Αγαμέμνονας, κοιτάζοντας προς το στρατόπεδο των Τρώων, θαύμαζε τις πολλές φωτιές που έκαιαν μπροστά στο Ίλιο] και τον ήχο των αυλών και των συριγγών). Βλ. επίσης Σ 526. Γενικά, μπορεί να ειπωθεί πως ο όρος σύριγγα (σύριγξ) χρησιμοποιούνταν συχνά για όλα τα πνευστά όργανα χωρίς γλωσσίδα, ενώ για εκείνα που είχαν γλωσσίδα (απλή ή διπλή) χρησιμοποιούνταν ο όρος αυλός. Υπήρχαν βασικά δύο είδη σύριγγας: η μονοκάλαμος και η πολυκάλαμος· Αγιοπ. (Vincent Notices 263): "Σύριγγος είδη δύο· το μεν εστι μονοκάλαμον, το δε πολυκάλαμον, ό φασιν εύρημα Πανός". Και στις δύο περιπτώσεις, η σύριγγα κατασκευαζόταν από καλάμι. Ο τόνος της μονοκάλαμης ήταν ελαφρός, γλυκός και λιγάκι συριστικός· η έκτασή της ήταν περιορισμένη στην υψηλή περιοχή, σε αντίθεση με τον αυλό, που συχνά επονομαζόταν βαρύφθογγος (βαρύτονος). Το όργανο ήταν κατακόρυφο (ίσιο) και είχε λίγες οπές. Η πολυκάλαμη ήταν η γνωστή σύριγξ του Πανός ή σύριγγες του Πανός. Τα καλάμια (σωλήνες) ήταν συνήθως επτά, με διαφορετικό μέγεθος· σχημάτιζαν, όμως, μια οριζόντια γραμμή στο επάνω άκρο, χωρίς οπές, και ήταν συνδεδεμένα με κερί. Πολυδ. (IV, 69): "στη σύριγγα ο ήχος παράγεται με φύσημα· είναι ένα σύνολο από καλάμια (σωλήνες) δεμένα με λινάρι και κερί... πολλά καλάμια με βαθμιαία σμικρυνόμενο μέγεθος". Ο Πολυδεύκης μιλεί και για μια πεντασύριγγα (VIII, 72), ενώ ο Αγιοπολίτης για δεκακάλαμη (σ. 260). Η σύριγγα του Πάνα ήταν όργανο ποιμενικό (ο Πάνας ήταν ποιμενικός θεός, προστάτης των δασών, των κοπαδιών και των βοσκών) και δε χρησιμοποιούνταν ποτέ για καλλιτεχνικούς σκοπούς· πρβ. Ομ. Ιλ. Σ 526: "νομήες τερπόμενοι σύριγξι" (βοσκοί τερπόμενοι με τις σύριγγες). Στην περίπτωση ισομεγεθών καλαμιών, συνήθιζαν να γεμίζουν ένα τμήμα κάθε σωλήνα με κερί, μικραίνοντας έτσι βαθμιαία την αέρινη στήλη που παλλόταν. Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη (Γ', 58, 2), η Κυβέλη εφεύρε την πολυκάλαμη σύριγγα: "πολυκάλαμον σύριγγα πρώτην [Κυβέλην] επινοήσαι". Ο Πολυδεύκης (IV, 77), όμως, λέει πως είχε κελτική προέλευση: "η δε εκ καλάμων σύριγξ Κελτοίς προσήκει και τοις εν ωκεανώ νησιώταις" (η πολυκάλαμη σύριγγα αρμόζει στους Κέλτες και σε όσους κατοικούν στα νησιά του ωκεανού).



