από τον π. Γώργιο Σταθόπουλο / by Fr. Georgios Stathopoulos
Νεκρολογία του Άρχοντος Μουσικοδιδασκάλου της Μ.τ.Χ.Ε. ΑΒΡΑΑΜ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ
Πλήρης ημερών την Τετάρτη 19-10-2005 στις 4.30π.μ. μετέστη από τα πρόσκαιρα στα
αιώνια η ψυχή του Άρχοντος Μουσικοδιδασκάλου της Μ.τ.Χ.Ε. Αβραάμ Χρ. Ευθυμιάδη.
Ο Άρχον Αβραάμ Ευθυμιάδης γεννήθηκε στη Σελεύκεια της Μικράς Ασίας το 1911 από ευσεβείς
και εύπορους γονείς. Μέλος πολύτεκνης οικογενείας με έξι παιδιά (δύο αγόρια και
τέσσερα κορίτσια), από πολύ μικρός έδειξε την κλήση του στα γράμματα και τις τέχνες.
Λόγω της οικονομικής καταστάσεως της οικογενείας του, διδάχθηκε εκτός από τις δύο
υποχρεωτικές για όλους γλώσσες, δηλαδή την Ελληνική και την Τουρκική, και την Γαλλική,
τις οποίες έως το τέλος της ζωής του μιλούσε με μεγάλη ευχέρεια. Επίσης είχε την
τύχη να διδαχθεί την Ευρωπαϊκή Μουσική παράλληλα με το πιάνο και κυρίως την Βυζαντινή
Εκκλησιαστική Μουσική κοντά στον δημοδιδάσκαλο και Πρωτοψάλτη της περιοχής του Παντελή
Εγγονόπουλο ήδη από την ηλικία των 6 ετών. Ο Παντελής Εγγονόπουλος δίπλα στον οποίο
ο μικρός τότε Αβραάμ διδάχθηκε έως το 1923 μόνο τη στοιχειώδη θεωρία της μουσικής
μας και το Αναστασιματάριο, ήταν μαθητής του περιωνύμου Άρχοντος Πρωτοψάλτου της
Μ.τ.Χ. Εκκλησίας Γεωργίου Βιολάκη, γι΄ αυτό και ο Αβραάμ Ευθυμιάδης ενθυμούμενος
την παιδική του ηλικία έλεγε με καύχημα ότι ήταν μουσικός εγγονός του Γεωργίου Βιολάκη.
Το 1923 αναγκάζονται με την οικογένεια του να έλθουν στη Σύρο σαν πρόσφυγες όπου
ο πατέρας του ενεργοποιείται και πάλι επιχειρηματικά με δυσάρεστα για την οικογένεια
αποτελέσματα. Καταστρέφονται οικονομικά και ο πατέρας του από την θλίψη του πεθαίνει
το 1934 και τον αφήνει υπεύθυνο για την μητέρα και τα αδέλφια του. Κατά την διαμονή
τους στην Σύρο, ο μικρός Αβραάμ τις Κυριακές εκκλησιάζονταν στην Μεγαλόχαρη της
Τήνου, με καράβια του έβαζαν οι εφοπλιστές της περιοχής του για προσκύνημα στη χάρη
της. Εκεί άκουσε για πρώτη του φορά τον μετέπειτα Άρχοντα Πρωτοψάλτη της Μ.τ.Χ.Ε.
αείμνηστο Κων/νο Πρίγγο, ο οποίος έψαλε εκεί εκείνην την περίοδο και ενθουσιάστηκε
και κατενύγη από το ψάλλειν του.
Από την Σύρο μαζί με τα επτά προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς του, αναχωρεί και
εγκαθίσταται μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, οπού γνωρίζεται και συνεργάζεται στενά με τον
αοίδιμο εμβριθέστατο θεωρητικό και Πρωτοψάλτη του Ι.Ν.Αγ.Τριάδος Θεσσ/νίκης, Σωκράτη
Παπαδόπουλο (μαθητή του Νηλέως Καμαράδου), για την προσωπικότητα του οποίου έτρεφε
πολύ μεγάλο σεβασμό και εκτίμηση.
