Ο "κανόνας" σχετικά με την ασυμβατότητα κεντημάτων προ της υπορροής (όπως και αρκετοί άλλοι "κανόνες ορθογραφίας") πηγάζει από τη μελέτη των κλασικών κειμένων της Νέας Μεθόδου, όπου κυριαρχεί η απλή (κλασική) σημειογραφία. Ως εκ τούτου, ισχύει και θα πρέπει να εφαρμόζεται σε αντίστοιχες περιπτώσεις, δηλ. όπου έχουμε χρήση γοργού επί της υπορροής ή συνεχές ελαφρόν μετά από κεντήματα.
Ωστόσο, ο "κανόνας" αυτός παύει να ισχύει στην αναλυτική σημειογραφία, όπως παρατηρούμε π.χ. σε συνθέσεις Πέτρου Εφεσίου και Ιωάννου Πρωτοψάλτου (βλ. Πανδέκτη, τ. Δ΄, σελ. 414, 877), κυρίως όταν των κεντημάτων με δίγοργο έπονται δύο μόνο καταβάσεις. Συνεπώς, δεν είναι τυχαία ούτε "ακαλαίσθητη" η επικράτηση χρήσης της υπορροής (ως συνοπτικότερης σε σχέση με τις δύο αποστρόφους) στην αναλυτική γραφή, τουναντίον.
Αυτό ομώς δεν σημαίνει ότι είναι "εσφαλμένη" η χρήση δύο αποστρόφων αντί υπορροής, κυρίως όπου έπονται πλείον των δύο καταβάσεων, όπως δεν είναι "λανθασμένη" και η χρήση ολίγου με αντικένωμα (όχι ψηφιστό, βλ. #4) και δίγοργο προ της υπορροής, η οποία συναντάται σε χφφ Κωνσταντινουπολιτών μελοποιών.