Σύμφωνα με το μύθο, ο Πάνας αγάπησε μια νύμφη από την Αρκαδία, την κόρη του ποταμού Λάδωνα Σύριγγα. Η νύμφη τρομαγμένη από την καταδίωξη του θεού ικέτευσε τον Δία να τη σώσει. Έτσι, τη στιγμή που ο Πάνας την έπιασε, εκείνη μεταμορφώθηκε σε καλαμιά· τρελός από θυμό και απογοήτευση ο Πάνας έσπασε την καλαμιά σε κομμάτια. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε πως έκοβε το σώμα της νύμφης, και μετανιωμένος άρχισε να κλαίει και να φιλά τα κομμάτια της καλαμιάς. Ακούγοντας τους ήχους που έβγαιναν, καθώς φυσούσε κλαίοντας, οδηγήθηκε στην κατασκευή της σύριγγας. Ο επικός ποιητής Ευφορίων (Αθήν. Δ', 184Α, 82), στο βιβλίο του Περί μελοποιϊών (ή μελοποιών) λέει πως ο Ερμής επινόησε τη μονοκάλαμη σύριγγα, ο Σειληνός την πολυκάλαμη και την κηρόδετη ο Μαρσύας: "την μεν μονοκάλαμον σύριγγα Ερμήν ευρεΐν, την δε πολυκάλαμον Σειληνόν, Μαρσύαν δε την κηρόδετον". Άλλοι αποδίδουν την εφεύρεση της μονοκάλαμης σύριγγας στον Σεύθη και τον Ρωνάκη, από τη θρακική φυλή των Μαιδών. Γενικά, μπορεί να λεχθεί πως η πολυκάλαμη σύριγγα υπήρξε ο κυριότερος πρόδρομος της ύδραυλης. Η σύριγγα συνδεόταν, επίσης, με τη μαγεία· ο Πλούταρχος (Πότερα των ζώων φρονιμότερα... 961Ε, 3) αναφέρει: "κηλούνται μεν γαρ έλαφοι και ίπποι σύριγξι και αυλοίς" (τα ελάφια και τα άλογα μαγεύονται [γοητεύονται] με τις σύριγγες και τους αυλούς). Στο εδάφιο αυτό η λέξη κηλούμαι θα μπορούσε να έχει απλώς τη σημασία του θέλγομαι.
Σύριγξ λεγόταν και το επιστόμιο του αυλού με μονή γλωσσίδα (πρβ. Κ. Schlesinger The Greek Aulos 54). Κατά τη θεωρία του Α. Α. Howard (βλ. Macran Αριστόξενος 243), η σύριγξ ήταν μια οπή κοντά στο επιστόμιο του αυλού, που βοηθούσε, όπως και στο κλαρινέτο, στην παραγωγή των αρμονικών (βλ. Αριστόξ. Αρμ. Ι, 21, 1 Mb, και Πλούτ. Ότι ουδ' ηδέως ζην εστιν κατ' Επίκουρον 1096Α και Περί μουσ. 1138Α).
Η λέξη σύριγξ χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του σφυρίγματος (LSJ).
Για την έκφραση "κατασπάν" και "ανασπάν την σύριγγα" βλ. Macran Αριστόξενος 243-244 και Κ. Schlesinger, 54 κε.· επίσης, Weil και Reinach Plut. De la Mus. 82-83, σημ. 196.
Βιβλιογραφία:
Th. Reinach, "Syrinx" DAGR VIII (1908), .σσ. 1596-1600. H. Abert, "Syrinx", Pauly RE 2η Σειρά, IV, στήλ. 1779. Κ. Sachs, "Pan-pipes" Hist. (1940), σσ. 142-143. M. Wegner, Das Musikleben der Griechen

http://www.musipedia.gr/wiki/Σύριγξ
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Τάξις
σειρά, διάταξη, διευθέτηση. Η της μελωδίας τάξις· η μελωδική σειρά, η διάταξη των φθόγγων ή διαστημάτων σε μια μελωδία· Αριστόξ. (Η, 40, 42): "η τον ηρμοσμένου [μέλους] τάξις" (η διάταξη που ταιριάζει στο αρμοσμένο μέλος [στο μέλος που ακολουθεί τους νόμους της μελωδίας]). "Η της των ασυνθέτων διαστημάτων τάξεως αλλοίωσις" (η αλλαγή στη διάταξη των απλών διαστημάτων).
Στη ρυθμοποιία, η διάταξη των διαρκειών (αξιών).

http://www.musipedia.gr/wiki/Τάξις
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τερετ-ίζω ,
A. hum a tune, “τερετιῶ τι πτιστικόν” Phryn.Com.14, cf. Teles p.7 H., Arist.Pr.918a30, Babr.9.4, Alciphr.3.55; πρὸς τὸ δίχορδον τ. Euphro 1.34; αὐτὸς αὑτῷ τ. Thphr.Char.27.15:—Pass., Phld. Mus.p.99 K.
2. tunitter, of swallows, Hsch.
3. accompany with the voice, = τὸ αὐτὸ μέλος ᾁδειν, Phot., Suid.
II. talk idly, prattle, Zeno Stoic.1.23: cf. συντερ-. (Onomatop.)

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...etic+letter=*t:entry+group=21:entry=tereti/zw

τερέτ-ισμα , ατος, τό,
A. a humming, twanging, “φορμίγγων” Diog. ap. D.L.6.104 (alluding to E.Fr.200), Luc.Nigr.15, AP7.612, cf. 11.352 (both Agath.); chirruping of cicadas, Hsch.
II. metaph., a mere sound or twittering, τερετίσματα τὰ εἴδη (the Platonic ideas) Arist.APo.83a33; τὰ συνήθη ταῦτα τ. the ordinary prattle, Procop.Gaz.Ep.33; “τὸ πόημα οὐχ ὡς τ. καὶ κροῦμα νοοῦμεν” Phld.Po.2p.228H.

τερετ-ισμός , ὁ, = foreg., of flutes,
A. trilling, Poll.4.83, cf. Anon.Bellerm.p.26.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
...μια ένωση τριών φθόγγων (τρίχορδο), τεσσάρων (τετράχορδο) κτλ. θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ένα σύστημα. Το πρώτο καλά οργανωμένο σύστημα, που κατόπι χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα Τέλεια Συστήματα, ήταν το τετράχορδο.[...]

http://www.musipedia.gr/wiki/Σύστημα
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
τον-ιαῖος , α, ον,
A. consisting of one tone, in Music, “διάστημα” Arist. Pr.922b6, cf. Plu.2.1018f, Aristox. (?) Oxy.667.20, Alex.Aphr. in Top. 113.12.
2. τὸ τ. χρῶμα, = τὸ τονικὸν χ., Cleonid.Harm.7.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...etic+letter=*t:entry+group=43:entry=toniai=os