Το 1929 γνωρίζεται και συνδέεται άρρηκτα με τον Πρίγγο ο οποίος εγκαθίσταται και
αυτός πλέον στη Θεσσ/νίκη. Η φιλία, η εμπιστοσύνη και η συνεργασία που ανάπτυξαν
οι δύο άνδρες ήταν τόσον στενή και ειλικρινής, ώστε όταν ο Κων/νος Πρίγγος αποφάσισε,
κατόπιν παροτρύνσεως του Αβραάμ Ευθυμιάδη, να εκδώσει τη Μ.Εβδομάδα, το Δοξαστάριο
και το μισό Αναστασιματάριο (σε τεύχη τότε), αυτός του τα ταχυδρομούσε από την Πόλη
(χειρόγραφα με μολύβι), και ο Αβραάμ τα εξέδιδε προσθέτοντας κάτι αν αυτό κρίνονταν
απαραίτητο. Όταν μάλιστα ξεχνούσε ο Πρίγγος κάτι να γράψει, έλεγε στον Ευθυμιάδη
«γράψτο εσύ, αφού ξέρεις πως το λέω εγώ». Η σχέση αυτή των δύο ανδρών υπήρξε στενή
έως την εκδημία του Πρίγγου.(+1964).
Στη Θεσσαλονίκη σπουδάζει στη Γεωπονική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, από
όπου παίρνει το πτυχίο του το 1936, ενώ συγχρόνως παρακολουθεί μαθήματα στο Κρατικό
Ωδείο.
Από το 1931 έως και το 1976 διακόνησε ευσχημόνως και καρποφόρα το Ιερό Αναλόγιο,
ψάλλοντας σε πολλούς ναούς της συμπρωτεύουσας όπως της Παναγίας των Χαλκέων, της
Αγ. Αικατερίνης, της Λαοδηγήτριας, αλλά και εκτός αυτής όπως στην Ι. Μητρόπολη Καστορίας
και τους Αγ. Αναργύρους Εδέσσης. Εκεί θα έχει την πρώτη του επαφή και συνεργασία
με τον Διάκονο τότε Δημήτριο, μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη.
Το 1936 διορίζεται ως υπάλληλος στα Τ.Τ.Τ. (Τηλεφωνεία, Τηλεγραφεία, Ταχυδρομεία)
και αργότερα μετά τον διαχωρισμό τους το 1949 στον Ο.Τ.Ε. από όπου συνταξιοδοτείται
το 1969, με το βαθμό του Προϊσταμένου.
Το 1955 παντρεύεται την Δέσποινα Κεφαλά του Γεωργίου με την οποία αποκτούν δύο παιδιά,
τη Βαρβάρα και το Χρήστο και τέσσερα εγγόνια. Το 1974 όμως χάνει τη σύντροφο της
ζωής του και έκτοτε έως της κοιμήσέως του ζεί μόνος στο λιτό και απέριττο σπίτι
του στη Θεσσαλονίκη, περιστοιχισμένος με τα αγαπημένα του βιβλία, τα καλά του παιδιά
και εγγόνια, αλλά και τους πιστούς του φίλους και μαθητές.
Το 1948 οργανώνει το πρώτο φροντιστήριο Βυζαντινής Μουσικής που λειτούργησε στη
Θεσσαλονίκη, στην Ορθόδοξη Χριστιανική Αδελφότητα «Απολύτρωσις» (τότε, Αποστολική
Διακονία). Εκεί εκδίδει για πρώτη φορά το θεωρητικό του «Στοιχειώδη Μαθήματα Βυζ.
Εκκλ. Μουσικής», μικρό στις διαστάσεις και περιληπτικό στην ουσία, για το οποίο
επαινέθηκε από πολλους, μεταξύ των οποίων και ο Κων/νος Πρίγγος, ο οποίος έγραψε
χαρακτηριστικά ότι «τυγχάνει το αρτιώτερον των υπαρχόντων ομοίων του».
Το 1949 εκδίδει το «Φωταγωγικόν Άσμα» με τα «Ανοιξαντάρια» σε ήχο πλάγιο του Α΄
και άλλα μαθήματα.
Το 1950 θα επιμεληθεί την έκδοση της «Νέας Φόρμιγγος της Εκκλησίας», του Σωκράτη
Παπαδόπουλου.
