Νίκος Πολίτης
Από την Πανδούρα και το Τρίχορδον, στο μπουζούκι
''Μία ιστορική εξερεύνηση της εξέλιξης των μακρυμάνικων λαουτοειδών στην Ελλάδα και τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα.
Για τη μουσική στην Αρχαία Ελλάδα δεν ξέρουμε, δυστυχώς, τόσα πράγματα όσα ξέρουμε για άλλες τέχνες. Αυτό ισχύει βέβαια περισσότερο για παραδείγματα μουσικών κομματιών, που φυσικά δεν ήταν δυνατό να διασωθούν όπως διασώθηκαν ναοί, αγάλματα, ζωγραφισμένα αγγεία. Τα σωζόμενα γραπτά μουσικά κείμενα είναι ελάχιστα και δεν είμαστε και σίγουροι ότι τα αποδίδουμε όπως αποδίδονταν τότε. Ακόμα και για τα όργανα, για την οργανολογία της εποχής, δεν είμαστε πλήρως ενημερωμένοι.
Τα γνωστότερα και περισσότερο διαδεδομένα έγχορδα όργανα στην Αρχαία Ελλάδα (η λύρα, η κιθάρα, η βάρβιτος) διέθεταν μία χορδή για κάθε φθόγγο, τοποθετημένες παράλληλα τη μία με την άλλη και χορδισμένες κατάλληλα. Ένας άλλος τρόπος να αποδοθούν οι φθόγγοι είναι αυτός που προσφέρει το όργανο με μανίκι, μπράτσο, όπου η χορδή διαιρείται κατά το μήκος της, πιεζόμενη με το δάχτυλο επάνω σε ένα σταθερό βραχίονα που συνήθως διαθέτει κατάλληλο δακτυλοθέσιο (τάστα ή δεσμούς).
Σίγουρα τα όργανα αυτά, της οικογένειας του λαούτου κατά τη σημερινή κατηγοριοποίηση, δεν ήταν τα πιο δημοφιλή στην αρχαία ελληνική μουσική, που προτιμούσε μία χορδή για κάθε φθόγγο. Δεν σημαίνει όμως ότι τέτοια όργανα δεν υπήρχαν. Υπάρχουν αναφορές σε μακρυμάνικα λαούτα στις γραπτές πηγές. Η παλαιότερη, του κωμικού ποιητή Αναξύλα (μέσα 4ου π. Χ. αι.) βρίσκεται στο έργο του «Λυροποιός». Ένα από τα όργανα που φέρεται να κατασκευάζει ο ήρωας του έργου ονομάζεται Τρίχορδον και εικάζουμε ότι πρόκειται για μακρυμάνικο λαουτοειδές. Μία άλλη πηγή, ο Πολυδεύκης (γύρω στο 200 π. Χ.) αναφέρει ότι το Τρίχορδον, όπως και εκείνος το αναφέρει, προέρχεται από τους Ασσυρίους οι οποίοι το ονόμασαν Πανδουρίδα. Την άποψη αυτή υιοθετούν και οι περισσότεροι σημερινοί ερευνητές. Υπάρχουν επίσης αρκετές τερακότες, όπως αυτή από την Κύπρο,
west..jpg
που δείχνει γυναικεία φιγούρα να κρατάει το όργανο. Παρόμοιες απεικονίσεις έχουμε και σε μία δωδεκάδα περίπου άλλων αγαλματιδίων που βρέθηκαν σε διάφορες περιοχές του ελληνόφωνου χώρου. Το γνωστότερο κομμάτι είναι ένα μαρμάρινο ανάγλυφο του 4ου π. Χ. αιώνα από την Μαντίνεια (μάρμαρο της Μαντινείας), σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
πανδουρίς..jpg
Τα ευρήματα που ανέφερα δεν δίνουν αρκετά σαφή εικόνα για την ακριβή μορφή του οργάνου. Εδώ
3Pandoura..jpg
μία σαφέστερη εικόνα από μεταγενέστερη αναπαράσταση.
Η καμπύλη, αχλαδόσχημη μορφή με την οποία είναι γνωστά σήμερα τα όργανα αυτά δεν είχε, προφανώς, εφευρεθεί ακόμα και δεν είναι γνωστό πότε περίπου υιοθετήθηκε το καμπύλο σχήμα. Πάντως, η τραπεζοειδής μορφή επεβίωσε και ως την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, όπως καταδεικνύει ένα μωσαϊκό του 6ου μ. Χ. αιώνα:
4μωσαίκό παλατι Κ&#.jpg
Η πιθανή προέλευση του οργάνου από τη Μεσοποταμία ενισχύεται από τη μαρτυρία του Πολυδεύκους, δεδομένου του υψηλού βαθμού πολιτισμού της περιοχής αλλά και από την έλλειψη στοιχείων για παρόμοιο όργανο στην Κρήτη ή την Αίγυπτο. Η παράλληλη ονομασία Τρίχορδον αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να πρόκειται για όργανο παρεμφερές με λύρα, κιθάρα κλπ. αφού με μόνο τρεις χορδές θα αποδίδονταν σε αυτό μόνο τρεις φθόγγοι, εύρος πολύ στενό για μία μουσική βασισμένη σε τετράχορδα και μεγαλύτερα μελωδικά εύρη. Μόνο η τοποθέτηση τριών χορδών παράλληλα επάνω από ένα βραχίονα με δακτυλοθέσιο μπορεί να καλύψει την ανάγκη αυτή. Έτσι, συνοψίζοντας, μπορούμε να δεχτούμε ότι στην ανατολική Μεσόγειο υπήρχαν όργανα της οικογένειας των μακρυμάνικων λαουτοειδών από την αρχαία εποχή.