Χρωματικόν
... τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο. Κατά τον Ανώνυμο (Bell. 57-59, 53): (α) το μαλακό είναι εκείνο το τετράχορδο στο ... θα είναι 21/12, δηλ. συνολικά (4 1/2 /12) + (4 1/2 / 12) +21/12. (γ) Το τονιαίο είναι το σύντονο του Ανώνυμου. Το σύντονο ορίζεται από τον Ανώνυμο (σ. 59) ως "εκείνο στο ...
Χρόα
... · συγκεκριμένα, δύο στο διατονικό: (α) στο μαλακό και (β) στο σύντονο, μία στο εναρμόνιο και τρεις στο χρωματικό γένος: (α) στο μαλακό, (β) στο ημιόλιο και (γ) στο σύντονο ή τονιαίο. Περισσότερες λεπτομέρειες δίνονται για κάθε περίπτωση χωριστά (βλ. τα λ. διάτονον , εναρμόνιον και χρωματικόν ). Κλεον. (Εισαγ. 6): "Χρόα δε εστι γένους ειδική διαίρεσις· χρόαι δε εισιν αι ...

http://www.musipedia.gr/index.php?title=Ειδικό:Search&search=τονιαιο&go=Μετάβαση
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Τόνος
ο όρος αυτός είχε διάφορες, και κάποτε όχι ολότελα ξεκαθαρισμένες, σημασίες στην αρχαία ελληνική μουσική. Οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνούν στις ακόλουθες σημασίες του όρου:
(α) τάση (τάσις· ύψος), όπως "όταν λέμε ότι ένας εκτελεστής χρησιμοποιεί έναν υψηλό ή χαμηλό τόνο" (Πορφύρ. Comment, έκδ. I.D. 82, 87, Wallis III, 258).
(β) διάστημα, δηλ. το διάστημα κατά το οποίο η 5η ξεπερνά την 4η· αλλιώς, η μεγάλη 2η, όπως λέμε και σήμερα τόνος.
(γ) κλίμακα τοποθετημένη σ' ένα ορισμένο ύψος, π.χ. δώριος τόνος, φρύγιος τόνος κτλ. (όπως λέμε σήμερα τόνος του sol, τόνος του re κτλ., σε διάκριση από τον μείζονα τρόπο· λ.χ. τρόπος sol μείζων, τοποθετημένος στον τόνο του sol κτλ.). Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 12) δίνει μια τέταρτη σημασία· τη σημασία του φθόγγου (ήχου, τόνου), π.χ. επτάτονος φόρμιγξ. Οι όροι τόνος, τρόπος και αρμονία εμφανίζονται σε αρχαία κείμενα χωρίς σαφή διάκριση μεταξύ τους. Ο όρος τόνος συχνά χρησιμοποιείται και για την αρμονία· ο Αριστόξενος (Αρμ. ΙΙ, 37 Mb) δίνει τον ακόλουθο ορισμό του τόνου: "Πέμπτον δ' εστί των μερών [της αρμονικής πραγματείας] το περί τους τόνους, εφ' ών τιθέμενα τα συστήματα μελωδείται" (Το πέμπτο μέρος [της αρμονικής] ασχολείται με τους τόνους, πάνω στους οποίους τραγουδιούνται [εκτελούνται] τα συστήματα). Έτσι, ο τόνος είναι ο τόπος ή η περιοχή ή το ύψος, όπου μια αρμονία μπορεί να αναπαραχθεί. Δηλαδή, αν χρησιμοποιούσαμε σημερινά ονόματα φθόγγων, θα λέγαμε η οκτάβα do - do ή μια άλλη οκτάβα, re - re, mi - mi κτλ., μέσα στην οποία τοποθετείται η δωρική ή η φρυγική ή άλλη αρμονία, με την εσωτερική διάταξη των διαστημάτων της η καθεμιά· όπως απαράλλαχτα τοποθετούμε τον μείζονα ή ελάσσονα σε μια οκτάβα και λέμε sol μείζονα ή sol ελάσσονα κτλ.
Οι τόνοι δε διέφεραν μεταξύ τους ως προς την εσωτερική διάταξη των διαστημάτων· η μόνη διαφορά τους ήταν το ύψος. Στην πραγματικότητα, οι τόνοι ήταν μεταφορές του τελείου αμετάβολου συστήματος [βλ. λ. σύστημα] Ο Αριστόξενος καθιέρωσε ένα σύστημα 13 τόνων, διαταγμένων σε απόσταση ημιτονίου από τον ένα στον άλλο· η μέση του χαμηλότερου τόνου ήταν σε απόσταση ογδόης από τη μέση του ψηλότερου τόνου (fa - fa). Παρατίθενται οι 13 τόνοι του Αριστόξενου (στο διατονικό γένος)· είναι εύκολο να προσέξει κανείς πως, από άποψη εσωτερικής διάταξης των διαστημάτων τους, οι τόνοι, είναι όλοι οι ίδιοι, επομένως, η διαφορετική ονομασία τους οφείλεται μόνο στο διαφορετικό ύψος των βασικών τους φθόγγων (αρχής και τέλους)· οι τόνοι γράφονται εδώ σε κατιούσα σειρά (πρβ. το Σύστημα τέλειον αμετάβολον, αρ. 3 στο λ. σύστημα): Σε αυτούς τους 13 τόνους προστέθηκαν αργότερα δύο ακόμη, επάνω από τον πρώτο (τον Υπερμιξολύδιο), με προσλαμβανόμενο και μέση το fa δίεση και το sol. Το νεοαριστοξένειο σύστημα δεν κράτησε την ίδια ονομασία· μόνο έξι από τους επτά κύριους τόνους διατήρησαν τα ονόματά τους, ενώ όλοι οι υπόλοιποι πήραν νέα ονόματα, παρμένα από τα αρχαία ονόματα αρμονιών. Το πλήρες σύστημα των 15 τόνων, με τη νέα ονομασία τους, ήταν το ακόλουθο (δίνονται μόνο ο προσλαμβανόμενος, η μέση και η νήτη υπερβολαίων):