Το 1951 οργανώνει το φροντιστήριο «Ο Άγιος Δημήτριος», στον ομώνυμο ανακαινισμένο
πλέον μεγαλοπρεπή Ι. Ναό, αρχικά με τον αοίδιμο Άρχοντα Πρωτοψάλτη Χρύσανθο Θεοδοσόπουλο
(+1988). Όταν αυτό διαλύεται, ιδρύει το 1961 την Σχολή πλέον Βυζαντινής Μουσικής
της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης υπό την αιγίδα της εκεί Ιεράς Μητροπόλεως, και
καλούν σε αυτήν και τους Άρχοντες Πρωτοψάλτες Αθανάσιο Καραμάνη και Χαρίλαο Ταλιαδώρο
και όλοι μαζί μετατρέπουν την συμπρωτεύουσα σε πρότυπο κέντρο σπουδών της Βυζαντινής
Εκκλησιαστικής Μουσικής για πολλές δεκαετίες.
Για τις διδακτικές ανάγκες της σχολής αναγκάζεται να διορθώσει τα παροράματα και
να ανατυπώσει την «Τρίτομη Μουσική Συλλογή» του Γεωργίου Πρωγάκη και το «Ειρμολόγιο
Καταβασιών» του Πέτρου Πελοποννησίου, μιας και αυτά είχαν από καιρό εξαντληθεί.
Από το 1952 αρχίζει την έκδοση των έργων του Κων/νου Πρίγγου που προαναφέραμε, δίχως
δυστυχώς να καταφέρουν οι δύο άνδρες να την ολοκληρώσουν, λόγο της μακροχρόνιας
ασθένειας και του θανάτου του Κ. Πρίγγου (+1964).
Παράλληλα με όλα αυτά είναι και διοικητικό στέλεχος του Σωματίου Ιεροψαλτών Θεσσαλονίκης,
στο οποίο η συνεισφορά και το έργο του υπήρξαν καθοριστικά για την μετέπειτα ποριά
του. Εργάσθηκε εκεί με πολύ ζήλο, οργανώνοντας πολυμελείς χορωδίες, διαλέξεις και
τέλος μελοποιεί τον ύμνο του συλλόγου προς τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό «Εκ χειλέων
των Αγγέλων» σε στίχους του Χρήστου Χατζηχρήστου, εκπαιδευτικού από την Κωνσταντινούπολη
στις αρχές του 20ου αιώνα.
Το 1972 επανεκδίδει ολοκληρωμένο πλέον το μνημειώδες Θεωρητικό του υπό τον τίτλο
«Μαθήματα Εκκλησιαστικής Βυζαντινής Μουσικής» το οποίο έχει γνωρίσει έκτοτε δύο
επανεκδόσεις και τώρα ετοιμάζεται και η τρίτη του. Αυτό του βιβλίο έτυχε της εγκρίσεως
της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και συστήθηκε «ως περισπούδαστον μουσικολογικόν
έργον, περιέχον άπασαν την θεωρητικήν της Πατρώας Βυζαντινής ημών Μουσικής ύλην
συστηματικώς κατεστρωμένην και επαγωγικώς τα μάλιστα αναπτυσσομένην, διακρινόμενον
δι΄ αρτιότητα τε και πληρότητα σπανίαν, πολύτιμον βοήθημα εις χείρας των σπουδαστών
της Ιεράς Μουσικής και παντός εντρυφούντος εις τον ατίμητον τούτον θησαυρόν του
Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού», και συστήθηκε προς όλους τους Σεβασμιωτάτους Ιεράρχες,
τα Ωδεία και τις Σχολές Βυζαντινής Μουσικής.
Το 1974 θα επεξεργασθεί ορθογραφικά και ρυθμικά αλλά και θα καλλιγραφήσει το «Πρότυπον
Αναστασιματάριον» του Άρχοντος Χαρίλαου Ταλιαδώρου.
Τα έτη 1978-1980, σε αντίμετρο των ανεύθυνων νεωτέρων μουσικών βιβλίων, στα οποία
υπάρχου πλείστες όσες παραφθορές και αλλοιώσεις της ουσίας του εκκλησιαστικού μέλους,
εκδίδει το «Τρίτομο Υμνολόγιον Φωναίς Αισίαις» αποτελούμενο από 1750 χειρόγραφες
σελίδες, σε κόκκινη και μαύρη μελάνη, ακολουθώντας πιστά τους μελοποιούς του παρελθόντος.