Προχωράμε τώρα προς την ώριμη βυζαντινή περίοδο με αυτή την τοιχογραφία
5βυζαντινό..jpg
του 11ου αιώνα. Δεξιά από την καραμούζα και το οκτάσχημο τοξωτό βλέπουμε και ένα κλασικό μακρυμάνικο λαουτοειδές, τώρα πλέον με αχλαδόσχημο ηχείο. Η ονομασία Τρίχορδον φαίνεται να έχει ξεχαστεί πιά, αυτή την εποχή. Αντίθετα, η ονομασία Πανδουρίς έχει διατηρηθεί, μαζί με τις γλωσσολογικά συγγενείς μορφές Πανδούρα, Πάνδουρος, Φάνδουρος, Πανδούριον. Έτσι, πολύ εύκολα με απλό αναγραμματισμό θα έρθουμε στη μορφή Ταμπούρα ή Ταμπουράς, που πλέον τη βρίσκουμε συχνότατα σε νεώτερες πηγές, τόσο ελληνικές όσο και τουρκικές, περσικές, αραβικές κλπ. και η οποία επιζεί ως σήμερα.
Οι γνώσεις μας όμως σχετικά με την οργανολογία από βυζαντινές γραπτές πηγές είναι ελάχιστες και, το κυριότερο, απελπιστικά ασαφείς. Ενώ είναι σαφέστατο από την τοιχογραφία ότι έχουμε μορφές βιολιού και μακρυμάνικου λαούτου, ταμπουρά, είναι πολύ δύσκολο να ξέρουμε αν ένα όνομα που καταγράφεται σε κάποιο κείμενο της ίδιας εποχής αναφέρεται σε υπάρχον όργανο της εποχής ή απλά ο συγγραφέας, που ίσως δεν έχει ιδέαν από μουσική και όργανα, επαναλαμβάνει την ονοματολογία κάποιας παλαιότερης, ίσως αρχαίας πηγής. Αντίθετα ο καλλιτέχνης σε μία π.χ. τοιχογραφία, απλά βλέπει και αντιγράφει την πραγματικότητα. Πάντως, επειδή τα μακρυμάνικα λαουτοειδή σαφώς υπάρχουν και είναι δημοφιλέστατα σε μεταβυζαντινές εποχές, σε όλες τις περιοχές από δυτικά Βαλκάνια μέχρι Ανατολία, Περσία και τον αραβικό κόσμο, θα πρέπει να υποθέσουμε συνέχεια στην ύπαρξη και χρήση των οργάνων τύπου ταμπουρά από την αρχαιότητα μέχρι τις νεότερες εποχές, όπως αποδεικνύει και η τοιχογραφία που είδαμε αλλά και άλλες παρόμοιες απεικονίσεις.
Στις ελληνόφωνες περιοχές των μέσων βυζαντινών χρόνων και μέχρι τον 19ο αιώνα, τα όργανα της οικογένειας του ταμπουρά αναφέρονται με μία πολύ μεγάλη ποικιλία ονομάτων: Πανδούρα, Θαμπούρα, Ταμπουράς, Ταμπούρι αλλά και σάζι, μπουζούκι, μπαγλαμάς, ικιτέλι, καραντουζένι και επίσης λιογκάρι / γιογκάρι, μπουλγαρί, τζιβούρι, καβόρο, γόνατο και άλλα. Τα μακρυμάνικα αυτά όργανα υπάρχουν και είναι δημοφιλή και στους άλλους λαούς της περιοχής, από τους νότιους σλαβόφωνους, την Αλβανία και τα υπόλοιπα Βαλκάνια μέχρι την Ανατολία, τις αραβικές χώρες και την Περσία και ακόμα ανατολικότερα, Αφγανιστάν και Ινδία. Ονόματα όπως tambur / tanbur, saz, baglama, ikitelli και άλλα απαντώνται και σε αυτούς τους λαούς.''
http://www.rembetiko.gr/forums/entr...-%EC%F0%EF%F5%E6%EF%FD%EA%E9-%C9%C9&goto=prev