Οι 15 αυτοί τόνοι διαιρούνταν σε τρεις ομάδες:
(α) τους πέντε κύριους τόνους (6-10), Λύδιο, Αιόλιο, Φρύγιο, Ιάστιο και Δώριο, τοποθετημένους στο μέσο·
(β) τους πέντε χαμηλότερους τόνους (11-15), Υπολύδιο, Υποαιόλιο, Υποφρύγιο, Υποϊάστιο και Υποδώριο, τοποθετημένους στο χαμηλότερο μέρος της σειράς· και
(γ) τους πέντε ψηλότερους τόνους (1-5), Υπερλύδιο, Υπεραιόλιο, Υπερφρύγιο, Υπεριάστιο και Υπερδώριο, τοποθετημένους στο ψηλότερο τμήμα της σειράς. Ο καθένας από τους 15 τόνους του παραπάνω πίνακα πρέπει να νοηθεί και στα τρία γένη· π.χ. ο Υπερλύδιος στο διατονικό γένος (α'), στο χρωματικο γένος (β') και στο εναρμόνιο γένος (γ')· θα έχει τότε, την ακόλουθη διάταξη (σε κατιούσα σειρά):

Κατά τον ίδιο τρόπο, όλοι οι άλλοι τόνοι μπορούν να ληφθούν στα τρία γένη. Από τους 15 αυτούς τόνους, ο Πτολεμαίος αναγνώριζε μόνο τους επτά κύριους, γιατί επτά ήταν οι αρμονίες. Τους σχημάτιζε αρχίζοντας από τον Μιξολύδιο (si) και προχωρώντας κατά πέμπτες προς τα κάτω, σε αυτή τη σειρά: Μιξολύδιος, Δώριος, Υποδώριος, Φρύγιος, Υποφρύγιος, Λύδιος και Υπολύδιος, ή τοποθετημένους κατά σειρά ύψους: Μιξολύδιος, Λύδιος, Φρύγιος, Δώριος, Υπολύδιος, Υποφρύγιος και Υποδώριος (από επάνω προς τα κάτω). Η σειρά αυτή των τόνων είναι το αντίστροφο της σειράς των αρμονιών. Αν, τώρα, οι επτά αρμονίες τοποθετηθούν σε καθένα από τους επτά τόνους, θα σχηματιστούν 49 διαφορετικές κλίμακες. Στην πραγματικότητα, οι επτά αρμονίες τοποθετούνται μέσα στην ίδια έκταση (την οκτάβα, που αντιστοιχεί με το fa - fa, επειδή ήταν μέσα στις φωνητικές δυνατότητες των πιο πολλών φωνών, και θεωρούνταν η πιο κατάλληλη):

Βλ. στο λ. ονομασία τη θεωρία του Πτολεμαίου σχετικά με την ονοματολογία κατά θέσιν και κατά δύναμιν.
Για βιβλιογραφία βλ. στο λ. αρμονία

http://www.musipedia.gr/wiki/Τόνος
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Τρίτη
η χορδή ή νότα που ήταν τρίτη από τη νήτη (προς τα κάτω). Στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον υπήρχε μόνο μία τρίτη, η τρίτη συνημμένων (si ύφ.)· στο Σύστημα Τέλειον Μείζον υπήρχαν δύο: η τρίτη υπερβολαίων (fa) και η τρίτη διεζευγμένων (do). Στο Σύστημα Τέλειον Άμετάβολον περιλαμβάνονταν και οι τρεις. Βλ. λ. σύστημα