Ιδιαίτερη και καθοριστική στη ζωή του ήταν η τιμή που του επιφύλαξε την Κυριακή
των Βαΐων του 1988 (3 Απριλίου) ο Οικουμενικός Πατριάρχης κυρός ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α΄, όταν
μετά τη Θεία Λειτουργία του απένειμε «ιδίαις Πατριαρχικαίς χερσίν» το οφίκιο του
«Έντιμολογιωτάτου Άρχοντος Μουσικοδιδασκάλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου» ή «της
του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας» ή και «του Οικουμενικού Πατριαρχείου» στο Πατριαρχικό
παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέου.
Το 1991, πιστός στην αγάπη του προς την Αγία μας Εκκλησία και ανιδιοτελής κατά πάντα
και έως το τέλος της επιγείου ζωής του, εργάτης της Ορθοδοξολατρευτικής μας Μουσικής,
αποφασίζει και αποσύρει το «Τρίτομο Υμνολόγιον Φωναίς Αισίαις» αφού αντιλαμβάνεται
σε αυτό λάθη, κυρίως στη ρυθμική σήμανση. Το ίδιο έτος εκδίδει το «Νέον Τετράτομον
Υμνολόγιον Φωναίς Αισίαις» διορθωμένο, συμπληρωμένο και καλλωπισμένο, ως και το
«Τριώδιον Φωναίς Αισίαις».
Το συγγραφικό του έργο όμως δεν σταματά εδώ, αφού αλλά 12 βιβλία είναι έτοιμα προς
έκδοση, αλλά λόγο οικονομική πενίας παραμένουν ανέκδοτα:
1. Τετράτομον Νέον Στιχηράριον του Όλου Ενιαυτού.
2. Τετράτομον Δοξαστάριον (αργό και σύντομο) των Νεοφανών Αγίων.
3. Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδας.
4. Το Πεντηκοστάριον.
5. Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς του Αγίου Δημητρίου.
6. Η Ακολουθία των Εγκαινίων.
7. Ακολουθία των Ιερών Μυστηρίων.
Παράλληλα με όλα αυτά ο Αβραάμ Ευθυμιάδης, από το έτος 1951και έως το τέλος της
ζωής του, επισκεπτόταν τακτικά το Άγιο Όρος, διαμένοντας σε αυτό μεγάλα χρονικά
διαστήματα. Αυτό ήταν το δεύτερο σπίτι του, γι αυτό και εκεί επέλεξε να γίνει η
τελευταία του κατοικία, στην Ιερά Μονή Ιβήρων. Κατά την διαμονή του εκεί εργάζονταν
ακατάπαυστα, μελοποιώντας ακολουθίες Αγίων, ψάλλοντας στις ακολουθίες και διδάσκοντας
τους πατέρες των Ιερών Μονών. Προς χάριν των μοναχών δε, έχει μελοποιήσει και 152
ακολουθίες Αγίων που τιμώνται και εορτάζονται πανηγυρικά ιδιαίτερα στο Αγιόνυμον
Όρος.
Κι όμως αυτός ο τόσο δημιουργικός και καρποφόρος δάσκαλος, είχε βεβαία την πίστη
και ακλόνητη τη βεβαιότητα, ότι όλα αυτά δεν ήταν δικά του έργα, αλλά προϊόντα της
χάριτος του Θεού. Σε προσλαλιά του, στην τιμητική προς το πρόσωπο του εκδήλωση που
διοργάνωσε ο Πρωτοψάλτης κ. Θόδωρος Βασιλείου υπό την αιγίδα της Ο.Μ.Σ.Ι.Ε. το 1989
ο αοίδιμος Δάσκαλος είπε για τις συνθέσεις του: «Τα μελουργήματα …καθώς και όλα
όσα είναι βγαλμένα και βγαίνουν από τα χέρια της ευτέλείας μου φέρονται, βέβαια,
στο όνομα του λαλούντος. Και όμως στην ουσία δεν είναι καθόλου δικά μου. Και το
πιστεύω ακράδαντα, το ομολογώ και το διακηρύττω. Είναι, αποκλειστικά και μόνον,
προϊόντα της χάριτος του Θεού και γι΄ αυτό είναι αφιερωμένα στη δόξα του Παναγίου
Ονόματός του». Για όσους αξιωθήκαμε να ζήσουμε κοντά του, γνωρίζουμε καλά, ότι αυτοί
οι λόγοι δεν ήταν λόγοι ταπεινοφροσύνης και ευγενείας, αλλά ήταν απόλυτη πίστη,
βίωμα και διδασκαλία του σεβαστού δασκάλου.