http://www.musipedia.gr/wiki/Τρίτη
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Τρόπος
υπήρξε κάποια σύγχυση στη χρήση του όρου αυτού σε μερικά αρχαία κείμενα· συχνά εμφανίζεται ως συνώνυμο του όρου τόνος. Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 136 Mb) λέει: "τρόπους, ους και τόνους εκαλέσαμεν". Ο Αλύπιος (Εισ. 3) γράφει κατά παρόμοιο τρόπο: "εις τους λεγόμενους τρόπους τε και τόνους, όντας πεντεκαίδεκα τον αριθμόν" (στους λεγόμενους τρόπους και τόνους, που είναι δεκαπέντε τον αριθμό)· βλ. στο λ. τόνος τους δεκαπέντε τόνους. Στον Πλούταρχο οι όροι τόνος, τρόπος και αρμονία παρουσιάζονται συχνά ως συνώνυμοι. Ει πρεσβυτέρω πολιτευτέον (793Α, 18): "πολλών τόνων και τρόπων υποκειμένων φωνής, ους αρμονίας οι μουσικοί καλούσι" (αφού υπάρχουν πολλοί τόνοι και τρόποι της φωνής, που οι μουσικοί ονομάζουν αρμονίες). Επίσης, Περί του Ε του εν Δελφοίς (389Ε, 10): "και πέντε τους πρώτους είτε τόνους ή τρόπους είθ' αρμονίας χρή καλείν" (και οι πρώτοι πέντε τόνοι ή τρόποι ή αρμονίες, όπως και αν πρέπει να τους ονομάζει κανείς). Ο Πορφύριος (Comment. Wallis 258, I.D. 82, 5-6), εξετάζοντας τις διάφορες σημασίες του όρου τόνος, λέει ότι "τόνος είναι επίσης ο τόπος [η έκταση] που, κατά τον Αριστόξενο, μπορεί να δεχτεί ένα τέλειο σύστημα, όπως είναι ο δώριος και ο φρύγιος και οι παραπλήσιοι τρόποι". Πολύ συχνά ο όρος τρόπος απαντά με τη σημασία του στιλ (τεχνοτροπίας στη σύνθεση)· Αριστόξ. (Αρμον. II, 40, 21 Mb): "ούτε τους των μελοποιϊών τρόπους" (ούτε τα στιλ [τεχνοτροπίες] της μελωδικής σύνθεσης). Ο Αριστείδης (ό.π. 30 Mb, 30 R.P.W.-I.), επίσης, λέει: "τρόποι μελοποιΐας", δηλ. στιλ [τεχνοτροπίες] μελωδικής σύνθεσης.
Βλ. λ. γένος.

http://www.musipedia.gr/wiki/Τρόπος
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Υπάτη
(=υψίστη)· η πιο χαμηλή νότα ή χορδή· ονομαζόταν έτσι (υπάτη σήμαινε υψίστη), γιατί τοποθετούνταν στο πιο μακρινό άκρο των χορδών. Ο Αριστείδης λέει: "υπάτη δε υπάτων, ότι του πρώτου τετραχόρδου πρώτη τίθεται· το γαρ πρώτον ύπατον εκάλουν οι παλαιοί" (η υπάτη υπατών ήταν η πρώτη νότα του πρώτου τετράχορδου [του χαμηλότερου], γιατί οι αρχαίοι έλεγαν ύπατο το πρώτο).

Βλ. λ. ονομασία.

http://www.musipedia.gr/wiki/Υπάτη
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Υποδώριος
αρμονία ή υποδωριστί· το ακόλουθο οκτάχορδον στο διατονικό γένος: la - sol - fa - mi - re - do - si - la. Αυτή η αρμονία ήταν γνωστή ως αιολία (ή αιολιστί), αλλά μετά την εποχή του Αριστόξενου ο όρος υποδώριος χρησιμοποιήθηκε γενικά. Ο Αθήναιος (ΙΔ', 625Α, 19) υποστηρίζει ότι η έκφραση υποδώριος χρησιμοποιήθηκε κατ' αναλογία προς παρόμοιες εκφράσεις: "όπως ονομάζουμε ό,τι μοιάζει στο λευκά υπόλευκο και ό,τι δεν είναι γλυκό, αλλά ωστόσο κοντά σε αυτό, υπόγλυκο, κατά τον ίδιο τρόπο ονομάζουμε υποδώριο εκείνον που δεν είναι ολότελα δώριος".
Πρβ. Θησ. Ελλ. Γλ. Η', στηλ. 327-328.
υποδώριος, τόνος· ο χαμηλότερος από τους 13 τόνους στο αριστοξένειο σύστημα και από τους 15 τόνους στο νεο-αριστοξένειο σύστημα.
Βλ. λ. τόνος.

http://www.musipedia.gr/wiki/Υποδώριος
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Υποφρύγιος
αρμονία· το ακόλουθο οκτάχορδον (sol - sol) στο διατονικό γένος: sol - fa - mi - re - do - si - la - sol. Πριν από τον Αριστόξενο, η αρμονία αυτή ήταν γνωστή ως ιαστί ή χαλαρά ιαστί (Πλάτων), δηλ. χαλαρά ιωνική. υποφρύγιος τόνος· ο 11ος τόνος στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων και ο 13ος στο νεο-αριστοξένειο σύστημα των 15 τόνων. Βλ. λ. τόνος.