Έλεγε ότι για να ψάλλουμε κάτι σωστά, πρέπει να μπορούμε να το κατανοούμε, αλλιώς
δεν καταφέρνουμε να το αποδώσουμε. Ως άριστος γνώστης της Ελληνικής γλώσσας σε όλες
της τις φάσεις και ίσως από τους λίγους που έως τις ημέρες μας κατάφερναν να την
χρησιμοποιούν με τόση συνάφεια και σαφήνεια, δεν μελοποιούσε αν πρώτα δεν είχε κατανόησει
απόλυτα το κείμενο. Όταν κάθονταν να μελοποιήσει την ακολουθία ενός Αγίου, πρώτα
διάβαζε το βίο του, έπειτα εντρυφούσε στην ακολουθία του και αφού την κατανοούσε
πλήρως, άρχιζε να την μελοποιεί, προσευχόμενος συνεχώς και αδιαλείπτως. Ήταν τόσο
μεγάλη η συγκινησιακή του φόρτιση όταν μελοποιούσε ένα τροπάριο, που πολλές φορές
δεν κατάφερνε να συγκρατήσει τα δάκρυά του και έκλαιγε με λυγμούς. Ιδίως όταν έγραφε
κάτι για την Παναγία μας, της οποίας της είχε ιδιαιτέρα αγάπη και αφοσίωση.
Η θεωρητική του γνώση, η μελική του δεινότητα και η βαθιά του πίστη ήταν αυτά που
έκαναν τα έργα του, επάξια και εφάμιλλα αριστουργήματα των μελοποιών του παρελθόντος.
Η άπταιστη κατοχή της Ελληνικής γλώσσας, η άριστη γνώση των διαστημάτων, των συστημάτων
και της πορείας των ήχων της Βυζαντινής μας Μουσικής, καθώς και η δημιουργική του
ευφάνταστη δεινότητα, τον βοήθησαν να καταστεί ως ένας από τους πολυγραφότατους
και καινογραφότατους μουσικούς του 20ου αιώνος. Σε αντίθεση με πολλούς σύγχρονους
του, ο Αβραάμ Ευθυμιάδης, δεν «συνέραφε» (όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει) προϋπάρχουσες
συνθέσεις, αλλά συνέγραφε ο ίδιος, προσπαθώντας πάντα να ζωντανέψει με τη Μουσική
το ποιητικό ή πεζό κείμενο-τροπάριο, δίχως να αντιγράφει προγενεστέρους του. Αυτό
δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι στα έργα του απομακρύνθηκε από την μελική παράδοση
των προηγουμένων αιώνων και μεγάλων της ψαλτικής διδασκάλων. Απεναντίας δε πίστευε
ότι η Βυζαντινή Μουσική ήταν Αγία, αφού δεν ήταν έργο κάποιου ανθρώπου κάποιας εποχής,
αλλά απαύγασμα πολυχρόνιας προσευχής αγίων και εναρέτων ανθρώπων.
Για τον Αβραάμ Ευθυμιάδη η ψαλμωδία δεν ήταν τραγούδι, δεν ήταν απλώς και μόνο καλλιτεχνία.
Ήταν προπάντων προσευχή. Προσευχή εξιδανικευμένη, καλλιτεχνία με προορισμό και στόχο
να παλμοδοτεί τις πιο ευγενείς ψυχικές χορδές για μεταρσίωση και ένωση κατά τη Θεία
Λατρεία με τον Δημιουργό. Η Ελληνοχριστιανική Ορθοδοξολατρευτική Μουσική, όπως ο
ίδιος συνήθως την αποκαλούσε, ήταν γι αυτόν ουράνια, αγγελική, ανεπανάληπτη και
αναντικατάστατη.
Παρακαλούσε τους συναδέλφους και τους μαθητές του, ποτέ στη ζωή τους να μη λησμονούν
την παραγγελία του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ο οποίος μας φωνάζει και μας νουθετεί
«Τήρει τίνι παρίστασαι και τι προσάδεις». «Όταν λέμε ένα «Κύριε Ελέησον» (έλεγε)
να αισθανόμαστε την αόρατη μα ολοζώντανη και συνταρακτική παρουσία του Κυρίου. Να
το λέμε στον τόνο που θα μπορούσαμε να το πούμε ευρισκόμενοι «ενώπιος ενωπίω». Το
ίδιο, φυσικά, όταν αναφερόμαστε στην Υπεραγία Θεοτόκο, τους Αγίους και γενικά σε
κάθε περίπτωση. Με τις απαραίτητες αυτές προϋποθέσεις η φωνή μας, η μελωδία μας
γίνεται κατάλληλη για το ιερό λειτούργημα που διακονούμε και είναι δυνατόν να ψάλλουμε
«Φωναίς Αισίαις» όπως υπαγορεύεται από τον επιλύχνιο ύμνο, το «Φώς ιλαρόν». «Φωναίς
Αισίαις» είναι τονισμένη και μελοποιημένη από τους Πατέρας της Εκκλησίας και τους
παλαιούς μεγάλους δασκάλους η μουσικής μας. Γι΄ αυτό έχουμε χρέος ιερό να τους ακολουθούμε
και να τους μιμούμαστε. Και μόνον κατ΄ αυτόν τον τρόπο ψάλλουμε «ως δεί ψάλλεσθαι»
και επιτυγχάνουμε την τελειότερη απόδοση μας, «Θεώ και ανθρώποις» ευάρεστη, να συγκινούμαστε,
να μεταρσιωνόμαστε, να πλησιάζουμε πιο πολύ στο «θρόνο της μεγαλωσύνης» του Κυρίου,
να συντελούμε στην μεταρσίωση και τον αγιασμό του πιστού λαού Του, που μας έχει
επιφορτίσει με το δύσκολο, ιερό και επίζηλο καθήκον να ψάλλουμε «εξ΄ ονόματός» του,
σαν στόμα δικό του».
Όλη η ζωή του σεβαστού Δασκάλου, ήταν μια διδασκαλία και συγχρόνως μια μαθητεία,
τόσο στο χώρο της μουσικής μας αλλά και αλλού. Ήταν έως το τέλος της ζωής του φιλομαθής,
γι΄ αυτό και αξιώθηκε να γίνει και πολυμαθής. Δεν δίσταζε να ερωτά ακόμα και μικρά
παιδία όταν έβλεπε ότι έχει κάτι να διδαχθεί από αυτά. Ακόμα και στη μουσική, παρά
την τεράστια θεωρητική του κατάρτιση, δεν ήταν ποτέ απόλυτος και δογματικός στις
απόψεις του. Ήξερε να ακούει και να σέβεται την γνώμη του άλλου, ακόμα και αν αυτή
ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με την δική του. Χαίρονταν να ακούει κάτι νέο και από
αυτό να παίρνει ερέθισμα για περαιτέρω προβληματισμό, μελέτη και έρευνα. Συνεχώς
μελετούσε, αναζητούσε και δεν δίσταζε να παραδεχθεί το λάθος του. Όταν πριν δέκα
περίπου χρόνια του ζήτησα μια σειρά από το «Τρίτομο Φωναίς Αισίαις» το οποίο ο ίδιος
απέσυρε και αντικατέστησε με το «Νέον Τετράτομον Φωναίς Αισίαις» για κάποιον συνάδελφο,
δεν δίστασε καθόλου, απεναντίας θα έλεγα, με παρρησία μου απάντησε ότι «αυτά είχαν
πολλά λάθη και ενώ έχω δεν μπορώ να το δώσω».
Προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει συναδέλφους που να ήταν πραγματικοί «ΙΕΡΟΨΑΛΤΕΣ».