http://www.musipedia.gr/wiki/Υποφρύγιος
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
φθέγγομαι , Od.10.228, etc.: fut.
A. “φθέγξομαι” Il.21.341: aor. ἐφθεγξάμην, Ep. and poet. “φθεγξάμην” 18.218, Pi.O.6.14: pf. ἔφθεγμαι, 2sg. “ἔφθεγξαι” Pl.Lg.830c, 3sg. ἔφθεγκται (trans.) Arist.APo.77a2, (Pass.) Id.Cael.279a23: —utter a sound or voice, esp. speak loud and clear, freq. in Hom., “φθεγξάμενος παρὰ νηός” Il.11.603, cf. 10.67, al., Pl. R.336b (properly of all animals that have lungs, Arist.HA535a30):
I. of the human voice, “ἀνθρωπηΐῃ φωνῇ φ.” Hdt.2.57; “ἀπὸ γλώσσας” Pi. l.c.; “διὰ τοῦ στόματος” Pl.Sph.238b; [“ψυχῆς] φθεγξαμένης ἀΐων” Xenoph.7.5; “φθεγξαμένου τευ ἢ αὐδήσαντος” Od.9.497; with a part. expressing the kind of cry, “φθέγξομ᾽ ἐγὼν ἰάχουσα” Il. 21.341; “τοὶ δ᾽ ἐφθέγγοντο καλεῦντες” Od.10.229, cf. 12.249; so “σφοδρῷ τῷ πνεύματι φ.” Archyt.1; “φ. μετὰ βοῆς” Pl.Lg.791e, etc.; “μέγιστον ἁπάντων” D.19.206; καλὸν καὶ μέγα ib.216, cf. 337; “ἐλεύθερον καὶ μέγα” Pl.Grg.485e; also of weak, small voice, “φθεγξάμενος ὀλίγῃ ὀπί” Od.14.492; “τυτθὸν φθεγξαμένη” Il.24.170; of the battle-cry, X.An. 1.8.18; of the recitative of the chorus, Id.Oec.8.3; “οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φ.” Pl.Phdr.238d; οὐδ᾽ ἂν φθέγξασθαι δυνηθείη would not be able to utter a syllable, Isoc.15.192, cf. Pl.R.368c; opp. silence, X.Mem.4.2.6; εἶτα σὺ φθέγγει . . ; open your mouth . . ? D.18.283; of children just born, Arist.HA587a27:—Constr.:—c. acc. cogn., utter, “ἔπος” Hdt.5.106; “ἀγέλαστα” Heraclit.92; “ὀδυρμοὺς καὶ γόους ἀνωφελεῖς” A.Pr.34; “καίρια” S.Ph.862 (lyr.); ἀράς, λόγους, βλασφημίαν, E.Ph.475, Med.1307, Ion 1189; “ῥῆμα μοχθηρόν” SIG1175.19 (Piraeus, Tab. Defix., iv/iii B. C.); “τἀληθῆ” Pl.Phlb.49b; “ὑπέρογκα ματαιότητος φ.” 2 Ep.Pet.2.18: the pers. addressed added with a Prep., “φ. εἰς ἡμᾶς” E.Ph.l.c.; “πρός τινα” Pl.Ion534d; later τισί, Plu.Crass.27; “φ. τι περί τινος” Isoc.10.13; τὸ φθεγγόμενον, abs., that which uttered the sound, Hdt.8.65.
2. of animals, as a horse, neigh, whinny, Id.3.84,85; of an eagle, scream, X.An.6.1.23; of a raven, croak, Thphr.Sign.16; of a fawn, cry, Theoc.13.62; of birds, opp. ἄφωνοί εἰσι, Arist.HA618a5; ἐν τῷ θέρει ᾁδει [κόττυφος], τοῦ χειμῶνος . . φ. θορυβῶδες ib.632b17; of worms, “φ. οἷον τριγμόν” Thphr. CP5.10.5; of certain fish, Arist.Fr.300, Opp.H.1.135.
3. of inanimate things, of a door, creak, Ar.Pl.1099; of thunder, X.Cyr. 7.1.3; of trumpets, Id.An.4.2.7, 5.2.14; of the flute, Id.Smp.6.3, Thgn.532; of the lyre, “φόρμιγξ φ. ἱρὸν μέλος” Id.761, cf. Arist. Metaph.1019b15; of an earthen pot, εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαθρὸν φ. whether it rings sound or cracked, Pl.Tht.179d; φ. παλάμῃσι to clap with the hands, Nonn.D.5.106, cf. AP9.505.17 (dub.).
II. = ὀνομάζω, to name, call by name, Pl.R.527a, Phlb.25c, 34a; τῷ πλέγματι τούτῳ τὸ ὄνομα ἐφθεγξάμεθα λόγον gave it the name of λόγος, Id.Sph.262d; φ. εἴδωλον ἐπὶ πᾶσιν ὡς ἓν ὄν ib.240a; φ. γιγνόμενα speak of things as coming into existence, Id.Tht.157b; καὶ τὸν κύλλαστιν φθέγγου use the word κ., Ar.Fr.257; also τῇ δυνάμει ταὐτὸν φ. have the same meaning, Pl.Cra.394c.
III. c. acc. pers., sing, or celebrate one aloud, Pi.O.1.36; also, tell of, recount, “θεῶν ἔργα” Xenoph.12.1.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...tic+letter=*f:entry+group=13:entry=fqe/ggomai
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Φθόγγος
ήχος, φωνή. Στη μουσική, ένας ήχος με καθορισμένο ύψος που παραγόταν από φωνή ή οποιοδήποτε μουσικό όργανο· στον πληθ., νότες και χορδές. Δίνουμε τώρα μερικούς ορισμούς του φθόγγου από αρχαίους θεωρητικούς: Αριστόξενος (Αρμον. Στοιχ. Ι, 15, 15 Mb): "Συντόμως μεν ούν ειπείν, φωνής πτώσις επί μίαν τάσιν φθόγγος εστί" (Για να εκφραστούμε σύντομα, φθόγγος είναι η πτώση της φωνής πάνω σ' ένα ύψος). Κλεονείδης (Εισαγ. 1): "φθόγγος μεν ούν εστί φωνής πτώσις εμμελής επί μίαν τάσιν" (φθόγγος είναι η μουσική πτώση της φωνής πάνω σ' ένα ύψος). Ο Βακχείος (Εισαγ. 4) δίνει τον ίδιο ορισμό, προσθέτοντας: "μία γαρ τάσις εν φωνή ληφθείσα εμμελή φθόγγον αποτελεί" (ένα μόνο ύψος παρμένο στη φωνή αποτελεί μουσικό ήχο [φθόγγο]). Ο Νικόμαχος (Εγχειρ. 11) με πιο αναλυτικό τρόπο λέει: "φθόγγος εστί φωνή άτομος, οίον μονάς κατ' άκοήν· ως δε οι νεώτεροι, επίπτωσις φωνής επί μίαν τάσιν και απλήν· ως δ' ένιοι, ήχος απλατής κατά τόπον αδιάστατος" (φθόγγος είναι ένας αδιαίρετος ήχος όπως μια ακουστική μονάδα· και, όπως [λένε] οι νεότεροι, μια πτώση φωνής πάνω σ' ένα μόνο ύψος· και, καθώς [λένε] μερικοί άλλοι, ένας ήχος χωρίς πλάτος και συνεχής [χωρίς διακοπή]). Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 12-13 Mb) διακρίνει πέντε διαφορές ανάμεσα στους φθόγγους (διαφοραί φθόγγων): (1) ως προς το ύψος (κατά την τάσιν), (2) ως προς το διάστημα (τη συμμετοχή σ' ένα ή περισσότερα διαστήματα· κατά διαστήματος μετοχήν), (3) ως προς το σύστημα (τη συμμετοχή σ' ένα ή περισσότερα συστήματα· κατά συστήματος μετοχήν), (4) ως προς την περιοχή της φωνής.(κατά τον της φωνής τόπον) και (5) ως προς το ήθος (κατά ήθος· το ήθος ποικίλλει ανάλογα με το ύψος των φθόγγων).

http://www.musipedia.gr/wiki/Φθόγγος
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Φοινίκιον
Έτσι ονόμαζε ο Αριστοτέλης τη «φοινικική λύρα», δηλαδή το έγχορδο όργανο με τις χορδές σε ζεύγη, που επέτρεπαν να παίζεται ταυτόχρονα και η 8η.

http://www.musipedia.gr/wiki/Φοινίκιον

Λυροφοίνιξ
και λυροφοινίκιον· είδος λύρας ή κιθάρας φοινικικής προέλευσης. Ήταν, πιθανόν, το ίδιο όργανο με τη φόρμιγγα και το φοινίκιον· μερικοί συγγραφείς όριζαν το λυροφοίνικα ως μια σαμβύκη βλ. λ.), όπως ο Ιόβας, βασιλιάς της Μαυριτανίας και ιστορικός του 1ου αι. π.Χ. (Αθήν. Δ', 175D, 77). Ησ.: "λυροφοίνιξ· είδος κιθάρας"· ο Πολυδεύκης (IV, 59) μνημονεύει μόνο το λυροφοινίκιον. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι βραχίονες του λυροφοίνικα ήταν κατασκευασμένοι από κέρατο μικρού ελαφιού, ενώ ο Σήμος ο Δήλιος ισχυρίζεται ότι το όνομά του οφείλεται στο γεγονός ότι οι βραχίονες του κατασκευάζονταν από ξύλο φοινικιάς (Αθήν. ΙΔ', 637Β, 40).
Σημείωση: Η λέξη φοινίκιον είναι υποκοριστικό της λέξης φοίνιξ και η λέξη λυροφοινίκιον της λέξης λυροφοίνιξ.

Φοίνιξ
και φοινίκιον (α) ο φοίνιξ ήταν έγχορδο όργανο παρόμοιο με τη μάγαδι και την πήκτιν· ήταν όργανο πολύχορδο και οι χορδές του κουρδίζονταν κατά ζεύγη, καθεμιά με την οκτάβα της, όπως και στα άλλα δύο όργανα. Η προέλευσή του ήταν φοινικική, από όπου και το όνομά του· αλλά, κατά τον Δήλιο ποιητή Σήμο, ονομαζόταν έτσι, γιατί οι βραχίονές του κατασκευάζονταν από ξύλο φοινικιάς της Δήλου (Αθήν. ΙΔ', 637Β, 40). (β) φοινίκιον, υποκ. του φοίνιξ. Μολονότι ο όρος θα μπορούσε να σημαίνει μικρό φοίνικα, η λέξη φοινίκιο απαντά πάντοτε ως άλλη ονομασία του ίδιου οργάνου. Αριστοτ. (Προβλ. XIX, 14): "Γιατί η συμφωνία της ογδόης περνά απαρατήρητη και εμφανίζεται σαν ταυτοφωνία στο φοινίκιο, καθώς και στη φωνή;".