Συνήθης ήταν ο λόγος του, ότι τελευταίος Ιεροψάλτης ήταν ο Κ. Πρίγγος. Όχι για την
καλλιφωνία ή τις γνώσεις του. Αλλά διότι την ώρα της λατρείας, επάνω στο αναλόγιο
κατάφερνε να ψάλλει προσευχόμενος και με κατάνυξη. Δίψαγε και συγκινούνταν βαθύτατα
όταν συναντούσε έναν τέτοιο «Ιεροψάλτη». Όταν προ δεκαετίας και πλέον βρέθηκε στο
Πατριαρχείο την ημέρα των Χριστουγέννων να κάθεται στο παραθρόνιο, δίπλα στον Άρχοντα
κ. Λ.Αστέρη, συμψάλλοντας και συμπροσευχόμενος και άκουσε (κατά μαρτυρία του ιδίου)
τον τέως Άρχοντα Λαμπαδάριο κ. Β. Εμμανουηλίδη, να ψάλλει το Κοινωνικό «Λύτρωσιν
απέστειλε…» με κατάνυξη, ηρεμία, τάξη και συντριβή καρδίας, δεν δίστασε να κατέβει
από το δεξιό αναλόγιο, να περάσει στο αριστερό, και με ταπείνωση να φιλήσει το χέρι
του τέως Άρχοντος Λαμπαδαρίου, αφού στο πρόσωπο του και στο ψάλλειν του, είδε και
άκουσε να ενσαρκώνεται ο πραγματικός Ιεροψάλτης.
Ανεξίτηλα θα παραμείνει χαραγμένη στην μνήμη και την καρδιά μου, η εικόνα του αοίδιμου
πλέον δασκάλου Αβραάμ Ευθυμιάδη, να ψάλλει στο αναλόγιο του Ιερού Προσκυνήματος
του Αγίου Νικολάου Σπάτα Αχαΐας, όπου ψάλλαμε όταν κατέβαινε στην Αμαλιάδα για να
περάσει λίγο καιρό μαζί μου, και να συγκλονίζεται και να μεταρσιώνεται κατά την
ώρα της λατρείας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν κατάφερνε να συγκρατήσει τη συγκίνηση
και τη συντριβή της καρδιάς του, που τα μάτια του ατενίζοντας την εικόνα της Υπεραγίας
Θεοτόκου βούρκωναν και έτρεχαν δάκρυα. Κάθε Θεία Λειτουργία γι΄ αυτόν ήταν μοναδική
και ίσως και η τελευταία όπως έλεγε, γι΄ αυτό προσπαθούσε να τη ζήσει με όλο του
το είναι.
Στην προσωπική του ζωή, δεν θα ήταν υπερβολικός ο χαρακτηρισμός του «κοσμοκαλόγερου»,
αφού η προσευχή, η εγκράτεια, η νηστεία, η ταπείνωση και η άσκηση ήταν γι΄ αυτόν
καθημερινό βίωμα. Λιτός και απέριττος κατά πάντα, αλλά με μία ευγένεια και αρχοντιά,
που πολύ μεγαλοσχήμονες θα ζήλευαν. Αξιοπρεπής και ευγενής έως το τέλος του, προσπαθούσε
να μην γίνεται βάρος σε κανέναν, αλλά και δίχως να προσβάλει και να στεναχωρεί κανέναν.
Είχε σαν αρχή στη ζωή του να μην δέχεται δώρα και φιλοφρονήσεις από κανέναν. Τα
απέφευγε με ευγένεια και μαεστρία υποδειγματική. Ήταν ο άνθρωπος της προσφοράς και
της αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Βοηθούσε τους πάντες ανιδιοτελώς. Δεν ήταν λίγοι
φυσικά αυτοί (κυρίως συνάδελφοι) που στάθηκαν απέναντι του αγνώμονες. Ο μακαριστός
όμως δεν τους κρατούσε καμία πικρία και εμπάθεια. Ποίος ζήτησε τη βοήθεια του και
δεν την είχε απλόχερα και δίχως κανένα κόστος; Ποιος θα ξεχάσει ότι έως προ μηνών
δίδασκε στο σπίτι του φίλους και μαθητές του, χωρίς ποτέ να λάβει δραχμή από κανέναν; Χαριτολογώντας τους έλεγε δε «είσαι χρεωμένος να πας στην κουζίνα και να φτιάξεις
καφέ να πιούμε».