http://www.musipedia.gr/index.php?title=Ειδικό:Search&search=φοινικιον&go=Μετάβαση
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Φωνή
κυρίως η ανθρώπινη φωνή ή ο ήχος της ανθρώπινης φωνής· επίσης και των ζώων. Κατ' επέκταση, ο ήχος οποιουδήποτε μουσικού οργάνου. Ο Αριστοτέλης (Περί ψυχής 420Β) λέει: "η δε φωνή ψόφος τις εστιν εμψύχων των γαρ αψύχων ουδέν φωνεί, αλλά καθ' ομοιότητα λέγεται φωνείν, οίον αυλός και λύρα και όσα άλλα των αψύχων απότασιν έχει και μέλος και διάλεκτον" (η φωνή είναι ένας ήχος των εμψύχων· γιατί κανένα από τα άψυχα δε μιλεί, αλλά κατ' αναλογία λέγεται μιλεί [ηχεί], όπως λ.χ. ο αυλός και η λύρα και όλα εκείνα που έχουν διάρκεια, μελωδία και έκφραση). Πλάτων (Πολιτ. Γ', 397Α): "πάντων οργάνων φωνάς" (ήχους όλων των οργάνων). Ευριπίδης (Τρωάδες 127): "συριγγών φωναίς" (με τους ήχους των συριγγών). Και ο Αριστόξενος χρησιμοποιεί τον όρο φωνή με τη σημασία του φωνητικού και του οργανικού ήχου (βλ. Αρμον. Ι, 8, 16· 9, 10 κτλ.). Αλλά χρησιμοποιεί και τον όρο οργανική φωνή (ή φωνή οργανική), ειδικά για τον οργανικό ήχο (Ι, 14, 4-5· βλ. το κείμενο στο λ. όργανον). Η λέξη φωνή χρησιμοποιούνταν, κατ' επέκταση, και με τη σημασία της φράσης, του τραγουδιού, της μελωδίας· Πλούτ. (Περί μουσ. 1143Α, 33): "πολυηχής φωνή αηδόνος" (πολυποίκιλο τραγούδι του αηδονιού). φωνάριον υποκορ. του φωνή· μικρή φωνή ή κραυγή.

http://www.musipedia.gr/wiki/Φωνή
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Χορδή
γενικά, το έντερο· χορδή από έντερο, που τεντωμένη παράγει, ήχο. Επομένως, χορδή μουσικού οργάνου. Με αυτή τη σημασία απαντά στον Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (στ. 51): "επτά δε σύμφωνους οΐων ετανύσσατο χορδάς" (και τέντωσε επτά ταιριαστές [σύμφωνες] χορδές από έντερα προβάτου). Επίσης στην Οδύσσεια (φ 406-407): "ως ότ' ανήρ φόρμιγγος επιστάμενος και αοιδής ρηϊδέως ετάνυσσε νέω περί κόλλοπι χορδήν" (όπως όταν ένας πολύ επιδέξιος στη λύρα και στο τραγούδι εύκολα τεντώνει τη χορδή γύρω σ' ένα κόλλοπα [στριφτάρι]· μτφρ. Α. Τ. Murray). Ησύχ.: "χορδή· νευρά κιθάρας" (νευρα=χορδή, βλ. πιο κάτω). Με αυτή τη σημασία την αναφέρει, επίσης, ο Πολυδεύκης (IV, 62) στα μέρη των οργάνων. Οι χορδές κατασκευάζονταν από έντερο ή τένοντα προβάτου ή κατσικιού: "χορδαίς οπταίς εριφείοις" (ψημένες χορδές από κατσίκια· Φερεκράτης, Πέρσαι: Kock CAF Ι, 182, απόσπ. 130). Ο Πλάτων ονομάζει τον αυλό πολυχορδότατο (που παράγει πολλές νότες). Αργότερα, η λέξη χρησιμοποιήθηκε και στην περίπτωση των φωνητικών χορδών (φωνητικαί χορδαί). Η λέξη νευρά χρησιμοποιούνταν συχνά για τη χορδή. Ο κατασκευαστής χορδών λεγόταν χορδοποιός. Εκείνος που έστριβε τις χορδές (για να τις κουρδίσει) ονομαζόταν χορδοστρόφος· ήταν ακόμα και χορδοποιός και χορδιστής.

http://www.musipedia.gr/wiki/Χορδή
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Χορός
(α) σύνολο ρυθμικών κινήσεων του σώματος, των χεριών και των ποδιών. Άλλος όρος για την όρχηση·
(β) σύνολο τραγουδιστών και χορευτών ο χορός στο αρχαίο δράμα·
(γ) ο τόπος όπου γινόταν ή όρχηση, ιδιαίτερα στον Όμηρο· Ομ. Οδ. θ 260: "λείηναν δε χορόν, καλόν δ' εύρυναν αγώνα" (ισοπέδωσαν [έκαναν λείο] το μέρος για το χορό [το χοροστάσι] και πλάτυναν καλά το χώρο). Στη Σπάρτη η αγορά λεγόταν χορός, γιατί οι νέοι συνήθιζαν να χορεύουν εκεί τις γυμνοπαιδίες. Παυσ. (Γ', 11, 9): "Σπαρτιάταις δέ επί της αγοράς Πυθαέως τέ εστιν Απόλλωνος και Αρτέμιδος και Λητούς αγάλματα· χορός δέ ούτος ο τόπος καλείται πας, ότι εν ταις γυμνοπαιδίαις... οι έφηβοι χορούς ιστάσι τώ Απόλλωνι" (στην αγορά τους οι Σπαρτιάτες έχουν αγάλματα του Πυθέα Απόλλωνα, της Αρτέμιδας και της Λητώς. Όλος αυτός ο τόπος ονομάζεται χορός, γιατί κατά τις γυμνοπαιδίες... οι έφηβοι εκτελούν χορούς προς τιμήν του Απόλλωνα).

http://www.musipedia.gr/wiki/Χορός
 
Top