Ο Αβραάμ Ευθυμιάδης έζησε για την Ψαλτική και όχι από την Ψαλτική. Υπήρξε από τους
ελάχιστους στις ημέρες μας, ανιδιοτελείς εργάτες του ιερού αναλογίου και της ψαλτικής
τέχνης. Όχι μόνον από την εργασία του αυτή δεν προσπόριζε κάτι για τον εαυτό του,
αλλά απεναντίας και την σύνταξή του διέθετε γι΄ αυτό το σκοπό. Χαρακτηριστικό είναι
το γεγονός ότι και τα έσοδα από τις πωλήσεις των βιβλίων του (παρότι τα έξοδα είχαν
επιβαρύνει τον ίδιο, έως σημείου δανεισμού του) πήγαιναν υπέρ του Ιερού Κέντρου
της Ορθοδοξίας «ως το ευαγγελικόν της χήρας δίλεπτον», όπως ο ίδιος έγραφε προς
τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο σε σχετική επιστολή του(16η Μαΐου 1993).
Τον στεναχωρούσε βαθύτατα η εκμετάλλευση και η καπήλευση της Ιερής του Δαμασκηνού
τέχνης από πολλούς. Όταν δε αυτό γίνονταν από μοναχούς, όπως συνέβη το 1990 με Ιερά
Μονή του Αγίου Όρους, δεν δίσταζε να τους επιτιμήσει αυστηρά και να προσπαθήσει
να τους νουθετήσει προς όφελος και της μουσικής αλλά και των ιδίων, κάνοντας δε
χρήση του αξιώματός του, (από τις λιγοστές φορές) ως «Ό Άρχων Μουσικοδιδάσκαλος
του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Ο σεβαστός δάσκαλος έτρεφε όλος ιδιαιτέρως μεγάλο σεβασμό, πραγματική αγάπη και
υπερβάλλουσα αφοσίωση και εμπιστοσύνη σε δύο Ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Τους θεωρούσε
πραγματικούς εργάτες του αμπελώνος του Κυρίου, που με το λόγο, το έργο και κυρίως
τη ζωή τους ενσάρκωναν την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο πρώτος ήταν ο Παναγιώτατος
Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος του οποίου θεωρούσε τον εαυτό του πραγματικό
«δούλο» και παντοτινό εργάτη και ο δεύτερος ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ηλείας
κ.κ. Γερμανός. Αντιπροσωπευτική της αγάπης του προς τον Μητροπολίτη Ηλείας ήταν
η ευχή του μετά την χειροτονία μου: «να ζήσεις (μου είπε) και να μοιάσεις στο Δεσπότη
σου».
Ο Αβραάμ Ευθυμιάδης ήταν πολύ περισσότερα από αυτά που εγώ κατάφερα σε αυτές τις
λίγες γραμμές να αποτυπώσω. Ήταν ένα μοναδικό αλλά ας ελπίσουμε όχι ανεπανάληπτο
πρότυπο για τους εργάτες του Ιερού Αναλογίου. Κατάφερε να συγκεράσει στο πρόσωπο
του το μεγάλο Πρωτοψάλτη, με τον απλό εργάτη του αναλογίου, τον εμβριθέστατο Δάσκαλο,
με τον παντοτινό μαθητή, τον Άρχοντα, που στη ζωή του υπήρξε πιο απλός και λιτός
από τους περισσότερους μας, τον πολυγραφότατο μελοποιό και θεωρητικό, με τον ταπεινό
άνθρωπο που τολμούσε να ομολογήσει ότι αυτά δεν ήταν δικά του αλλά της χάριτος του
Θεού. Η όλη του ζωή όπως και η κοίμησή του υπήρξε απλή, λιτή, οσιακή και μεστή εργασίας
και προσευχής προς δόξαν Θεού και όχι του ιδίου, όπως στις ημέρες μας έχουμε συνηθίσει.
Όσοι αξιωθήκαμε να ζήσουμε κοντά του, να αφουγκραστούμε τα σκιρτήματα της αγίας
του ψυχής, θα τον ενθυμούμαστε πάντοτε στη μνήμη και τις προσευχές μας. Ας έχουμε
την ευχή του όλοι μας και ας προσευχηθούμε η Υπεραγία Θεοτόκος, που με τόση αγάπη
ύμνησε στην παρούσα ζωή του και έως της επιθανατίου κλίνης, ας τον αναπαύει «μετά
των Αγίων, των απ΄ αιώνος Θεώ ευαρεστησάντων».
Αιωνία σου η μνήμη σεβαστέ και αγαπημένε δάσκαλε, φίλε και πατέρα
ΑΒΡΑΑΜ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ
Άρχοντα Μουσικοδιδάσκαλε της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
π. Γεώργιος Ανδρ. Σταθόπουλος
Αρχιδιάκονος Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας